ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ K. Ι. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩ-ΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, Πολιτική Αίτηση Αρ. 61/2025, 8/4/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ K. Ι. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩ-ΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, Πολιτική Αίτηση Αρ. 61/2025, 8/4/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 61/2025)

                                                                                                            (i-justice)

 

 9 Απριλίου, 2025

 

 

[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

AΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ K. Ι. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΡΕΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡ. 31/1/2025, ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΑΙΤΗΣΗΣ ΜΕ ΑΡ. 30/2025, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 31/1/2025, ΓΙΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ.

 

     Η. Κυριακίδης με Θ. Πιερίδη για Ηρακλής Ν. Κυριακίδης ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.

_____________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα Αίτηση ο Αιτητής ζητά άδεια για να καταχωρίσει Αίτηση με κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για ακύρωση του Διατάγματος, ημερ. 31/1/2025, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (εφεξής το Κατώτερο Δικαστήριο), που εκδόθηκε στο πλαίσιο της Αίτησης της Αστυνομίας υπ’ αρ. 30/2025 για πρόσβαση σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα.

 

Επιπλέον, επιδιώκεται η έκδοση ενδιάμεσου Διατάγματος, με το οποίο να διατάσσεται η αναστολή επεξεργασίας και/ή χρησιμοποίησης και/ή διερεύνησης των στοιχείων που αποκαλύφθηκαν δια του ως άνω Διατάγματος, μέχρι περάτωσης της Αίτησης με κλήση.

 

Η Αίτηση συνοδεύεται από Έκθεση και Ένορκη Δήλωση του Αιτητή.

 

Το Διάταγμα που εκδόθηκε, συμφώνως των προνοιών του Άρθρου 4(1)(2)(3)(4), Άρθρου 6(β)(iii) και Άρθρου 8(β)(i) του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμο 183(Ι)/2007 (εφεξής ο Ν. 183(Ι)/2007), διέτασσε την Cablenet όπως παραδώσει το συντομότερο δυνατό στον Κλάδο Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος Αρχηγείου Αστυνομίας τα στοιχεία του κατόχου/χρήστη του IP address 109.110.225.38 για συγκεκριμένες ημερομηνίες και ώρες που καταγράφονταν στο Διάταγμα.

 

Του ως άνω Διατάγματος προηγήθηκε η από μέρους του Κατώτερου Δικαστηρίου ανάγνωση της Ένορκης Δήλωσης που κατατέθηκε από την Αστυνομία και η ακρόαση από το Κατώτερο Δικαστήριο όσων λέχθηκαν από την ομνύουσα Αστυφ. 3404, Χρ. Σολομώντος, του Κλάδου Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας, στον Όρκο ημερ. 31/1/2025, που συνόδευσε τη μονομερή αίτηση της Αστυνομίας, ημερ. 31/1/2025, για έκδοση του Διατάγματος «(Αίτηση πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα)» με το Κατώτερο Δικαστήριο να ικανοποιείται:

 

 «… με βάση τα γεγονότα τα οποία υποβλήθηκαν ότι

 

(α) Υπάρχει εύλογη υποψία ότι πρόσωπο διέπραξε τα τέσσερα (4) υπό διερεύνηση σοβαρά ποινικά αδικήματα και

(β) Υπάρχει εύλογη υποψία ότι συγκεκριμένα δεδομένα συνδέονται με τα τέσσερα (4) υπό διερεύνηση σοβαρά ποινικά αδικήματα.»

 

 

Σύμφωνα με τον Όρκο, η Αστυνομία διερευνούσε υπόθεση σοβαρών ποινικών αδικημάτων και δη την απόκτηση ή κατοχή παιδικής πορνογραφίας, την απόκτηση πρόσβασης σε παιδική πορνογραφία, τη διανομή, διάδοση ή μετάδοση παιδικής πορνογραφίας και την προσφορά ή παροχή πληροφοριών για παιδική πορνογραφία, κατά φερόμενη παραβίαση αντίστοιχων προνοιών του Άρθρου 8 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου 91(Ι)/2014 (ο Ν. 91(Ι)/2014).

 

Με βάση πάντοτε τον Όρκο, παραχωρήθηκε στην Αστυνομία πρόσβαση στο πρόγραμμα Internet Crimes Against Children Child Protective Services (ICACCOPS) το οποίο διατίθεται δωρεάν από τις ΗΠΑ προς όλες τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου και το οποίο, όπως αναφέρεται, έχει τη δυνατότητα παρακολούθησης όλων των γνωστών από τις αρχές επιβολής του νόμου αρχείων παιδικού πορνογραφικού υλικού, τα οποία ανταλλάσσονται ή διατίθενται μέσω προγραμμάτων άμεσης ανταλλαγής αρχείων Peer2Peer (δίκτυο που επιτρέπει σε δύο ή περισσότερους υπολογιστές να μοιράζονται τους πόρους τους ισοδύναμα μέσα στο ίδιο δίκτυο).

 

Όπως περαιτέρω αναφέρεται, η Αστυνομία δεν κατέχει, ούτε χρησιμοποιεί το εν λόγω πρόγραμμα, αλλά έχει πρόσβαση στη διαδικτυακή βάση δεδομένων του προγράμματος στην οποία αποθηκεύονται όλες οι πληροφορίες των χρηστών που αντάλλαξαν ή κατέστησαν διαθέσιμο τέτοιο υλικό με τη χρήση των προγραμμάτων Peer2Peer. Όπως διευκρινίζεται, τα στοιχεία χρηστών περιέχουν το IP address, ημερομηνία και ώρα διάθεσης ή ανταλλαγής αρχείων, το μοναδικό αριθμό αναγνώρισης αρχείου (hash) και την ονομασία και περιγραφή αρχείου όταν αυτή είναι διαθέσιμη. Όπως στη συνέχεια αναφέρεται, η περιγραφή αρχείου στο εν λόγω πρόγραμμα δίδεται από μέλη της Αστυνομίας, οι οποίοι έχουν πρόσβαση στο πρόγραμμα και έχουν δει το υπό αναφορά αρχείο. Ακολούθως στον Όρκο αναφέρονται και τα εξής:

 

«Την 21/01/2025 μετά από είσοδο της Αστ.3404 στην πιο πάνω βάση διαπίστωσε ότι ο χρήστης του ip address 109.110.225.38 από τις 02/09/2022 μέχρι και τις 21/01/2025, σε διάφορες χρονικές περιπτώσεις, είχε στην κατοχή του και κατέστησε διαθέσιμα προς διαμοιρασμό γνωστά στις αρχές αρχεία παιδικού πορνογραφικού υλικού. Οι τελευταίες διαθέσιμες πληροφορίες αφορούν δραστηριοποίηση του υπόπτου μέσω του ip address 109.110.225.38 την 21/01/2025 και ώρα 09:10PM UTC. Σημειώνεται ότι οι ημερομηνίες και ώρες τις οποίες ο ύποπτος χρήστης φαίνεται να είχε στην κατοχή του και διαθέσιμες προς διαμοιρασμό αρχεία με υλικό σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων επισυνάπτονται σε κατάλογο ο οποίος είναι σε μορφή (mm/dd/yy) UTC. Επίσης το δίκτυο ανταλλαγής που χρησιμοποιούσε ο ύποπτος είναι το Bittorrent.

Από περαιτέρω έλεγχο που διενέργησε η Αστ.3404 μέσω του προγράμματος ICACCOPS, διαπιστώνεται ότι όλες οι ονομασίες των αρχείων (file name) που κατέχει και προσφέρει προς διαμοιρασμό ο ύποπτος χρήστης που αναφέρεται πιο πάνω συνδέονται άμεσα με τέτοιο υλικό. Σημειώνεται επίσης ότι, το πρόγραμμα ICACCOPS δίνει την δυνατότητα σε ανακριτές διαφόρων χωρών, μέλη του προγράμματος, οι οποίοι ήρθαν αντιμέτωποι με συγκεκριμένα αρχεία να προβούν σε περιγραφή τους στο πρόγραμμα και όλα τα μέλη του προγράμματος μπορούν να τις επιθεωρήσουν. Τέτοιες περιγραφές εντοπίζονται και στα αρχεία του ύποπτου χρήστη που αναφέρεται πιο πάνω.»

 

 

Στον Όρκο καταγράφονται ενδεικτικά παραδείγματα με ονομασία αρχείου και περιγραφή.

 

Από περαιτέρω εξετάσεις που έγιναν σχετικά με το IP address (παρατίθενται τα στοιχεία) διαπιστώθηκε ότι αυτό ανήκει στην εταιρεία παροχής υπηρεσιών διαδικτύου Cablenet.

 

Ακολούθως γίνεται αναφορά στον Όρκο πως τα υπό διερεύνηση αδικήματα «επιφέρουν σε περίπτωση καταδίκης ποινή φυλάκισης άνω των πέντε ετών».

 

Θεωρώντας η ομνύουσα πως στη βάση των πιο πάνω «υπάρχει εύλογη υποψία ότι έχουν διαπραχθεί τα προαναφερθέντα αδικήματα», αιτήθηκε από το Κατώτερο Δικαστήριο την έκδοση Διατάγματος με το οποίο να «διατάσσεται ο καθ’ου η αίτηση Διευθυντής της Cablenet όπως αποκαλύψει/παραδώσει στον Κλάδο Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος …» τα επίδικα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα.

 

Τέλος, καταγράφηκαν και τα ακόλουθα στον Όρκο:

 

«Το όνομα, η διεύθυνση και το επάγγελμα του υπόπτου, του οποίου η αποκάλυψη των τηλεπικοινωνιακών του δεδομένων κρίνεται ότι εύλογα θα υποβοηθήσουν στη διερεύνηση των πιο πάνω αδικημάτων, δεν είναι γνωστά και δεν περιλαμβάνονται στην παρούσα αίτηση.

 

Η εξασφάλιση των πιο πάνω τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, είναι ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση διότι από το συγκεκριμένο IP Address, θα προκύψουν συγκεκριμένα στοιχεία του χρήστη, ο οποίος διέπραξε τα πιο πάνω αδικήματα.

 

Η αποκάλυψη των εν λόγω τηλεπικοινωνιακών δεδομένων είναι προς το δημόσιο συμφέρον και λαμβανομένου υπόψη του οφέλους το οποίο ενδέχεται να προκύψει από αυτήν, η εν λόγω αποκάλυψη θα βοηθήσει στη διερεύνηση και συνεπώς στην πάταξη του εγκλήματος.»

 

 

Τα πιο πάνω ήταν, ουσιαστικά, το βασικό μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί από την Αστυνομία ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου στις 31/1/2025, υποστηρίζοντας το αίτημά της για την έκδοση Διατάγματος για πρόσβαση σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα.

 

Οι Λόγοι επί των οποίων βασίζεται το αίτημα για άδεια εξειδικεύονται στην Έκθεση ως ακολούθως:

 

«Λόγος 1:  Η μαρτυρία που υποστύλωνε την αίτηση ήτο προδήλως παράνομη και/ή παρανόμως ληφθείσα και/ή λήφθηκε κατά παράβαση των άρθρων 15 και/ή 17 του Συντάγματος και/ή του Νόμου και/ή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και δεν μπορούσε ούτε έπρεπε να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο κατά την εξέταση της Αίτησης

 

«Λόγος 2:  Μη πλήρωση απαραίτητων προϋποθέσεων που η Νομοθεσία θέτει για έκδοση του Επίδικου Διατάγματος

 

«Λόγος 3: Έκδοση του Επίδικου Διατάγματος καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και/ή στη βάση ανύπαρκτου και/ή ανεφάρμοστου Νόμου/Νομικών διατάξεων

 

«Λόγος 4:  Η έκδοση του Διατάγματος ήτο αναιτιολόγητη και/ή εξεδόθη μηχανιστικά και ελλείψει Δικαστικής Διαδικασίας που να καταδεικνύει ικανοποίηση του ίδιου του Δικαστηρίου αναφορικά με τις προϋποθέσεις έκδοσης

 

«Λόγος 5: Η πληροφόρηση περί του ονόματος/διεύθυνσης του χρήστη του IP Address υπ’ αρ. 109.110.225.38, η αποκάλυψη των οποίων έλαβε χώρα με την έκδοση του Επίδικου Διατάγματος, αποτελούσε προσωπικό δεδομένο του χρήστη, ήτοι του Αιτητή και όχι του πάροχου, και επομένως, η διατήρηση των υπό αποκάλυψη πληροφοριών από τον πάροχο έλαβε χώρα κατά παράβαση του δεσμευτικού λόγου των αποφάσεων – Αναφορικά με την Αίτηση του Χατζηϊωάννου και Άλλων, Πολ. Αίτ. 97/18 κ.ά. ημ. 27.10.21, ECLI:CY:AD:2021:D487, Ανδρέα Ησαΐα κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1445 και ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Ν. Μ., Πολιτική Έφεση Αρ. 19/2023, 29/4/2024

 

 

Μέσω του Λόγου 1 ο Αιτητής προβάλλει ότι η μέθοδος που ακολουθήθηκε από την Αστυνομία με την παρακολούθηση, συλλογή               και αποθήκευση των δεδομένων/πληροφοριών που υπήρχαν στη διαδικτυακή βάση δεδομένων του συγκεκριμένου προγράμματος για την περίοδο 2/9/2022 και την 21/1/2025, εννοώντας προφανώς τα στοιχεία των χρηστών τα οποία περιέχουν το IP address, ημερομηνία και ώρα διάθεσης ή ανταλλαγής αρχείων, το μοναδικό αριθμό αναγνώρισης αρχείου (hash) και την ονομασία και περιγραφή αρχείου όταν αυτή είναι διαθέσιμη, όπως και η πρόσβαση και επεξεργασία τους από την Αστυνομία, που αποτέλεσαν το εφαλτήριο για την έκδοση του επίδικου Διατάγματος, παραβιάζει το απόρρητο της επικοινωνίας/ιδιωτικής ζωής που το Σύνταγμα και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατοχυρώνει σε κάθε πολίτη συμπεριλαμβανομένου και του Αιτητή. Διατείνεται, δε, ότι μοναδική βάση του επίδικου Διατάγματος αποτέλεσε η παράνομη, όπως ισχυρίζεται, παρακολούθηση, πρόσβαση, συλλογή και επεξεργασία των «δεδομένων/επικοινωνιών» του Αιτητή. Κατά τον Αιτητή «η Αστυνομία Κύπρου…, παράνομα, απέκτησε πρόσβαση και εν γνώσει της επεξεργάστηκε πληροφορίες και δεδομένα που αφορούσαν δεδομένα και επικοινωνίες του Αιτητή, το περιεχόμενο τους, ως και τις συγκεκριμένες ημέρες και ώρες που αυτή ανταλλάχτηκε, από το 2022 και έκτοτε».

 

Μέσω του Λόγου 2 ο Αιτητής προκρίνει ότι το επίδικο Διάταγμα εξεδόθη ελλείψει δικαιοδοσίας και/ή με πλάνη περί τον Νόμο και συγκεκριμένα το Άρθρο 4 του Νόμου 183(Ι)/2007 καθότι η Αίτηση δεν περιείχε όλα τα απαραίτητα εκ του Νόμου στοιχεία. Ειδικότερα υποστήριξε ότι (α) σε κανένα σημείο του Όρκου δεν αναφέρεται, ως απαραιτήτως ο Νόμος προβάλλει στο Άρθρο 4(3)(β)(ιιι)[1] αυτού, η ταυτότητα του υπόπτου δηλ. του Αιτητή του οποίου τα δεδομένα επιδιώκεται η πρόσβαση και (β) ούτε και η έκθεση ως προς τη χρονική περίοδο για την οποία κρίνεται σκόπιμη η πρόσβαση στα δεδομένα, ως το Άρθρο 4(3)(γ)[2] του Νόμου διαλαμβάνει.

 

Με το Λόγο 3 ο Αιτητής υποστηρίζει ότι το επίδικο Διάταγμα εκδόθηκε στη βάση διατάξεων του Νόμου 183(Ι)/2007 που κρίθηκαν από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Χατζηϊωάννου και Άλλων, Πολιτική Αίτηση αρ. 97/18 κ.ά., ημερ. 27/10/21, ως ασύμβατα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και δη την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2002/58/ΕΚ. Ειδικότερα αναφέρθηκε στο Άρθρο 6(β)(3)[3] και στο Άρθρο 8(β)(1)[4] του Νόμου 183(Ι)/2007 τα οποία, όπως προέβαλε, αποτελούν τη δικαιοδοτική βάση που επιτρέπει τη νόμιμη διατήρηση πληροφοριών των χρηστών των διευθύνσεων πρωτοκόλλου διαδικτύου                 (IP address), για να υποστηρίξει ότι μετά την έκδοση της πιο πάνω Απόφασης της Ολομέλειας η οποία «κατάργησε» και «έθεσε εκτός εφαρμογής» τα πιο πάνω Άρθρα, η διατήρηση, επεξεργασία και  αποθήκευση των δεδομένων ταυτοποίησης του χρήστη του IP address από τον πάροχο είναι παράνομη και άνευ νομοθετικής εξουσιοδότησης.

 

Μέσω του Λόγου 4 προβάλλεται ότι από το συνταχθέν δικαστικό Διάταγμα το οποίο δόθηκε στους δικηγόρους του Αιτητή, δεν προκύπτει δικαστική διεργασία που να καταδεικνύει ή έστω να μπορεί να αξιολογηθεί ότι το Δικαστήριο το οποίο εξέδωσε το επίδικο Διάταγμα ικανοποιήθηκε το ίδιο, με βάση τα ενώπιον του γεγονότα, για την πλήρωση των σωρευτικών προϋποθέσεων που τίθενται στο Άρθρο 4 του Νόμου 183(Ι)/2007.

 

Μέσω του Λόγου 5, αφού ο Αιτητής προβάλλει ότι υφίσταται διαχωρισμός μεταξύ του «δυναμικού» IP (dynamic), το οποίο ο χρήστης δανείζεται από τον πάροχο με τον αριθμό του οποίου να αλλάζει συνεχώς και του «ενεργού» IP  (static), του οποίου ο αριθμός παραμένει ο ίδιος, από την άποψη ότι το μεν πρώτο αποτελεί δεδομένο του παρόχου, το δε δεύτερο δεδομένο του χρήστη, και ότι, στην προκείμενη περίπτωση, το υπό κρίση IP ήταν στατικό, υποστήριξε ότι η διατήρηση των δεδομένων του χρήστη από τον πάροχο και η μεταγενέστερη αποκάλυψη τους βάση του Νόμου 183(Ι)/2007 ήτο παράνομη ακριβώς όπως και στην υπόθεση Χατζηϊωάννου.

 

Έχω θέσει ενώπιον μου τόσο το περιεχόμενο της Ένορκης Δήλωσης, όσο και της Έκθεσης και έχω διεξέλθει με προσοχή την προσβαλλόμενη Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου, καθώς επίσης και ό,τι ο Αιτητής μέσω του ευπαίδευτου συνηγόρου του έχει, επιμελώς, θέσει ενώπιόν μου, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν μέσω γραπτής αγόρευσης.

 

Οι αρχές που διέπουν την έκδοση Προνομιακών Διαταγμάτων είναι παγιωμένες και χιλιοειπωμένες ώστε να μην χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Πρόκειται για δικαιοδοσία που ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ, πάντοτε κατά προνόμιο, όταν διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης στην πρωτόδικη διαδικασία (βλ. Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298 και Perrella (Αρ. 2) (1995)               1 Α.Α.Δ. 692). Ακόμη και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση δεν χορηγείται άδεια όταν προσφέρεται εναλλακτικό ένδικο μέσο ή θεραπεία που συνήθως είναι αυτό της έφεσης, οι δε εξαιρετικές περιστάσεις για να παρακαμφθεί ο πιο πάνω Κανόνας, θα πρέπει να καταδεικνύεται με επάρκεια ότι συντρέχουν (βλ. Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878).

 

Έχει πλειστάκις αναφερθεί στη νομολογία ότι είναι στους ώμους του Αιτητή το βάρος να καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση. Ενδιαφέρει η νομιμότητα των ελεγχόμενων ενεργειών, αφού δεν μπορεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας να είναι η ορθότητα, ούτε ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.

 

Στο πλαίσιο ανάλυσης του 3ου Λόγου ο κ. Κυριακίδης υποστήριξε ότι «το επίδικο Διάταγμα εκδόθηκε στη βάση τόσο ανεφάρμοστων όσο και κρινόμενων από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αντικείμενων στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο διατάξεων του Νόμου 183(Ι)/2007». Επεσήμανε προς τούτο το γεγονός ότι στην απόφαση Χατζηϊωάννου τα Άρθρα 6 και 8 του Νόμου 183(Ι)/2007 επί των οποίων η Αίτηση και το Διάταγμα που εκδόθηκε βασίστηκαν, έχουν κριθεί ως παραβιάζοντα θεμελιώδη δικαιώματα και ως ασύμβατα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και ειδικότερα την Οδηγία 2002/58/ΕΚ. Στη βάση των πιο πάνω ήταν η θέση του ότι «τόσο η διατήρηση των πληροφοριών/δεδομένων του Αιτητή από τον πάροχο που σχετίζονται με το IP Address που χρησιμοποιούσε κατά τον επίδικο χρόνο όσο και η έκδοση του Επίδικου Διατάγματος, βασίστηκε επί ανεφάρμοστης και ανύπαρκτης από τις 27/10/2021 Νομοθετικής διάταξης. Νομιμοποιητικό έρεισμα για την έκδοση του Επίδικου Διατάγματος αποτέλεσαν με απλά λόγια ανεφάρμοστες νομοθετικές διατάξεις, με το Δικαστήριο το οποίο εξέδωσε το Επίδικο Διάταγμα να πράττει τούτο καθ΄υπέρβαση της δικαιοδοσίας του και άνευ νομικού ερείσματος». Όπως το ζήτημα τέθηκε, «δεν υπήρχε νομιμοποιητικό βάθρο προς έκδοση του διατάγματος, καθότι παρανόμως ο πάροχος διατηρούσε δεδομένα ταυτοποίησης του χρήστη του IP address». Επεσήμανε, ακόμη, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή, ότι στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Ν.Μ., Πολιτική Έφεση αρ. 19/2023, ημερ. 29/4/2024, δεν είχε προβληθεί ούτε εξεταστεί η θέση που εδώ προβάλλεται, ότι δηλ. η ίδια η διατήρηση, επεξεργασία και αποθήκευση της ταυτότητας του χρήστη του από τον πάροχο με δεδομένο ότι, μέσω της απόφασης Χατζηϊωάννου, καταργήθηκαν και/ή τέθηκαν εκτός εφαρμογής τα Άρθρα 6(β)(3) και 8(β)(1) του Ν. 183(Ι)/2007, ήτο παράνομη και άνευ νομοθετικής εξουσιοδότησης. Στην Αίτηση του Ν.Μ (ανωτέρω) η επιχειρηματολογία που προωθήθηκε, εξελάμβανε, όπως υποστήριξε ο κ. Κυριακίδης, εσφαλμένα ότι η διεύθυνση IP αποτελούσε δεδομένο του χρήστη σε σύγκρουση με την υπόθεση Ησαΐας, στη βάση της οποίας διασαφηνίστηκε ότι αυτό ανήκει κατ’ αρχήν στον πάροχο, χωρίς, ωστόσο, το ζήτημα να απασχολήσει από την πιο πάνω σκοπιά.

 

Η Αίτηση για πρόσβαση σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα υποβλήθηκε με επίκληση των Άρθρων 4(1)(2)(3)(4), Άρθρο 6(β)(3) και Άρθρο 8(β)(1) του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με σκοπό τη διερεύνηση σοβαρών ποινικών αδικημάτων Νόμο του 2007,                       Ν. 183(Ι)/2007.

 

Στο προοίμιο του Ν. 183(Ι)/2007 αναφέρεται ότι αυτός θεσπίστηκε για σκοπούς εναρμόνισης με την Οδηγία 2006/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2006 για τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία, σε συνάρτηση με την παροχή διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνιών και για την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ.

 

Στο Άρθρο 4 του Ν. 183(Ι)/2007 γίνεται πρόνοια για την εξασφάλιση διατάγματος του Δικαστηρίου με σκοπό την εξασφάλιση δεδομένων που έχουν σχέση με τη διερεύνηση σοβαρού ποινικού αδικήματος[5]. Κατά το ερμηνευτικό Άρθρο 2(1) του Νόμου, ο όρος «σοβαρό ποινικό αδίκημα» σημαίνει «… αδίκημα που καθορίζεται ως κακούργημα σύμφωνα με τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου ή επιφέρει, σε περίπτωση καταδίκης, μέγιστη ποινή φυλάκισης 5 ετών και άνω ή αποτελεί αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου …». Η αίτηση υποβάλλεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, κατόπιν αιτήματος αστυνομικού ανακριτή. Το Δικαστήριο έχει διακριτική εξουσία να εκδώσει τέτοιο διάταγμα αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται από το Νόμο και υπό όρους που το Δικαστήριο θα κρίνει ορθό να επιβάλει. Ο όρος «δεδομένα», όπως ερμηνεύεται στο Άρθρο 2 του Νόμου, σημαίνει τα δεδομένα κίνησης και θέσης και τα συναφή δεδομένα που είναι αναγκαία για την αναγνώριση του συνδρομητή ή/και του χρήστη και που προσδιορίζονται στα Άρθρα 6-11 του Νόμου.

 

Τα Άρθρα 3 και 6-10 του Νόμου είναι αυτά τα οποία προνοούν για την υποχρέωση των παρόχων υπηρεσιών να διατηρούν τα εν λόγω δεδομένα. Ειδικότερα στο Άρθρο 6 του Νόμου γίνεται αναφορά στις κατηγορίες διατηρούμενων δεδομένων προσδιορισμού πηγής επικοινωνίας και στην κατηγορία του διαδικτύου και του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και τηλεφωνίας μέσω διαδικτύου. Παρεμβάλλεται στο σημείο αυτό ότι ένα από τα δεδομένα είναι και η διεύθυνση πρωτοκόλλου του διαδικτύου (ΙP), ο κωδικός ταυτότητας χρήστη ή ο αριθμός τηλεφώνου.

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 3 του σχετικού Νόμου, «κάθε παροχέας υπηρεσιών έχει υποχρέωση να διατηρεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, τα δεδομένα εφόσον αυτά παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία από αυτόν στο πλαίσιο δικαιοδοσίας του κατά την παροχή των προσδιοριζόμενων υπηρεσιών: Νοείται ότι, η υποχρέωση διατήρησης δεδομένων περιλαμβάνει και τις ανεπιτυχείς κλήσεις αλλά δεν επεκτείνεται στη διατήρηση δεδομένων αναφορικά με κλήσεις κατά τις οποίες δεν επιτυγχάνεται σύνδεση με τον αριθμό προορισμού». Το Άρθρο 13 του Νόμου θέτει ως χρονικό διάστημα διατήρησης των δεδομένων τους έξι μήνες, που είναι η ελάχιστη χρονική περίοδος που προβλέπεται από την Οδηγία 2006/24/ΕΚ.

 

Όπως γίνεται αντιληπτό, ο σκοπός είναι τα δεδομένα αυτά να είναι διαθέσιμα, μετά από σχετικό διάταγμα του Δικαστηρίου, στην Αστυνομία στην περίπτωση διερεύνησης σοβαρού ποινικού αδικήματος.

 

Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Χατζηϊωάννου, Πολιτικές Αιτήσεις Αρ. 97/2018 κ.ά., ημερ. 27/10/2021, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξετάζοντας την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2002/58/ΕΚ και τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου του ΔΕΕ, αποφάσισε, κατά πλειοψηφία, ότι τα Άρθρα 3 και 6-10 του Νόμου αντιβαίνουν στην Οδηγία 2002/58/ΕΚ και την ενωσιακή νομολογία.

 

Η Οδηγία 2002/58/ΕΚ αφορά στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Το Άρθρο 5 της Οδηγίας προβλέπει για την υποχρέωση κατοχύρωσης από τα κράτη μέλη, μέσω της εθνικής νομοθεσίας, του απόρρητου των επικοινωνιών. Ταυτόχρονα, το Άρθρο 6 επιτρέπει την αποθήκευση και επεξεργασία των δεδομένων κίνησης για σκοπούς χρέωσης των συνδρομητών, πληρωμής των διασυνδέσεων και αμφισβήτησης του λογαριασμού. Αντίστοιχη πρόνοια περιέχεται στο Άρθρο 9 για τα δεδομένα θέσης για σκοπούς της υπηρεσίας προστιθέμενης αξίας. Τέλος, το Άρθρο 15 προνοεί για τη λήψη από τα κράτη μέλη νομοθετικών μέτρων τα οποία επιτρέπουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στα Άρθρα 6 και 9, στο βαθμό που ο περιορισμός κρίνεται αναγκαίο, κατάλληλο και ανάλογο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για, μεταξύ άλλων, την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων.

 

Στην Χατζηϊωάννου (ανωτέρω) η πλειοψηφία παρέπεμψε σε τρεις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) οι οποίες ασχολήθηκαν με το ζήτημα της διατήρησης και πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα. Η πρώτη είναι η υπόθεση C - 293/12 κ.ά. Digital Rights Ireland, ημερ. 8/4/2014, η οποία υιοθετήθηκε στη δεύτερη που είναι η C - 203/15 Tele2 Sverige, ημερ. 21/12/2016. Η τρίτη είναι η υπόθεση C - 511/18 κ.ά. La Quadrature du Net κ.ά., ημερ. 6/10/2020, στην οποία επαναλήφθηκε ότι η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύει προληπτικώς, για τους σκοπούς του Άρθρου 15(1) της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ, τη γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση δεδομένων κίνησης και θέσης με σκοπό την καταπολέμηση του εγκλήματος γενικά ή τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας. Η πλειοψηφία επεσήμανε ότι στην εν λόγω υπόθεση, (σκέψη 168), λέχθηκε πως για την καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος και την πρόληψη σοβαρών απειλών για τη δημόσια ασφάλεια, κράτος μέλος μπορεί να προβλέψει για τη στοχευμένη διατήρηση των δεδομένων η οποία «πρέπει να οριοθετείται βάσει αντικειμενικών στοιχείων που δεν εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, ανάλογα με τις κατηγορίες των υποκειμένων των διατηρούμενων δεδομένων ή με τη χρήση γεωγραφικού κριτηρίου, μόνο για το χρονικό διάστημα που είναι απολύτως αναγκαίο με δυνατότητα, όμως παράτασής του», καταλήγοντας ότι μια τέτοια παρέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα πρέπει να συνοδεύεται από αποτελεσματικές διασφαλίσεις και να εξετάζεται από το Δικαστήριο.

 

Η πλειοψηφία παρατήρησε ότι η προστασία των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων δεν είναι απόλυτη και ότι ο εθνικός νομοθέτης υποχρεούται να εφαρμόσει την Οδηγία 2002/58/ΕΚ κατά τρόπο που να είναι συμβατός με το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι τέθηκε το ερώτημα κατά πόσο τα Άρθρα 3 και 6-10 του Νόμου που περιλαμβάνουν πρόνοιες για τη γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, με σκοπό τη διερεύνηση σοβαρών ποινικών αδικημάτων είναι συμβατή με την ενωσιακή νομοθεσία και νομολογία και ειδικότερα με τα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στο Χάρτη. Η πλειοψηφία σημείωσε ότι η εκτίμηση της εγκυρότητας ενός μέτρου μπορεί να δικαιολογείται στο πλαίσιο επιδίωξης κάποιου νόμιμου σκοπού, όπως η καταστολή του σοβαρού εγκλήματος, νοουμένου ότι είναι απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Κατέληξε ότι η απουσία των απαιτούμενων ρητών περιορισμών και η καθολική εφαρμογή του Νόμου σε όλους τους συνδρομητές και εγγεγραμμένους χρήστες των μέσων τηλεφωνικής επικοινωνίας αδιακρίτως σε όλη την επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ικανοποιεί την αρχή της αναλογικότητας και αντιβαίνει στην Οδηγία 2002/58/ΕΚ και την ενωσιακή νομολογία[6].

 

Η υπόθεση C - 470/2021 La Quadrature Du Net, ημερ. 30/4/2024 αφορούσε το κατά πόσο πρόσβαση από δημόσια αρχή στην ταυτότητα προσώπου που συνδέεται με διεύθυνση IP, η οποία διατηρείται από παρόχους ηλεκτρονικών επικοινωνιών για το σκοπό καταπολέμησης αδικημάτων τα οποία διαπράττονται διαδικτυακά, μπορούν να δικαιολογηθούν από το Άρθρο 15(1) της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ.

 

Το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι η γενική και αδιακρίτως διατήρηση διευθύνσεων IP δεν συνιστά απαραίτητα σοβαρή επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα, υπό την προϋπόθεση ότι η εθνική νομοθεσία διασφαλίζει τον αυστηρό διαχωρισμό των διαφόρων κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αποτρέποντας την εξαγωγή ακριβών συμπερασμάτων για την ιδιωτική ζωή του ατόμου. Όπως, συναφώς, λέχθηκε, η πρόσβαση στις διευθύνσεις IP που διατηρούνται για το σκοπό της καταπολέμησης των ποινικών αδικημάτων εν γένει, μπορεί να δικαιολογείται υπό το πρίσμα του Άρθρου 15(1) της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ, όταν η εν λόγω πρόσβαση επιτρέπεται αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό της ταυτοποίησης του προσώπου για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι εμπλέκεται σε τέτοια αδικήματα. Όπως, μεταξύ άλλων, τέθηκε, «το να μην επιτραπεί τέτοια πρόσβαση θα συνεπαγόταν πραγματικό κίνδυνο συστημικής ατιμωρησίας όχι μόνον ποινικών αδικημάτων που προσβάλλουν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας ή συγγενικά δικαιώματα, αλλά και άλλων ειδών ποινικών αδικημάτων που διαπράττονται μέσω του διαδικτύου ή των οποίων η τέλεση ή η προετοιμασία διευκολύνεται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του διαδικτύου. Η ύπαρξη τέτοιου κινδύνου συνιστά, όμως, κρίσιμη περίσταση προκειμένου να εκτιμηθεί, στο πλαίσιο στάθμισης των διαφόρων εμπλεκόμενων δικαιωμάτων και συμφερόντων, εάν επέμβαση στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7, 8 και 11 του Χάρτη είναι αναλογικό μέτρο σε σχέση με τον σκοπό της καταπολέμησης των ποινικών αδικημάτων».

 

Πριν την πιο πάνω απόφαση προηγήθηκε η έκδοση της απόφασης του ΔΕΕ                Bundesrepublik Deutschland v. SpaceNet AG and Telekom Deutschland Gmbh [2022] EUECJ C-793/19 and C-794/19/20.9.22 (20 September 2022) η SpaceNet»), η οποία αποφάσισε επί των μέτρων «… που προβλέπουν στοχευμένη διατήρηση, κατεπείγουσα διατήρηση ή διατήρηση των διευθύνσεων IP».

 

Κρίνεται, εν προκειμένω, αναγκαία η παράθεση στο σημείο αυτό στα όσα μνημονεύονται στις Σκέψεις 97, 98, 100 και 101 της Απόφασης στην υπόθεση SpaceNet:

 

«97 Κατά δεύτερον, το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11, καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία που υπενθυμίζεται στη σκέψη 75 της παρούσας αποφάσεως, επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν, για τους σκοπούς της καταπολέμησης του σοβαρού εγκλήματος και της αποτροπής των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας, όχι μόνο μέτρα που καθιερώνουν στοχευμένη διατήρηση και κατεπείγουσα διατήρηση, αλλά και μέτρα που προβλέπουν γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση, αφενός, των δεδομένων που αφορούν την ταυτότητα των χρηστών των μέσων ηλεκτρονικών επικοινωνιών και, αφετέρου, των διευθύνσεων IP που έχουν αποδοθεί στην πηγή της συνδέσεως (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λ.π., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 70).

98  Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι η διατήρηση των δεδομένων που αφορούν την ταυτότητα των χρηστών των μέσων ηλεκτρονικών επικοινωνιών μπορεί να συμβάλει στην καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας, εφόσον τα εν λόγω δεδομένα καθιστούν δυνατή την ταυτοποίηση των προσώπων που χρησιμοποίησαν τα μέσα αυτά στο πλαίσιο της προπαρασκευής ή της τελέσεως πράξεως που σχετίζεται με τη σοβαρή εγκληματικότητα (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λ.π., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 71).

      ....................

100 Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η γενική διατήρηση των διευθύνσεων IP της πηγής της συνδέσεως συνιστά σοβαρή επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, δεδομένου ότι οι διευθύνσεις IP μπορούν να οδηγήσουν σε ακριβή συμπεράσματα σχετικά με την ιδιωτική ζωή του χρήστη του οικείου μέσου ηλεκτρονικής επικοινωνίας και μπορεί να έχει αποτρεπτικές συνέπειες για την άσκηση της ελευθερίας εκφράσεως που κατοχυρώνεται από το άρθρο 11 του Χάρτη. Εντούτοις, όσον αφορά τη διατήρηση αυτή, το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι, για τους σκοπούς του αναγκαίου συγκερασμού των επίμαχων δικαιωμάτων και εννόμων συμφερόντων που απαιτεί η νομολογία, όπως μνημονεύεται στις σκέψεις 65 έως 68 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι, στην περίπτωση αξιόποινης πράξεως που τελέσθηκε μέσω του Διαδικτύου και, ειδικότερα, στην περίπτωση της αποκτήσεως, διαδόσεως, μεταδόσεως ή διαθέσεως στο Διαδίκτυο παιδικής πορνογραφίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/93/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ 2011, 335, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2012, 18, σ. 7), η διεύθυνση IP μπορεί να αποτελεί το μόνο μέσο έρευνας που καθιστά δυνατή την ταυτοποίηση του προσώπου στο οποίο είχε αποδοθεί η διεύθυνση αυτή κατά τον χρόνο τελέσεως του εν λόγω αδικήματος (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λ.π., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 73).

 

101 Υπό τις συνθήκες αυτές, μολονότι είναι αληθές ότι ένα νομοθετικό μέτρο που προβλέπει τη διατήρηση των διευθύνσεων IP του συνόλου των φυσικών προσώπων που είναι ιδιοκτήτες τερματικού εξοπλισμού μέσω του οποίου μπορεί να πραγματοποιηθεί πρόσβαση στο Διαδίκτυο αφορά πρόσωπα τα οποία, εκ πρώτης όψεως, δεν συνδέονται με τους επιδιωκόμενους σκοπούς, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 70 της παρούσας αποφάσεως, και μολονότι οι χρήστες του Διαδικτύου έχουν, σύμφωνα με όσα διαπιστώθηκαν στη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως, νόμιμη προσδοκία, δυνάμει των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη, ότι η ταυτότητά τους καταρχήν δεν θα αποκαλυφθεί, εντούτοις ένα νομοθετικό μέτρο που προβλέπει τη γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση μόνον των διευθύνσεων ΙΡ που εκχωρούνται στην πηγή της συνδέσεως δεν είναι, καταρχήν, αντίθετο προς το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11, καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, υπό τον όρο ότι η δυνατότητα αυτή υπόκειται στην αυστηρή τήρηση των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων που πρέπει να διέπουν τη χρήση των εν λόγω δεδομένων (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λ.π., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 155).

     ................

 

131 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11, καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνικά νομοθετικά μέτρα τα οποία προβλέπουν προληπτικώς, για την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας και την πρόληψη των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας, γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως. Αντιθέτως, το εν λόγω άρθρο 15, παράγραφος 1, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11, καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνικά νομοθετικά μέτρα:

      …………

τα οποία προβλέπουν, προς τους σκοπούς της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, της καταπολεμήσεως του σοβαρού εγκλήματος και της προλήψεως των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας, γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των διευθύνσεων IP που έχουν αποδοθεί στην πηγή συνδέσεως, για χρονικό διάστημα περιοριζόμενο στο απολύτως αναγκαίο·

      ………….

εφόσον τα μέτρα αυτά διασφαλίζουν, με σαφείς και ακριβείς κανόνες, ότι η διατήρηση των επίμαχων δεδομένων εξαρτάται από την τήρηση των σχετικών ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων και ότι τα πρόσωπα τα οποία αφορούν τα εν λόγω δεδομένα διαθέτουν αποτελεσματικές εγγυήσεις έναντι των κινδύνων καταχρήσεως.»

 

                            (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Έχοντας κατά νουν τις παραπάνω νομοθετικές πρόνοιες καθώς και τη σχετική νομολογία, τόσο την ενωσιακή όσο και εθνική, με κάθε σεβασμό στα όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή έχει προτάξει, η κρίση επί της νομιμότητας του επίδικου Διατάγματος θα πρέπει να εξετασθεί υπό το φως των σχετικών προνοιών του Χάρτη, αλλά και τη σαφή νομολογία του ΔΕΕ αναφορικά με τις διευθύνσεις IP και την επίδραση τους στην προσπάθεια εξουδετέρωσης της παιδικής πορνογραφίας.

 

Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι στην Χατζηϊωάννου δεν εξετάστηκε ευθέως η συμβατότητα των επίδικων διατάξεων του Ν. 183(Ι)/2007 με την ενωσιακή νομοθεσία και νομολογία αναφορικά με τις διευθύνσεις IP, δεδομένου ότι τα διατάγματα που αφορούσε η Χατζηϊωάννου συνδέονταν με τη διατήρηση διαφορετικής μορφής και υφής τηλεπικοινωνιακών δεδομένων από ό,τι η υπό συζήτηση περίπτωση.

 

Η ανάλυση που προηγήθηκε από την πρόσφατη νομολογία του ΔΕΕ αναδεικνύει ότι το Άρθρο 15.1 της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των Άρθρων 7, 8, 11 και 52(1) του Χάρτη, επιτρέπει στον εθνικό νομοθέτη να θεσπίζει μέτρα για την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας, όπως η γενική και αδιάκριτη διατήρηση διευθύνσεων  IP οι οποίες αποδίδονται στην πηγή της σύνδεσης για χρονικό διάστημα περιοριζόμενο στο απολύτως αναγκαίο, εφόσον τα μέτρα αυτά διασφαλίζουν με σαφείς και ακριβείς κανόνες ότι η διατήρηση των δεδομένων εξαρτάται από την τήρηση των σχετικών προς τούτο ουσιωδών και τυπικών προϋποθέσεων και ότι τα πρόσωπα τα οποία αφορούν τα εν λόγω δεδομένα διαθέτουν αποτελεσματικές εγγυήσεις έναντι των όποιων κινδύνων κατάχρησης.

 

Προκύπτει, επίσης, από το Ν. 183(Ι)/2007 ότι ο εθνικός νομοθέτης επιβάλλει στους παρόχους υπηρεσιών με στόχευση την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας, όπως η παιδική πορνογραφία, γενική και άνευ διάκρισης διατήρηση των διευθύνσεων IP για την ελάχιστη χρονική περίοδο των έξι μηνών - που οριοθετεί ανάμεσα σε άλλα και η Οδηγία 2002/58/ΕΚ - με σαφείς και ακριβείς κανόνες που κατοχυρώνουν ότι η διατήρηση των δεδομένων εξαρτάται από την τήρηση των προβλεπόμενων νομοθετικών προϋποθέσεων και πως κατά βάσιν τα δεδομένα προστατεύονται καλώς έναντι πιθανών κινδύνων κατάχρησης.

 

Σε ό,τι αφορά τον 4ο Λόγο υποστηρίχθηκε ότι, με δεδομένο ότι πλην του συντεταγμένου διατάγματος (drawn up), αιτολογημένο πρακτικό του Δικαστηρίου που εξέδωσε το υπό κρίση Διάταγμα δεν φαίνεται να υπάρχει στο δικαστικό φάκελο, παρά μόνο το συνταχθέν Δικαστικό Διάταγμα το οποίο δόθηκε στους δικηγόρους του Αιτητή, δεν προκύπτει δικαστική διεργασία που να καταδεικνύει, ή έστω να μπορεί να αξιολογηθεί ότι το Δικαστήριο το οποίο εξέδωσε το επίδικο Διάταγμα ικανοποιήθηκε το ίδιο, με βάση τα ενώπιον του γεγονότα, για την πλήρωση των προϋποθέσεων που τίθενται στο Νόμο.

 

Δεν συγκλίνω με την πιο πάνω θέση.

 

Το Κατώτερο Δικαστήριο, με βάση το Πρακτικό/Απόφαση (μέρος του Τεκμηρίου 3), εμφανίζεται να απεφάνθη για την έκδοση του Διατάγματος έχοντας προηγουμένως μελετήσει την Αίτηση Πρόσβασης σε Τηλεπικοινωνιακά Δεδομένα και τη συνοδευτική Ένορκη Δήλωση της             Αστ. Χρ. Σολομώντος, ικανοποιούμενο τελικώς ότι «με βάση τα γεγονότα τα οποία υποβλήθηκαν ότι: α) Υπάρχει εύλογη υποψία ότι πρόσωπο διέπραξε τα τέσσερα (4) υπό διερεύνηση σοβαρά ποινικά αδικήματα β) Υπάρχει εύλογη υποψία ότι συγκεκριμένα δεδομένα συνδέονται με τα τέσσερα (4) υπό διερεύνηση σοβαρά ποινικά αδικήματα».

 

Η ένορκη δήλωση που συνόδευσε την Αίτηση Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων (και έχει τη δική του σημασία αυτό), αποτέλεσε (ως συνάγεται) - και δεν υπήρξε εξάλλου αντίθετη θέση από τον Αιτητή - αλληλένδετο, αναπόσπαστο και ενσωματωμένο μέρος του Διατάγματος (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Κ., Πολιτική Έφεση αρ. 45/2020, ημ. 1/7/2021 [Ολομέλεια]). 

 

Με άλλα λόγια, το τι κατέγραψε το Κατώτερο Δικαστήριο ως αιτιολογία για έκδοση του Διατάγματος, δεν ήταν τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από το ότι στη βάση όσων τέθηκαν ενώπιον του ικανοποιήθηκε, διά δικού του αυτόνομου και ανεξάρτητου σκεπτικού, πως υπήρχε εύλογη υποψία ότι πρόσωπο διέπραξε τα υπό διερεύνηση αδικήματα και ότι τα συγκεκριμένα δεδομένα συνδέονταν με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Δεν πρέπει, εν προκειμένω, να λησμονείται ότι η δέουσα αιτιολόγηση συναρτάται με την εξ αντικειμένου επάρκεια της ενώπιον του Δικαστηρίου τεθείσας μαρτυρίας ως προς το ζητούμενο (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας Yggsat-Telecom Ltd, Πολιτική Αίτηση αρ. 102/2018, ημερ. 8/10/2019, ECLI:CY:AD:2019:D415). Δεν προβλήθηκε, μήτε υπαινίχθηκε ζήτημα αντικειμενικής επάρκειας της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου.

 

Ως προς τους υπόλοιπους Λόγους, 1ο, 2ο και 5ο, στο παρόν στάδιο δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Ως έχει ήδη σημειωθεί, είναι αρκετή η ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης προς χορήγηση της αιτούμενης άδειας, χωρίς, βεβαίως, το Δικαστήριο να αποφαίνεται επί της ουσίας των ζητημάτων που εγείρονται και των συναφών εισηγήσεων. Απαιτείται προς τούτο εμβάθυνση στην υπόθεση, στο βαθμό πάντα που τούτο είναι αναγκαίο σε διαδικασίες του είδους.

 

Στη βάση των όσων έχουν τεθεί ενώπιον μου, αποφαίνομαι ότι ο Αιτητής κατέδειξε, στον απαιτούμενο βαθμό, ότι υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση αναφορικά με τον 1ο, 2ο και 5ο Λόγο, όπως αυτοί εκτίθενται στην Έκθεση. Δεν ισχύει το ίδιο αναφορικά με τον 3ο και 4ο Λόγο.

 

Η Αίτηση δια κλήσεως να καταχωρηθεί εντός πέντε ημερών από σήμερα. Εφόσον καταχωριστεί η Αίτηση ως ανωτέρω, αντίγραφο της να επιδοθεί στο Γενικό Εισαγγελέα, τουλάχιστον πέντε ημέρες πριν από την 28/4/2025, που η παρούσα υπόθεση ορίζεται για Οδηγίες η ώρα 9.00 π.μ.

 

Τα έξοδα της παρούσας Αίτησης θα είναι έξοδα στην πορεία της Αίτησης με κλήση.

 

 

 

 

 

                                                  Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.



[1] (3) Η αίτηση για έκδοση του διατάγματος που καθορίζεται στο εδάφιο (1) γίνεται εγγράφως, εγκρίνεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του αστυνομικού ανακριτή, η οποία περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες και στοιχεία:

.......

(β) πλήρη και εμπεριστατωμένη έκθεση γεγονότων και περιστατικών στα οποία βασίζεται η αίτηση η οποία απαραίτητα πρέπει να περιλαμβάνει -

(i) τις λεπτομέρειες του σοβαρού ποινικού αδικήματος που διαπράχθηκε, διαπράττεται ή αναμένεται να διαπραχθεί,

(ii) γενική περιγραφή της χρονικής περιόδου για την οποία απαιτείται πρόσβαση σε δεδομένα,

(iii) την ταυτότητα του προσώπου που διέπραξε ή αναμένεται να διαπράξει το αδίκημα και στου οποίου τα δεδομένα επιδιώκεται η πρόσβαση,

(iv) το όνομα, τη διεύθυνση και το επάγγελμα, αν είναι γνωστά, όλων των προσώπων η πρόσβαση στα δεδομένα των οποίων κρίνεται ότι εύλογα θα υποβοηθήσει στην διερεύνηση σοβαρού ποινικού αδικήματος

 

[2] (γ) έκθεση ως προς τη χρονική περίοδο για την οποία κρίνεται σκόπιμη η πρόσβαση στα δεδομένα και πλήρη περιγραφή των γεγονότων τα οποία στηρίζουν εύλογη υποψία ή πεποίθηση ότι είναι δυνατό να ακολουθήσουν και επιπρόσθετες επικοινωνίες στα δεδομένα των οποίων κρίνεται σκόπιμη η πρόσβαση για τη διερεύνηση σοβαρού ποινικού αδικήματος∙

[3] 6. Κάθε παροχέας υπηρεσιών έχει υποχρέωση να διατηρεί τα ακόλουθα δεδομένα που είναι αναγκαία για την ανίχνευση και τον προσδιορισμό της πηγής επικοινωνίας και ειδικότερα, αναφορικά με –

….

(β) το διαδίκτυο και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και τηλεφωνίας μέσω διαδικτύου:

…..

(iii) το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του συνδρομητή ή του εγγεγραμμένου χρήστη στον οποίο είχε αποδοθεί κατά το χρόνο επικοινωνίας διεύθυνση πρωτοκόλλου του διαδικτύου (IP), τον κωδικό ταυτότητας χρήστη ή τον αριθμό τηλεφώνου.

 

[4] 8. Κάθε παροχέας υπηρεσιών έχει υποχρέωση να διατηρεί τα ακόλουθα δεδομένα που είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας, της ώρας και της διάρκειας της επικοινωνίας και ειδικότερα, αναφορικά με –

….

(i) την ημερομηνία και ώρα σύνδεσης και αποσύνδεσης με το διαδίκτυο με βάση συγκεκριμένη ωριαία ζώνη καθώς και διεύθυνση πρωτοκόλλου του διαδικτύου (ΙΡ), είτε δυναμική είτε στατική, που έδωσε στην επικοινωνία ο παροχέας υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, καθώς και ο κωδικός ταυτότητας χρήστη του συνδρομητή ή εγγεγραμμένου χρήστη

……

[5] 4.(1) (α) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) και με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου (β), αστυνομικός ανακριτής, δύναται να εξασφαλίσει δεδομένα που έχουν σχέση με τη διερεύνηση σοβαρού ποινικού αδικήματος, εφόσον προηγουμένως εξασφαλίσει από το Δικαστήριο σχετικό διάταγμα.

………..

(4) Ο Δικαστής δύναται να εκδόσει το διάταγμα που καθορίζεται στις διατάξεις του εδαφίου (1), όπως ζητήθηκε με την αίτηση ή με τέτοιες τροποποιήσεις ή με τέτοιους όρους, με το οποίο να εξουσιοδοτείται η πρόσβαση στα δεδομένα, εφόσον ικανοποιηθεί ότι με βάση τα γεγονότα τα οποία υποβλήθηκαν:

(α) Υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα, ότι πρόσωπο διαπράττει, διέπραξε ή αναμένεται να διαπράξει σοβαρό ποινικό αδίκημα∙

(β) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα, ότι συγκεκριμένα δεδομένα συνδέονται ή είναι συναφή με σοβαρό ποινικό αδίκημα.

 

 

[6] «…σε σχέση με το θέμα της διατήρησης των δεδομένων δυνάμει του Νόμου, απουσιάζουν οι απαιτούμενοι ρητώς περιορισμοί με την έννοια της στόχευσης συγκεκριμένων ομάδων ατόμων ή τοποθεσιών κ.ο.κ., όπως υποδεικνύεται στη Tele2 Sverige. Μη υπαρχόντων τέτοιων περιορισμών, ο Νόμος έχει καθολική εφαρμογή σε όλους τους συνδρομητές και εγγεγραμμένους χρήστες των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας αδιακρίτως, σε όλη την επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως έχει αναφερθεί.  

Η εκτίμηση της εγκυρότητας ενός μέτρου, το οποίο, ενώ επηρεάζει δικαιώματα, μπορεί να δικαιολογείται στο πλαίσιο της επιδίωξης κάποιου νόμιμου σκοπού, όπως η καταστολή του σοβαρού εγκλήματος, απολήγει, τελικά, σε ζήτημα αναλογικότητας. Το μέτρο, δηλαδή, δεν πρέπει να εκπίπτει των ορίων του απολύτως αναγκαίου για την επίτευξη του νομίμως επιδιωκόμενου σκοπού της νομοθεσίας. Η στοχευμένη διατήρηση δεδομένων σε αυτό φαίνεται να αποσκοπεί.»

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο