ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΙΛΛΑΡΑΣ ΑΛΛΩΣ ΒΑΡΩΣΙΩΤΗΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ ΒΑΡΩΣΙΩΤΗ v. ΛΑΜΠΗΔΟΝΑΣ ΣΠΥΡΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 391/2016, 7/4/2025
print
Τίτλος:
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΙΛΛΑΡΑΣ ΑΛΛΩΣ ΒΑΡΩΣΙΩΤΗΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ ΒΑΡΩΣΙΩΤΗ v. ΛΑΜΠΗΔΟΝΑΣ ΣΠΥΡΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 391/2016, 7/4/2025

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 391/2016)

 

 

8 Απριλίου, 2025

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΙΛΛΑΡΑΣ ΑΛΛΩΣ ΒΑΡΩΣΙΩΤΗΣ,

ΔΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ ΒΑΡΩΣΙΩΤΗ ΣΥΜΦΩΝΑ

ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΗΜΕΡ. 23/11/1993 ΣΤΗΝ

ΑΙΤΗΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΥΠ’ ΑΡ. 88/2009,

 

 

Εφεσείων/Ενάγων,

 

ν.

 

 

ΛΑΜΠΗΔΟΝΑΣ ΣΠΥΡΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

 

 

Εφεσίβλητης/Εναγόμενης.

 

 

________________________________________________

 

     Αντ. Ιωαννίδου – Νικηφόρου (κα) για Νέστορας Αδάμου Νικηφόρου ΔΕΠΕ,         για τον Εφεσείοντα.

 

  Γ. Ζαχαρίου (κα) για Ανδρέας Β. Ζαχαρίου & Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.

 

________________________________________________

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

____________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της υπό κρίση Έφεσης είναι η ορθότητα της Απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απερρίφθη η Αγωγή του Εφεσείοντα. Η όλη υπόθεση αφορούσε ένα παλιό δωμάτιο, μέρος ακινήτου στο χωριό Περβόλια Λάρνακος, το οποίο, δυνάμει Πωλητηρίου εγγράφου, είχε αγορασθεί από τον αποβιώσαντα Ιωάννη Κωνσταντίνου Τσιλλάρα, άλλως Βαρωσιώτη, από τον πατέρα της Εφεσίβλητης.

 

Ο Εφεσείων, υπό την ιδιότητα του ως Διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Ιωάννη Κωνσταντίνου Τσιλλάρα, με την Αγωγή που καταχώρησε εναντίον της Εφεσίβλητης αξίωνε από την Εφεσίβλητη Διάταγμα που να την διατάττει όπως μεταβιβάσει επ’ ονόματι του το δωμάτιο το οποίο βρίσκετο στο βόρειο τμήμα του τεμαχίου με αρ. εγγραφής 0/3669, Φ/Σχ 50/41.11.V02, τμήμα 01, τεμ. 89,20 μ. εμβαδόν, στο χωριό Περβόλια στην επαρχία Λάρνακα. Αξίωνε, περαιτέρω, Διάταγμα που να εμπόδιζε την Εφεσίβλητη να επεμβαίνει στο πιο πάνω αναφερόμενο ακίνητο, καθώς και Διάταγμα που να διέταττε το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας να εγγράψει επ’ ονόματι του Εφεσείοντα το πιο πάνω αναφερόμενο δωμάτιο που βρίσκετο στο βόρειο τμήμα του ακινήτου. Διαζευκτικά, ο Εφεσείων αξίωνε το ποσό των €10.000 ως η αξία του δωματίου το οποίο είχε κατεδαφιστεί από την Εφεσίβλητη και, περαιτέρω, αποζημιώσεις ύψους €15.000 ως η αξία των αντικειμένων που ισχυρίζετο ότι υπήρχαν εντός του δωματίου κατά το χρόνο της κατεδάφισής του.

 

Μέσω των δικογράφων που καταχωρήθηκαν οι διάδικοι προέβαλαν, αναφορικά με ορισμένα ζητήματα, διαφορετική εκδοχή. Κατά τη δίκη μαρτυρία παρουσίασε μόνο η πλευρά του Εφεσείοντα εφόσον η Εφεσίβλητη επέλεξε να μην προσφέρει οποιαδήποτε μαρτυρία. Ως εκ τούτου, από απόψεως μαρτυρίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου παρουσιάστηκε μόνο η εκδοχή του Εφεσείοντα η οποία, αφού αξιολογήθηκε, έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Σύμφωνα με αυτή, ο Βαρωσιώτης είχε αγοράσει από τον πατέρα της Εφεσίβλητης δυνάμει Πωλητηρίου εγγράφου ημερ. 7/9/1968, ένα παλιό δωμάτιο. Η Συμφωνία αυτή δεν κατατέθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λάρνακας για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. Αποτέλεσε, δε, εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ήταν ο πατέρας της Εφεσίβλητης αυτός που παραβίασε τους όρους της Σύμβασης του με τον Βαρωσιώτη, είτε στις 2/9/1971, όταν μεταβίβασε με δωρεά το ακίνητο στην Εφεσίβλητη περιλαμβανομένου και του τμήματος που είχε πωληθεί στον Βαρωσιώτη και για το οποίο δεν υπήρχε ιδιαίτερη εγγραφή, χωρίς ενημέρωση του τελευταίου ως προς αυτό ή, εν πάση περιπτώσει, χωρίς να έχει προβεί σε διαβήματα ώστε να καταστήσει εφικτή την ξεχωριστή εγγραφή του επίδικου τμήματος προς μεταβίβαση του προς τον Βαρωσιώτη, πριν τη μεταβίβαση του ακινήτου στην Εναγομένη είτε, όταν, την 18/11/1972, ο Βαρωσιώτης μέσω του δικηγόρου του, τον είχε καλέσει να του μεταβιβάσει το τμήμα αυτό του ακινήτου που είχε αγοράσει από αυτόν, και ο πατέρας της Εφεσίβλητης δεν συγκατατέθηκε ή αρνήθηκε ή παρέλειψε να το πράξει. Σύμφωνα δε με το πρωτόδικο Δικαστήριο, η μεταξύ Βαρωσιώτη και πατέρα της Εφεσίβλητης Συμφωνία συνιστούσε έγκυρη σύμβαση, διάρρηξη της οποίας επαγόταν τις συνέπειες που ο Νόμος προβλέπει. Με δεδομένο δε ότι το αντικείμενο της Σύμβασης ήταν η πώληση ακίνητης ιδιοκτησίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι ετύγχαναν εφαρμογής οι διατάξεις του περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232 που, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν σε ισχύ. Με δεδομένο, επίσης, ότι η Συμφωνία δεν είχε κατατεθεί στο Κτηματολόγιο ούτως ώστε να ήταν δεκτική ειδικής εκτέλεσης δυνάμει αποφάσεως και σχετικού διατάγματος Δικαστηρίου, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η μοναδική θεραπεία που ο Βαρωσιώτης είχε δικαίωμα να αξιώσει ήταν εκείνη των αποζημιώσεων και πως οι αρχές του δικαίου της επιείκειας δεν μπορούσαν να επενεργήσουν προς όφελος του.

 

Η πρωτόδικη Απόφαση προσβάλλεται με δύο Λόγους Έφεσης. Και οι δύο Λόγοι είναι πανομοιότυποι εφόσον ό,τι προβάλλεται μέσω αυτών είναι ότι «η απόφαση του δικαστηρίου είναι λανθασμένη, αναιτιολόγητη, αντίθετη με την προσαχθείσα μαρτυρία και δεν παρέχει την απαραίτητη δικαστική κρίση».

 

Ανάμεσα στα ζητήματα που μέσω της αιτιολογίας και στη συνέχεια, μέσω του Περιγράμματος Αγόρευσης που καταχωρήθηκε, ο Εφεσείων προβάλλει στο πλαίσιο του πρώτου Λόγου Έφεσης είναι ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε ότι οι αρχές της επιείκειας δεν ενεργοποιήθηκαν ποτέ ώστε να δημιουργηθεί εξ υπαγωγής εμπίστευμα μεταξύ Βαρωσιώτη και πατέρα της Εφεσίβλητης και, κατ’ επέκταση, μεταξύ Βαρωσιώτη και Εφεσίβλητης.

 

Η αξίωση του  Εφεσείοντα είχε ως νομικό έρεισμα τις αρχές της επιείκειας και ειδικότερα τις αρχές που αφορούν στα καταπιστεύματα, τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε επιμελώς και εκτενώς. Ειδικότερα αποτέλεσε θέση του Εφεσείοντα ότι, μέσω του Πωλητηρίου εγγράφου που συνήφθη μεταξύ του πατέρα της Εφεσίβλητης ως πωλητή και του Βαρωσιώτη ως αγοραστή, είχε δημιουργηθεί εξυπακουόμενο εξ επαγωγής εμπίστευμα (implied constructive trust).

 

Μέσω της Αγόρευσης του Εφεσείοντα υποστηρίχθηκε ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση είχε εφαρμογή το δίκαιο της επιείκειας καθότι η σύμβαση δεν είχε κατατεθεί στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας ώστε να είναι δεκτική ειδικής εκτέλεσης ενώ, περαιτέρω, δεν υπήρχε ξεχωριστή εγγραφή του επίδικου ακινήτου ώστε να μπορεί να μεταβιβαστεί.

 

Με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου,                     Ν. 14/1960, το κοινοδίκαιο (Common Law) και οι αρχές της επιείκειας (Equity) είναι μέρος του δικαίου μας. Ωστόσο, ως και νομολογιακά έχει επιβεβαιωθεί, η επίκληση του κοινοδικαίου και των αρχών της επιεικείας δεν είναι επιτρεπτή όπου ο δικός μας, κυπριακός, νόμος προβλέπει ειδική ρύθμιση επί συγκεκριμένου ζητήματος (βλ. Χριστοφίδη v. Κοτζαναστάση (1993) 1 Α.Α.Δ. 718, Κίτση v. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 1077 και Μούχτου κ.ά. Χείμαρου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1794).

 

Όπως ορθώς επισημαίνεται από μέρους της Εφεσίβλητης, οι αρχές του δικαίου της επιείκειας ενεργοποιούνται μόνο όταν κάποιο θέμα δεν ρυθμίζεται νομοθετικά και όχι όταν υπάρχει ειδική ρύθμιση αλλά το ενδιαφερόμενο μέρος δεν έπραξε ως η σχετική νομοθεσία ορίζει, ώστε να ασκήσει τα όποια δικαιώματα του. Στην προκείμενη περίπτωση, η παράλειψη του Βαρωσιώτη να καταθέσει το Πωλητήριο έγγραφο στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας, αποτελεί παράλειψη άσκησης νομοθετικά προβλεπόμενου δικαιώματος που είχε ως αγοραστής. Υπό αυτά τα δεδομένα, ορθώς κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι «οι αρχές της επιείκειας, από της αρχής της επίδικης συναλλαχτικής σχέσης Βαρωσιώτη και Πίττα, δεν ενεργοποιήθηκαν ποτέ».

 

Ο Εφεσείων προβάλλει, επίσης, ως λανθασμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «ο Βαρωσιώτης δεν μπορούσε να συνενώσει και την Εφεσίβλητη ως διάδικο σε μια τέτοια δικαστική διαδικασία ώστε επικαλούμενος τις αρχές της επιείκειας (και δη του εξ επαγωγής εμπιστεύματος), να επιδιώξει την δέσμευση της με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της που, θα ήταν, η μεταβίβαση του ακινήτου εις τον Βαρωσιώτη».

 

Με δεδομένο ότι η μοναδική θεραπεία που ο Βαρωσιώτης είχε δικαίωμα να αξιώσει από τον πατέρα της Εφεσίβλητης ήταν εκείνη των αποζημιώσεων, τέτοια θεραπεία, ως και οποιαδήποτε άλλη θεραπεία επιδιώκετο από τον Βαρωσιώτη, όπως ορθώς υποστηρίχθηκε από πλευράς Εφεσίβλητης, θα μπορούσε να διεκδικηθεί από τον πατέρα της Εφεσίβλητης, ο οποίος ήταν ο αντισυμβαλλόμενος του Εφεσείοντα και όχι από την Εφεσίβλητη. Η Εφεσίβλητη ούτε συμβαλλόμενη ήταν στην επίδικη Συμφωνία, ούτε ενάγετο ως διαχειρίστρια του πατέρα της, αν, όντως, είχε τέτοια ιδιότητα. Η Εφεσίβλητη, αποτελούσε μόνο το άτομο στο οποίο, δυνάμει κληρονομιάς, μεταβιβάστηκε το ακίνητο εντός του οποίου υπήρχε το επίδικο δωμάτιο.

 

Το παράπονο, επομένως, του Εφεσείοντα είναι παντελώς αβάσιμο.

 

Μέσω του Δεύτερου Λόγου Έφεσης  ο Εφεσείων προβάλλει ως λανθασμένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι το ακίνητο είχε κατεδαφιστεί από την Εφεσίβλητη. Επισημαίνεται εξαρχής ότι η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου έγινε, όπως αναφέρθηκε, «χάριν πληρότητας» σε περίπτωση που κρινόταν λανθασμένη η κρίση του ότι, εν προκειμένω, οι αρχές της επιείκειας δεν ετύγχαναν εφαρμογής, για σκοπούς δημιουργίας εξ επαγωγής εμπιστεύματος.

 

Με δεδομένη την επικύρωση της πιο πάνω κρίσης ως ορθής, δεν χρειάζεται πλέον να μας απασχολήσει ο πιο πάνω Λόγος Έφεσης.

 

Ενόψει των πιο πάνω η Έφεση απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα έξοδα €2.200, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

                                      Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                      Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο