
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11/2016)
8 Απριλίου, 2025
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ., ΕΦΡΑΙΜ, Δ.]
1. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ
2. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ
Εφεσείοντες,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης.
...................
Τ. Κουκούνης, για Ανδρέας Κουκούνης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες/Αντεφεσίβλητους.
Δ. Κουρουσίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη/Αντεφεσείουσα.
...................
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη
και θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας η οποία εξεδόθη υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον της Εφεσίβλητης για το ποσό των €1.525.000 πλέον τόκους, ως αποζημίωση για την απαλλοτρίωση του επίδικου ακινήτου των Εφεσειόντων.
Με την Παραπομπή, οι Εφεσείοντες αξίωναν αποζημίωση ύψους €5.020.000 για την απαλλοτρίωση και έτσι δεν έμειναν ικανοποιημένοι με το επιδικασθέν υπέρ τους ποσό. Ως εκ τούτου, καταχώρισαν την παρούσα Έφεση, με την οποία εγείρουν συνολικά έντεκα λόγους έφεσης οι οποίοι αφορούν τόσο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας όσο και σε κάποια συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η Εφεσίβλητη καταχώρισε αντέφεση με ένα λόγο που αφορά στη διαταγή για τα έξοδα.
Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης, τα οποία αποτελούν και ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έχουν ως ακολούθως. Οι Εφεσείοντες, αδέλφια, με τον θάνατο του πατέρα τους όταν ήταν ακόμη ανήλικοι το 1977, κληρονόμησαν το επίδικο ακίνητο, ένα χωράφι συνολικής έκτασης 12.710 τ.μ. στο Μαρώνι Λάρνακας. Ενεγράφησαν ως οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες ανά ½ μερίδιο αυτού. Στις 7.8.2009 δημοσιεύτηκε η Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης για τρία ακίνητα, ένα εκ των οποίων ήταν το επίδικο, «για τον ακόλουθο σκοπό δημόσιας ωφέλειας, δηλ. γι’ αρχαιολογικές ανασκαφές ή τη συντήρηση ή αξιοποίηση αρχαίων μνημείων ή αρχαιοτήτων ή την ανάπτυξη των γύρω χώρων και η απαλλοτρίωση … επιβάλλεται για τους πιο κάτω λόγους δηλ. για τη διεξαγωγή αρχαιολογικών ανασκαφών ή τη συντήρηση των αρχαιολογικών κατάλοιπων ή τη διατήρηση της στρωματογραφίας αρχαιολογικού χώρου στην κοινότητα Μαρωνίου». Το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης ημερ. 24.6.2010 δημοσιεύτηκε στις 2.7.2010.
Κατά την ακρόαση της Παραπομπής, κατέθεσαν συνολικά τρεις μάρτυρες. Για τους Εφεσείοντες κατέθεσε ο εκτιμητής Ανδρέας Ανδρέου (ΑΑ). Για την Εφεσίβλητη κατέθεσαν ο Κτηματολογικός Λειτουργός Μάμας Χριστοδούλου (ΜΧ), ο οποίος επίσης προέβη σε εκτίμηση του απαλλοτριωθέντος ακινήτου και η Έλενα Τζιάμαλη (ΕΤ), Λειτουργός στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του ΑΑ και δέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων για την Εφεσίβλητη, στη βάση της οποίας κατέληξε στα ευρήματα του ως προς το ιστορικό των πολεοδομικών ζωνών εντός των οποίων ανήκε το επίδικο ακίνητο, από την κτήση του μέχρι και την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, όπως αυτό είχε περιγραφεί από την ΕΤ, και δέχθηκε την εκτίμηση από τον ΜΧ της αγοραίας αξίας του επίδικου ακινήτου, εξ ου και επεδίκασε το ως άνω ποσό.
Αποτέλεσε αδιαμφισβήτητο γεγονός και συνακόλουθα εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η μαρτυρία της ΕΤ πως το 1984 καθορίστηκαν για πρώτη φορά πολεοδομικές ζώνες στη διοικητική περιοχή Μαρωνίου, δυνάμει του άρθρου 14(1) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, και σύμφωνα με την Κ.Δ.Π. 208/84, ημερ. 20.7.1984 το επίδικο ακίνητο βρισκόταν σε ζώνη Ζ3 με ανώτατο συντελεστή δόμησης 3%.
Η διαφορά στο ποσό της εκτίμησης των δύο εκτιμητών έγκειται στο ότι ο μεν ΑΑ εξέλαβε ότι πριν την ένταξη σε πολεοδομική ζώνη, το επίδικο ακίνητο είχε συντελεστή δόμησης 220% και αν δεν εντασσόταν στη ζώνη Ζ3 για αρχαιολογικούς σκοπούς, θα εντασσόταν σε τουριστική ζώνη, ούτως ώστε η ένταξη του στη ζώνη Ζ3 να συνιστά περιορισμό ο οποίος λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της αποζημίωσης και η αξία του να καθορίζεται με τη συγκριτική μέθοδο τουριστικών ακινήτων. Αντιθέτως, ο ΜΧ εξέλαβε ότι το επίδικο ακίνητο ουδέποτε ανήκε στην τουριστική ζώνη και ουδέποτε είχε συντελεστή 220%, επομένως χρησιμοποίησε και αυτός τη συγκριτική μέθοδο με χωράφια.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υιοθέτησε το σκεπτικό της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην Παραπομπή 59/1995, η οποία αφορούσε την απαλλοτρίωση δύο άμεσα διπλανών τεμαχίων. Πρόκειται για την υπόθεση Ευσταθίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Παραπομπή 59/1995 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ημερ. 21.7.2000, στην οποία δύο τεμάχια, δίπλα από το επίδικο, εντάχθηκαν στην πολεοδομική ζώνη Ζ3 με την Κ.Δ.Π.208/84 και εκεί το Δικαστήριο δέχθηκε την εκτίμηση του εκτιμητή των εκεί αιτητών με συγκριτικές πωλήσεις σε τουριστικές ζώνες της περιοχής. Οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι και η εκτίμηση του ΑΑ στηρίχθηκε και ακολούθησε την ίδια μέθοδο εκτίμησης.
Η εν λόγω απόφαση είναι πρωτόδικη και μη δεσμευτική για το πρωτόδικο Δικαστήριο που εκδίκασε την υπό κρίση Παραπομπή. Κάθε υπόθεση εκδικάζεται και αποφασίζεται με βάση τα δικά της δεδομένα και κυρίως την προσαχθείσα σε αυτή μαρτυρία. Σημειώνουμε ότι σε εκείνη την περίπτωση κατέθεσαν διαφορετικοί μάρτυρες για κάθε πλευρά και η μαρτυρία ήταν διαφορετική από την παρούσα. Επομένως, δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε το επιλήψιμο από το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ανέτρεξε σε αυτή.
Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τους λόγους έφεσης 2 και 3 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αξιολόγηση και αποδοχή της μαρτυρίας της ΕΤ ως αδιαμφισβήτητης.
H ET ήταν η πλέον αρμόδια για να επεξηγήσει τον καθορισμό των πολεοδομικών ζωνών του επίδικου ακινήτου, λόγω του επαγγέλματος και της ιδιότητας της στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως εφόσον εργαζόταν στον Κλάδο Χωροταξίας και Δήλωσης Πολιτικής, η κύρια εργασία του οποίου είναι ο καθορισμός των πολεοδομικών ζωνών στην ύπαιθρο, συμπεριλαμβανομένης της διοικητικής περιοχής Μαρωνίου.
Οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως αποδεκτή τη μαρτυρία της ΕΤ καθότι αυτή ήταν εκτός των δικογράφων της Εφεσίβλητης. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Παγκύπριος Εταιρεία Αρτοποιών Λτδ. ν. Σαββίδη (1997) 1 Α.Α.Δ. 685, τα δικόγραφα καθορίζουν το πλαίσιο της δίκης και η σύνταξη τους διέπεται από τους δικονομικούς κανόνες που περιέχονται στη Δ.19 θ.4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ως ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, βάσει της οποίας μόνο τα ουσιώδη γεγονότα που είναι αναγκαία πρέπει να δικογραφούνται σε σχέση με τα επίδικα θέματα και όχι η μαρτυρία προς απόδειξη αυτών. Στην Υπεράσπιση περιλαμβάνεται ισχυρισμός ότι κατά τον χρόνο της Γνωστοποίησης και του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης, το επίδικο ακίνητο ενέπιπτε στη ζώνη Ζ2, με αποτέλεσμα να μπορούσε να προσκομιστεί μαρτυρία ως προς τούτο. Το ιστορικό των ζωνών ήταν η σχετική μαρτυρία που μπορούσε να προσφερθεί προς υποστήριξη της θέσης ότι οι Εφεσείοντες δεν δικαιούνται πέραν της προσφερθείσας αποζημίωσης, επομένως, η εν λόγω μαρτυρία ήταν αποδεκτή.
Η ΕΤ έτυχε αντεξέτασης, πλην όμως ουδέποτε τέθηκε είτε κατά την αντεξέταση της είτε κατά τη μαρτυρία των υπόλοιπων μαρτύρων πως το ιστορικό καθορισμού των πολεοδομικών ζωνών από το 1984 αναφορικά με το επίδικο ακίνητο ήταν διαφορετικό από αυτό που η μάρτυρας είχε περιγράψει. Είναι με αυτή την έννοια που το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε πως «τα όσα αδιαμφισβήτητα ανέφερε στη μαρτυρία της η κα Τζιάμαλη ως το πλέον αρμόδιο πρόσωπο και αποτελούν μια αναδρομή στις κατά καιρούς πολεοδομικές ζώνες του κτήματος είναι αποδεκτά από το Δικαστήριο».
Στο ίδιο πλαίσιο έγινε αποδεκτό από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι από την εφαρμογή του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, Ν.90/72 και μετέπειτα αναφορικά με τη διοικητική περιοχή Μαρωνίου, οι πολεοδομικές ζώνες τροποποιήθηκαν και τελικά οριστικοποιήθηκαν μέχρι την ημερομηνία απαλλοτρίωσης πέντε φορές. Μετά την Κ.Δ.Π. 208/84, ακολούθησε η Κ.Δ.Π. 99/89, με την οποία το επίδικο τεμάχιο παρέμεινε στη ζώνη Ζ3 και το 1990, με την εφαρμογή της νέας πολεοδομικής νομοθεσίας, το επίδικο τεμάχιο εντάχθηκε σε ζώνη Ζ2 με συντελεστή δόμησης 3%. Το τεμάχιο παρέμεινε στην ίδια ζώνη με την Α.Δ.Π. 2048 που δημοσιεύτηκε στις 23.12.1992, την Α.Δ.Π. 679 που δημοσιεύτηκε στις 31.5.1996 και την Α.Δ.Π. 605 ημερ. 28.5.1999. Παρέμεινε στην ίδια ζώνη και με τη δημοσίευση της Α.Δ.Π. 738 στις 26.7.2002 και της Α.Δ.Π. 207 στις 16.3.2007. Η τελευταία αναθεώρηση έγινε με τη δημοσίευση της Α.Δ.Π. 406 στις 2.8.2013, όταν το επίδικο τεμάχιο εντάχθηκε στη ζώνη Ζ1.
Έγινε επίσης δεκτή η θέση της ΕΤ πως πριν την ένταξη του τεμαχίου σε ζώνη ανάπτυξης, ο τρόπος ανάπτυξης καθοριζόταν στη βάση του ορίου υδατοπρομήθειας, το οποίο περιλάμβανε τον πυρήνα του κυρίως οικισμού και τη γύρω περιοχή, δηλαδή μέχρι το σημείο που καλυπτόταν η ύδρευση, όμως το επίδικο τεμάχιο δεν ενέπιπτε στο όριο του. Έτσι η μοναδική δυνατότητα ανάπτυξης αυτού ήταν η μονοκατοικία, «νοουμένου ότι το τεμάχιο διέθετε προσπέλαση σε εγγεγραμμένο δρόμο ή δικαίωμα διάβασης με ανώτατο συντελεστή δόμησης από 5-10%, δυνάμει του άρθρου 8.1(Γ) του Νόμου ΚΕΦ (96)» και τέτοια αίτηση ουδέποτε υπεβλήθη.
Έγινε επίσης δεκτή η απόρριψη από τη μάρτυρα της θέσης ότι ο συντελεστής δόμησης πριν το 1984 ήταν 220%, εξηγώντας ότι αυτό ήταν αδύνατο από τη στιγμή που ο καθορισμένος συντελεστής ανάπτυξης της οικιστικής περιοχής του πυρήνα με συνεχή δόμηση, τόσο στη συγκεκριμένη περιοχή όσο και σε παγκύπρια κλίμακα, ανερχόταν το μέγιστο στο120%. Ούτε και η εισήγηση των Εφεσειόντων πως η μάρτυρας αδυνατούσε να εξηγήσει το όριο υδατοπρομήθειας και δεν γνώριζε το περιεχόμενο του Ν.13/74 τον οποίο επικαλέστηκε, βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία. Η ΕΤ ήταν συνεπής και σταθερή και δεν προσκομίστηκε μαρτυρία προς αντίκρουση ή αμφισβήτηση των θέσεων της. Η θέση των Εφεσειόντων ότι πριν το 1984 το επίδικο τεμάχιο είχε δυνατότητα ανάπτυξης με συντελεστή 220%, θέση η οποία υιοθετήθηκε από τον ΑΑ, παρέμεινε ατεκμηρίωτη και, επομένως, ήταν καθόλα εύλογο για το πρωτόδικο Δικαστήριο να αποδεχθεί και στηριχθεί στη μαρτυρία της ΕΤ.
Οι λόγοι έφεσης 2 και 3 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Οι λόγοι έφεσης 5-10 ουσιαστικά αφορούν στο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η παράλειψη καταχώρισης ένστασης ή προσφυγής αναφορικά με τον καθορισμό πολεοδομικών ζωνών απολήγει στην απόρριψη της αξίωσης των Εφεσειόντων. Λόγω της συνάφειας τους, θα εξεταστούν μαζί.
Έχει ήδη λεχθεί πως οι Εφεσείοντες προωθούσαν τη θέση ότι το επίδικο ακίνητο θα έπρεπε να είχε ενταχθεί στην τουριστική ζώνη, ενώ εντάχθηκε εξαρχής από το 1984 στη ζώνη Ζ3. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην υπόθεση Ανθή Δημήτρη Δημητριάδη κ.ά. v. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85, στην οποία λέχθηκε ότι ο καθορισμός πολεοδομικών ζωνών αποτελεί πράξη που θίγει ευθέως τα συμφέροντα των επηρεαζόμενων ιδιοκτητών, ώστε αυτοί να νομιμοποιούνται να την προσβάλουν με προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Με βάση την εν λόγω απόφαση, ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο πως, αν οι Εφεσείοντες επιθυμούσαν να τους είχε παραχωρηθεί μεγαλύτερος συντελεστής δόμησης και διαφωνούσαν με την ένταξη του ακινήτου στη ζώνη Ζ3, τότε όφειλαν να καταχωρούσαν προσφυγή. Είναι και σε αυτό το πλαίσιο που πρόσθεσε πως «το γεγονός ότι είχαν συγκεκριμένο συντελεστή δόμησης το 1982 (μέχρι 120%) δεν σημαίνει ότι αυτός διασφαλιζόταν στο διηνεκές», καθότι ακριβώς ήταν αβέβαιο το κατά πόσο και για πόσο θα παρέμενε ο συντελεστής του 120%.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε και στην υπόθεση Νικολαΐδης Σάββας κ.ά. v. Δημοκρατίας (1980) 1 Α.Α.Δ. 1362, στην οποία τονίστηκε ότι ουσιώδης χρόνος για υπολογισμό του ύψους των αποζημιώσεων είναι ο χρόνος της Γνωστοποίησης της Απαλλοτρίωσης. Κατά τον ουσιώδη χρόνο το επίδικο κτήμα ήταν και παρέμεινε στη ζώνη Ζ2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως το επίδικο ακίνητο δεν είχε αλλάξει νομικά χαρακτηριστικά και πως η αποζημίωση έπρεπε να υπολογιστεί με βάση τη ζώνη στην οποία ανήκε κατά τον χρόνο της Γνωστοποίησης. Επεσήμανε πως οι Εφεσείοντες αφενός δεν προσέβαλαν τη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης με την Κ.Δ.Π. 208/84 με αποτέλεσμα να επέλθει το τεκμήριο της νομιμότητας της εν λόγω πράξης και αφετέρου προσπάθησαν να μετατοπίσουν τον νομολογιακά καθορισμένο χρόνο που λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς αποζημίωσης, ισχυριζόμενοι ότι το 2009 περιορίστηκε η χρήση της ιδιοκτησίας τους, διεκδικώντας με την παραπομπή αποζημιώσεις όχι για τον ουσιώδη χρόνο της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης αλλά για τον προ του 1984 χρόνο.
Οι Εφεσείοντες παρέπεμψαν στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Κούλουμου (1995) 1 Α.Α.Δ. 728, προς υποστήριξη της θέσης τους ότι οι αποζημιώσεις θα έπρεπε να υπολογιστούν στη βάση του άρθρου 10(η) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962, Ν.15/62. Το άρθρο 10(η) προνοεί ως εξής:
«10. Η καταβλητέα αναφορικώς προς αναγκαστικήν απαλλοτρίωσιν αποζημίωσις υπολογίζεται συμφώνως προς τους εν τοις εφεξής κανόνας:
……………………………………………………………………………… (η) εις την περίπτωσιν απαλλοτριώσεως ακινήτου ιδιοκτησίας της οποίας η αξία έχει επηρεασθή λόγω της επιβολής οιωνδήποτε περιορισμών, δυνάμει των διατάξεων του περί Αρχαιοτήτων Νόμου ή οιουδήποτε άλλου Νόμου υπολογίζεται και πάσα αποζημίωσις ήτις ήθελε θεωρηθή ως καταβλητέα συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 23 του Συντάγματος.»
Σε εκείνη την υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε πως το ποσό της μείωσης που είχε επέλθει στην αξία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου λόγω των περιορισμών που τέθηκαν δυνάμει του περί Αρχαιοτήτων Νόμου, προστίθετο στην πληρωτέα αποζημίωση για την απαλλοτρίωση και δεν επιδικαζόταν ξεχωριστά.
Η εν λόγω υπόθεση δεν προσφέρει καθοδήγηση στην υπό κρίση περίπτωση, καθότι εδώ δεν υπήρχε αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία ούτε για την επιβολή οποιουδήποτε περιορισμού, ούτε και για τη μείωση της αξίας του ακινήτου λόγω επιβολής τέτοιου περιορισμού. Στην υπό κρίση περίπτωση, δεν υπήρξε αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία ότι οποτεδήποτε πριν τη δημοσίευση της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης το 2009, το επίδικο ακίνητο ανήκε σε τουριστική ζώνη και ή ότι αυτό μπορούσε να αξιοποιηθεί ως τέτοιο. Αντιθέτως, σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΕΤ, η οποία κρίθηκε καθόλα αξιόπιστη, το ακίνητο ήταν περίκλειστο και εκτός του ορίου υδατοπρομήθειας, καθιστώντας αυτό ακατάλληλο προς αξιοποίηση, παρά μόνο για την ανέγερση μονοκατοικίας. Επιπλέον, δεν προσκομίστηκε μαρτυρία για την αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου πριν το 1984 και για τη μείωση αυτής κατά το 1984, όταν αυτό εντάχθηκε για πρώτη φορά σε πολεοδομική ζώνη, ούτως ώστε η προγενέστερη αξία αυτού να έπρεπε να προστεθεί, λόγω περιορισμού, στην αξία του ακινήτου ως αυτή ήταν κατά το 2009, που ήταν η ημερομηνία γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης.
Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, όπως αυτά τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήταν σαφές ότι δεν είχε αποδειχθεί οποιοσδήποτε περιορισμός και δεν δικαιολογείτο η εφαρμογή του άρθρου 10(η) του Ν.55/1962 για τον υπολογισμό της καταβλητέας αποζημίωσης.
Οι λόγοι έφεσης 5-10 απορρίπτονται ως αβάσιμοι.
Με τους λόγους έφεσης 4 και 11 οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα προσέγγισε τις εκτιμήσεις του ΑΑ και ΜΧ αντίστοιχα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια λεπτομερή ανάλυση και αξιολόγηση της μαρτυρίας των δύο αυτών μαρτύρων, ξεκινώντας από το κατά πόσο το επίδικο τεμάχιο θα μπορούσε να αξιοποιηθεί και να εμπίπτει εντός της τουριστικής ζώνης. Παρέθεσε τη μαρτυρία και των δύο αυτών μαρτύρων για να καταλήξει γιατί δέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΧ επί τούτου. Βασικότερο κριτήριο για την εκτίμηση του ΑΑ, όπως επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν η σύγκριση οικοπέδων στη βάση του ότι το επίδικο έπρεπε να ήταν σε τουριστική ζώνη. Από τη στιγμή που αυτή η βάση δεν ευσταθεί, τότε συμπαρασύρεται και όλη η εκτίμηση ως μη προσφέρουσα συγκρίσιμα τεμάχια. Ορθά κατέληξε πως «το γεγονός ότι ο κ. Ανδρέου συγκρίνει ανόμοια κτήματα ευρισκόμενα σε διαφορετικές πολεοδομικές ζώνες καθιστά τη μαρτυρία του ακροσφαλή ως προς τα συμπεράσματα της». Παράλληλα όμως, εξέτασε το σύνολο της μαρτυρίας του ΜΧ, τόσο αναφορικά με τα ακίνητα που έλαβε υπόψη ως συγκριτικά όσο και αναφορικά με τις προοπτικές αξιοποίησης του επίδικου ακινήτου, η οποία ήταν σαφής, συνεπής και ολοκληρωμένη. Εξ ου και τη δέχθηκε «για τους σκοπούς της εύλογης αποζημίωσης στην οποία οι απαιτητές δικαιούνται».
Ως εκ τούτου και οι λόγοι έφεσης 4 και 11 απορρίπτονται.
Αναφορικά με την αντέφεση, προβάλλεται ως λανθασμένη η επιδίκαση εξόδων υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον της Εφεσίβλητης. Είναι η θέση της Εφεσίβλητης πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την έλλειψη καθ’ ύλην αρμοδιότητας να εξετάσει το ζήτημα της ένταξης του επίδικου ακινήτου σε τουριστική ζώνη και το γεγονός ότι τελικώς επιδικάστηκε το ποσό το οποίο είχε προσφερθεί ως αποζημίωση στους Εφεσείοντες οι οποίοι και το είχαν απορρίψει.
Η Εφεσίβλητη στηρίχθηκε στην υπόθεση Χαψή κ.ά. v. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1403, στην οποία λέχθηκε πως τα έξοδα επαφίονται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία ασκείται δικαστικά. Το αποτέλεσμα αποτελεί το κριτήριο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, και απόκλιση από τον κανόνα δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχουν ικανοί λόγοι που ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης των εξόδων της δίκης ή μέρους τους.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά την απαλλοτρίωση του ακινήτου προσφέρθηκε αποζημίωση εκ €1.500.000 στους Εφεσείοντες οι οποίοι δεν την αποδέχθηκαν, με αποτέλεσμα την καταχώριση της Παραπομπής διεκδικώντας ποσό πέραν των €5.000.000. Με βάση τα υπό κρίση δεδομένα, συνάγεται πως η απαίτηση των Εφεσειόντων στηρίχθηκε στη θέση τους ότι η αποζημίωση θα έπρεπε να υπολογιστεί σε διαφορετική νομική βάση από αυτή που υιοθέτησε η Εφεσίβλητη, ήτοι στη βάση του άρθρου 10(η) του Ν.55/1962, προφανώς όπως έγινε στην Παραπομπή 95/1996 για τα γειτονικά του επίδικου ακίνητα.
Στην υπόθεση Γέριμου v. Δημοκρατίας (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 827, λέχθηκαν τα εξής:
«Το Εφετείο δεν επεμβαίνει εύκολα στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε θέματα εξόδων. Η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα, όπως την αντιλαμβανόμαστε, είναι πως δικαίως ο πολίτης, θύμα απαλλοτρίωσης, απευθύνεται στο Δικαστήριο για να καθορίσει την καταβλητέα αποζημίωση. Σ' αυτό τον καθορισμό εγείρονται ζητήματα που ανάγονται σε εξειδικευμένες γνώσεις που ο ίδιος ο πολίτης δεν κατέχει.
Η πιο πάνω θέση είναι ορθή. Στην υπόθεση όμως που εξετάζουμε, όπως παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε αναφορά με το ζήτημα των εξόδων, τα γεγονότα και νομικά σημεία καλύπτονταν πλήρως από την απόφαση του Εφετείου, στην υπόθεση Σωτηρίου, που αναφέρουμε πιο πάνω, στοιχεία που ήσαν γνωστά στον εφεσείοντα. Μολοντούτο δεν καταδικάστηκε να καταβάλει τα έξοδα της Δημοκρατίας.»
Υπό το φως των δεδομένων της υπό κρίση υπόθεσης, θεωρούμε ότι οι Εφεσείοντες είχαν δικαίωμα να διεκδικήσουν και προωθήσουν την αξίωση τους για αποζημίωση, λόγω απαλλοτρίωσης του ακινήτου τους, στη βάση την οποία οι ίδιοι θεωρούσαν νομικά ορθότερη, λαμβάνοντας υπόψη την αποζημίωση που επιδικάστηκε για τα γειτονικά ακίνητα. Επομένως, με την επιδίκαση αποζημίωσης υπέρ τους, θεωρούμε ορθή και δίκαιη την επιδίκαση και των εξόδων υπέρ τους και δεν χωρεί επέμβαση μας σε αυτή.
Η Έφεση και η Αντέφεση απορρίπτονται.
€5.000 έξοδα Έφεσης και Αντέφεσης επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον των Εφεσειόντων.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο