
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) του Ν.33/1964
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ
ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 15/2024
3 Απριλίου, 2025
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ GEORGE PAMBORIDIS LLC
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
ΑΡ. ΥΠΟΘΕΣΗΣ: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΥΠ΄ ΑΡ. Ε190/2021 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10.04.2024 –
ΜΕΤΑΞΥ:
1. Λ. ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ & ΣΙΑ ΔΕΠΕ
2. ΗΛΕΚΤΡΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Εφεσείουσες στο Εφετείο
ν.
GEORGE PAMBORIDIS LLC
Eφεσίβλητης στο Εφετείο
--------------------------
Δρ Κ. Χρυσοστομίδης & Σία ΔΕΠΕ, για την Αιτήτρια-Εφεσίβλητη
Π.Ν. Κούρτελος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Γιώργος Λ. Σαββίδης & Σία ΔΕΠΕ και Λ. Πρωτοπαπά & Σία ΔΕΠΕ, για τις Καθ’ ων η αίτηση- Εφεσείουσες
----------------------------------
Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ. Η παρούσα αίτηση προέκυψε ως αποτέλεσμα της απόφασης του Εφετείου, ημερομηνίας 10.4.2024, στην Πολιτική Έφεση αρ. Ε190/2021. Εδράζεται στο άρθρο 9(3)(γ) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964, (Ν.33/1964), όπως έχει τροποποιηθεί, ειδικά από τον ομώνυμο τροποποιητικό Νόμο 145(Ι)/2022 και στον Κ.9 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 2023.
Με την πιο πάνω αίτηση, η αιτήτρια, εταιρεία δικηγόρων, αιτείται την εξέταση του ακόλουθου νομικού θέματος, ότι: «Το Εφετείο, εσφαλμένα… προέβη σε εύρημα ότι, τα επίμαχα στοιχεία πελατών και συνεργατών της Ενάγουσας δεν αποτελούν εμπορικά μυστικά (trade secrets) ή ισοδύναμα (equivalent) παρά μόνο εμπιστευτικές πληροφορίες (confidential information) και κατά συνέπεια η προστασία που επιδέχονται δεν είναι χρονικά απεριόριστη αλλά περιορισμένη.». Αυτή είναι η ακριβής διατύπωση του αν και δεν αποτελεί λόγο έφεσης. Εν πάση περιπτώσει, η αναφορά είναι σε στοιχεία πελατών της αιτήτριας, που επιτρέπουν την επικοινωνία των καθ΄ ων η αίτηση με αυτούς, προς το σκοπό προσφοράς των υπηρεσιών τους προς τους τελευταίους, αν το επιδιώξουν. Η διάκριση μεταξύ των δύο εν λόγω κατηγοριών πληροφοριών, έγκειται στο ότι, κατά κανόνα, η προστασία των εμπορικών μυστικών δεν επιδέχεται χρονικό περιορισμό, σε αντίθεση με τις εμπιστευτικές πληροφορίες.
Αφορμή για την καταχώρηση της έφεσης αποτέλεσε ενδιάμεση απόφαση στην αγωγή αρ. 2160/2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 6.10.2021. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο αυτής, η αιτήτρια καταχώρισε μονομερή αίτηση και πέτυχε την έκδοση αριθμού προσωρινών απαγορευτικών διαταγμάτων, δυνάμει του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/1960, όπως έχει τροποποιηθεί. Τα εν λόγω διατάγματα στρέφονταν εναντίον των εναγομένων, καθ’ ων η αίτηση στην παρούσα διαδικασία. Σημειώνεται πως η πρώτη καθ’ ης η αίτηση είναι επίσης εταιρεία δικηγόρων ενώ η δεύτερη είναι δικηγόρος ασκούσα τη δικηγορία.
Αφετηρία για την καταχώριση της προαναφερθείσας αγωγής, αποτέλεσαν συγκεκριμένες ενέργειες που αποδίδονται στην καθ’ ης η αίτηση 2 και τις οποίες η καθ΄ ης η αίτηση 1 φέρεται να έχει ενστερνιστεί, ως η νέα εργοδότρια της. Κατ’ αρχάς όμως να αναφερθεί ότι, η καθ’ ης η αίτηση 2 πριν την εργοδότησή της από την καθ’ ης η αίτηση 1 εργοδοτείτο, για σειρά ετών, από την αιτήτρια από όπου αποχώρησε με απόλυση της, όπως έχει ο σχετικός ισχυρισμός. Σύντομα μετά την εργοδότησή της από την καθ’ ης η αίτηση 1, απέστειλε μηνύματα με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο σε πελάτες και συνεργάτες της αιτήτριας, τους οποίους φέρεται να εξυπηρετούσε η ίδια, όταν εργοδοτείτο από την τελευταία και τους πληροφορούσε για το γεγονός της αποχώρησης της από αυτή. Τους πληροφορούσε, επίσης, για την νέα εργοδοτική σχέση της με την καθ’ ης η αίτηση 1.
Με τα προσωρινά απαγορευτικά διατάγματα, σε γενικές γραμμές, εμποδίζονταν οι καθ’ ων η αίτηση να επικοινωνούν με τους πελάτες της αιτήτριας, να χρησιμοποιούν εμπιστευτικές πληροφορίες της τελευταίας, που ήταν στην κατοχή της καθ’ ης η αίτηση 2, καθώς, επίσης, να αναλαμβάνουν την παροχή νομικών υπηρεσιών προς αυτούς, συναφείς με τις υπηρεσίες που τους παρέχει η αιτήτρια. Σημειώνεται, πως τα εν λόγω διατάγματα, είχαν εκδοθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο μονομερώς και οριστικοποιήθηκαν μετά από ακρόαση, με τη συμμετοχή και των δύο μερών στην αγωγή. Σκοπός τους ήταν η απαγόρευση συμπεριφοράς η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως άγρα πελατών, σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου.
Το Εφετείο, μετά από κάποιες διαπιστώσεις περιορίστηκε στην εξέταση του λόγου έφεσης 2. Με αναφορά στα απαγορευτικά διατάγματα, εγείρετο θέμα, όπως το έθεσε, «ότι δεν τέθηκε συγκεκριμένος χρονικός περιορισμός στην ισχύ των διαταγμάτων υπό στοιχεία (Α), (Β) και (Γ). Τούτο, κατά παράβαση κατοχυρωμένων ελευθεριών, όπως της ελευθερίας της εργασίας, της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι και της ελεύθερης ανάπτυξης της οικονομικής και επαγγελματικής δράσης των εφεσειουσών.» Η αναφορά ήταν στον τρόπο που ρύθμισε τη συγκεκριμένη πτυχή το εκδικάσαν Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, με την οριστικοποίηση των διαταγμάτων διέταξε όπως αυτά παρέμεναν σε ισχύ μέχρι το πέρας της αγωγής ή νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου. Το Εφετείο, στο πλαίσιο εξέτασης του συγκεκριμένου λόγου έφεσης πραγματεύτηκε την εισήγηση, εκ μέρους της αιτήτριας ότι, στην προκειμένη περίπτωση τα στοιχεία τα οποία γνώριζε η καθ’ ης η αίτηση 2, αφορούσαν σε εμπορικά μυστικά και όχι εμπιστευτικές πληροφορίες. Δε συμφώνησε όμως με αυτή και την απέρριψε, ακυρώνοντας έτσι ως λανθασμένη, κατά νόμο, την ενδιάμεση πρωτόδικη απόφαση. Συνακόλουθα, η αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα αίτηση για παραχώρηση άδειας προς εξέταση από το Ανώτατο Δικαστήριο, στη βάση της τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας του, του νομικού θέματος που παρατίθεται πιο πάνω.
Η διαφορά μεταξύ των διαδίκων μερών, η οποία αναμένεται ότι θα αναπτύσσεται λεπτομερώς στη σχετική δικογραφία, βρίσκεται ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, προκειμένου να εκδικαστεί στη βάση μαρτυρίας και να αποφασιστεί, τελικώς, για το στάδιο εκείνο. Η απόφαση του Εφετείου αφορούσε σε ενδιάμεση διαδικασία. Το αντικείμενο αυτής, εξετάστηκε υπό το πρίσμα της πρωτόδικης απόφασης καθώς επίσης της μαρτυρίας που είχαν παραθέσει τα μέρη στις ένορκες δηλώσεις τους προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων στην αίτηση και στην ένσταση, αντίστοιχα. Το Εφετείο, επί του θέματος που το απασχόλησε, παρέπεμψε και στην υπόθεση Lansing Linde Ltd v. Kerr (1991) 1 All E.R. 418, παραθέτοντας από τις σελίδες 425 έως 426, από την απόφαση του Staughton LJ, το απόσπασμα που ακολουθεί, σε πληρέστερη μορφή:
«It appears to me that the problem is one of definition: what are trade secrets, and how do they differ (if at all) from confidential information? Mr Poulton suggested that a trade secret is information which, if disclosed to a competitor, would be liable to cause real (or significant) harm to the owner of the secret. I would add first, that it must be information used in a trade or business, and secondly that the owner must limit the dissemination of it or at least not encourage or permit widespread publication.
That is my preferred view of the meaning of trade secret in this context. It can thus include not only secret formulae for the manufacture of products but also, in an appropriate case, the names of customers and the goods which they buy. But some may say that not all such information is a trade secret in ordinary parlance. If that view be adopted, the class of information which can justify a restriction is wider, and extends to some confidential information which would not ordinarily be called a trade secret.»
Το Εφετείο, άντλησε καθοδήγηση επί του θέματος και από άλλη σχετική νομολογία. Έχοντας όμως επίγνωση του σταδίου στο οποίο βρισκόταν η ενώπιον του υπόθεση, κατέληξε, συναφώς, ως εξής:
«Σημειώνουμε ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικού Δικαστηρίου που να καταδεικνύει, με βαθμό σαφήνειας τουλάχιστον, ότι υπήρξε πράγματι παραβίαση ή μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση στα αρχεία πελατών από μέρους της εφεσείουσας 2. Ούτε ότι η εφεσείουσα 2, καταχράστηκε, οικειοποιήθηκε ή διέρρευσε οποιαδήποτε ευαίσθητα ή προσωπικά στοιχεία πελατών ή υποθέσεων. Προς υποστήριξη του απροσδιορίστου χρόνου ισχύος των διαταγμάτων, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσίβλητης επικαλούνται στη σελίδα 11 του περιγράμματος αγόρευσης τους, το γεγονός ότι η αγωγή έχει ως βάση και αστικά αδικήματα «όπως τη συνομωσία, την απάτη και τον δόλο». Ίσως κατά τη δίκη να προσκομιστούν στοιχεία και μαρτυρία που να δικαιολογούν τη συμπερίληψη αυτών των αστικών αδικημάτων στην αγωγή. Στα πλαίσια της Αίτησης όμως που οδήγησε στην έκδοση και μετέπειτα οριστικοποίηση των διαταγμάτων, δεν έχουμε εντοπίσει στοιχεία και μαρτυρία που να δημιουργούσαν υπόβαθρο έκδοσης των επίμαχων διαταγμάτων στη βάση τέτοιων αστικών αδικημάτων.
Πέραν των πιο πάνω, προσμετρήσιμο στοιχείο θα έπρεπε να αποτελέσει και το εν γένει (generic) επάγγελμα των εφεσειουσών, σε συνάρτηση με τη δυστοκία και περιορισμό στην ελεύθερη εξάσκηση του που ενδεχομένως θα είχε η παρατεταμένη ισχύς των διαταγμάτων.
Αν γινόταν η πιο πάνω διεργασία, φρονούμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι τα επίμαχα στοιχεία, υπό τις περιστάσεις, είναι εμπιστευτικές πληροφορίες και όχι εμπορικά μυστικά (trade secrets). Η διεργασία αυτή θα οδηγούσε σε αποκλεισμό του ενδεχομένου οριστικοποίησης των διαταγμάτων, χωρίς πρώτα τον χρονικό περιορισμό της ισχύος των διαταγμάτων. Λόγω του αθέμιτου πλεονεκτήματος που ενδεχομένως θα αποκτούσε η εφεσείουσα 2 ως εκ της χρήσης των εμπιστευτικών πληροφοριών, αλλά και του γεγονότος ότι πελάτες προς τους οποίους απευθύνθηκε ήταν συμβεβλημένοι με συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με την εφεσίβλητη, τα διατάγματα φρονούμε, υπό τις περιστάσεις, θα μπορούσαν να παραμείνουν σε ισχύ μέχρι και για 12 μήνες.»
Οι παρατηρήσεις στο πιο πάνω απόσπασμα, δείχνουν πως το Εφετείο δεν αποφάσισε οριστικά, το ίδιο, τη φύση των πληροφοριών που οι καθ’ ων η αίτηση είχαν στην κατοχή τους και πως είχε επίγνωση ότι, το συγκεκριμένο θέμα ενέπιπτε στην αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου να το αποφασίσει, στο πλαίσιο της ακρόασης της αγωγής, υπό το φως, ενδεχόμενα και κάποιας μαρτυρίας. Επομένως, διαπιστώνεται πως δε δικαιολογείται η εξέταση του συγκεκριμένου νομικού θέματος από το Ανώτατο Δικαστήριο, δεδομένου ότι η απόφαση του Εφετείου, συναφώς, δεν είναι οριστική, αφού έπεται η εξέτασή του από το Επαρχιακό Δικαστήριο στο πλαίσιο της αγωγής.
Για τον πιο πάνω λόγο, η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.500.- πλέον Φ.Π.Α.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/γκ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο