
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 87/2015
29 Απριλίου, 2025
[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]
FAMANET HOLDINGS LIMITED
Εφεσείουσα/Ενάγουσα
ν.
1. REUTERS TELERATE L.L.C
2. REUTERS LIMITED
3. THOMSON REUTERS GROUP LIMITED
Και ως έχει τροποποιηθεί δυνάμει διατάγματος ημερομηνίας 20.1.2020
FAMANET HOLDINGS LIMITED
Εφεσείουσα/Ενάγουσα
ν.
1. REFINITIV US LLC
2. REFINITIV LIMITED
3. THOMSON REUTERS GROUP LIMITED
Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι
--------------------
Α. Μυλωνάς, για Αναστάσιος Μυλωνάς & Σία ΔΕΠΕ, για εφεσείουσα
Α. Μίτσιγγα (κα), μαζί με Ρ. Λοϊζίδη, για Γ.Ζ. Γεωργίου και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για εφεσίβλητους:
-------------------------------------
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ. Η εφεσείουσα εταιρεία, ενάγουσα στην αγωγή αρ. 475/2006 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, είναι εγγεγραμμένη στην Κύπρο. Κατά τον ουσιώδη χρόνο, με την πιο πάνω αγωγή, ασχολείτο με την παροχή πληροφοριών χρηματοοικονομικής φύσεως μέσω του διαδικτύου. Στον ίδιο τομέα, δραστηριοποιείτο και η εφεσίβλητη 1, εναγόμενη 1 στην εν λόγω αγωγή. Πρόκειται για εταιρεία εγγεγραμμένη στις Η.Π.Α., μέλος ομίλου εταιρειών υπό τη γενική ονομασία Reuters, στον οποίο ανήκουν και οι εφεσίβλητες 2 και 3 εταιρείες, οι οποίες είναι εγγεγραμμένες στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι τελευταίες, ήταν εναγόμενες 2 και 3, αντίστοιχα, στην προαναφερθείσα αγωγή.
Αποτελεί κοινό τόπο ότι η εφεσείουσα και η εφεσίβλητη 1 είχαν συνάψει μεταξύ τους, στις 7.3.2002, γραπτή συμφωνία, με ισχύ τρία (3) έτη· θα έληγε στις 7.3.2005. Με βάση αυτή, είχε ανατεθεί στην εφεσείουσα να ενεργεί ως διανομέας προϊόντων της εφεσίβλητης 1 σε Ελλάδα, Κύπρο, Ισπανία και Πορτογαλία. Η πιο πάνω ανάθεση, συνεπάγετο τη δημιουργία και διατήρηση από την εφεσείουσα, με δικά της έξοδα, κατάλληλου δικτύου συνδρομητών για διάθεση των προϊόντων της εφεσίβλητης 1. Η ισχύς της πιο πάνω συμφωνίας επεκτάθηκε δύο φορές, μέχρι και την 30.6.2005, που ήταν ο χρόνος λήξης της τελευταίας επέκτασης. Ωστόσο, τα μέρη συνέχισαν τη συνεργασία τους στη βάση αυτής, για περαιτέρω χρόνο. Όταν σε κάποιο στάδιο οι διαπραγματεύσεις που διεξάγονταν, στο μεταξύ, για εξαγορά της εφεσείουσας δεν απέδωσαν, η εφεσίβλητη 1 έδωσε προειδοποίηση τερματισμού της συμφωνίας, η οποία και τερματίστηκε, ως αποτέλεσμα.
Η συμφωνία, η οποία προέβλεπε για την πιο πάνω συνεργασία των διαδίκων μερών, κατατέθηκε κατά την ακρόαση της αγωγής και σημειώθηκε ως τεκμήριο 8. Είναι συνταγμένη στην αγγλική γλώσσα και τιτλοφορείται Distribution Agreement, στην ελληνική Συμφωνία Διανομής, εφεξής η συμφωνία. Η δικογραφημένη θέση της εφεσείουσας ήταν πως αυτή αποτελούσε συμφωνία αντιπροσωπείας. Οι διαφορές των μερών αφορούν σε επιμέρους πρόνοιες της, περιλαμβανομένης της φύσης της, όπως προκύπτει από τα προλεχθέντα. Διαφωνία υπήρξε και ως προς τις συνθήκες τερματισμού της συμφωνίας, από την εφεσίβλητη 1, που επέφερε τη διακοπή της προσφοράς των υπηρεσιών της προς την εφεσείουσα, από την 9.1.2006.
Η εφεσείουσα, κίνησε εναντίον των εφεσιβλήτων την υπό αναφορά αγωγή, αξιώνοντας από αυτές, κάτω από διάφορες επικεφαλίδες, αποζημιώσεις, ανερχόμενες στο συνολικό ποσό των €58.992,609.- και διαζευκτικά, €15.326,157.-, ως απώλεια της αξίας της ιδίας, κατά το χρόνο τερματισμού της συμφωνίας. Στο πλαίσιο της απόφασης επί της αγωγής, όπως θα φανεί στη συνέχεια, δε χρειάστηκε να εξεταστεί η θέση της εφεσείουσας, ότι οι εφεσίβλητες τερμάτισαν παράνομα τη συμφωνία. Κατά συνέπεια, ούτε και το θέμα των αξιούμενων αποζημιώσεων εξετάστηκε. Τούτο, ιδιαίτερα για το λόγο ότι οι εφεσίβλητες με την υπεράσπιση τους πρόβαλαν, μεταξύ άλλων προδικαστικών υπερασπίσεων, πως το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, με βάση τον όρο 15.11 της συμφωνίας, δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει τη διαφορά που δικογραφείτο με την έκθεση απαίτησης, αυτής εμπίπτουσας στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Αλλά, συγχρόνως, και στη βάση ότι η απόρριψη ανταπαίτησης την οποία η εφεσείουσα καταχώρισε στο πλαίσιο αγωγής που οι εφεσίβλητες είχαν καταχωρίσει ενώπιον του στη βάση της ίδιας εν λόγω συμφωνίας, προκάλεσε δεδικασμένο, δεσμευτικό για το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος που επιλήφθηκε της υπόθεσης, έκαμε δεκτή την πιο πάνω θέση και απέρριψε την αγωγή, βασικά, κατ’ επίκληση της αρχής του δεδικασμένου, όπως το ανέδειξε η υπόθεση Maxana Oil Limited v. Poltava Petroleum Company (2002) 1 A.A.Δ. 834.
Το θέμα της δικαιοδοσίας, όπως περιγράφεται πιο πάνω, βρίσκεται στο επίκεντρο των πρώτων τεσσάρων λόγων έφεσης. Στη βάση αυτών, προσβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του Δικαστηρίου ότι, δικαιοδοσία να επιληφθεί των διαφορών μεταξύ των συμβαλλομένων μερών που ανέκυψαν από αυτή, είχε το συγκεκριμένο δικαστήριο στην αλλοδαπή. Σε συνδυασμό και με την επιχειρηματολογία, εκατέρωθεν, αυτοί επικεντρώνονται σε δύο, βασικά, πτυχές. Πρώτον, ότι το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε πως η απόφαση του Δικαστηρίου της Νέας Υόρκης δημιούργησε δεδικασμένο, ως προς το ζήτημα της δικαιοδοσίας το οποίο εμποδίζει την εκδίκαση της αγωγής από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Δεύτερο, ότι λανθασμένα κατέληξε ότι η προηγούμενη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 8.6.2006, δεν αποφάσισε πως δικαιοδοσία να εκδικάσει την αγωγή, είχε το ίδιο.
Προέχει η εξέταση του δεύτερος θέματος στο οποίο αφορούν οι λόγοι έφεσης 2 και 4. Με αυτούς, προβάλλεται ότι λανθασμένα το εκδικάσαν Δικαστήριο δε διαπίστωσε πως οι εφεσίβλητοι είχαν υπαχθεί στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ως αποτέλεσμα της ενδιάμεσης απόφασης του, ημερομηνίας 8.11.2006, υπό άλλη σύνθεση. Συγκεκριμένα, καταχωρηθείσας της αγωγής και της επίδοσης, του κλητηρίου εντάλματος, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, υπό την τότε σύνθεση του, εξέτασε αίτηση η οποία καταχωρίστηκε από τους εναγόμενους, εφεσίβλητους, έχουσα δύο αιτητικά. Με το πρώτο αιτητικό, ζητείτο διάταγμα για ακύρωση του διατάγματος σφράγισης και καταχώρισης του κλητηρίου εντάλματος, και του διατάγματος για υποκατάστατο επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου αυτής. Με το δεύτερο, ζητείτο διάταγμα αναστολής ή και για απόρριψη της αγωγής, «λόγω της ύπαρξης ρήτρας αλλοδαπής δικαιοδοσίας και/ή της μη ύπαρξης διαδικασίας και/ή λόγω ακαταλληλότητας και/ή μη βολικότητας (Forum Convenience) των Κυπριακών Δικαστηρίων να εκδικάσουν αυτή…».
Οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν την πιο πάνω αίτηση, χωρίς να είχαν λάβει προηγουμένως την άδεια του Δικαστηρίου προς τούτο. Όπως το Δικαστήριο διαπίστωσε, τέτοιος χειρισμός ήταν επιτρεπτός, δυνάμει της Δ.16 Κ.9, των τότε εφαρμοζομένων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Έπρεπε, όμως, όπως επίσης διαπίστωσε, να είχε καταχωριστεί συγχρόνως με αυτή και το σημείωμα εμφάνισης, υπό διαμαρτυρία. Στην πραγματικότητα, οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν τέτοιο σημείωμα τέσσερις μέρες μετά την καταχώριση της αίτησης. Το Δικαστήριο εξέτασε το θέμα τούτο, προκαταρκτικά, με αναφορά και στις υποθέσεις Παπακόκκινου ν. Εταιρεία LandBroke Group Plc (1995) 1 A.A.Δ. 1090 και Magdon G.J. Ltd v. A.L. Metal Trading Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 2064. Εφαρμόζοντας ειδικά την τελευταία υπόθεση, κατέληξε στην απόφαση ότι οι εναγόμενοι λόγω του προαναφερθέντος χειρισμού τους, είχαν υπαχθεί στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και έτσι απώλεσαν το δικαίωμα τους για προώθηση της προαναφερθείσας αίτησης, την οποία εξέτασε παρεμπιπτόντως και μόνο. Όπως το έθεσε: «Παρά την πιο πάνω κατάληξη μου η οποία σφραγίζει ουσιαστικά την μοίρα της αίτησης, θα επιχειρήσω να εξετάσω τόσο το υπό στοιχείο (Α) αιτητικό όσο και το ζήτημα της ρήτρας αλλοδαπής δικαιοδοσίας, για να είναι καταγραμμένα τα σχετικά συμπεράσματα μου σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η πιο πάνω κατάληξη μου – ότι οι εναγόμενοι έχουν δεχθεί και υπαχθεί στη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων – είναι εσφαλμένη.».
Προχώρησε επομένως και εξέτασε τα δύο αιτητικά, το πρώτο περιοριζόμενο στο θέμα της υποκατάστατης επίδοσης και το δεύτερο που αφορούσε στη σημασίας της ρήτρας αλλοδαπής δικαιοδοσίας. Για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, σημαντικό είναι το δεύτερο θέμα. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στα γεγονότα που είχαν τεθεί από τους εφεσίβλητους, εναγόμενους αιτητές ενώπιον του, σε σχέση με την αίτηση και τη ρήτρα αλλοδαπής δικαιοδοσίας στον όρο 15.11 της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων μερών. Αναγνώρισε τη σημασία τέτοιας ρήτρας όπως η προκείμενη και την ανάγκη για τεκμηρίωση ισχυρών λόγων, από το μέρος που επιδιώκει την αποδέσμευση του από αυτή, ώστε να το επιτύχει. Παρέπεμψε προς τούτο στην υπόθεση The Eleftheria (1969), 2 All E.R. 641 και στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που την υιοθέτησε, συγκεκριμένα, στις υποθέσεις Phassouri Plantations v. Adriadica di Navigazioni (1983) 1 C.L.R. 949, Amathus Navigation Co Ltd v. Concord Express Liners (1993) 1 A.A.Δ. 1030, Achelec Electronics Ltd v. Deutsche (1992) 1 Α.Α.Δ. 442 και Κεντρική Τράπεζα Λτδ ν. Του Πλοίου «ELEGANCE» αγωγή Ναυτοδικείου 8/2005, 8.7.2005).
Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος που επιλήφθηκε της πιο πάνω αίτησης, με την απόφαση του, επιβεβαίωσε τη δεσμευτικότητα της υπό αναφορά ρήτρας αλλοδαπής δικαιοδοσίας, στον όρο 15.11 της συμφωνίας, όσον αφορά τα διάδικα μέρη, ενώπιον του. Στη συνέχεια, εξέτασε κατά πόσο συνέτρεχαν λόγοι για μη εφαρμογή της, έναντι της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, όπου η αγωγή είχε καταχωριστεί και οι εφεσείοντες καθ’ ων η αίτηση είχαν την έδρα τους. Όπως εξήγησε, η αποστασιοποίηση από τέτοια ρήτρα αλλοδαπής δικαιοδοσίας ενέπιπτε στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου. Αφού λοιπόν εξέτασε όλες τις παραμέτρους που λαμβάνονται υπόψη στην άσκηση της, με αναφορά στα ενώπιον του γεγονότα, περιλαμβανομένου του γεγονότος ότι η εφεσίβλητη είχε ήδη λάβει δικαστικά μέτρα εναντίον των αντιδίκων της στο Ανώτατο Δικαστήριο της Νέας Υόρκης, κατέληξε ως εξής: «Αφού στάθμισα όλους τους σχετικούς παράγοντες σε συνάρτηση με τις σχετικές νομικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της αλλοδαπής ρήτρας δικαιοδοσίας, έστω και αν οι εναγόμενοι δεν είχαν υπαχθεί στη διαδικασία των Κυπριακών Δικαστηρίων, θα κατέληγα στο συμπέρασμα ότι οι ενάγοντες έχουν αποσείσει το βάρος με το οποίο βαρύνοντο και συνεπώς ότι έχουν καταδειχθεί επαρκείς λόγοι που δικαιολογούν τη συνέχιση της διαδικασίας στην Κύπρο.».
Να λεχθεί ότι, το Δικαστήριο στο πλαίσιο της εξέτασης των διαφόρων παραγόντων, σχετικών για τον καθορισμό του έχοντος δικαιοδοσία δικαστηρίου, έλαβε υπόψη και τη θέση εκ μέρους των εφεσειόντων ότι σε σχέση με τη συμφωνία τύγχανε εφαρμογής και η Ευρωπαϊκή Οδηγία 86/653/ΕΟΚ, η οποία έχει μεταφερθεί στην ημεδαπή έννομη τάξη με τον περί Ρύθμισης των Σχέσεων Εμπορικού Αντιπροσώπου και Αντιπροσωπευομένου Νόμο του 1992, Ν.51(Ι)/1992, όπως έχει τροποποιηθεί. Σκοπός της συγκεκριμένης Οδηγίας, όπως ήταν επίσης η διαπίστωση του Δικαστηρίου, είναι η προστασία της ιδιότητας του εμπορικού αντιπροσώπου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα και με την υπόθεση Belone C-215/1997, 30.4.1998. Βάσισε την απόφαση του, στην υπόθεση Ingmar G.B. Ltd v. Eaton Leonard Technologies Inc. C-381/1998, 9.11.2000, επίσης απόφαση του ΔΕΚ, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο προδικαστικού ερωτήματος από το Αγγλικό Εφετείο. Αυτής, έχουσας πολύ παρόμοια γεγονότα με την ενώπιον του υπόθεση, έκρινε την πιο πάνω νομολογία ως ιδιαίτερα βοηθητική. Κατέληξε, έτσι, πως η πιο πάνω πτυχή δεν ήταν δυνατό να επιλυθεί κατά το στάδιο εκείνο. Όπως εξήγησε:
«Είναι διαπίστωση μου πως με τις θέσεις που υιοθέτησαν και πρόβαλαν οι δύο πλευρές αναφορικά με το κατά πόσο τυγχάνουν ή όχι εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, οι πρόνοιες της πιο πάνω Οδηγίας, εγείρονται ζητήματα που αφορούν το πραγματικό και νομικό καθεστώς της υπόθεσης. Πρόκειται για αντικρουόμενα πραγματικά ζητήματα και δύσκολα νομικά σημεία για την επίλυση των οποίων δεν προσφέρονται κατά τη γνώμη μου, τα στενά πλαίσια της παρούσας διαδικασίας (Βλ. Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co. Ltd, [2002] 1 AAΔ σελ. 2015. Το βασικό ερώτημα που εγείρεται με τις πιο πάνω θέσεις και εισηγήσεις των δύο πλευρών είναι κατά πόσο οι ενάγοντες έχουν την ιδιότητα του εμπορικού αντιπροσώπου εντός της έννοιας της οδηγίας έτσι ώστε να μπορούν να επικαλούνται τις πρόνοιες της. Έχω την άποψη πως εξέταση του συγκεκριμένου ερωτήματος σ’ αυτό το στάδιο θα ισοδυναμούσε με εξέταση και διατύπωση κρίσης ως προς την ύπαρξη των ουσιαστικών δικαιωμάτων, κάτι που μόνο στο πλαίσιο της ακρόασης της ουσίας της υπόθεσης μπορεί να γίνει.»
Το Δικαστήριο στην τελική απόφαση του, ημερομηνίας 30.1.2015, παρέθεσε το δεύτερο μέρος του πιο πάνω αποσπάσματος μετά την νομολογία, για να δικαιολογήσει τη θέση ότι η προηγηθείσα στο αρχικό στάδιο της αγωγής ενδιάμεση απόφαση δεν έκρινε οριστικά ότι δικαιοδοσία να εκδικάσει την αγωγή είχε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Ωστόσο, με όλο τον προσήκοντα σεβασμό, η κατάληξη αυτή δεν είναι ορθή. Αντιθέτως, η κατάληξη στην ενδιάμεση απόφαση σε σχέση με το χρόνο που θα έπρεπε να εξεταστούν τα θέματα σχετικά με την Οδηγία ήταν, ακριβώς, προς επιβεβαίωση της θέσης, με δεδομένη και την πιο πάνω νομολογία του ΔΕΚ ότι, δικαιοδοσία να εκδικάσει τη συγκεκριμένη αγωγή είχε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, παρά και την ύπαρξη στη συμφωνία της εν λόγω ρήτρας αλλοδαπής δικαιοδοσίας.
Το επόμενο στάδιο είναι πολύ σημαντικό. Οι εφεσίβλητοι, καταχώρισαν, τότε, κατά της πιο πάνω ενδιάμεσης απόφασης, την Πολιτική Έφεση Αρ. 351/2006, (Reuters Telerate L.L.C. v. Famanet Holdings Limited (2009) 1 Α.Α.Δ. 1316), η οποία όμως απορρίφθηκε, ως μη εφέσιμη, κατά την ισχύουσα, στο χρόνο εκείνο, νομολογία. Θα μπορούσε, όμως, να είχε ασκηθεί έφεση σε σχέση με αυτή, όταν ολοκληρώθηκε η ακρόαση της αγωγής και εκδόθηκε η τελική απόφαση, εναντίον της οποίας καταχωρίστηκε η υπό εξέταση έφεση. Οι εφεσίβλητοι απέτυχαν, ωστόσο, να λάβουν, στον κατάλληλο χρόνο, το εν λόγω ένδικο βήμα. Επομένως, παρέμεινε αλώβητη η απόφαση στην ενδιάμεση αίτηση ότι, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την αγωγή έναντι του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Νέας Υόρκης και ότι υπό τις περιστάσεις δικαιολογείτο να μη τύχει εφαρμογής η εν λόγω ρήτρα αλλοδαπής δικαιοδοσίας. Ως εκ τούτου, σε κατάληξη, κρίνεται πως η τελική απόφαση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου δεν είναι ορθή, η δε έφεση πρέπει να επιτύχει, με συνεπακόλουθο την επαναφορά της αγωγής. Τούτο, όμως, δεν είναι το τέλος, καθότι η αγωγή πρέπει να εκδικαστεί εκ νέου.
Η έφεση, λοιπόν, επιτυγχάνει. Διατάσσεται η επαναφορά της αγωγής και η επανεκδίκαση της. Υπό τις περιστάσεις πρέπει να γίνει ο ανάλογος προγραμματισμός, ώστε η αγωγή να περατωθεί το συντομότερο δυνατό. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσίβλητων, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €7.000.-, πλέον Φ.Π.Α.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
Α. ΔΑΥΪΔ, Δ.
/γκ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο