
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Aίτηση Αρ. 60/2025)
(i-Justice)
7 Aπριλίου, 2025
[ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΕΩΣ (ΑΡ. 3) ΤΟΥ 2022
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ «ΛΕΥΚΟΝΟΙΚΟ» ΛΤΔ ΗΕ 10772 ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ/ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ Ε. ΓΕΩΡΓΙΟΥ - ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΞΕΔΟΘΗ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 3019/2002 ΤΟΥ Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΤΗΝ 19/11/2024 ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΧΘΗΚΕ ΤΗΝ 19/12/2024 ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 14/1960 ΑΡΘΡΟ 32 ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΕΦ. 6 ΑΡΘΡΟ 9
_____________________
Γ. Παπαθεοδώρου για Στέφανο Παπαθεοδώρου, για την Αιτήτρια.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:- Mε την υπό εκδίκαση μονομερή Αίτηση, ημερ. 17.3.2025, η εταιρεία ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ «ΛΕΥΚΟΝΟΙΚΟ» ΛΤΔ, ζητά επέκταση της προθεσμίας για να καταχωρίσει μονομερή Αίτηση για άδεια για καταχώριση Αίτησης διά κλήσεως για την έκδοση Προνομιακών Ενταλμάτων Certiorari και Prohibition, σε σχέση με δικαστικό διάταγμα ημερ. 19/11/2024, το οποίο επεδόθη σε αυτήν στις 3.1.2025.
Λίγα λόγια για το τι προηγήθηκε της παρούσας Αιτήσεως. Η αιτήτρια ήταν εναγόμενη στην Αγωγή 3019/2002, η οποία είχε καταχωριστεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Στο πλαίσιο της πιο πάνω αγωγής, στις 25.7.2023 είχαν εκδοθεί εναντίον της και προς όφελος των εναγόντων 2 και 3, αποφάσεις. Συγκεκριμένα, προς όφελος του ενάγοντα 2 εξεδόθη απόφαση για το ποσό του €1.435.224,21, πλέον τόκοι, πλέον έξοδα, και προς όφελος του ενάγοντα 3 απόφαση για το ποσό των €717.612,61, πλέον τόκοι, πλέον έξοδα. Ακολούθως, στο πλαίσιο αίτησης των εναγόντων 2 και 3, οι τελευταίοι στις 19.11.2024 εξασφάλισαν, κατ΄ επίκληση του περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμου, Ν.31(Ι)/1992, διάταγμα με το οποίο διατάσσεται η επιβάρυνση μετοχών που κατέχει η αιτήτρια (εναγόμενη στην πιο πάνω αγωγή) στην εταιρεία Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή Λτδ «με σκοπό την εξασφάλιση πληρωμής του εξ αποφάσεως ποσού». Είναι αυτήν την επιβάρυνση, δυνάμει διατάγματος, που επιθυμεί η αιτήτρια να προσβάλει με τη διαδικασία των προνομιακών ενταλμάτων. Για ό,τι αξίζει, να σημειωθεί πως δεν έχει διαταχθεί η πώληση των μετοχών που η αιτήτρια κατέχει στην πιο πάνω εταιρεία, αφού γι΄ αυτό το θέμα εκκρεμεί Αίτηση διά κλήσεως ημερ. 19.2.2025, η οποία επεδόθη στην αιτήτρια, και συνεχίζει να είναι ακόμη ζωντανή.
Με δεδομένο ότι η υπό εκδίκαση Αίτηση καταχωρίστηκε στις 17.3.2025, έχουν, εάν ο μαθηματικός υπολογισμός μου είναι ορθός, παρέλθει 73 ημέρες από την ημερομηνία που το δικαστικό διάταγμα ημερ. 19.11.2024 επεδόθη στην αιτήτρια.
Στην Αίτηση καταγράφεται ότι αυτή συντάχθηκε από τον κ. Στ. Παπαθεοδώρου, δικηγόρο «του αιτητή», ο οποίος και υπογράφει την Αίτηση υπό αυτή την ιδιότητα. Η Αίτηση υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση του κ. Γ. Παπαθεοδώρου, ο οποίος δηλώνει Γραμματέας και Νομικός Σύμβουλος/Δικηγόρος της αιτήτριας. Με την εν λόγω Ένορκη Δήλωση παραδέχεται πως του επεδόθη στις 3.1.2025, υπό την ιδιότητα του Γραμματέα, το πιο πάνω δικαστικό διάταγμα. Στις παρ. 6 και 7 της Ένορκης Δήλωσης του, αναφέρει πως όταν στις 3.1.2025 του επεδόθη το δικαστικό διάταγμα ημερ. 19.11.2024, προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της αιτήτριας, τον κ. Παύλο Θεοδότου, αλλά η επικοινωνία με αυτόν ήταν αδύνατη, καθότι αντιμετώπιζε και αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας. Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με τη θέση του, άλλο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, ο κ. Δημήτρης Σταύρου «αντιμετωπίζει και αυτός σοβαρά αναπνευστικά και άλλα προβλήματα υγείας και είναι αδύνατη η οποία επαφή με αυτόν ο οποίος πρέπει να είναι απομονωμένος στο σπίτι του».
Στις παρ. 8 και 9 της Ένορκης Δήλωσης του, ο κ. Γ. Παπαθεοδώρου αναφέρει τα ακόλουθα:
«8. Λόγω των πιο πάνω καταστάσεων ήταν αδύνατη η σύγκλησης από εμένα ως Γραμματέα της Εταιρείας του Αιτητή του Διοικητικού Συμβουλίου για να ενημερωθεί έγκαιρα και κανονικά η Εταιρεία/Αιτητής τόσο για το Διάταγμα ημ. 19/11/2024 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ “A” όσο και για την Αίτηση ημ. 19/2/2025 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ “B”.
9. Λόγω του ότι η πιο πάνω κατάσταση της υγείας των δύο πιο πάνω Προέδρου και Διευθυντή/μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του Αιτητή η οποία ακόμη εξακολουθεί να υφίσταται, αναγκάσθηκα όπως την 28/2/2025 και 4/3/2025 μεταβώ στις οικίες τους για να έχω επαφή με αυτούς από απόσταση για να τους ενημερώσω για τις διαδικασίες που αντιμετωπίζει ο Αιτητής – Εναγόμενοι 1 στην Αγωγή 3019/2002 που αφορούν την παρούσα υπόθεση και να λάβω από αυτούς οδηγίες και εξουσιοδότηση όπως καταχωρήσω Αίτηση για την οποία ζητείται η παρούσα άδεια. Ακολούθως έλαβα σχετικές οδηγίες και από τα υπόλοιπα δύο μέρη του Διοικητικού Συμβουλίου του Αιτητή τους Γεώργιο Ιωσήφ και Χρίστο Μαρτή όπως καταχωρήσω Αίτηση για έκδοση διαταγμάτων Certiorari και Prohibition.»
Ο κ. Γ. Παπαθεοδώρου αγορεύοντας προφορικά ενώπιον μου, υιοθέτησε και το περιεχόμενο γραπτής αγόρευσης που ετοιμάστηκε από τον κ. Στ. Παπαθεοδώρου. Αναφέρω από τώρα πως έχω θέσει ενώπιον μου το περιεχόμενο της Ένορκης Δήλωσης που υποστηρίζει την Αίτηση, το περιεχόμενο της γραπτής και προφορικής αγόρευσης, και θα κάνω ειδική αναφορά σε αυτά όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο. Το ίδιο ισχύει και για τη νομολογία και συγγράμματα στα οποία η γραπτή και προφορική αγόρευση παρέπεμψαν.
Το άρθρο 5 του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2018 (5/2018), ως αυτό τροποποιήθηκε, προβλέπει πως:
«5.(1) Αίτηση για άδεια καταχωρείται το συντομότερο από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, διατάγματος ή πράξης. Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 45 ημέρες από την ημέρα που ο αιτητής λαμβάνει γνώση της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, διατάγματος ή πράξης.»
Με άλλα λόγια, μία μονομερής Αίτηση για άδεια, θα πρέπει να καταχωρείται το συντομότερο δυνατόν, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 45 ημέρες από την ημερομηνία που ο αιτητής λαμβάνει γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης, διατάγματος ή πράξης.
Στην Αναφορικά με την αίτηση της δικηγορικής εταιρείας Γιάννης Παπαζαχαρία ΔΕΠΕ, Πολ. Έφ. Αρ.7/2023, ημερ. 10.4.2024, λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«Αναφέρουμε από τώρα πως και πριν από την έκδοση του πιο πάνω Διαδικαστικού Κανονισμού, ο χρόνος υποβολής αίτησης συνιστούσε ουσιώδη παράγοντα για την ανάληψη και άσκηση της εν λόγω δικαιοδοσίας από το Ανώτατο Δικαστήριο. Όπως είχε τεθεί στη Θεοδούλου (Αρ. 1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 438, 443:
«… Ο χρόνος μέσα στον οποίο υποβάλλεται αποτελεί ουσιώδη παράγοντα για την ανάληψη και την άσκηση της δικαιοδοσίας. Όπως επισημαίνεται στην υπόθεση In Re Aeroporos and Others (1988) 1 C.L.R. 303 το στοιχείο του χρόνου είναι τόσο σημαντικό ώστε να έχει οδηγήσει στην Αγγλία στη θέσπιση του R.S.C. Ord. 53 r.2(2) με την οποία καθιερώνεται το χρονικό διάστημα των έξι μηνών ως το ανώτατο χρονικό όριο για την υποβολή αίτησης για την έκδοση Certiorari. Κάθε καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης πρέπει να αιτιολογείται και όσο μεγαλύτερη, ανάλογα μεγαλύτερο είναι και το εμπόδιο που πρέπει να υπερπηδηθεί για την παροχή άδειας.»
Ως εκ τούτου, δεν ήταν λίγες οι φορές που αιτήσεις για εξασφάλιση άδειας, είχαν απορριφθεί λόγω καθυστέρησης (Αργυρού (Αρ. 2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 457, 462 και Κτηματικές Επιχ. Ανδρέας Ευριπίδη Διογένους Λτδ (2015) 1(Β) Α.Α.Δ. 1818».
Ουσιαστικά ο Κανονισμός επιβάλλει σε έναν αιτητή να ενεργεί αμέσως ή με την απαραίτητη σπουδή προς επιδίωξη της συγκεκριμένης θεραπείας (Αναφορικά με την Αίτηση του Manuel Puhler, Πολ. Έφ. Αρ. 404/2019, ημερ. 10.12.2020, ECLI:CY:AD:2020:A421 και Αναφορικά με την Αίτηση των Ανδρέας Δημητριάδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε. κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 138/2022, ημερ. 22.11.2023). Ως εκ τούτου, μονομερής Αίτηση για άδεια καταχώρισης Αίτησης διά κλήσεως για εξασφάλιση Προνομιακού Εντάλματος, είναι δυνατόν να απορριφθεί ακόμη και αν αυτή έχει καταχωριστεί εντός της προθεσμίας των 45 ημερών, αφού ένας αιτητής δεν έχει δικαιωματικά την εν λόγω προθεσμία.
Όσον αφορά στην επέκταση της προθεσμίας, το άρθρο 5(2) του πιο πάνω Διαδικαστικού Κανονισμού, προβλέπει ότι:
«Το Δικαστήριο δύναται να επεκτείνει την προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο (1) του παρόντος Κανονισμού εάν καταδειχθούν εξαιρετικές περιστάσεις που παρεμπόδισαν τον αιτητή να καταχωρήσει την αίτηση του εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας.»
Στη Lavar Shipping Co Ltd v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1635, ο αείμνηστος Στυλιανίδης, Δ., ως ήταν τότε, σημείωσε τα ακόλουθα σε σχέση με την παράταση του χρόνου, εκεί για καταχώριση έφεσης κατά πρωτόδικης απόφασης που δικαιωματικά έχει ο αποτυχών διάδικος:
«Το ζήτημα της παράτασης του χρόνου για καταχώριση έφεσης στην Αναθεωρητική Δικαιοδοσία απασχόλησε το Δικαστήριο τούτο στις υποθέσεις Branco Salvage Ltd. v. Republic (Attorney-General as Successor to The Greek Communal Chamber and Another) (1967) 3 C.L.R. 213∙ Niki Chr. Georghiou v. Republic (Minister of the Interior and Another) (No. 3) (1968) 3 C.L.R. 563∙ Niki Chr. Georghiou v. Republic (Minister of Interior and Another) (1968) 1 C.L.R. 411 (Oλ)· Cyprian Seaway Agencies Ltd and Others v. Republic (1981) 3 C.L.R. 271 και Ι. & Α. Φιλίππου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3(D) A.A.Δ. 2385.
Στην τελευταία Απόφαση, όπου έγινε αναφορά στις προηγούμενες, ειπώθηκε:-
"Οι αρχές που έχουν νομολογιακά καθιερωθεί είναι: Η ανάγκη αυστηρής τήρησης των προθεσμιών που καθορίζονται από τους Θεσμούς. Η παράταση του χρόνου είναι εξαιρετικό δικονομικό μέτρο. Το Δικαστήριο έχει διακριτική εξουσία να παρατείνει το χρόνο καταχώρισης της έφεσης. Η εξουσία αυτή είναι ελεύθερη και αδέσμευτη και ασκείται με βάση τα γεγονότα της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης. Ο αιτητής πρέπει να προβάλει τα αναγκαία στοιχεία για να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η παράταση είναι προς το συμφέρο της δικαιοσύνης.
Η πρόνοια των προθεσμιών κάμπτεται με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ του αιτητή μόνον αν το συμφέρον της δικαιοσύνης και τα δοσμένα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης συνηγορούν υπέρ αυτής."
Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου πρέπει να ασκείται με βάση τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης.»
Στην Puhler (ανωτέρω), η οποία αφορούσε σε αίτημα όπως αυτό που υποβάλλεται τώρα, σημειώθηκαν τα ακόλουθα:
«Με δεδομένη τη φύση της διαδικασίας του Certiorari, οι «εξαιρετικές περιστάσεις», που αναφέρονται στον Κ.5, όπως προκύπτει από τη χρήση της λέξης «εξαιρετικές», πρέπει να είναι υφιστάμενες περιστάσεις, οι οποίες παρεμποδίζουν τον αιτητή από του να αποταθεί έγκαιρα στο Δικαστήριο προς διεκδίκηση θεραπείας. Ο λόγος που επιζητείται παράταση, δυνάμει του Κ.5, θα πρέπει, αντικειμενικά κρινόμενος, να αποτελεί έναν ιδιαίτερο, πέραν του συνηθισμένου, λόγο που δεν επέτρεψε στον αιτητή να αποταθεί στο Δικαστήριο για προνομιακή θεραπεία, εντός του χρόνου που προβλέπεται από τον Κανονισμό και το συμφέρον της δικαιοσύνης να απαιτεί την επέκταση του χρόνου.
Ο χρόνος που ο αιτητής έλαβε γνώση ή θα μπορούσε να λάβει γνώση της διαδικασίας που επιθυμεί να ακυρώσει με τη χρήση του προνομιακού εντάλματος, είναι σημαντικό στοιχείο. Όπου, όπως εν προκειμένω, ο αιτητής έλαβε έγκαιρα γνώση της διαδικασίας εναντίον του, η παράλειψή του να ενεργήσει άμεσα προς επιδίωξη θεραπείας, εναποθέτει στον αιτητή επιπρόσθετο βάρος να πείσει ότι ο λόγος που προβάλλει είναι τέτοιος που αποτελεί ένα σοβαρό πρόσκομμα στην επιδίωξη προνομιακής θεραπείας, έτσι ώστε το συμφέρον της δικαιοσύνης να εξυπηρετείται με την επέκταση του χρόνου.»
Και τα ακόλουθα στη Δημητριάδης (ανωτέρω):
«Περαιτέρω, σύμφωνα με τη νομολογία η οποία έχει διαμορφωθεί από τη θέσπιση του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2018, κατά την εξέταση αίτησης για επέκταση, το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη την ημερομηνία λήψης γνώσης της απόφασης ή διατάγματος και να συνεκτιμήσει παράλληλα τις ενέργειες του αιτητή από την εν λόγω ημερομηνία μέχρι και την καταχώριση της αίτησης επέκτασης. Σε περίπτωση που διαφανεί ότι ο αιτητής δεν ενήργησε με την απαραίτητη σπουδή, αφότου έλαβε γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης ή διατάγματος, τότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης εξυπηρετείται με την επέκταση του χρόνου.»
Σημειώνω από τώρα πως δεν με βρίσκουν σύμφωνο, με τον προσήκοντα σεβασμό, οι θέσεις του κ. Γ. Παπαθεοδώρου, ως αυτές παρατίθενται στην παρ. 8 της Ένορκης Δήλωσης του. Το διάταγμα ημερ. 19.11.2024, επεδόθη «κανονικά» στην αιτήτρια εταιρεία, μέσω του Γραμματέα αυτής, που τη δεδομένη χρονική στιγμή ήταν ο κ. Γ. Παπαθεοδώρου, και συνεπώς δεν χρειαζόταν «η σύγκληση του Διοικητικού Συμβουλίου για να ενημερωθεί έγκαιρα και κανονικά η εταιρεία», ως καταγράφεται στην παρ. 8. της Ένορκης Δήλωσης. Άλλωστε, εάν η θέση της αιτήτριας ήταν ότι δεν ενημερώθηκε για την ύπαρξη του διατάγματος στις 3.1.2025, αλλά πολύ αργότερα, τότε ως προς τι η καταχώριση της υπό εκδίκαση Αίτησης;
Η θέση του κ. Γ. Παπαθεοδώρου στην παρ. 7 της Ένορκης Δήλωσης του, ότι δύο Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της αιτήτριας αντιμετώπιζαν και συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας, δεν δικαιολογεί εν προκειμένω την παρατεταμένη απραξία της αιτήτριας, όταν μάλιστα ο κ. Γ. Παπαθεοδώρου δηλώνει πως παρόλη την πιο πάνω κατάσταση υγείας «αναγκάσθηκα όπως την 28/2/2025 και 4/3/2025 μεταβώ στις οικίες τους για να έχω επαφή με αυτούς από απόσταση για να τους ενημερώσω για τις διαδικασίες που αντιμετωπίζει ο Αιτητής». Γιατί δεν μπορούσε ενωρίτερα ο κ. Γ. Παπαθεοδώρου να είχε επαφή με αυτούς τους δύο από απόσταση ή ακόμη και τηλεφωνικά, δεν διευκρινίζεται στην Ένορκη Δήλωση του, όταν η επικοινωνία και η λήψη αποφάσεων είναι δυνατόν να λάβει χώρα εξ αποστάσεως και χωρίς άμεση προσωπική επαφή. Η δε ιατρική βεβαίωση ημερ. 6.2.2025 που επισυνάπτεται αναφορικά με τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου, κ. Παύλο Θεοδότου, δεν αναφέρει ότι αυτός δεν έχει επικοινωνία με το περιβάλλον ή ότι δεν μπορεί να μιλήσει και να δώσει οδηγίες για θέμα που αφορά στην αιτήτρια. Αυτό που αναφέρει, και μάλιστα στις 6.2.2025, είναι ότι «πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη, από μικτή αγχώδη και καταθλιπτική διαταραχή» και από άλλα, και ότι αυτός είναι κλινήρης, χωρίς να διευκρινίζεται από πότε είναι κλινήρης.
Αυτό που αποκαλύπτεται από την Ένορκη Δήλωση που υποστηρίζει την υπό εκδίκαση Αίτηση, είναι ότι αφού παρήλθαν οι 45 ημέρες, ο κ. Γ. Παπαθεοδώρου αποφάσισε να επισκεφθεί τα ασθενούντα δύο Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου στις οικίες τους για να πάρει οδηγίες από αυτούς. Στη συνέχεια, πήρε οδηγίες και από τα άλλα δύο, μη ασθενούντα, μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, τον κ. Γεώργιο Ιωσήφ και τον κ. Χρίστο Μακρή.
Ο τρόπος λειτουργίας των νομικών προσώπων και ο τρόπος λήψης αποφάσεων δεν ενδιαφέρει. Τα νομικά πρόσωπα, ως είναι η αιτήτρια, δεν παραλύουν επειδή κάποιο ή κάποια μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ασθενούν. Πόσω δε μάλλον όταν θα πρέπει να δρομολογηθεί αμέσως διαδικασία έκδοσης Προνομιακών Ενταλμάτων, τα οποία ως γνωστόν δεν εκδίδονται δικαιωματικά, και για την οποία διαδικασία υπάρχουν αυστηρές προϋποθέσεις. Εν προκειμένω, ως ελέχθη, η αιτήτρια ενημερώθηκε δεόντως για την έκδοση του διατάγματος από τις 3.1.2025, και σε περίπτωση που αυτή επιθυμούσε να δρομολογήσει διαδικασία Προνομιακών Ενταλμάτων θα μπορούσε να το είχε πράξει και χωρίς τη σύγκληση συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, ουδέποτε έλαβε χώρα.
Αλλά και μετά τις 4.3.2025 διαπιστώνω να υπάρχει απραξία και καθυστέρηση για την οποία επίσης δεν έχει δοθεί ικανοποιητική εξήγηση. Ο ενόρκως δηλών αναφέρει πως όταν στις 4.3.2025 ήρχισε «να ετοιμάζει τη διαδικασία για την καταχώρηση Αίτησης Certiorari και Prohibition αυτής» προέκυψε «έκτακτα η ανάγκη όπως την 5/3/2025 μεταβώ στο εξωτερικό για προσωπικούς λόγους από όπου και επέστρεψα την 12/3/2025 το απόγευμα οπόταν αμέσως συνέχισα την ετοιμασία της παρούσας Αίτησης την οποία ολοκλήρωσα σήμερα ημέρα διενέργειας της παρούσας Ένορκης Δήλωσης και καταχώρησής της. Ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ “Γ” καταθέτω το Boarding pass της πτήσης WK370 ημ. 12/3/2025».
Παρόλο που δεν θα αναμενόταν να είχαν συγκεκριμενοποιηθεί οι προσωπικοί λόγοι, θα έπρεπε τουλάχιστον να είχε λεχθεί κατά πόσο αυτοί αφορούσαν σε θέμα υγείας ή σε αναψυχή ή σε κάτι άλλο. Εν πάση περιπτώσει, εν τέλει η Αίτηση δεν καταχωρίστηκε από τον κ. Γ. Παπαθεοδώρου, αλλά από άλλο δικηγόρο, κάτι για το οποίο δεν έχει δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση. Με άλλα λόγια, δεν διευκρινίζεται γιατί ενώ ο κ. Γ. Παπαθεοδώρου, ο οποίος ήρχισε «να ετοιμάζει τη διαδικασία για την καταχώριση Αίτησης Certiorari και Prohibition», την οποία αναγκάστηκε να διακόψει, τελικά αυτή ετοιμάστηκε και καταχωρίστηκε από άλλο δικηγόρο, τον κ. Στ. Παπαθεοδώρου.
Εν κατακλείδι, έχοντας ενώπιον μου τους προβληθέντες λόγους, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι έχουν αποκαλυφθεί εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες παρεμπόδισαν την αιτήτρια να αποταθεί στο Δικαστήριο για τις συγκεκριμένες θεραπείες εντός της προθεσμίας η οποία προβλέπεται από τον Διαδικαστικό Κανονισμό.
Τελειώνοντας όμως, οφείλω να σχολιάσω και τις θέσεις του κ. Γ. Παπαθεοδώρου ενώπιον μου ότι «το διάταγμα ημερ. 19.11.2024 είναι καταφανώς παράνομο, σύμφωνα με το Κεφ. 6, άρθρο 9(3), το οποίο επισυνάπτεται ως 1, έχουν παραβιαστεί κατάφωρα οι πρόνοιες αυτού του άρθρου, είναι επιτακτικές οι πρόνοιες αυτές, ότι πρέπει να είναι επιστρεπτέο το διάταγμα […] το Δικαστήριο για να εξετάσει κατά πόσο θα πρέπει να χορηγηθεί η αιτούμενη παράταση, θα πρέπει να εξετάσει και το θέμα κατά πόσο εκ πρώτης όψεως η Αίτηση η οποία σκοπεύεται να καταχωρηθεί έχει εκ πρώτης όψεως τα στοιχεία της έκδηλης παρανομίας».
Η όχι πρόσφατη νομολογία, στην οποία, με τον προσήκοντα σεβασμό, δεν με παρέπεμψε ο κ. Γ. Παπαθεοδώρου, προφανώς λόγω εξασθένησης μνήμης, αφού έχουν παρέλθει αρκετά έτη, ουδόλως υποστηρίζει τις πιο πάνω θέσεις του. Αναφέρομαι στην υπόθεση Συνεργατικό Συγκρότημα Συνεργατικών Εταιρειών Λευκόνοικο Λτδ (Αρ. 2) (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2090, όπου ο κ. Γ. Παπαθεοδώρου είχε και τότε προβάλει τις ίδιες θέσεις, οι οποίες όμως είχαν απορριφθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο με την πρωτόδικη απόφαση του, με την οποία συμφωνώ πλήρως, και η οποία δεν φαίνεται να είχε εφεσιβληθεί. Παραθέτω τα σχετικά αποσπάσματα από την απόφαση:
«Οι Αιτητές παραπονούνται κυρίως ότι στο διάταγμα, το οποίο εκδόθηκε μονομερώς, δεν καθορίζεται η ημερομηνία ισχύος και έτσι δεν δίδεται στους Αιτητές, οι οποίοι είναι το επηρεαζόμενο με το διάταγμα μέρος, η δυνατότητα να παρουσιαστούν ενώπιον του εκδόσαντος το διάταγμα Δικαστηρίου, για να ενστούν στο διάταγμα. Όπως αναφέρουν, έχουν ουσιαστική ένσταση στο διάταγμα καθότι αμφισβητούν τα ποσά που ισχυρίζονται οι Καθ' ων η αίτηση ότι τους οφείλουν.
[…]
Θα αρχίσω από το κύριο παράπονο των Αιτητών, ότι με το να μην οριστεί ημερομηνία ισχύος ή για επιστροφή του διατάγματος, παραβιάστηκαν οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης και το δικαίωμα των Αιτητών να ακουστούν. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο των Αιτητών, τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης μπορούν να παραλληλιστούν με τα γεγονότα στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Λτδ (Αρ. 6) (1997) 1 Α.Α.Δ. 1639. Κατά το συνήγορο των Αιτητών, στην προκειμένη περίπτωση υπήρξε σαφής παραβίαση του Άρθρου 9(3) του Κεφ. 6, το οποίο επιτάσσει όπως όλα τα διατάγματα που εκδόθηκαν χωρίς ειδοποίηση δεν πρέπει να παραμένουν σε ισχύ για χρόνο μεγαλύτερο απ' ό,τι απαιτείται για να επιδοθεί ειδοποίηση στους επηρεαζόμενους, ώστε να τους παρασχεθεί η δυνατότητα να εμφανιστούν στο Δικαστήριο και να ενστούν. Ο δικηγόρος των Αιτητών εισηγήθηκε επίσης ότι υπήρξε παραβίαση των προνοιών της Δ.48 θ.13 που επιτάσσουν όπως ταυτόχρονα με την επίδοση διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς, επιδίδεται και η μονομερής αίτηση μαζί με την ένορκη δήλωση στη βάση των οποίων εκδόθηκε το μονομερές διάταγμα.
[…]
Στην προκειμένη περίπτωση η μονομερής αίτηση με την οποία ζητήθηκε το διάταγμα, δεν στηρίζεται στο Άρθρο 32 του Ν.14/60, ούτε στο Άρθρο 9 του Κεφ. 6, αλλά στο Νόμο 31(Ι)/92. Δυνάμει του συγκεκριμένου Νόμου μπορούν, μεταξύ άλλων να εκδοθούν δύο ειδών διατάγματα: τελικά «διατάγματα επιβάρυνσης» δυνάμει του Άρθρου 3 και «προσωρινά διατάγματα επιβάρυνσης» δυνάμει του Άρθρου 9 του Νόμου 31(Ι)/92. Τα πρώτα εκδίδονται για σκοπούς εκτέλεσης, όπως είναι η παρούσα περίπτωση και τα δεύτερα εκκρεμούσης της αγωγής. Το Άρθρο 3 του Νόμου 31(Ι)/92 που αφορά σε τελικά «διατάγματα επιβάρυνσης» προβλέπει ότι:-
[…]
Από την άλλη, το Άρθρο 9 του Νόμου 31(Ι)/1992 προβλέπει ότι:-
[…]
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Αιτητές εισηγήθηκε ότι ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του Άρθρου 3 του Νόμου 31(Ι)/92, ισχύουν οι πρόνοιες του 9(3) του Κεφ. 6. Δεν συμφωνώ. Το Άρθρο 9(4) του Κεφ. 6 ρητά εξαιρεί διατάγματα που αφορούν σε εκτέλεση. Συγκεκριμένα το Άρθρο 9(4) του Κεφ. 6 προνοεί ότι:-
«9.-(4) Καμιά διάταξη που περιλαμβάνεται στο άρθρο αυτό, δεν θα ερμηνεύεται ότι επηρεάζει ή εφαρμόζεται στις εξουσίες του Δικαστηρίου να εκδίδει εντάλματα εκτέλεσης.»
Ούτε το προσβαλλόμενο διάταγμα μπορεί να θεωρηθεί «προσωρινό διάταγμα επιβάρυνσης» δυνάμει του Άρθρου 9(1) του Νόμου 31(Ι)/92, όπως εισηγείται ο δικηγόρος των Αιτητών, διότι δεν εκδόθηκε ενώ εκκρεμεί αγωγή, που αποτελεί προϋπόθεση για έκδοση ενός τέτοιου προσωρινού διατάγματος δυνάμει του Άρθρου 9(1) του Ν.31(Ι)/92. Αν το διάταγμα εκδίδετο ως «προσωρινό» εκκρεμούσης της αγωγής, τότε η διαδικασία οπωσδήποτε θα ήταν διαφορετική αφού το ίδιο το Άρθρο 9(4) του Ν.31(Ι)/92 προβλέπει για εφαρμογή των Άρθρων 7 και 9 του Κεφ. 6 στην περίπτωση έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων δυνάμει του Ν.31(Ι)/92.
Με βάση τα πιο πάνω, είναι φανερό ότι το δικαστήριο ούτε υπερέβη την εξουσία που είχε δυνάμει του Ν.31(Ι)/92, ούτε παραβίασε τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης εκδίδοντας το επίδικο «διάταγμα επιβάρυνσης» δυνάμει του Άρθρου 3 του Νόμου. Κατά συνέπεια η αίτηση δεν μπορεί να εγκριθεί.
Υπάρχει όμως και ένας άλλος λόγος εξίσου σοβαρός για τον οποίο η αίτηση δεν μπορεί να εγκριθεί. Το Άρθρο 3(4) του Ν.31(Ι)/92 προβλέπει ότι σε περίπτωση που εκδοθεί «επιβαρυντικό διάταγμα» ως μέτρο εκτέλεσης, ο οφειλέτης ή άλλο επηρεαζόμενο πρόσωπο έχει δικαίωμα να αποταθεί στο δικαστήριο και με αίτηση να ζητήσει την ακύρωση του επιβαρυντικού διατάγματος. Επομένως οι Αιτητές είχαν στη διάθεσή τους άλλο ένδικο μέσο το οποίο δεν χρησιμοποίησαν για να ακυρώσουν το επιβαρυντικό διάταγμα. Από τη στιγμή που διαπιστώνεται η ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου, οι Αιτητές όφειλαν να αποδείξουν ότι υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις που υπαγόρευαν την κατ' εξαίρεση παραχώρηση του αιτούμενου προνομιακού εντάλματος. Όμως δεν έχει αποδειχθεί ότι υπάρχουν τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις.»
Η αιτήτρια όχι μόνο δεν κατέδειξε εξαιρετικές περιστάσεις, αλλά δεν κατάφερε ούτε να ικανοποιήσει ότι εν προκειμένω η επέκταση της προθεσμίας θα ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.
Η Αίτηση απορρίπτεται.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο