ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Μ. Γ. (ΑΔΤ [ ]) ΕΚ ΛΕΥΚΩ-ΣΙΑΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI, Αρ. Αίτησης 74/2025, 9/4/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Μ. Γ. (ΑΔΤ [ ]) ΕΚ ΛΕΥΚΩ-ΣΙΑΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI, Αρ. Αίτησης 74/2025, 9/4/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

i-justice

Αρ. Αίτησης 74/2025

 

 10 Απριλίου 2025

 

[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

 

ΚΑΙ

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018, ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Μ. Γ. (ΑΔΤ [ ]) ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΓΙΑ  ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 27/03/25, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΤ.2480 ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

 

____________________

 

Ν. Ζένιου με Μ. Καζάκο για Α. Χρίστου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.

______________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Αιτητής ζητά άδεια για την καταχώριση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση του εντάλματος σύλληψης του, ημερ.27.3.2025, το οποίο εκδόθηκε από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, το κατώτερο Δικαστήριο.

 

    Η άδεια ζητείται στη βάση ότι το κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε το ένταλμα, καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του γιατί η δικαιοδοτική βάση για την έκδοση εντάλματος σύλληψης, δηλαδή το άρθρο 18 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155,[1] δεν είχε συμπεριληφθεί, ούτε στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε το αίτημα της Αστυνομίας, αλλά ούτε και στο ίδιο το ένταλμα.

 

    Ο τύπος του εντάλματος σύλληψης προνοείται στους περί Ποινικής Δικονομίας Κανονισμούς (Δευτερογενής Νομοθεσία της Κύπρου, Τόμος ΙΙ, 337) και είναι ο Ποινικός Τύπος Αρ.4 στη σελ.344. Η αναφορά είναι στον τότε ισχύοντα περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ.14.  Κάτω από την αναφορά «ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ ΑΡ.4» και δίπλα από τον τίτλο «ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ», στην παρένθεση, αναφέρεται «(Άρθρα 18 και 43)».   Το άρθρο 43 στο παλιό Κεφ.14 είναι το άρθρο 44 στο Κεφ.155, που αφορά σε κατηγορούμενο.

 

    Στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε το αίτημα για την έκδοση του εντάλματος σύλληψης το μόνο άρθρο στο οποίο γινόταν αναφορά ήταν το άρθρο 176 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, που είναι το άρθρο που προβλέπει το αδίκημα το οποίο διερευνούσε η Αστυνομία, με ύποπτο τον Αιτητή.  Στο επίδικο ένταλμα, κάτω από την αναφορά «ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ ΑΡ.4» και κάτω από τον τίτλο «ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΥΠΟΠΤΟΥ», στην παρένθεση αναφερόταν «(ΚΕΦ.154, Άρθρο 176)».

 

    Ανάλογο ζήτημα είχε απασχολήσει στη Mohammed, Πολ. Αίτ. Αρ.187/2021, ημερ.23.9.2021, ECLI:CY:AD:2021:D405, σε σχέση με τη μη συμπερίληψη του άρθρου 27 του Κεφ.155 σε εκδοθέν ένταλμα έρευνας και στην ένορκη δήλωση που είχε υποστηρίξει το αίτημα για την έκδοση του.  Είχε αποφασιστεί ότι το γεγονός δεν μπορούσε να συνιστά λόγο για την ακύρωση του εντάλματος.

 

    Ο δικηγόρος του Αιτητή παράπεμψε στην Μαρκίδη, Πολ. Έφ. 514/2014, ημερ.2.4.2014, για να εισηγηθεί ότι τα όσα εκεί λέχθηκαν υποστηρίζουν την θέση του Αιτητή.  Είχε εκεί αναφερθεί ότι:

 

«Δεν αποτελεί λόγο έφεσης, ούτε και συζητήθηκε πρωτόδικα, αλλά ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα θεώρησε καθήκον του να θέσει ότι το ένταλμα έρευνας, όπως φαίνεται στην όψη του, στηρίζεται σε λανθασμένο νομικό υπόβαθρο. Συγκεκριμένα, αναγράφεται «ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ ΑΡ.6 ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. Νόμος 29/77 Άρθρο 3 (Κεφ. 155, Άρθρο 28)».  Κατά τον συνήγορο, το άρθρο 28 δεν παρέχει δικαιοδοσία έκδοσης εντάλματος έρευνας, το δε άρθρο 3 είναι ερμηνευτικό και άσχετο.

 

Είναι ορθή η πιο πάνω προσέγγιση.  Παρά ταύτα, είναι αχρείαστη περαιτέρω και εις βάθος ενασχόληση, ιδίως ως προς τις επιπτώσεις, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ενώπιόν μας ανάλογος λόγος έφεσης.  Αναμένεται, όμως, όπως είναι αυτονόητο, η καταγραφή της ορθής δικαιοδοτικής βάσης στην όψη εντάλματος έρευνας.  Η εξουσία προς παροχή εντάλματος αυτής της μορφής καλύπτεται από το άρθρο 27 του Κεφ. 155.  Ειδικά, δε, σε σχέση με διερευνώμενα αδικήματα που περιστρέφονται γύρω από τον Ν.29/77, ανάλογη εξουσία παρέχεται και δυνάμει του άρθρου 29(3) του υπό αναφορά Νόμου».

 

    Όπως παρατηρήθηκε στην Mohammed, ό,τι είχε επί του προκειμένου λεχθεί στην Μαρκίδη ήταν εκτός του λόγου (ratio) της απόφασης, εφόσον το ζήτημα δεν αποτελούσε λόγο έφεσης και, σε κάθε περίπτωση, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν είχε αποφασίσει σε σχέση με τις επιπτώσεις, περιοριζόμενο σε αναφορά ως προς το τί θα αναμενόταν.

 

    Η δικαιοδοσία αναμφίβολα και είναι απαραίτητη για τη νομιμοποίηση κάθε δικαστικής πράξης, άλλο όμως είναι να μην υπάρχει δικαιοδοσία και άλλο το αδιαμφισβήτητα υπαρκτό δικαιοδοτικό υπόβαθρο, η σχετική δηλαδή νομοθετική διάταξη, να μην μνημονεύεται στη δικαστική απόφαση.  Ούτε υπάρχει, εν προκειμένω, η παραμικρή ένδειξη πως το κατώτερο Δικαστήριο είχε πλανηθεί ως προς τη νομοθεσία που έπρεπε να εφαρμόσει ή ότι εφάρμοσε άλλη.

 

    Ο δικηγόρος του Αιτητή παραλλήλισε την περίπτωση με τη δευτερογενή αίτηση στην αστική δικαιοδοσία, όπου προνοείται ότι η νομική βάση πρέπει να αναφέρεται στο σώμα της αίτησης, για να εισηγηθεί ότι η συμπερίληψη του άρθρου 18 του Κεφ.155, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την έγκυρη έκδοση εντάλματος σύλληψης. 

 

    Το άρθρο 18 του Κεφ.155, δεν είχε θέση στον υποστηρικτικό του αιτήματος της Αστυνομίας όρκο, που, όπως κάθε ένορκη δήλωση, περιορίζεται στην παράθεση γεγονότων.  Ο όρκος δεν συνιστά αίτηση, αλλά το υποστηρικτικό υπόβαθρο γεγονότων του αιτήματος για έκδοση εντάλματος.

 

    Ούτε ο «Ποινικός Τύπος Αρ.4» συνιστά το αίτημα για την έκδοση εντάλματος σύλληψης, αλλά είναι το ίδιο το ένταλμα, δηλαδή η απόφαση του Δικαστηρίου.  Ο παραλληλισμός που εισηγήθηκε ο Αιτητής δεν ήταν εύστοχος.

 

    Στο άρθρο 19 του Κεφ.155, με τίτλο «Τύπος, περιεχόμενο και διάρκεια ισχύος εντάλματος σύλληψης» αναφέρεται ότι:

 

«(1) Κάθε ένταλμα συλλήψεως φέρει την υπογραφή του δικαστή που το εκδίδει, την ημερομηνία και ώρα εκδόσεως, καθώς επίσης και βεβαίωση του δικαστή ότι έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος.

 

(2) Κάθε τέτοιο έγγραφο αναφέρει σε συντομία το ποινικό αδίκημα ή ζήτημα για το οποίο εκδίδεται, κατονομάζει ή με άλλο τρόπο περιγράφει το πρόσωπο που θα συλληφθεί και διατάσσει τον αστυνομικό ή άλλο πρόσωπο προς το οποίο αυτό απευθύνεται να συλλάβει το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδίδεται και να προσάγει αυτό ενώπιο του Δικαστηρίου που έκδωσε το ένταλμα ή άλλου Δικαστηρίου αρμόδιου για την περίπτωση, για να απολογηθεί στο ποινικό αδίκημα ή ζήτημα που αναφέρεται στο ένταλμα και να τύχει περαιτέρω μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο.

 

(3) Κάθε τέτοιο ένταλμα συνήθως απευθύνεται γενικά προς όλους τους αστυνομικούς, αλλά ο Δικαστής που εκδίδει τέτοιο ένταλμα δύναται, αν είναι αναγκαία η άμεση εκτέλεση του και δεν υπάρχει αμέσως διαθέσιμος αστυνομικός, να απευθύνει αυτό προς οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα, και το πρόσωπο αυτό ή πρόσωπα το εκτελούν, όταν δε το ένταλμα απευθύνεται σε περισσότερους από ένα αστυνομικούς ή περισσότερα από ένα πρόσωπα, αυτό δύναται να εκτελεστεί από όλους ή από οποιοδήποτε ή από περισσότερους του ενός από αυτούς».

 

 

    Δεν αναφέρεται οτιδήποτε για το άρθρο 18.  Επομένως, η συμπερίληψη του, που, σε κάθε περίπτωση προβλέπεται στο σχετικό τύπο με τον οποίο αναμένεται συμμόρφωση, δεν είναι ουσιώδες συστατικό  στοιχείο του εντάλματος, ώστε η παράλειψη αναφοράς σε αυτό να προκαλεί ρήγμα στην εγκυρότητα του.

 

    Εν κατακλείδι, η μη αναφορά στο άρθρο 18 του Κεφ.155 στο επίδικο ένταλμα σύλληψης ή στον όρκο στη βάση του οποίου εκδόθηκε, δεν τεκμηριώνει συζητήσιμη εκ πρώτης όψεως υπόθεση για την ακύρωση του, ώστε να χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια.

 

     Η Αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ. 

 

 

           

 

 



[1]  «Όταν δικαστής ικανοποιείται με γραπτή ένορκη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα ή όταν η σύλληψη ή η κράτηση θεωρηθεί ευλόγως αναγκαία για παρεμπόδιση διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά τη διάπραξη αυτού, ο δικαστής δύναται να εκδώσει ένταλμα (που θα αναφέρεται στον παρόντα Νόμο ως ένταλμα συλλήψεως) το οποίο να εξουσιοδοτεί τη σύλληψη του ατόμου εναντίον του οποίου στρέφεται το ένταλμα».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο