
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 329/2015)
30 Απριλίου 2025
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ
Εφεσείοντα/Ενάγοντα
ν.
ΜΑΡΙΟΥ ΗΛΙΑ
Εφεσίβλητου/Εναγόμενου
………………………………………..
Εφεσείων προσωπικά.
Α. Στεφάνου (κα), για τον Εφεσίβλητο.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα δοθεί από το Δικαστή Δαυίδ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΑΥΙΔ, Δ.: Ο εφεσείων καταχώρισε αυτοπροσώπως στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, την Αγωγή Αρ.2740/2013, εναντίον του εφεσίβλητου, δικηγόρου, με την οποία αξίωνε αριθμό θεραπειών σε σχέση με την προώθηση εκ μέρους του τελευταίου αγωγής, η οποία αφορούσε τροχαίο δυστύχημα που προκάλεσε το θάνατο του υιού της πεθεράς του. H εν λόγω αγωγή απερρίφθη λόγω μη προώθησής της, αφού στο μεταξύ ο εφεσίβλητος είχε αποσυρθεί από την εκπροσώπηση της ενάγουσας - πεθεράς του εφεσείοντα, έχοντας στο μεταξύ μεσολαβήσει η αθώωση του εναγόμενου οδηγού στην σχετική με το συμβάν ποινική υπόθεση που εκκρεμούσε και της συνακόλουθης αδυναμίας διευθέτησης της αγωγής.
Βασικό αντικείμενο της διαφωνίας των δύο πλευρών στην ως άνω Αγωγή Αρ.2740/2013, ήταν η έκταση και η φύση των υποχρεώσεων που ανέλαβε ο εφεσίβλητος έναντι του εφεσείοντα και τυχόν ζημιές που προκάλεσε σε αυτόν, συνεπεία των ενεργειών που του καταλογίζει, διαφορά η οποία έγκειται στη διαφορετική ερμηνεία που αποδίδει ο καθένας στη γραπτή δήλωση του εφεσείοντα, ημερ. 18/2/2002, (Τεκμήριο 1-φωτοαντίγραφο και Τεκμήριο 17-πρωτότυπο). Στο εν λόγω έγγραφο, η ύπαρξη και υπογραφή του οποίου δεν αμφισβητήθηκε, ο εφεσείων δηλώνει ότι ο εφεσίβλητος δικηγόρος τον πληροφόρησε ότι η πεθερά του, σύμφωνα με το άρθρο 58 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, δεν δικαιούτο αποζημίωσης λόγω απώλειας της ζωής του παιδιού της και κουνιάδου του και ότι αυτός θα αναλάμβανε τα έξοδα της αγωγής που έδινε οδηγίες στον εφεσίβλητο δικηγόρο να καταχωρήσει εναντίον του οδηγού του οχήματος που κτύπησε και προκάλεσε τον θάνατο του κουνιάδου του, σε περίπτωση που δεν πληρώσει ο ως άνω οδηγός ή η ασφάλεια του, οποιεσδήποτε αποζημιώσεις ή έξοδα για το θάνατο του.
Θέση του εφεσείοντα ήταν ότι από την ως άνω δήλωση και τα γεγονότα της υπόθεσης, συνάγεται ότι ο εφεσίβλητος ήταν υποχρεωμένος να προχωρήσει σε ακρόαση της ως άνω υπόθεσης που του έδωσε να καταχωρήσει (Αγωγή Αρ.491/2002 - Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού), προκειμένου να δικαιούται να πληρωθεί. Υποστήριξε δε ότι ο ίδιος εξαπατήθηκε μέσω ψευδών παραστάσεων εν σχέσει με τον τρόπο που χειρίστηκε την υπόθεση και την πορεία που αυτή έλαβε, καταλογίζοντάς παράλληλα στον εφεσίβλητο συμπαιγνία με την ασφαλιστική εταιρεία του οδηγού, με σκοπό την δόλια απόσπαση χρημάτων, ως δικηγορικών και άλλων εξόδων.
Στον αντίποδα των πιο πάνω, ο εφεσίβλητος, αρνούμενος τους ως άνω ισχυρισμούς, προβάλλει πως αφού ο εφεσείων του ανέθεσε την υπόθεση του τροχαίου και αφού έλαβε και μελέτησε τη σχετική αστυνομική έκθεση, τον συμβούλευσε ότι οι πιθανότητες επιτυχίας της αγωγής ήταν μικρές. Παρά ταύτα, η συνεχής επιμονή του εφεσείοντα να προχωρήσει η υπόθεση σε ακρόαση, παρά την εκφρασθείσα δική του θέση περί των αδυναμιών της υπόθεσης, οδήγησε στην υπογραφή της ως άνω αναφερόμενης δήλωσης, και στη συνέχεια, έχοντας μεσολαβήσει η αθώωση του οδηγού στην ποινική υπόθεση που αντιμετώπιζε για το συμβάν αλλά και οι ατελέσφορες προσπάθειες διαπραγμάτευσης που ακολούθησαν με σκοπό την συμβιβαστική επίλυση της Αγωγής Αρ.491/2002, στην απόσυρση του, λόγω διαφωνίας ως προς το χειρισμό της υπόθεσης.
Η υπό κρίση αγωγή απερρίφθη με απόφαση ημερ. 21/9/2015. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου, οι οποίοι ήταν οι μόνοι μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του, προέβη σε ευρήματα επί των πραγματικών γεγονότων που την περιβάλλουν. Ως προς τον εφεσείοντα, κατέληξε ότι η μαρτυρία του βασιζόταν σε εικασίες, προσωπικές πεποιθήσεις καθώς και συμπεράσματα που παρέμειναν μετέωρα και αναπόδεικτα. Σημείωσε, επί τούτου, ότι ο τελευταίος δεν εξήγησε το λόγο που υπέγραψε τη δήλωση, παρά την έντονη πεποίθησή του ως προς την επιτυχία της υπόθεσης, γεγονός που ενίσχυσε την ως άνω πρωτόδικη κρίση. Από την άλλη, ο εφεσίβλητος θεωρήθηκε σαφής, σταθερός στις θέσεις του, πειστικός και κατά συνέπεια αξιόπιστος μάρτυρας. Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ερμηνεία της υπό αναφορά δήλωσης (Τεκμήριο 17), με αναφορά σε σχετική επί του θέματος νομολογία, και σε συνάρτηση με τα καθήκοντα και τη δυνατότητα δικηγόρου να αποσυρθεί από την εκπροσώπηση πελάτη του, ως αυτά καθορίζονται από τους περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμούς (Κ.Δ.Π. 237/2002), κατέληξε ότι βάσει του περιεχομένου της, σκοπός της δήλωσης - σύμβασης ήταν η εξασφάλιση των εξόδων του εφεσίβλητου δικηγόρου σε περίπτωση μη καταβολής αποζημιώσεων και ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε που να απέτρεπε τον τελευταίο να αποσυρθεί, ενόψει ύπαρξης διαφωνίας ως προς τον περαιτέρω χειρισμό της υπόθεσης.
Με την ειδοποίηση Έφεσης που ο Εφεσείων καταχώρησε στις 2/10/2015, η πρωτόδικη κατάληξη προσβάλλεται με δύο Λόγους Έφεσης. Με τον 1ο Λόγο Έφεσης, ο εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση της ενώπιον του προσαχθείσας μαρτυρίας, προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία της δήλωσης ημερ. 18/2/2002, καταλήγοντας ότι από αυτή δεν απέρρεε η υποχρέωση του εφεσίβλητου να προχωρήσει στην εκδίκαση της Αγωγής Αρ.491/2002, Ε.Δ. Λεμεσού, εναντίον του οδηγού που προκάλεσε το θάνατο του κουνιάδου του. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι η πρωτόδικη κρίση ήταν λανθασμένη και ως προς την ερμηνεία του άρθρου 25 των περί Δεοντολογίας των Δικηγορών Κανονισμών, Κ.Δ.Π., 237/2002 και συνακόλουθα στο καταληκτικό συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος είχε τη δυνατότητα να αποσυρθεί από δικηγόρος της ενάγουσας πεθεράς του, στην Αγωγή Αρ.491/2002 (2ος Λόγος Έφεσης).
Παρεμβάλλεται ότι στο χειρόγραφο περίγραμμα Αγόρευσης που τελικά καταχώρησε ο εφεσείων, στις 04/05/2021, γίνεται αναφορά και επιχειρείται να προωθηθούν, τρείς επιπρόσθετοι λόγοι Έφεσης. Παρά το γεγονός ότι οι τρείς αυτοί «λόγοι Έφεσης» τυγχάνουν ειδικότερου σχολιασμού από την πλευρά του εφεσίβλητου, με δεδομένο ότι δεν περιλαμβάνονται στη σχετική Ειδοποίησης Έφεσης που ο εφεσείων καταχώρησε αμφισβητώντας την πρωτόδικη απόφαση, ούτε στην εξέλιξη των πραγμάτων διαπιστώνεται, από τα πρακτικά της διαδικασίας, να εξασφαλίστηκε σχετική άδεια για την προσθήκη τους, το Δικαστήριο, μη έχοντας τη δικονομική δυνατότητα προς τούτο, δεν μπορεί παρά να τους αγνοήσει, μη ασχολούμενο με τους συγκεκριμένους «λόγους Έφεσης».
Στο βαθμό που αναδεικνύονται από την πλευρά του εφεσείοντα ζητήματα αξιολόγησης της μαρτυρίας και κατάληξης σε σχετικά συμπεράσματα εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι σημαντική η υπόμνηση, εξ’ αρχής, των αρχών που διέπουν την εξουσία επέμβασης του Εφετείου στην πρωτόδικη κρίση σε σχέση με αυτά. Πάγια και καλά εδραιωμένη είναι η νομολογία των Δικαστηρίων μας επί του ζητήματος. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός εάν αυτά, εξ αντικειμένου κρινόμενα, φαίνονται ανυπόστατα ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν βρίσκουν έρεισμα ή βρίσκονται σε αντίθεση με την προσαχθείσα μαρτυρία ή μέρη αυτής ή είναι καταφανώς εσφαλμένα. Εκεί όπου με βάση το σύνολο της μαρτυρίας, ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο άλλωστε είχε και την ευκαιρία να ακούσει και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά των μαρτύρων μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να καταλήξει στις υπό αμφισβήτηση σχετικά με την αξιοπιστία διαπιστώσεις, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Παπακόκκινου κ.α. v. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653, Φραντζής κ.ά. ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 254, Χατζήγαβριηλ ν. Ellinas Finance Public Company Limited (2013) 1 Α.Α.Δ. 668 και Μιχαηλίδης ν. Οικονομίδη, Πολ. Έφ. Αρ.94/2013, ημερ. 30/6/2022), ECLI:CY:AD:2022:D288.
Έχουμε εξετάσει με προσοχή τις θέσεις του εφεσείοντα επί του ζητήματος. Οι λόγοι έφεσης και οι όποιοι ισχυρισμοί του σχετίζονται με θέματα αξιολόγησης της μαρτυρίας και αξιοπιστίας των μαρτύρων, δεν μπορούν να επιτύχουν. Στην υπό συζήτηση περίπτωση, δεν παρατηρείται οτιδήποτε μεμπτόν στον τρόπο κατά τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε, στάθμισε και αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία και στοιχεία. Αντιθέτως, κρίνουμε ότι ήταν καθ' όλα επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα ευρήματα αξιοπιστίας στα οποία προέβη και να καταλήξει, ως προς τα ουσιώδη γεγονότα, στα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε.
Στη βάση λοιπόν των πιο πάνω ευρημάτων και αφ΄ης στιγμής η δήλωση -Τεκμήρια 1 και 17- δεν αμφισβητήθηκε, ζήτημα το οποίο ετίθετο, όπως ορθά επισημάνθηκε πρωτοδίκως, ήταν η ερμηνεία της συγκεκριμένης δήλωσης, μια άσκηση με αμιγώς νομικό χαρακτήρα, που αποτελεί αποκλειστικό έργο του Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων Saab and Another v. Holy Monastery of Ayios Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499, Θεολόγου κ.α. ν. Κτηματικής Εταιρείας Νέμεσις Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 407, Χαραλάμπους κ.α. ν. Liberty Life Insurance (2011) 1 A.A.Δ. 1739). Ως προκύπτει δε από την καλά εδραιωμένη νομολογία, ζητούμενο σε μια τέτοια περίπτωση είναι η πραγματική πρόθεση των συμβαλλόμενων μερών, με βασικό κριτήριο την έννοια που μεταδίδει το κείμενο του εγγράφου στο μέσο λογικό άνθρωπο.
Κατ’ εφαρμογή των πιο πάνω, η θέση του εφεσείοντα ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση, από την γραμματική ερμηνεία της δήλωσης - συμφωνίας προκύπτει πως ο εφεσίβλητος ήταν υποχρεωμένος να εκδικάσει την αγωγή για να δικαιούται οποιασδήποτε αμοιβής, δεν βρίσκει έρεισμα. Ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η περί ου ο λόγος δήλωση, δεν περιόριζε τον εφεσίβλητο δικηγόρο από το να αποσυρθεί από την εκπροσώπηση της πεθεράς του εφεσείοντα, στην Αγωγή Αρ.491/2002 ή στην διεκδίκηση της όποιας αμοιβής του, ως δικηγόρος της τελευταίας.
Υπό το πρίσμα των πρωτόδικων ευρημάτων ως προς το ιστορικό και την εξέλιξη της υπόθεσης, δεν υπάρχει περιθώριο να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος εμποδιζόταν να αποσυρθεί από την υπόθεση. Στο άρθρο 25 των περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμών, Κ.Δ.Π., 237/2002, το οποίο φέρει τον πλαγιότιτλο «Δυνατότητα Δικηγόρου να αποσυρθεί από υπόθεση» η διαφωνία του δικηγόρου με τον πελάτη του όσον αφορά τον χειρισμό μιας υπόθεσης, ρητά αναγνωρίζεται, ως ένας από τους λόγους που δικαιολογούν την απόσυρση του από την υπόθεση. Τέτοια ήταν η υπό συζήτηση περίπτωση.
Υπό το φως των πιο πάνω τόσο ο 1ος όσο και ο 2ος λόγοι Έφεσης, αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.
Για τους λόγους που πιο πάνω έχουν αναφερθεί, η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα έξοδα, ύψους €2.200-, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ.ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο