
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) του Ν. 33/1964
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ
(Αρ. Αίτησης 35/2024)
3 Απριλίου, 2025
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ., ΕΦΡΑΙΜ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1) ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Η «ΚΕΝΤΡΙΚΗ» ΛΙΜΙΤΕΔ, 2) ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΩΡΓΑΛΛΙΔΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΛΤΔ, 3) ΣΤΕΛΙΟΥ ΓΕΩΡΓΑΛΛΙΔΗ, 4) ΑΡΙΣΤΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΛΙΜΙΤΕΔ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ, ΑΡ. ΥΠΟΘΕΣΗΣ Ε80/2023, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 23/09/2024
ΜΕΤΑΞΥ:
1) ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Η «ΚΕΝΤΡΙΚΗ» ΛΙΜΙΤΕΔ
2) ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΩΡΓΑΛΛΙΔΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΛΤΔ
3) ΣΤΕΛΙΟΥ ΓΕΩΡΓΑΛΛΙΔΗ
4) ΑΡΙΣΤΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΛΙΜΙΤΕΔ
Αιτητών
ν.
NASO ELIADOU INSURANCE AGENTS AND CONSULTANTS LTD
Καθ’ ης η Αίτηση
Γεώργιος Κουκούνης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Αιτητές.
Θ. Ανδρέου, για Θεοφάνης Ανδρέου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Καθ’ ης η Αίτηση.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Με την παρούσα Αίτηση οι Αιτητές ζητούν άδεια για την εκδίκαση από το Ανώτατο Δικαστήριο «νομικών θεμάτων» δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2024 (o N.33/1964).
Η διαδικασία μέχρι και την υποβολή της παρούσας Αίτησης ξεκίνησε με την καταχώριση από την Καθ’ ης η Αίτηση, ως μετόχου μειοψηφίας της Αιτήτριας 1, αίτησης διάλυσης της τελευταίας, δυνάμει του άρθρου 211(στ) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, στη βάση του ότι η διοίκηση της εταιρείας διεξάγεται κατά τρόπο καταπιεστικό εις βάρος της ως μετόχου μειοψηφίας. Ενόσω εκκρεμούσε απόφαση κατόπιν εκδίκασης αίτησης από την Αιτήτρια 1 για τον παραμερισμό της αίτησης διάλυσης, η ίδια υπέβαλε αίτημα όπως η αίτηση διάλυσης θεωρηθεί ως εγκαταληφθείσα λόγω του ότι η Καθ’ ης δεν καταχώρισε Κλήση για Οδηγίες δυνάμει της Δ.30 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Με ενδιάμεση απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού κατέληξε ότι η Δ.30 δεν εφαρμόζεται στη ρύθμιση διαδικασίας εκδίκασης αίτησης διάλυσης, απέρριψε το αίτημα της Αιτήτριας 1.
Η εν λόγω απόφαση αποτέλεσε το αντικείμενο της Πολιτικής Έφεσης Ε80/23, στην οποία το Εφετείο με την απόφαση του ημερ. 23.9.2024, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με διαφορετικό όμως σκεπτικό. Συγκεκριμένα, το Εφετείο έκρινε πως η Δ.30 έχει εφαρμογή σε όλες τις πολιτικές διαδικασίες οι οποίες συμπεριλαμβάνουν και τις αιτήσεις διάλυσης και ότι συντρέχει ο κανόνας της σχετικότητας, υπό την έννοια ότι όπου δεν υπάρχει ειδική πρόνοια για αντιμετώπιση εγερθέντος ζητήματος, συμπληρωματικά εφαρμόζονται οι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας, στον βαθμό που η όποια εφαρμογή τους δεν αντίκειται στις πρόνοιες είτε του Κεφ. 113, είτε των περί Εταιρειών Κανονισμών (396/1944). Το Εφετείο επικαλέστηκε τη Δ.30 Κ.1(γ) και ότι αυτή παρέχει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο, αντί της απόρριψης της Αγωγής ή Γενικής Αίτησης ή Εναρκτήριας Κλήσης, να θεωρήσει αίτηση απόρριψης ως Κλήση για Οδηγίες και να προχωρήσει η διαδικασία. Ακολούθως ανέφερε τα εξής:
«… θεωρούμε καθήκον να επισημάνουμε ότι το περιεχόμενο της Δ.30 δεν υπαγόρευε την απόρριψη της Κύριας Αίτησης, ως μονόδρομο, λόγω μη καταχώρισης Κλήσης για Οδηγίες, όταν υποβλήθηκε προφορικό αίτημα από τους εφεσείοντες 1, αλλά παρεχόταν η ευχέρεια στο Δικαστήριο να περισώσει την Κύρια Αίτηση, ούτως ή άλλως, θεωρώντας το αίτημα απόρριψης ως Κλήση για Οδηγίες, και, επειδή, ήταν προφορικό, να δώσει οδηγίες για καταχώρηση Κλήσης για Οδηγίες, αν επιθυμούσαν οι διάδικοι να ζητήσουν κάτι συγκεκριμένο, ούτως ώστε να προχωρήσει η διαδικασία. Η μη καταχώρηση Κλήσης για Οδηγίες από μόνη της, ελλείψει περιστάσεων που να δικαιολογούν συμπέρασμα εγκατάλειψης του δικαστικού διαβήματος, από το πρόσωπο που το εγείρει, δεν είναι ορθό, άνευ ετέρου, να οδηγεί σε απόρριψη του.»
Κατέληξε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να μην απορρίψει την αίτηση διάλυσης δεδομένου και του γεγονότος ότι εκκρεμούσε, κατά τον χρόνο υποβολής του προφορικού αιτήματος της Αιτήτριας 1, η έκδοση απόφασης επί άλλης ενδιάμεσης αίτησης για παραμερισμό αυτής, θεωρώντας το ως σημαντικό στοιχείο που δεν επέτρεπε να κριθεί ότι η Καθ’ ης είχε εγκαταλείψει την αίτηση διάλυσης εφόσον είχε εγείρει ένσταση στην αίτηση παραμερισμού και εκκρεμούσε το αποτέλεσμα αυτής. Η διαδικασία ήταν εκκρεμούσα και όχι εγκαταληφθείσα. Επομένως, το Εφετείο επικύρωσε την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στη βάση άλλου σκεπτικού.
Με την παρούσα Αίτηση καταγράφονται επτά συνολικά νομικά θέματα προς εκδίκαση από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Με την ένσταση η Καθ’ ης ισχυρίζεται ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 9(3)(γ) του Ν.33/1964 και ειδικότερα ότι δεν διατυπώνονται με ακρίβεια τα νομικά θέματα που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου και οι λόγοι για τους οποίους επιδιώκεται η χορήγηση της αιτούμενης άδειας. Αποτελεί θέση της Καθ’ ης ότι οι Αιτητές ουσιαστικά επιζητούν επανάνοιγμα της υπόθεσης και δεύτερη ευκαιρία κρίσης των ίδιων ζητημάτων, κάτι το οποίο δεν δικαιολογεί τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας.
Το άρθρο 9(3)(γ) του Ν.33/1964 προνοεί ότι άδεια δίδεται νοουμένου ότι η αίτηση αφορά σε νομικά θέματα που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου «τα οποία συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουόμενων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου κατά την υπ’ αυτού ενασκούμενη πολιτική ή ποινική δικαιοδοσία». Χρήσιμη καθοδήγηση επί της εφαρμογής του εν λόγω άρθρου προσφέρει η απόφαση στην υπόθεση Artio Designs Ltd v. Stephen Van Zupthen κ.ά., Αρ. Αίτησης 2/2023, ημερ. 30.1.2024.
Η πρώτη επιφύλαξη του εν λόγω άρθρου απαιτεί όπως η αίτηση προσδιορίζει σαφώς τα νομικά θέματα που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου, καθώς επίσης και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία που τα υποστηρίζουν.
Τόσο στην προαναφερόμενη απόφαση όσο και στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Νίκου Εγγλέζου κ.ά, Αρ. Αίτησης 12/2024, ημερ. 9.7.2024, επισημαίνεται ότι σε τέτοιας φύσης αιτήσεις θα πρέπει να διατυπώνεται με κάθε σαφήνεια αμιγώς νομικό θέμα, ούτως ώστε η απάντηση του να αφορά όχι μόνο στην υπό κρίση υπόθεση αλλά και να αποτελεί γενικότερη καθοδήγηση επί του θέματος.
Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Παναγιώτη Κλεοβούλου, Αίτηση Αρ. 6/2023, ημερ. 3.6.2024, λέχθηκε πως «η δικαιοδοσία δεν αφορά σε έφεση κατά της απόφασης του Εφετείου, πόσω μάλλον επανακρόαση της έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης».
Στην υπό κρίση Αίτηση, ανάγνωση των δύο πρώτων «νομικών θεμάτων» καταδεικνύει ότι εκείνο που τίθεται προς εξέταση είναι το κατά πόσο το Εφετείο, στη βάση των δεδομένων που ίσχυαν στην υπό κρίση περίπτωση, νομιμοποιείτο και είχε εξουσία και διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει όπως έπραξε, ενώ ταυτόχρονα αποδίδεται σε αυτό λανθασμένη ερμηνεία της Δ.30 και απόκλιση από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία το οδήγησε σε λανθασμένη κατάληξη.
Στην αιτιολογία των δύο αυτών θεμάτων, οι Αιτητές αναφέρουν ρητώς τη διαφωνία τους με την απόφαση του Εφετείου και αναλύουν εκτενώς τους λόγους προς τούτο, χαρακτηρίζοντας την απόφαση ως εσφαλμένη, αντινομική και ότι εδράζεται επί λανθασμένου σκεπτικού και ερμηνείας. Με αυτή την τοποθέτηση, οι Αιτητές επιχειρούν να καταδείξουν το εσφαλμένο της απόφασης επί της ουσίας και τη λανθασμένη ερμηνεία που απέδωσε το Εφετείο στον όρο «εγκαταληφθείσα» στο πλαίσιο της Δ.30 Κ.1(γ) και όχι να ικανοποιήσουν το ζητούμενο στο παρόν στάδιο που είναι η αναγκαιότητα για χορήγηση της άδειας. Είναι προφανές ότι αυτά τα δύο θέματα αποσκοπούν στην εξέταση της ορθότητας της απόφασης του Εφετείου και όχι στην επίλυση ενός αμιγώς νομικού ζητήματος που προκύπτει από αυτή.
Η επίκληση γενικά της ανάγκης ερμηνείας της δικονομικής διάταξης δεν είναι επαρκής να δικαιολογήσει τη χορήγηση άδειας, αν δεν τίθεται σαφές νομικό ερώτημα, όπως απαιτεί το ίδιο το άρθρο 9(3)(γ) του Ν.33/64. Ούτε και η γενική αναφορά ότι η εν λόγω απόφαση είναι αντίθετη με την προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είναι επαρκής για να δικαιολογήσει τη χορήγηση άδειας, ακόμα και στην περίπτωση που το θέμα ήταν ορθά διατυπωμένο. Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Κωνσταντή Καντούνα, Αίτηση Αρ. 40/2024, ημερ. 6.2.2025, «η λέξη «διαφοροποιείται» με αναφορά στην πάγια νομολογία, δεν πρέπει να αφεθεί να προκαλέσει εντυπώσεις. Αυτό που στην ουσία επικαλείται ο Αιτητής είναι ότι το Εφετείο δεν ακολούθησε τη νομολογία και ως εκ τούτου η απόφαση του είναι εσφαλμένη». Αυτό ισχύει και στην υπό κρίση περίπτωση.
Το «τρίτο νομικό» θέμα αφορά στο κατά πόσο το Δικαστήριο δύναται να θεωρήσει ως μη εγκαταληφθείσα μια διαδικασία και να μην την απορρίψει δυνάμει της Δ.30 Κ.1(γ) στη βάση της μη καταχώρισης Κλήσης για Οδηγίες εντός 90 ημερών από τη συμπλήρωση των δικογράφων και της μη υποβολής αιτήματος απόρριψης εντός περαιτέρω 15 ημερών, δηλαδή για συνολική περίοδο 105 ημερών από τη συμπλήρωση των δικογράφων, στη βάση του ότι εκκρεμούσε ενδιάμεση διαδικασία, η οποία, όμως, ουδόλως εμπόδιζε την καταχώριση Κλήσης για Οδηγίες και συμμόρφωση με τη εν λόγω δικονομική πρόνοια. Και πάλι στην αιτιολογία προβάλλεται η διαφωνία των Αιτητών με την απόφαση του Εφετείου και ειδικότερα με την ερμηνεία του όρου «εγκαταληφθείσα» που περιέχεται στη Δ.30 Κ.1(γ).
Θεωρούμε ότι αυτό το θέμα αφορά μεν σε νομικό ζήτημα, όμως αυτό τίθεται με πλήρη γενικότητα και δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένα δεδομένα, όπως τα επίδικα, ήτοι σε τι αφορά η κυρίως διαδικασία και ή η εκκρεμούσα ενδιάμεση διαδικασία, στοιχεία τα οποία αναπόφευκτα καθιστούν το θέμα αφενός γενικό και αόριστο για να δύναται να απαντηθεί με σαφήνεια και αφετέρου ως να μην προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου. Το Εφετείο δεν καθιέρωσε μια γενική αρχή όπως αυτή εκτίθεται στο πιο πάνω θέμα αλλά ερμήνευσε και εφάρμοσε τη συγκεκριμένη δικονομική πρόνοια και όρο με βάση τη φύση της ενώπιον του διαδικασίας και τα ενώπιον του δεδομένα. Το γεγονός ότι στην αιτιολογία γίνεται ειδική αναφορά στη φύση τόσο της αίτησης διάλυσης όσο και της ενδιάμεσης αίτησης, καταδεικνύει ακριβώς ότι τα θέματα προς εκδίκαση από το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της δικαιοδοσίας του δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) θα πρέπει να διατυπώνονται με τέτοια σαφήνεια και στο ορθό πλαίσιο, ώστε να μπορεί να δοθεί συγκεκριμένη απάντηση επί του ζητούμενου στη βάση των ενώπιον του δεδομένων.
Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, θεωρούμε ότι ούτε και για το εν λόγω θέμα δικαιολογείται η χορήγηση άδειας.
Το τέταρτο «νομικό θέμα» αφορά το κατά πόσο στη βάση της Δ.30 Κ.1(γ) και της νομολογίας, το αίτημα που έγινε ένα έτος μετά τη συμπλήρωση των δικογράφων και αφού παρήλθε η προθεσμία των 105 ημερών από αυτή, μπορούσε να εξομοιωθεί με αίτηση που υποβάλλεται εντός 15 ημερών μετά την παρέλευση 90 ημερών από τη συμπλήρωση των δικογράφων.
Θεωρούμε ότι, όπως έχει διατυπωθεί αυτό το θέμα, δεν προκύπτει νομικό ζήτημα προς εξέταση καθότι η Δ.30 Κ.1(γ) ρητώς παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο, κατά την εξέταση αιτήματος για απόρριψη της αγωγής δυνάμει αυτής, είτε να απορρίψει την αγωγή με τέτοιους όρους όπως ήθελε κρίνει δίκαιο, είτε να θεωρήσει την αίτηση ως κλήση για οδηγίες δυνάμει της εν λόγω διαταγής.
Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Artio Designs Ltd v. Stephen Van κ.ά., Αίτηση Αρ. 2/2023, ημερ. 30.1.2024, δεν είναι έργο του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ανιχνεύσει ποιο θα μπορούσε να ήταν το νομικό θέμα που ο αιτητής θα ήθελε να εγείρει ή που θα ήγειρε, εφόσον η προσοχή του εφιστάτο σε αυτό και να το διαμορφώσει.
Το πέμπτο «νομικό θέμα» αφορά στο κατά πόσο, από τη στιγμή που το Εφετείο έκρινε βάσιμους κάποιους εκ των λόγων έφεσης, μπορούσε να καταλήξει στην προαναφερόμενη απόφαση του. Αυτό το ζήτημα αφορά καθαρά στην ορθότητα της απόφασης του Εφετείου και ειδικότερα στο κατά πόσο το Εφετείο δικαιολογείτο να οδηγηθεί στην κατάληξη του αφότου θεώρησε βάσιμους τους εν λόγω λόγους έφεσης. Επομένως, δεν αφορά σε κάποιο συγκεκριμένο νομικό ερώτημα.
Σε αυτό το σημείο κρίνουμε σκόπιμο να επισημάνουμε ότι τόσο στην αιτιολογία αυτού του θέματος όσο και των υπολοίπων, γίνεται μια λεπτομερής αναφορά στο ιστορικό της διαδικασίας, στην ίδια την απόφαση του Εφετείου και στη διαφωνία των Αιτητών με την εν λόγω απόφαση και τους λόγους για αυτή. Ενόψει της φύσης της παρούσας διαδικασίας, εκείνο που απαιτείται είναι η απλή κατάδειξη ότι το εγερθέν νομικό θέμα εμπίπτει εντός ενός από τους λόγους τους οποίους το άρθρο 9(3)(γ) εξαντλητικά καθορίζει.
Το έκτο «νομικό θέμα» αφορά στη διαταγή για τα έξοδα, αμφισβητώντας την ορθότητα της απόφασης του Εφετείου επί αυτού του ζητήματος και όχι προβάλλοντας οποιοδήποτε νομικό ζήτημα προς εξέταση για τους σκοπούς του άρθρου 9(3)(γ).
Στην αιτιολογία αυτού του θέματος, οι Αιτητές περιορίζονται στην υιοθέτηση και επανάληψη των όσων αναφέρονται για τα πρώτα πέντε θέματα, τα οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν είχαν οποιαδήποτε σχέση με έξοδα. Επομένως, ούτε και αυτός ο λόγος εμπίπτει σε οποιαδήποτε των προϋποθέσεων του άρθρου 9(3)(γ).
Το έβδομο «νομικό θέμα» αφορά στο κατά πόσο όλοι οι Αιτητές υπέβαλαν αίτημα απόρριψης της διαδικασίας το οποίο εκλήφθηκε από το Εφετείο ότι είχε υποβληθεί μόνο από την Αιτήτρια 1, με αποτέλεσμα να καταλήξει πως οι υπόλοιποι Αιτητές δεν είχαν δικαίωμα να καταχωρίσουν έφεση.
Αυτό το ζήτημα δεν αφορά νομικό θέμα αλλά ουσιαστικά αμφισβήτηση της ορθότητας της απόφασης του Εφετείου, εξ ου και στην αιτιολογία προβάλλεται και πάλι η διαφωνία των Αιτητών με τον χειρισμό από το Εφετείο του όλου ζητήματος. Μάλιστα οι Αιτητές κάνουν λόγο για την ύπαρξη τυπογραφικού λάθους στην πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με αυτό το ζήτημα, το οποίο το Εφετείο δεν εντόπισε. Επομένως, το τεθέν θέμα παραπέμπει και αφορά και στην πρωτόδικη διαδικασία, ενώ η υπό κρίση διαδικασία περιορίζεται σε ζητήματα που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου.
Πριν την τελική μας κατάληξη θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε πως όλα τα «νομικά θέματα» δεν θα μπορούσαν να εξεταστούν στη βάση του ότι η χορήγηση της αιτούμενης άδειας είναι αναγκαία για να αποφασιστούν ζητήματα δημοσίου συμφέροντος και γενικής δημόσιας σημασίας,. Τέτοιος λόγος δεν προβάλλεται στους λόγους για χορήγηση της αιτούμενης άδειας στην Αίτηση, παρά μόνο στην αγόρευση του δικηγόρου και επομένως δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη.
Σύμφωνα με όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω, δεν έχει καταδειχθεί οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την έγκριση της Αίτησης.
Η Αίτηση απορρίπτεται.
€1.500 έξοδα της Αίτησης, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση και εναντίον των Αιτητών.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
Λ.ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο