
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. E225/2016)
9 Απριλίου, 2025
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
ΤΑΣΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,
Εφεσείων/Εναγόμενος 1,
ν.
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΠΑΡΧΙΑΣ
ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (ΟΣΕΛ) ΛΤΔ,
Εφεσίβλητων/Εναγόντων.
________________________________________________
Αντ. Λουκαρή (κα) για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδης & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Ν. Ματθαίου, για τους Εφεσίβλητους.
________________________________________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
____________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Οι Εφεσίβλητοι, οι οποίοι ασχολούνταν με την παροχή υπηρεσιών οδικών μεταφορών και διατηρούσαν σταθμό λεωφορείων στο χωριό Αρεδιού, στο πλαίσιο Αγωγής που καταχώρησαν εναντίον του Εφεσείοντα και άλλων που ήσαν μέλη της οικογένειας του, αξίωναν την έκδοση Διαταγμάτων που να τους απαγορεύουν να επεμβαίνουν με οποιοδήποτε τρόπο στην ομαλή διεξαγωγή των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων. Με βάση την εκδοχή των Εφεσιβλήτων, ο Εφεσείων και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του είχαν αποκλείσει την είσοδο του σταθμού λεωφορείων των Εφεσιβλήτων στο Αρεδιού, εμποδίζοντας τη διεξαγωγή των εργασιών των Εφεσιβλήτων.
Στο πλαίσιο μονομερούς Αίτησης που οι Εφεσίβλητοι καταχώρησαν, εξασφάλισαν ενδιάμεσα διατάγματα τα οποία απαγόρευαν στον Εφεσείοντα και τους υπόλοιπους Εναγόμενους να εμποδίζουν την ελεύθερη διακίνηση των λεωφορείων εντός του σταθμού, να επεμβαίνουν στο σταθμό και να εμποδίζουν την ομαλή εκτέλεση των εργασιών των Εφεσιβλήτων. Ακολούθησε η καταχώρηση αίτησης εναντίον του Εφεσείοντα και των υπόλοιπων Εναγομένων, για παρακοή του διατάγματος.
Ο Εφεσείων και οι υπόλοιποι Εναγόμενοι καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (εφεξής πρωτόδικο Δικαστήριο) Αίτηση με την οποία επεδίωξαν τον παραμερισμό της επίδοσης του Κλητηρίου της Αγωγής, του προσωρινού Διατάγματος, καθώς και της μονομερούς Αίτησης, υποστηρίζοντας ότι η επίδοση δεν είχε γίνει νομότυπα. Με την καταχώρηση ένστασης εκ μέρους των Εφεσιβλήτων, η Αίτηση παραμερισμού της επίδοσης, οδηγήθηκε σε ακρόαση.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τέθηκε από πλευράς των Εναγομένων/Αιτητών, υπό μορφή ενόρκων δηλώσεων, η μαρτυρία του Εφεσείοντα και της Αλεξάνδρας Τουμάζου, οδηγού λεωφορείων του ΟΣΕΛ στο σταθμό Αρεδιού και από πλευράς των Εναγόντων/Καθ’ων η Αίτηση, Εφεσιβλήτων, των επιδοτών που είχαν διενεργήσει τις επιδόσεις μέσω των ενόρκων δηλώσεων που είχαν καταχωρήσει, καθώς και η μαρτυρία που προέκυψε μέσω της αντεξέτασης στην οποία αυτοί υποβλήθηκαν από το συνήγορο των Εναγομένων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, αποδέχτηκε ως αληθή τη μαρτυρία των δύο επιδοτών. Εξετάζοντας στη συνέχεια τη νομική πτυχή της υπόθεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, βασίστηκε, σε ό,τι αφορά την επίδοση Κλητηρίου, στις πρόνοιες της Δ.5, θθ. 1 και 2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας[1] ως ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο και, σε ό,τι αφορά την επίδοση διατάγματος, στις πρόνοιες της Δ.42(Α), θ.2[2] των εν λόγω Θεσμών, σε συνάρτηση και με τις θεμελιωμένες αρχές που διέπουν το ζήτημα της καλής και έγκυρης επίδοσης. Στη βάση των πιο πάνω, αφού έκρινε ότι ο Εφεσείων είχε ενημερωθεί για την Αγωγή και το Διάταγμα και ότι του είχαν παραδοθεί πιστά αντίγραφα όλων των αναγκαίων εγγράφων, κατέληξε ότι, καθόσον αφορά τον Εφεσείοντα, η επίδοση της Αγωγής και του προσωρινού Διατάγματος ήταν έγκυρη και απέρριψε την Αίτηση.
Η ορθότητα της πιο πάνω Ενδιάμεσης Απόφασης αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση Έφεσης μέσω της οποίας προβάλλονται πέντε συνολικά Λόγοι Έφεσης.
Μέσω του 1ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έδωσε σημασία και/ή παρέλειψε να εξετάσει το ζήτημα που οι Εναγόμενοι ήγειραν ότι το βάρος απόδειξης αν έγινε ή όχι καλή επίδοση των σχετικών εγγράφων βρισκόταν στους ώμους των Εφεσιβλήτων, με το επίπεδο απόδειξης να ανάγεται σε αυτό του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας «ένεκα της οιωνεί ποινικής φύσεως της διαδικασίας παρακοής διατάγματος που εκκρεμούσε και καταχωρίστηκε στη βάση της κατ΄ισχυρισμό καλής επίδοσης». Με το 2ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως παραδεκτό γεγονός τον ισχυρισμό ότι ο «Εφεσείων παρέλαβε κάποια έγγραφα από τον επιδότη», ενώ η θέση του ήταν ότι τίποτα άλλο δεν του έδωσε εκτός από ένα μόνο έγγραφο, το Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο της Αγωγής. Μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης βάλλεται ως λανθασμένη η αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας των επιδοτών στη βάση του ότι μεγάλος αριθμός αντιφάσεων επί ουσιωδών σημείων οι οποίες έπλητταν καίρια την αξιοπιστία τους δεν συνυπολογίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο απλώς τις αγνόησε. Συναφής με τον 3ο Λόγο Έφεσης είναι και ο 4ος Λόγος Έφεσης μέσω του οποίου προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, στηριζόμενο σε εικασίες και υποθέσεις, προέβη σε εσφαλμένα ευρήματα αξιοπιστίας. Με τον 5ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ως εσφαλμένη η απόρριψη προφορικού αιτήματος των Εναγομένων για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης με την οποία να καταδεικνυόταν ότι η Εναγομένη 2 δεν ήταν παρούσα και ότι ήταν άλλο πρόσωπο που ο επιδότης είχε συναντήσει στο σταθμό.
Στο πλαίσιο προώθησης του 1ου Λόγου Έφεσης προβλήθηκε ότι, με δεδομένο πως η απόδειξη της επίδοσης διατάγματος με τη σχετική αίτηση και το υποστηρικτικό υλικό «συνιστά εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για προώθηση διαδικασίας παρακοής διατάγματος», το μέρος που στηρίζεται στην επίδοση για να προωθήσει διαδικασία περιφρόνησης φέρει το αυστηρό βάρος να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι το διάταγμα και η αίτηση έχουν δεόντως επιδοθεί. Όπως ο Εφεσείων διατείνεται, παρά το γεγονός ότι οι εν λόγω θέσεις είχαν προβληθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ουδεμία αναφορά γίνεται σε αυτές και «ουδείς γνωρίζει σε ποιο μέρος εναπόθεσε το Δικαστήριο το βάρος απόδειξης και σε ποιο επίπεδο (πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ή στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων) αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία προτού προβεί στα ευρήματα του και δη στο εύρημα του περί αξιοπιστίας των επιδοτών όσον αφορά την επίδοση» προς τον Εφεσείοντα «με αποτέλεσμα η απόφαση να είναι ακροσφαλής».
Δεν συγκλίνουμε με την πιο πάνω θέση.
Η υπό κρίση Αίτηση δεν αφορούσε αίτηση παρακοής σε δικαστικό διάταγμα. Η αναφορά του Εφεσείοντα στον τρόπο στοιχειοθέτησης παρακοής σε δικαστικό διάταγμα και στο επίπεδο απόδειξης του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ουδεμία σχέση είχε με την υπό συζήτηση Αίτηση για παραμερισμό της επίδοσης. Ως γενική αρχή το βάρος απόδειξης σε μια αίτηση του αιτήματος που αυτή αφορά το έχει ο αιτητής. Ιδιαίτερα εκεί όπου οι θέσεις του αιτητή αμφισβητούνται. Στην προκείμενη περίπτωση ο Εφεσείων ισχυρίστηκε ότι δεν του είχε επεξηγηθεί από τους επιδότες ότι ο σκοπός της επίσκεψης τους ήταν για να του επιδώσουν διάταγμα Δικαστηρίου και ότι το μόνο που του ανέφερε ο επιδότης ήταν ότι θα του επέδιδε μια αγωγή. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι εν τέλει οι επιδότες αποχώρησαν από το μέρος αφήνοντας στο γραφείο ένα μεγάλο box - file χωρίς να του δώσουν εξηγήσεις περί τίνος επρόκειτο. Η εν λόγω εκδοχή αμφισβητήθηκε από τους Εφεσίβλητους μέσω της μαρτυρίας των δύο επιδοτών. Ειδικότερα η εκδοχή του επιδότη Αργυρού ήταν ότι, αφού εξήγησε στον Εφεσείοντα τι αφορούσαν τα έγγραφα, τα οποία ήταν η αγωγή, το προσωρινό διάταγμα και η μονομερής αίτηση, του τα επέδωσε προσωπικά.
Σε περιπτώσεις αιτήσεων όπου οι ισχυρισμοί του αιτητή αμφισβητούνται, ο αιτητής θα πρέπει να προσκομίσει προφορική μαρτυρία για να αποσείσει το σχετικό βάρος που έχει για την απόδειξη των ισχυρισμών του. (Βλ. Iacovou Bros v. Fashionwise Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1377). Ο αιτητής μπορεί να αποσείσει το σχετικό βάρος της απόδειξης είτε με την παράθεση της δικής του μαρτυρίας είτε με την αποκάλυψη στοιχείων που προκύπτουν από την αντεξέταση στην οποία υποβάλλει τα πρόσωπα τα οποία έχουν προβεί σε ένορκες δηλώσεις εκ μέρους του καθ’ ου η αίτηση. Με βάση δε τα διαλαμβανόμενα στη Δ.48. θ.4(2) η ακρόαση της αίτησης διεξάγεται με βάση τα γεγονότα που περιέχονται στις ένορκες δηλώσεις με δυνατότητα αντεξέτασης.
Είναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο που διενεργήθη η ακρόαση στην υπό συζήτηση Αίτηση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Εφεσείοντα και της Α. Τομάζου, ενώ αποδέχτηκε τη μαρτυρία των επιδοτών. Είναι προφανές ότι ο Εφεσείων δεν είχε, εν προκειμένω, αποσείσει το βάρος απόδειξης που είχε στην Αίτηση που είχε καταχωρήσει με σκοπό τον παραμερισμό της επίδοσης ως μη έγκυρης και αντικανονικής. Δεν ετίθετο ζήτημα βάρους απόδειξης από μέρους των Εφεσιβλήτων, ως ήταν η εισήγηση του Εφεσείοντα και μάλιστα στο επίπεδο του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Ως αποτέλεσμα όλων όσων πιο πάνω καταγράφηκαν, ο 1ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης βάλλεται ως εσφαλμένο το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε ως δεδομένη την εκδοχή ότι ο Εφεσείων παρέλαβε «έγγραφα» και όχι μόνο το ένα έγγραφο που ισχυρίζεται ο ίδιος.
Δεν συμμεριζόμαστε το πιο πάνω παράπονο του Εφεσείοντα.
Στην Απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο επισημαίνοντας κατ’ αρχάς εκείνα τα σημεία από τη μαρτυρία των επιδοτών τα οποία δεν τελούσαν υπό αμφισβήτηση, αναφερόμενο στο θέμα παραλαβής από τον Εφεσείοντα των εγγράφων και της αντίδρασης του στη συνέχεια, επεσήμανε, καθόλα ορθά, ότι, «Είναι, περαιτέρω, παραδεκτό ότι ο Εναγόμενος 1, αφού παρέλαβε τα έγγραφα, ή κατά το δικό του ισχυρισμό ένα έγγραφο[3], πήγε σε άλλο δωμάτιο του σταθμού για να συνομιλήσει με το δικηγόρο του». Επεσήμανε, δηλαδή, τη διαφορά που προέκυπτε ανάμεσα στις δύο εκδοχές εφόσον ρητά κατέγραψε τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα που αναφερόταν στην παραλαβή ενός, μόνο, εγγράφου. Δεν υπήρξε, επομένως, οποιαδήποτε λανθασμένη ή πεπλανημένη αντίληψη από πλευράς του Δικαστηρίου ως προς τις εκατέρωθεν εκδοχές, ούτε και εξέλαβε ως παραδεχτό γεγονός ότι ο Εφεσείων είχε παραλάβει τα έγγραφα στα οποία είχαν κάνει αναφορά οι επιδότες, τόσο στην ένορκη τους δήλωση όσο και δια ζώσης κατά την αντεξέτασή τους.
Ως εκ των ανωτέρω ο 2ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Είναι προφανές ότι μέσω του 3ου και του 4ου Λόγου Έφεσης παρεισφρέουν θέματα που άπτονται της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, φέρνοντας στο προσκήνιο τις αρχές που διέπουν την εξουσία επέμβασης του Εφετείου στην πρωτόδικη κρίση σε σχέση με αυτά. Πάγια είναι η νομολογία επί του ζητήματος (βλ. μεταξύ άλλων Παπακόκκινου κ.ά. v. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653 και Φραντζής κ.ά. ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 254). Το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός εάν αυτά, κρινόμενα εξ αντικειμένου, φαίνονται ανυπόστατα ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν βρίσκουν έρεισμα ή βρίσκονται σε αντίθεση με την προσαχθείσα μαρτυρία ή μέρη αυτής ή είναι καταφανώς εσφαλμένα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως έχει ήδη σημειωθεί, προχώρησε στην εξέταση των δύο διαφορετικών εκδοχών. Από τη μια είχε ενώπιον του την εκδοχή του Εφεσείοντα ότι δεν του επεξηγήθηκε από τους επιδότες ο σκοπός της επίσκεψης τους ότι ήταν να του επιδώσουν διάταγμα του Δικαστηρίου και ότι το μόνο που του αναφέρθηκε ήταν ότι θα του επιδίδετο μια αγωγή, καθώς και ότι οι επιδότες αποχώρησαν από το μέρος αφήνοντας στο γραφείο ένα μεγάλο box - file χωρίς να του δώσουν εξηγήσεις περί τίνος επρόκειτο. Από την άλλη είχε ενώπιον του την εκδοχή των επιδοτών ότι κατά την επίσκεψη τους, ο Εφεσείων ενημερώθηκε για την αγωγή και το διάταγμα και ότι του παραδόθηκαν πιστά αντίγραφα τόσο της αγωγής όσο και του διατάγματος μαζί με τη μονομερή αίτηση και την ένορκη δήλωση με τα τεκμήρια.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως έχει ήδη σημειωθεί, προχώρησε στην εξέταση και αξιολόγηση των δύο διαφορετικών εκδοχών. Εξήγησε, δε, επαρκώς και πειστικά, γιατί έκρινε αποδεκτή τη μαρτυρία που προσέφερε η πλευρά των Εφεσιβλήτων και αντίστοιχα, γιατί απέρριψε την εκδοχή και τη μαρτυρία που προσφέρθηκε από την πλευρά του Εφεσείοντα.
Έχουμε εξετάσει με προσοχή τις σχετικές εισηγήσεις και θέσεις της πλευράς του Εφεσείοντα. Οι πιο πάνω Λόγοι Έφεσης δεν μπορούν να επιτύχουν. Δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε ρήγμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο να πλήττει το καθόλα στέρεο βάθρο της αξιολόγησης στην οποία προέβη. Αντίθετα, κρίνουμε πως ήταν καθ’ όλα επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα ευρήματα αξιοπιστίας στα οποία προέβη και να καταλήξει, ως προς τα ουσιώδη γεγονότα, στα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε. Στην υπό συζήτηση περίπτωση, ο Εφεσείων δεν απέσεισε το βάρος που είχε επί τους ώμους του να πείσει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε με το να πιστέψει τους μάρτυρες των Εφεσιβλήτων (βλ. Φραντζής (ανωτέρω)).
Συνακόλουθα οι προβαλλόμενοι Λόγοι Έφεσης 3 και 4, στο σύνολο τους, αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.
Με τον 5ο Λόγο Έφεσης, ως ήδη αναφέρθηκε, προβάλλεται ως εσφαλμένη η απόρριψη προφορικού αιτήματος των Εναγομένων για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης με την οποία να καταδεικνυόταν ότι η Εναγομένη 2 δεν ήταν παρούσα και ότι ήταν άλλο πρόσωπο που ο επιδότης είχε συναντήσει στο σταθμό.
Το κατά πόσο θα επιτραπεί σε ένα διάδικο να καταχωρήσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση σε μια αίτηση ενδιάμεσης φύσεως, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται σε συνάρτηση με τη φύση της ενδιάμεσης διαδικασίας και τα θέματα που αναδύονται ενώπιον του ως επίδικα. To Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει καλός λόγος ώστε να δοθεί άδεια για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της αίτησης ή της ένστασης ανάλογα με την περίπτωση. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Κόκκινου v. Κόκκινου (2016) 1 Α.Α.Δ. 2523, «‘Καλός λόγος’ προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιας ανάγκης με απώτερο σκοπό την επίλυση των επίδικων ζητημάτων της ενδιάμεσης διαδικασίας και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης». Δεν παρέχεται άδεια για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης κάθε φορά που υπάρχει διάσταση ως προς τα γεγονότα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα για καταχώρηση συμπληρωματικής Ένορκης Δήλωσης στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:
«Έχω εξετάσει την αίτηση υπό το πρίσμα των αρχών που διέπουν το ζήτημα και έλαβα υπόψη τα δεδομένα της υπόθεσης, τη φύση της διαδικασίας και τις εκατέρωθεν εισηγήσεις. Δεν έχω ικανοποιηθεί ότι συντρέχει καλός λόγος για να δοθεί άδεια καταχώρισης της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης εκ μέρους των Αιτητών για το συγκεκριμένο ζήτημα που αφορά το αίτημα. Οι θέσεις έχουν τεθεί με τις ένορκες δηλώσεις εκ μέρους των Αιτητών από την μια και των Καθ’ων η Αίτηση από την άλλη. Δόθηκε η ευκαιρία στους Αιτητές να αντεξετάσουν τους επιδότες, επί του περιεχομένου των ενόρκων τους δηλώσεων. Το γεγονός ότι προέκυψε ένα επιπλέον ζήτημα κατά την αντεξέταση του ενός των επιδοτών, δεν δικαιολογεί, δίχως άλλο, την παραχώρηση άδειας για την προσκόμιση περαιτέρω μαρτυρίας. Η θέση του συνηγόρου των Καθ’ων η Αίτηση ότι θα προκληθεί αδικία στην πλευρά τους, δεδομένου ότι ο επιδότης δεν είχε την ευκαιρία να τοποθετηθεί στο ζήτημα που επιχειρείται να εισαχθεί σ’ αυτό το στάδιο, είναι βάσιμη. Δεν υποβλήθηκε στο συγκεκριμένο μάρτυρα ότι δεν ήταν η Εναγόμενη 2 που μετροφυλούσε τα έγγραφα, αλλά κάποια άλλη γυναίκα και συγκεκριμένα η αναφερθείσα Κωνσταντίνα Κυπριανού. Η θέση, όπως υποβλήθηκε στο μάρτυρα, είναι πως η Εναγόμενη 2 δεν ήταν στο χώρο. Αυτό είναι ζήτημα το οποίο θα κριθεί με βάση τα δεδομένα και τη μαρτυρία που είχε τεθεί από τις δύο πλευρές. Αποδοχή του αιτήματος θα εξέτρεπε την πορεία εκδίκασης της αίτησης και θα προκαλούσε σύγχυση και καθυστέρηση.»
Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Milouca Motor Tr. Ltd v. Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 941, «εφόσον η διακριτική ευχέρεια ασκείται με αναφορά στους παράγοντες που, κατά φυσιολογική συνέπεια, επενεργούν στην άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου, το Εφετείο δεν επεμβαίνει· δεν υποκαθιστά το πρωτόδικο Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο νόμος. Αυτή παραμένει στο Δικαστήριο (πρωτόδικο) στο οποίο εναποτίθεται. Είναι υπό το πρίσμα αυτής της πραγματικότητας που αναθεωρείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου από το Εφετείο. (Βλ. Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 962)».
Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, η οποία βρίσκουμε ότι ασκήθηκε αιτιολογημένα και εντός των ορίων που έθεταν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας και η νομολογία. Κρίνουμε ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε αιτιολογημένα και κινήθηκε εντός των ορίων που ορίζει η νομολογία. Είναι, τελικώς, η κρίση μας ότι τίποτα από τα όσα τέθηκαν από πλευράς Εφεσείοντα κατέδειξαν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια εκτός των νομοθετικών και νομολογιακών κριτηρίων.
Ως εκ των ανωτέρω, ο 5ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, ουδείς εκ των Λόγων Έφεσης είναι βάσιμος. Αναπόδραστη κατάληξη είναι ότι η υπό κρίση Έφεση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη. Συνακόλουθα η Έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον του Εφεσείοντα έξοδα ύψους €4600, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
[1] 1. Every defendant named on the writ of summons shall, except a Judge otherwise orders, be served in the manner provided in Rule 2 of this Order with an office copy of the writ, and such service shall be deemed good service of the writ.
2. (1) The service shall, whenever it is practicable, be effected by leaving the copy with the person to be served; but if he is not found at his house or at his usual place of employment, the service shall be deemed to be effected if the copy is left-
(i) with any member of his family of apparently 16 years and upwards then in his town or village or within the lands thereof; or
(ii) with any person apparently of such age and in charge of the place of his employment; or
(iii) with his master in the case of a servant living with his master.
Where service is effected by leaving the copy with a person other than the person to be served, the affidavit of service shall state (if such be the case) that the person to be served was not found at his house or at his usual place of employment. (Form 5.)
[2] 2. An office copy of the order shall be served on the person to whom the order is directed. The service shall, unless otherwise directed by the Court or a Judge, be personal.
[3] Ο τονισμός είναι δικός μας.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο