
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. E258/2016)
10 Απριλίου, 2025
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
1. ΤΑΣΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ
2. ΟΡΕΣΤΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ
3. ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ
4. ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ
5. ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ
6. ΡΑΦΑΗΛ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι 1,3,4,5,6 & 8,
ν.
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΠΑΡΧΙΑΣ
ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (ΟΣΕΛ) ΛΤΔ,
Εφεσίβλητων/Εναγόντων.
________________________________________________
Αντ. Λουκαρή (κα) για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδης & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Ν. Ματθαίου, για του Εφεσίβλητους.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
____________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας Έφεσης είναι η Ενδιάμεση Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (εφεξής πρωτόδικο Δικαστήριο), ημερ. 29/6/2015, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της Αγωγής υπ’ αρ. 5391/2015, με την οποία τα Προσωρινά Διατάγματα που εκδόθηκαν μονομερώς στη βάση της Αίτησης των Εφεσίβλητων, ημερ. 3/11/2015, κατέστησαν απόλυτα.
Οι Εφεσίβλητοι, ιδιωτική εταιρεία, οι οποίοι ασχολούνται με την παροχή υπηρεσιών οδικών μεταφορέων και διατηρούσαν Σταθμό λεωφορείων στο χωριό Αρεδιού, στο πλαίσιο Αγωγής που καταχώρισαν εναντίον του Εφεσείοντα 1, μετόχου και Διευθυντή των Εφεσιβλήτων και των Εφεσειόντων 2-5 και 6, τέκνων του Εφεσείοντα 1 και εργοδοτούμενων ατόμων στους Εφεσίβλητους, αξίωναν την έκδοση Διαταγμάτων που να τους απαγορεύουν να επεμβαίνουν με οποιοδήποτε τρόπο στην ομαλή διεξαγωγή των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, γενικές αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση, καθώς και γενικές και/ή ειδικές αποζημιώσεις για απώλεια απολαβών και/ή διαφυγόντα κέρδη για τις ζημιές που οι Εφεσίβλητοι θα υποστούν λόγω της παραβίασης των συμβατικών τους υποχρεώσεων προς το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων. Με βάση την εκδοχή των Εφεσιβλήτων, ο Εφεσείων 1 με τη συνδρομή και των υπόλοιπων Εφεσειόντων είχαν αποκλείσει την είσοδο του Σταθμού λεωφορείων των Εφεσιβλήτων στο Αρεδιού, εμποδίζοντας τη διεξαγωγή των εργασιών τους.
Στο πλαίσιο μονομερούς Αίτησης που οι Εφεσίβλητοι καταχώρισαν, εξασφάλισαν ενδιάμεσα Διατάγματα τα οποία απαγόρευαν στους Εφεσείοντες (α) Να παρεμβαίνουν και/ή παρεμποδίζουν την ελεύθερη διακίνηση των λεωφορείων που βρίσκονταν εντός του Σταθμού (Παρακλητικό Α) (β) να εμποδίζουν τους Εφεσίβλητους να αναλάβουν την κατοχή και χρήση των λεωφορείων τους (Παρακλητικό Β) (γ) να επεμβαίνουν παράνομα στο Σταθμό (Παρακλητικό Γ) και (δ) να εμποδίζουν την εκτέλεση των δραστηριοτήτων των Εφεσιβλήτων, έχοντας ελεύθερη και απρόσκοπτη διακίνηση των λεωφορείων και οχημάτων τους εντός του Σταθμού (Παρακλητικό Δ).
Οι Εφεσείοντες καταχώρισαν Ένσταση υποστηρίζοντας ότι δεν εδικαιολογείτο η έκδοση των Διαταγμάτων, καλώντας το Δικαστήριο να ακυρώσει τα μονομερώς εκδοθέντα Διατάγματα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έθεσε ενώπιον του και τις αγορεύσεις των μερών, εξέδωσε την Απόφαση του με την οποία αποφάσισε όπως τα εκδοθέντα Προσωρινά Διατάγματα καταστούν απόλυτα.
Με την παρούσα Έφεση προσβάλλεται η κρίση του Δικαστηρίου σε όλες τις πτυχές της. Συγκεκριμένα, οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε όλες τις θέσεις των Εφεσειόντων για απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων (1ος Λόγος Έφεσης), καθώς και ότι λανθασμένα έκρινε ότι συνέτρεχε το κατεπείγον, ως δικαιοδοτικός όρος (4ος Λόγος Έφεσης). Επιπλέον, προσβάλλεται η κρίση του Δικαστηρίου ότι συνέτρεχαν οι τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/60 (5ος Λόγος Έφεσης). Η Απόφαση και τα ευρήματα του Δικαστηρίου στα ουσιώδη επίδικα ζητήματα προσβάλλονται ως αόριστα, ασαφή και αναιτιολόγητα (2ος Λόγος Έφεσης). Εγείρεται, επίσης, ζήτημα ότι τα προσβαλλόμενα Διατάγματα εκδόθηκαν καθ’ υπέρβαση εξουσίας και παράβαση νόμου και συνταγματικών προνοιών αφού αυτά είναι ασαφή και αόριστα (6ος Λόγος Έφεσης). Προβάλλεται, ακόμη, ότι το Δικαστήριο αβάσιμα και αναιτιολόγητα απέρριψε τις θέσεις των Εφεσειόντων ότι οι Εφεσίβλητοι, ενώ ζητούσαν την έκδοση των διαταγμάτων για επαναλειτουργία του Σταθμού, είχαν ήδη αποφασίσει το κλείσιμο του (3ος Λόγος Έφεσης). Επιπλέον προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επικαλέστηκε την παρανομία των Εφεσιβλήτων για να νομιμοποιήσει την έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος επικροτώντας, στην ουσία, παράνομες ενέργειες των Εφεσιβλήτων σε βάρος των Εφεσειόντων (7ος Λόγος Έφεσης). Εγείρεται, επίσης, ζήτημα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με την ίδια σύνθεση προαποφάσισε, στο πλαίσιο μεταγενέστερης Αγωγής, της 5811/2015, ζητήματα που αφορούσαν στο Σταθμό Αρεδιού τα οποία ήταν επίδικα στο πλαίσιο της ενώπιον του Αγωγής 5391/2015 (8ος Λόγος Έφεσης). Επιπλέον, εγείρεται ζήτημα κατάχρησης διαδικασίας ενόψει του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο οριστικοποίησε, στο πλαίσιο της Αγωγής 5391/2015, προσωρινό διάταγμα, το οποίο, εν πολλοίς καλυπτόταν από προηγουμένως εκδοθέν, στις 17/6/2016, Διάταγμα στην Αγωγή 5811/2015 (9ος Λόγος Έφεσης).
Ως εκ της φύσεως και του αντικειμένου τους, προέχει η εξέταση των Λόγων Έφεσης που αφορούν στη μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων και στο κατεπείγον ή στις ιδιαίτερες περιστάσεις έκδοσης των Διαταγμάτων, εφόσον τυχόν αποδοχή τους ενδεχομένως να έχει καταλυτική σημασία στην τύχη της Έφεσης.
Αποτελεί θέση των Εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επέλεξε να αγνοήσει παντελώς όλες τις θέσεις τους για απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων και παραπλάνηση του Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τις συλλήβδην και χωρίς επαρκή αιτιολογία με το εσφαλμένο, όπως αναφέρεται, αιτιολογικό ότι επρόκειτο για γεγονότα άσχετα και επουσιώδη. Σύμφωνα με τους Εφεσείοντες επρόκειτο για γεγονότα που αποκάλυπταν «μια εικόνα για τις μεταξύ των μερών διαφορές, για τα αίτια και τα υπόβαθρα των διαφορών, για το προφίλ του Εφεσείοντα 1 καθώς και για τα κίνητρα τα οποία οδήγησαν στην καταχώρηση» της Αίτησης η οποία ήταν διαφορετική από αυτή που παρουσίασαν οι Εφεσίβλητοι κατά το στάδιο που μονομερώς αποτάθηκαν για την εξασφάλιση των σχετικών Διαταγμάτων.
Αποκλίνουμε από τις θέσεις των Εφεσειόντων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε ενδελεχώς με τις θέσεις των Εφεσειόντων, εξετάζοντας τις επί τούτου εισηγήσεις και τη σχετική μαρτυρία, υπό το πρίσμα των αρχών που διέπουν τα πράγματα. Στο πλαίσιο αυτό ορθώς επισήμανε ότι το καθήκον για πλήρη αποκάλυψη αφορά τα ουσιώδη γεγονότα που θα μπορούσαν να επενεργήσουν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου στη χορήγηση ή μη της επιδιωκόμενης, με μονομερή αίτηση, θεραπείας και ότι τούτο δεν εκτείνεται στην υποχρέωση αποκάλυψης γενικά όλων των γεγονότων που με κάποιο τρόπο σχετίζονται με την υπόθεση (βλ. Ευσταθίου v. Dicran Ouzounian & Co Ltd (2014) 1 Α.Α.Δ. 212). Όπως αναφέρεται στη Resola Cyprus Ltd. v. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598, «το κριτήριο είναι κατά πόσο η μη αποκάλυψη συγκεκριμένων γεγονότων συνιστά εξ αντικειμένου ουσιώδους σημασίας στοιχείο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, οπόταν στην απουσία του, αυτή τούτη η απόφαση του Δικαστηρίου καθίσταται ακροσφαλής.»
Η αυτούσια παράθεση των όσων είπε περί του συζητούμενου το πρωτόδικο Δικαστήριο, φανερώνει και τη βάσανο με την οποία προσέγγισε το θέμα ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής:
«Στην εξεταζόμενη υπόθεση οι Ενάγοντες έχουν αποκαλύψει κάθε ουσιώδες γεγονός που σχετίζεται με την υπόθεση και θα μπορούσε να επιδράσει στην κρίση του Δικαστηρίου για τη χορήγηση των ενδιάμεσων διαταγμάτων. Τα παράπονα των Εναγομένων ότι οι Ενάγοντες απέκρυψαν ουσιώδη γεγονότα, κρίνονται αβάσιμα.
Η υπόθεση αφορά παράνομη επέμβαση και αποκλεισμό του σταθμού των Αιτητών από τους Καθ’ων. Οι διαφορές που προϋπήρχαν και οι καταγγελίες που έλαβαν χώρα από τον Καθ’ου 1 για κατ’ ισχυρισμόν κλοπές χρημάτων από την Αιτήτρια και άλλες ατασθαλίες από μέλη της διοίκησης, είναι ζητήματα που δεν σχετίζονται με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης. Ούτε η ποινική υπόθεση που εκκρεμεί εναντίον του ενόρκως δηλούντα και άλλων αξιωματούχων, θα μπορούσε να συσχετισθεί με την επίδικη διαφορά.
Τα πιο πάνω ζητήματα, αντικειμενικά κρινόμενα, δεν θα μπορούσαν να επιδράσουν στην κρίση του Δικαστηρίου κατά την εξέταση της μονομερούς αίτησης των Αιτητών.
Άλλο παράπονο του Καθ’ου 1, σχετίζεται με κατ’ ισχυρισμόν μη αποκάλυψη της ορθής μετοχικής δομής της Αιτήτριας. Με τον δέοντα σεβασμό, πρόκειται για εντελώς άσχετο και επουσιώδες ζήτημα με την υπόθεση. Όπως και το παράπονο του για μη πληρωμή των δεδουλευμένων ενοικίων από τη χρήση των λεωφορείων του. Υποδεικνύεται ωστόσο, ότι στην ένορκη δήλωση Ιορδάνους αναφέρεται ότι ο Καθ’ου είχε οικονομικές διαφορές με την Αιτήτρια. Αναφέρει μάλιστα πως ο ίδιος ο Καθ’ου 1 επικαλέστηκε τους λόγους αυτούς για να δικαιολογήσει τις κατ’ ισχυρισμόν παράνομες πράξεις του.
Οι περιστάσεις της υπόθεσης δεν απαιτούσαν λεπτομερή ανάλυση των θέσεων και ισχυρισμών του Καθ’ου 1 για τα υπό αναφοράν ζητήματα.
Άλλο παράπονο των Καθ’ων είναι πως οι Αιτητές παραπλάνησαν το Δικαστήριο επειδή δεν αποκάλυψαν ότι είχαν οι ίδιοι τροχιοδρομήσει το κλείσιμο του σταθμού, προτού λάβουν χώρα τα επίδικα γεγονότα. Πρόκειται, ασφαλώς, για ισχυρισμούς του Καθ’ου 1 που δεν θα μπορούσαν να απασχολήσουν το Δικαστήριο στα πλαίσια των λόγων που προβάλλονται.
Το ίδιο ισχύει και για την κατ’ ισχυρισμόν απόκρυψη από τους Αιτητές των δικαιωμάτων του Καθ’ου 1 επί των ακινήτων, μέσα στα οποία λειτουργεί ο Σταθμός. Οι Αιτητές παρουσίασαν επαρκή μαρτυρία σε σχέση με τα κατ’ ισχυρισμόν δικαιώματα τους επί του επίδικου σταθμού, παρουσιάζοντας τιμολόγια για τα ενοίκια που καταβάλλουν στον ιδιοκτήτη της γης. Δεν εγείρεται συνεπώς ζήτημα μη νομιμοποίησης των Αιτητών να εγείρουν την αγωγή ούτε και θέμα απόκρυψης, όπως εισηγήθηκαν οι Καθ’ων.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, ο λόγος ένστασης που σχετίζεται με την παραπλάνηση του Δικαστηρίου κρίνεται αβάσιμος.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε τις αρχές της νομολογίας, προσεγγίζοντας τα γεγονότα στην ολότητα τους και συναρτώντας τα, ως είχε καθήκον να πράξει, με όσα προέκυπταν ως επίδικα ή, κατά τα άλλα, ως σχετικά. Η ορθή έκταση της ειλικρινούς και πλήρους αποκάλυψης έχει τεθεί σε αρκετές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Περιοριζόμαστε, εν προκειμένω, να παραθέσουμε το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση DB Technologies B.V. v. Loizos Iordanou Constructions Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. Ε166/2019, ημερ. 15/10/2020, ECLI:CY:AD:2020:A347:
«Έχουμε διαπιστώσει τα τελευταία χρόνια πως η έννοια της ειλικρινούς και πλήρους αποκάλυψης έχει τρόπω τινά παρεξηγηθεί από αρκετούς στο νομικό κόσμο. Δεν είναι νοητό ούτε ποτέ οποιαδήποτε αυθεντία έθεσε τέτοιο επαχθές βάρος στους αιτητές να ξεδιπλώνουν με κάθε λεπτομέρεια σε βαθμό σχολαστικισμού κάθε πτυχή των θέσεων των αντιδίκων τους και να την ερμηνεύουν. Δεν είναι αυτή η ορθή εφαρμογή της πιο πάνω αρχής. Αναμένεται βεβαίως πάντα οι αιτητές, επιδιώκοντας μονομερή θεραπεία, να θέσουν με ειλικρίνεια όλα τα ουσιώδη θέματα, τόσο τα υπέρ, όσο και τα εναντίον τους, όμως δεν είναι εντός του καθήκοντος τους να μετατρέπονται σε οιονεί δικηγόρους της άλλης πλευράς για να θέσουν την εκδοχή των αντιδίκων τους, ως να ήταν η δική τους, με πλήρη ερμηνεία θέσεων και εξαντλητική ανάλυση.»
Στην υπόθεση Commerzbank Auslandsbanken Holding A.G. v. Adeona Holdings Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. E6/2014, ημερ. 27/2/2015, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλέστηκε, το Ανώτατο Δικαστήριο υπενθύμισε τα εξής για όσα εδώ ενδιαφέρουν:
«Λόγω των δραστικών επιπτώσεων που συνήθως ακολουθούν εύρημα δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε πλήρης αποκάλυψη, τα τελευταία χρόνια διαπιστώθηκαν δύο φαινόμενα. Πρώτον, μια δικαιολογημένη φοβία εκ μέρους των δικηγόρων των αιτητών ως προς τον κίνδυνο να θεωρηθεί η πλευρά τους ότι δεν προέβη σε πλήρη αποκάλυψη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τίθενται ενώπιον των δικαστηρίων όγκοι εγγράφων, τα οποία, χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση, τις περισσότερες φορές τείνουν να συσκοτίζουν παρά να διαφωτίζουν το δικαστήριο. Όπως τονίστηκε από το αγγλικό Εφετείο στην υπόθεση National Bank of Sharjah v. Dellborg, The Times, December 24, 1992 (CA), υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά μεταξύ ειλικρινούς και πλήρους αποκάλυψης και του κατακλυσμού του δικαστηρίου με σωρεία εγγράφων, πλείστα των οποίων είναι μη ουσιώδη και αχρείαστα για τους σκοπούς που τίθενται ενώπιον του δικαστηρίου. Γι' αυτό είναι πολύ σημαντικό όπως στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, να επεξηγείται με τρόπο λακωνικό η σημασία των εγγράφων που επισυνάπτονται. Περαιτέρω, θα πρέπει να τονίζεται το σημαντικό μέρος των εγγράφων, ώστε τα ουσιώδη θέματα να αναδύονται εύκολα με μια απλή συνδυασμένη ανάγνωση της ένορκης δήλωσης και των εγγράφων. Διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος η αποκάλυψη να μην θεωρηθεί ειλικρινής και πλήρης.
Το δεύτερο φαινόμενο που παρατηρείται, αφορά τους δικηγόρους των Καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τις όποιες ελλείψεις στην ένορκη δήλωση του αντιδίκου τους, υποβάλλοντας ακραίες και αβάσιμες εισηγήσεις για μη αποκάλυψη, αγνοώντας το γεγονός ότι η σχετική νομολογία δίδει έμφαση στη μη αποκάλυψη «ουσιωδών γεγονότων». Παρατηρούμε ότι αυτό συνήθως γίνεται όταν οι ελπίδες για ακύρωση του διατάγματος επί της ουσίας είναι λίγες, οπότε εναποτίθενται όλες οι ελπίδες για ακύρωση του διατάγματος στη μη αποκάλυψη κάποιου στοιχείου, το οποίο τις περισσότερες φορές δεν είναι καθόλου ουσιώδες.
Χωρίς να θέλουμε με κανένα τρόπο να αδυνατίσουμε ποσώς την υποχρέωση για ειλικρινή και πλήρη αποκάλυψη, θα πρέπει να τονίσουμε το αυτονόητο, ότι τα δικαστήρια δεν πρέπει να αποπροσανατολίζονται από αβάσιμες εισηγήσεις που δίδουν έμφαση στη μη αποκάλυψη κάποιου ασήμαντου στοιχείου, το οποίο δεν αφορά σε ουσιώδες γεγονός. Ούτε ο κανόνας πρακτικής για ακύρωση του διατάγματος σε περίπτωση μη αποκάλυψης, θα πρέπει να αφεθεί να μετατραπεί σε εργαλείο αδικίας (βλ. Brinks-Mat Elcombe, ανωτέρω).»
Τα όσα επικαλέστηκε η πλευρά των Εφεσειόντων ορθώς κρίθηκαν ότι δεν μπορούσαν να ενταχθούν εντός των αρχών περί απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων, καθότι, αφενός, δεν συσχετίζονταν άμεσα με την επίδικη διαφορά που αφορούσε σε κατ’ ισχυρισμό παράνομη επέμβαση και αποκλεισμό του Σταθμού λεωφορείων των Εφεσιβλήτων στο Αρεδιού, και, αφετέρου, επρόκειτο για αποτίμηση και αξιολόγηση των διαφορετικών προσεγγίσεων και ερμηνευτικών μεταξύ των πλευρών και όχι γεγονότων κοινώς αποδεκτών από τις δύο πλευρές ή με αντικειμενικό έρεισμα.
Έπεται ότι ο 1ος Λόγος Έφεσης δεν ευσταθεί και, συνεπώς, απορρίπτεται.
Είναι η θέση των Εφεσειόντων ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για έκδοση (και οριστικοποίηση) των επίδικων Διαταγμάτων, εφόσον δεν υπήρχε ο δικαιοδοτικός όρος του κατεπείγοντος ή άλλων ειδικών περιστάσεων που να δικαιολογούσαν την έκδοση των Διαταγμάτων μονομερώς. Προσβάλλεται, συναφώς, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι συνέτρεχε ο εν λόγω δικαιοδοτικός όρος.
Για τη χορήγηση θεραπείας χωρίς ειδοποίηση στην άλλη πλευρά το Άρθρο 9(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου προβλέπει:-
«9.-(1) Κάθε διάταγμα, το οποίο το Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδώσει δύναται, όταν αποδειχθεί το κατεπείγον ή άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις, να εκδοθεί με αίτηση του ενός από τους διαδίκους χωρίς ειδοποίηση στον άλλο.»
Είναι πάγια νομολογημένο ότι το επείγον για την παροχή θεραπείας αποτελεί δικαιοδοτικό όρο. Μόνο, εφόσον καταδεικνύεται το κατεπείγον του αιτήματος, δικαιολογείται, όλως εξαιρετικά, η άσκηση δικαστικής εξουσίας στην απουσία της άλλης πλευράς. Μόνο τότε μπορεί να συγχωρεθεί η παρέκκλιση από το θεμελιώδη κανόνα της δικαιοσύνης, να ακούσει και τα δύο μέρη πριν εκφέρει κρίση (βλ. Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598, In Re Stavros Hotel Apartments Ltd (1994) 1 Α.Α.Δ. 836 και In Re B.P. CYPRUS LTD (1996) 1(B) Α.Α.Δ. 861).
Στην υπόθεση Aspis Liberty Insurance Co Ltd v. Ε. Σιακατίδου, (2014) 1 Α.Α.Δ. 637 υπογραμμίσθηκε ότι:
«Ένα διάταγμα υπόκειται σε ακύρωση όταν το στοιχείο του κατεπείγοντος απουσιάζει, εφόσον κατά πάγια νομολογία απουσιάζει κατ’ αναλογίαν το δικαιοδοτικό βάθρο και η εξουσία του Δικαστηρίου για την έκδοση του στην απουσία του αντιδίκου (Stavros Hotel Apartments Ltd (Νο. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 836, 841, Babel Boutique Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 947, 954, Ιερά Μητρόπολη Πάφου ν. Aristo Developers Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 1377 και Αμβροσιάδου κ.ά. v. Coward κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 78).»
Στην υπό συζήτηση περίπτωση ο κατ’ ισχυρισμόν παράνομος αποκλεισμός του Σταθμού λεωφορείων στο Αρεδιού από μέρους των Εφεσειόντων είχε λάβει χώρα το βράδυ της 31/10/2015, ημέρα Σάββατο και η Αγωγή μαζί με τη μονομερή Αίτηση για την έκδοση των ενδιάμεσων Διαταγμάτων κατεχωρήθη άμεσα και χωρίς οποιαδήποτε καθυστέρηση, ήτοι στις 3/11/2015 το πρωΐ, ημέρα Τρίτη. Δεδομένου λοιπόν του χρόνου κατά τον οποίο οι Εφεσίβλητοι προέβησαν στην καταχώριση της μονομερούς Αίτησης, υπό το φως του χρονικού διαστήματος εντός του οποίου συνέβησαν τα σχετικά γεγονότα, αναπόδραστα προκύπτει ότι οι Εφεσίβλητοι έδρασαν άμεσα.
Όσον δε αφορά τη θέση των Εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε εντελώς τα όσα παρέθεσαν στην Ένσταση τους τα οποία, όπως προβάλλουν, υποστήριζαν την εκδοχή τους ότι οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν σκοπό να θέσουν ξανά σε λειτουργία το Σταθμό Αρεδιού έχοντας ήδη τροχοδρομήσει διαδικασίες προς τερματισμό του δρομολογίου που είχε αφετηρία και τέρμα τον εν λόγω Σταθμό, αρκεί να σημειώσουμε ότι η θέση αυτή εκλαμβάνει ως δεδομένο, χωρίς να είναι, ότι η εκδοχή των Εφεσειόντων ως προς τις πραγματικές προθέσεις των Εφεσιβλήτων είναι ορθή και αδιαμφισβήτητη.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των πιο πάνω δεν βρίσκουμε έρεισμα για παρέμβαση μας στο θέμα που εγείρεται. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποτιμώντας σωστά την ολότητα των περιστάσεων της υπόθεσης, κατέληξε ευλόγως στο ότι «οι περιστάσεις της υπόθεσης αποτελούν υποδειγματική περίπτωση συνδρομής του στοιχείου του κατεπείγοντος».
Συνεπώς ο 4ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε και/ή επέλεξε να απορρίψει τις θέσεις των Εφεσειόντων ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν ήδη αποφασίσει το κλείσιμο του Σταθμού Αρεδιού.
Έρεισμα για την πιο πάνω αιτίαση αποτέλεσε το πιο κάτω απόσπασμα από την Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
«Άλλος λόγος που προώθησαν οι Καθ'ων, αφορά κατάχρηση της διαδικασίας. Υποστηρίχθηκε σχετικά πως οι Αιτητές, έχοντας αποφασίσει το κλείσιμο του Σταθμού, χρησιμοποίησαν τη διαδικασία για να εξυπηρετήσουν αυτό το σκοπό. Η εισήγηση εκλαμβάνει ως δεδομένο ότι οι ισχυρισμοί του Καθ'ου 1 ως προς τις πραγματικές προθέσεις των Αιτητών είναι ορθοί. Όπως όμως υποδείχθηκε πιο πάνω, οι υπό αναφοράν ισχυρισμοί δεν έχουν τεκμηριωθεί. Υποδεικνύεται επίσης πως δεν είναι το κατάλληλο στάδιο για αξιολόγηση των εκατέρωθεν θέσεων και για εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων ως προς το πραγματικό και νομικό υπόβαθρο της υπόθεσης.»
Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε το μεμπτό από τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το πιο πάνω ζήτημα. Η αξιολόγηση του περιορίστηκε εντός του επιτρεπτού και περιορισμένου πλαισίου που η Αίτηση την οποία είχε ενώπιον του του επέτρεπε.
Συνεπώς ο 3ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Μέσω του 5ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα και χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε αξιολόγηση το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο αδικαιολόγητο εύρημα και/ή συμπέρασμα ότι ικανοποιούνταν όλες οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/1960. Στο πλαίσιο της αιτιολογίας του Λόγου αυτού αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, τελώντας υπό καθεστώς νομικής πλάνης, παραγνώρισε τις αρχές της νομολογίας ότι το βάρος απόδειξης των πρώτων δύο προϋποθέσεων του Άρθρου 32 βρίσκετο στους ώμους των Εφεσιβλήτων, οι οποίοι όφειλαν να αποκαλύψουν και στην πραγματικότητα προοπτικές επιτυχίας. Προβάλλεται, επίσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα βασίστηκε σε ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς των Εφεσιβλήτων και σε μαρτυρία που στην πλειονότητα της καταρρίφθηκε από τη μαρτυρία των Εφεσειόντων, παραγνωρίζοντας εντελώς και συλλήβδην το σύνολο της μαρτυρίας των Εφεσειόντων.
Ενόψει των ζητημάτων που εγείρονται και της αμφισβήτησης, από μέρους των Εφεσειόντων, του κατά πόσο στην υπό συζήτηση περίπτωση συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 και ειδικότερα οι πρώτες δύο, κρίνεται σκόπιμη η υπενθύμιση, σε αδρές γραμμές, των βασικών παραμέτρων που καλύπτουν τις εν λόγω προϋποθέσεις.
Στο Άρθρο 32(1) αποτυπώνονται οι τρεις προϋποθέσεις, οι οποίες θα πρέπει να ικανοποιούνται σωρευτικά, προκειμένου να θεμελιώνεται η εξουσία προς έκδοση προσωρινού διατάγματος.
Η πρώτη προϋπόθεση για την ύπαρξη του σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση κατά τη δίκη έχει ερμηνευθεί ότι δεν περιλαμβάνει οτιδήποτε πέραν του να καταδειχθεί μια συζητήσιμη υπόθεση (arguable case) με βάση τα δικόγραφα. Εν τέλει, η εξέταση στο στάδιο αναζήτησης προσωρινού διατάγματος της πρώτης προϋπόθεσης του Άρθρου 32 περιορίζεται στη δύναμη των δικογράφων και στα όσα αντικειμενικά προκύπτουν από αυτά.
Η υπόθεση Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd and Others (1982) 1 C.L.R. 557, ερμηνεύοντας την ύπαρξη πιθανότητας επιτυχίας που είναι η δεύτερη προϋπόθεση, καθόρισε ότι δεν θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από την αποδεικτική ισχύ της υπόθεσης του Ενάγοντα. Το επίπεδο του αποδεικτικού εμποδίου το οποίο απαιτείται να υπερπηδήσει ο Ενάγων συνίσταται στην τεκμηρίωση «μιας πιθανότητας» επιτυχίας. Κάτι δηλαδή περισσότερο από μια απλή δυνατότητα, αλλά και πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, το επίπεδο, δηλαδή, απόδειξης που απαιτείται για πολιτική αγωγή. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν είναι επιθυμητό το Δικαστήριο να υπεισέρχεται σε βάθος στα επίδικα θέματα σε αυτό το πρόωρο στάδιο. Όπως κατ’ επανάληψη λέχθηκε, η άσκηση κρίσης επί σοβαρών και περίπλοκων ζητημάτων στα πλαίσια αίτησης για παρεμπίπτον διάταγμα δεν ενδείκνυται, αρχή η οποία θα πρέπει να τηρείται με ευλάβεια (βλ. Εκδόσεις «Αρκτίνος» Λίμιτεδ κ.ά. v. Λοϊζίδου, Πολιτική Έφεση αρ. Ε7/2018, ημερ. 21/3/2019).
Όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση, δηλαδή ότι χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, αυτή εξετάζεται κάτω από το ερώτημα κατά πόσο η επιδίκαση αποζημιώσεων θα ήταν επαρκής θεραπεία με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης. Δηλαδή αν η επιδίκαση των αποζημιώσεων υπέρ του ενάγοντα στο τελικό στάδιο της υπόθεσης είναι αρκετή για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του, τότε η έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος δεν είναι απαραίτητη.
Επιπρόσθετα με τις πιο πάνω τρεις προϋποθέσεις το Δικαστήριο θα πρέπει να σταθμίσει αν είναι εύλογο και δίκαιο να εκδώσει ή διατηρήσει το Διάταγμα.
Όπως τονίσθηκε και πιο πρόσφατα στην υπόθεση Molvi Estates Ltd v. Λεωνίδας Κίμωνος κ.ά., Πολιτική Έφεση αρ. Ε193/2015, ημερ. 9/5/2023, ECLI:CY:AD:2023:A159, κατά την εξέταση αιτήσεων για προσωρινά διατάγματα το Δικαστήριο δεν αποφασίζει επί της απαίτησης του ενάγοντα και επιμελώς θα πρέπει να αποφεύγει την κρίση της ουσίας της αγωγής. Περιορίζεται και προσεγγίζει το μαρτυρικό υλικό με μόνο σκοπό τη διακρίβωση της ύπαρξης ή όχι των προϋποθέσεων του Άρθρου 32 και κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263, 267-8). Οποιεσδήποτε διαπιστώσεις γίνονται για σκοπούς της εξέτασης της έκδοσης ή όχι του προσωρινού διατάγματος και όλα τα ζητήματα που εγείρονται στην αγωγή παραμένουν ζωντανά για να αποφασιστούν όταν θα εκδικαστεί η ουσία της (Δημοκρατία της Σλοβενίας ν. Beogradska Banka D.D. (1999) 1(A) A.A.Δ. 225, 236).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την πρώτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 ορθώς κατέληξε ότι εγείρετο σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση. Με βάση τα δικόγραφα ήτο προφανές ότι εγείρετο, εν προκειμένω, ζήτημα σε σχέση με παράνομη επέμβαση από μέρους των Εφεσειόντων που αφορούσε στην κατάληψη και τον αποκλεισμό του Σταθμού των Εφεσιβλήτων στο Αρεδιού.
Σε ό,τι, δε, αφορά την προϋπόθεση για ύπαρξη πιθανότητας επιτυχίας, έχοντας ενώπιον του το σύνολο της μαρτυρίας και τεκμηρίων που καταχωρήθηκαν εκατέρωθεν το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:
«Από την μαρτυρία και τα τεκμήρια που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου με την αίτηση, δεν υπάρχει αμφιβολία πως εγείρεται προς εκδίκαση ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμόν παράνομη επέμβαση που φέρονται να διέπραξαν οι Καθ’ων, με την κατάληψη και τον αποκλεισμό του σταθμού της Αιτήτριας στο Αρεδιού και την κατ’ ισχυρισμόν πρόκληση ζημιών στα λεωφορεία της.
Υποδεικνύεται πως στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση, πέρα από μια γενική άρνηση των ισχυρισμών των Αιτητών, ως προς τα κρίσιμα γεγονότα που αφορούν τα ανωτέρω επίδικα ζητήματα, δεν προβάλλονται σαφείς τοποθετήσεις για τις παράνομες πράξεις που τους αποδίδονται. Επέλεξαν να αντικρούσουν τους ισχυρισμούς των Αιτητών, παραθέτοντας ισχυρισμούς και συλλογισμούς για την κατ’ ισχυρισμόν προειλημμένη απόφαση των Αιτητών να κλείσουν το Σταθμό, παρά να προβάλουν σαφείς τοποθετήσεις σε σχέση με τις αποδιδόμενες σ’ αυτούς αδικοπραξίες.
Χωρίς να παραγνωρίζονται οι θέσεις και οι ισχυρισμοί των Καθ’ων, όπως έχουν σημειωθεί πιο πάνω, καταλήγω ότι οι Αιτητές έχουν ικανοποιήσει τις δύο πρώτες προϋποθέσεις, όπως έχουν ερμηνευθεί από την αναφερθείσα πιο πάνω νομολογία.
Δεν παραγνωρίζεται, βεβαίως, το γεγονός πως με βάση τη μαρτυρία που παρουσίασε ο Καθ’ου 1, οι Αιτητές φαίνεται να του οφείλουν ένα πολύ μεγάλο ποσό το οποίο, μάλιστα δεν αμφισβητήθηκε. Πρόκειται ομολογουμένως για ένα πολύ σημαντικό ποσό, ύψους €378.665.11. Ο Καθ’ου 1, υποστηρίζει βέβαια ότι οι Αιτητές του οφείλουν πολύ μεγαλύτερο ποσό. Το γεγονός όμως αυτό, όπως και τα άλλα παράπονα του Καθ’ου 1, για κατ’ ισχυρισμόν καταδολιευτικές ενέργειες εκ μέρους των διοικούντων της Αιτήτριας και την εχθρική και εκδικητική στάση τους προς τον ίδιο και τους υπόλοιπους Καθ’ων, δεν αναιρεί την δυναμική της υπόθεσης των Αιτητών, στα πλαίσια εξέτασης της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 32 του Ν. 14/60.
Οι πιο πάνω θέσεις των Καθ’ων, ακόμη και εάν αποδειχθούν αληθείς, δεν τους έδιδαν το δικαίωμα να αποκλείσουν το Σταθμό, παίρνοντας ουσιαστικά το Νόμο στα χέρια τους.»
Επισημαίνεται ότι σε σχέση με τη δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32, η προοπτική επιτυχίας εξετάζεται σε συνάρτηση και με την αντίθετη εκδοχή. Κάποια αξιολόγηση της προσφερθείσας μαρτυρίας είναι αναγκαία για να διαπιστωθεί κατά πόσον ικανοποιείται η εν λόγω προϋπόθεση που θέτει το Άρθρο 32, χωρίς, όμως, αυτό να ισοδυναμεί με τελεσίδικη κρίση.
Όπως υπεδείχθη στην υπόθεση Κωνσταντίνος Λόρδος κ.ά. ν. Πέτρου Σιακόλα κ.ά., Πολιτική Έφεση αρ. Ε143/2015, ημερ. 23/3/2017, «τηρουμένης της αρχής ότι το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία, οφείλει πάντως να προβεί σε κάποια αξιολόγηση της αποδεικτικής δύναμης της υπόθεσης εκείνου του διαδίκου ο οποίος ζητά ενδιάμεση θεραπεία». Στην υπόθεση Σεβαστού v. Σεβαστού (2002) 1 Α.Α.Δ. 1980, ελέχθη συναφώς ότι, «κάποια πρωταρχική, έστω, αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι αναγκαία για να μπορεί το δικαστήριο να συνεκτιμήσει την αποδεικτική δύναμη της κάθε πλευράς. Έστω στην περιορισμένη σφαίρα εξέτασης σε αυτό το στάδιο».
Το ερώτημα που ουσιαστικά εξέτασε το πρωτόδικο Δικαστήριο, και ορθά επισημαίνουμε, είναι κατά πόσο με τα όσα οι Εφεσίβλητοι είχαν θέσει υπόψη του και λαμβανομένων υπόψη των θέσεων της πλευράς των Εφεσειόντων στοιχειοθετείτο ορατή πιθανότητα επιτυχίας. Πιθανότητα τέτοια που δεν ήταν μια απλή πιθανότητα αλλά πάντως με τον πήχη να βρίσκεται πιο χαμηλά από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Όπως διεφάνη από το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι ισχυρισμοί των Εφεσειόντων δεν εξασθένησαν την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης των Εφεσιβλήτων, σε βαθμό μάλιστα που να οδηγούν στη διαπίστωση μη ύπαρξης ορατής πιθανότητας επιτυχίας.
Με βάση τα πιο πάνω είναι προφανές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία, εξέτασε το υπό κρίση ζήτημα σε συνάρτηση και με την αντίθετη εκδοχή. Δεν περιορίστηκε απλώς στην παράθεση των εκατέρωθεν εκδοχών, ούτε υιοθέτησε την εκδοχή των Εφεσιβλήτων χωρίς να εκτιμήσει την προοπτική επιτυχίας της σε συνάρτηση με την αντίθετη εκδοχή. Ο χειρισμός του ζητήματος και οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τους περιορισμένους σκοπούς της διαδικασίας, είναι ορθές και δεν παρέχουν οποιοδήποτε πεδίο επέμβασης.
Έπεται ότι ο 5ος Λόγος Έφεσης δεν ευσταθεί και, συνεπώς, απορρίπτεται.
Τα πιο πάνω καλύπτουν και τις αιτιάσεις που προβάλλονται μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης, ότι, δηλαδή, η Απόφαση και τα «ευρήματα» του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν αναιτιολόγητα, αόριστα και ασαφή, σε μια σειρά από ζητήματα που αφορούν τόσο τη συνδρομή των προϋποθέσεων για έκδοση και οριστικοποίηση διαταγμάτων με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 32 του Ν. 14/1960, όσο και σε σχέση με το ζήτημα της ύπαρξης του κατεπείγοντος και της μη απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων. Σε σχέση, ειδικότερα, με τα τελευταία δύο ζητήματα, έχουμε ήδη αποφανθεί πιο πάνω στο πλαίσιο εξέτασης του 1ου και του 4ου Λόγου Έφεσης, χωρίς να χρειάζεται να λεχθεί οτιδήποτε περαιτέρω.
Ο 2ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Μέσω του 6ου Λόγου Έφεσης οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι τα υπό κρίση Διατάγματα «καθ΄υπέρβαση εξουσίας και κατά προφανή παράβαση Νόμου» είναι ασαφή και αόριστα «αφού δεν καθόριζαν και δεν περιέγραφαν με σαφήνεια το αντικείμενο υπό προστασία, δηλαδή τα συγκεκριμένα ακίνητα τα οποία καλύπτονταν και επηρεάζονταν από τα διατάγματα, δεν ξεκαθάριζαν τι ισοδυναμούσε με παρεμπόδιση» και ότι η διατύπωση τους και το λεκτικό τους «άφηνε αμφιβολίες ως προς το ποιες πράξεις απαγορεύονταν, σε ποιο χώρο και πως».
Είναι προαπαιτούμενο πως ένα παρεμπίπτον διάταγμα θα πρέπει να είναι σαφές και συγκεκριμένο έτσι ώστε το πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται να γνωρίζει επακριβώς πώς πρέπει να ενεργήσει ή πώς θα πρέπει να αποφύγει να ενεργήσει, νοουμένου ότι οι συνέπειες της παρακοής του διατάγματος του Δικαστηρίου επιφέρουν σοβαρές συνέπειες (βλ. Penderhill Holdings Limited v. Abramchyk (2014) 1 Α.Α.Δ. 118).
Διεξήλθαμε με προσοχή το λεκτικό των Διαταγμάτων και καταλήξαμε πως δεν υπάρχει οποιαδήποτε ασάφεια ή αοριστία, ή ότι προκαλεί οποιαδήποτε σύγχυση ή η διατύπωση του είναι τόσο ευρεία ώστε να προκαλέσει οποιαδήποτε δυσκολία στο πρόσωπο προς το οποίο στρέφεται να συμμορφωθεί με αυτό.
Όσο δε αφορά τη θέση των Εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αναιτιολόγητα παρέλειψε να ασχοληθεί με το πιο πάνω θέμα και τις θέσεις που οι Εφεσείοντες είχαν στην επιχειρηματολογία τους προωθήσει, αρκεί να υπομνήσουμε ότι το Δικαστήριο δεν είναι υπόχρεο να εξετάζει κάθε εισήγηση και κάθε επιχείρημα που τίθεται ενώπιόν του, εκτός και αν κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα (2010) 1 Α.Α.Δ. 1238, 1260, ότι «… τα δικαστήρια δεν έχουν καμιά υποχρέωση να απαντούν σε κάθε επιχείρημα που τίθεται ενώπιον τους, εκτός κι αν κρίνουν ότι κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο» (βλ., επίσης, Μακαρούνα ν. Μιχαήλ και Άλλων (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 851, 859). Πέραν τούτου, για να υπάρξει ανατροπή θα πρέπει η παράλειψη να είναι ουσιώδης (βλ. Ευαγγελίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2015) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2549, 2557).
Κατ’ ακολουθίαν όλων των πιο πάνω ο 6ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Μέσω του 7ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επικαλέστηκε την παρανομία των Εφεσιβλήτων για να νομιμοποιήσει την έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος επικροτώντας, στην ουσία, παράνομες ενέργειες των Εφεσιβλήτων σε βάρος των Εφεσειόντων.
Έρεισμα για το πιο πάνω παράπονο των Εφεσειόντων αποτέλεσαν οι πιο κάτω αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έγιναν στο πλαίσιο εξέτασης της τρίτης προϋπόθεσης του Άρθρου 32:
«Ερχόμενος στην τρίτη προϋπόθεση, διαπιστώνω, χωρίς δισταγμό, πως κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης έχει καταδειχθεί κίνδυνος να μην μπορεί να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Υποδεικνύεται, συναφώς, ότι με τον αποκλεισμό του Σταθμού και την παρεμπόδιση των Αιτητών να έχουν πρόσβαση στο Σταθμό και στα λεωφορεία τους, είναι λογικό και αναμενόμενο να δημιουργούνται σοβαρά εμπόδια στην ομαλή εκτέλεση των εργασιών της Αιτήτριας.
Οι Καθ’ων υποστήριξαν πως η πρόσβαση στο Σταθμό, είναι ελεύθερη και ανεμπόδιστη. Δεν φαίνεται όμως να είναι έτσι τα πράγματα. Με βάση τα γεγονότα που ο ίδιος ο Καθ’ου 1 επικαλέστηκε, δημιουργείται η εντύπωση ότι υπάρχουν αντιδικίες και συγκρούσεις. Υπήρξαν, μάλιστα, ως αναφέρει, τραυματισμοί από τη χρήση μπουλντόζας που επιστράτευσαν οι Αιτητές. Είναι να διερωτάται κανείς για ποιο λόγο χρειαζόταν η χρήση μπουλντόζας στο χώρο του Σταθμού από τους Αιτητές, εάν υπήρχε ελεύθερη και απρόσκοπτη πρόσβαση. Προκαλεί, επίσης, ερωτηματικά ο λόγος που χρειάστηκε να επιστρατευθούν από τους Αιτητές «άνθρωποι της νύκτας» για να συνοδεύουν τους διοικούντες κατά τις επισκέψεις τους στο χώρο του Σταθμού.»
Δεν συγκλίνουμε με τις θέσεις των Εφεσειόντων.
Είναι προφανές ότι, εξετάζοντας το πρωτόδικο Δικαστήριο την τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 και το κατά πόσο είχε καταδειχθεί κίνδυνος να μην απονεμηθεί σε μεταγενέστερο στάδιο δικαιοσύνη, αναφέρθηκε στην ίδια την εκδοχή των Εφεσειόντων, οι οποίοι ισχυρίζονταν πως η πρόσβαση στο Σταθμό ήταν ελεύθερη και ανεμπόδιστη και στο πλαίσιο αυτό επεσήμανε ότι, στη βάση των γεγονότων που οι ίδιοι οι Εφεσείοντες επικαλούνταν, δημιουργείτο η εντύπωση της ύπαρξης αντιδικιών και εντάσεων. Σε καμία περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι τα όσα ισχυρίζονταν οι Εφεσείοντες περί χρήσης μπουλντόζας από μέρους των Εφεσιβλήτων ή συνοδείας τους από ανθρώπους της νύχτας κατά τις επισκέψεις τους στο χώρο του σταθμού αποτελούσαν πραγματικά γεγονότα. Η αξιολόγηση του περιορίστηκε εντός του επιτρεπτού και περιορισμένου πλαισίου προς το σκοπό διαπίστωσης της ύπαρξης ή μη της τρίτης προϋπόθεσης.
Ως εκ των ανωτέρω ο 7ος Λόγος Έφεσης δεν έχει έρεισμα και, επομένως, απορρίπτεται.
Παραπονούνται οι Εφεσείοντες, μέσω του 8ου Λόγου Έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με την ίδια σύνθεση προαποφάσισε, στο πλαίσιο μεταγενέστερης Αγωγής, της 5811/2015, ζητήματα που αφορούσαν στο Σταθμό Αρεδιού τα οποία ήταν επίδικα στο πλαίσιο της ενώπιον του Αγωγής 5391/2015. Συναφής με το Λόγο αυτό είναι ο 9ος Λόγος Έφεσης μέσω του οποίου εγείρεται ζήτημα κατάχρησης διαδικασίας, στη βάση του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο οριστικοποίησε προσωρινό διάταγμα το οποίο εν πολλοίς καλυπτόταν από προηγουμένως εκδοθέν, στις 17/6/2016, Διάταγμα σε άλλη Αγωγή που καταχωρίστηκε από τους Εφεσίβλητους μετά την καταχώριση της Αγωγής 5391/2015, ήτοι στην Αγωγή 5811/2015.
Έρεισμα για τους πιο πάνω Λόγους Έφεσης αποτέλεσε το γεγονός ότι σε μεταγενέστερη Αγωγή που οι Εφεσίβλητοι καταχώρισαν, την υπ’ αρ. 5811/2015, ζητούσαν με το Αιτητικό υπό στοιχείο (Β) την έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων σε σχέση, μεταξύ άλλων και με το Σταθμό Αρεδιού. Το Δικαστήριο με απόφαση του στην Αγωγή 5811/2015 εξέδωσε διάταγμα ως το Αιτητικό (Β) με παρόμοιο, όπως προβάλλεται, περιεχόμενο ως το Αιτητικό υπό στοιχείο (Γ) στην υπό εξέταση Αίτηση.
Οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι με το να εκδώσει το Δικαστήριο διάταγμα στην Αγωγή 5811/2015 σε σχέση και με το Σταθμό Αρεδιού, προκαθόρισε την απόφαση του στην Αγωγή 5391/2015, επηρεάζοντας με τον τρόπο αυτό το δικαίωμα τους για δίκαιη δίκη. Επιπλέον προβάλλουν ότι λόγω του ότι τα γεγονότα που αφορούσαν το Σταθμό Αρεδιού δεν ήταν επίδικα στην Αγωγή 5811/2015, αλλά αποτελούσαν αντικείμενο της Αγωγής 5391/2015, οι Εφεσείοντες δεν ανέλυσαν πλήρως τις θέσεις τους, ούτε ανέπτυξαν τα ουσιώδη γεγονότα αναφορικά με το Σταθμό Αρεδιού τα οποία είχαν παραθέσει και αναπτύξει στο πλαίσιο της Αίτησης στην Αγωγή 5391/2015.
Δεν συγκλίνουμε με τις πιο πάνω θέσεις.
Εν πρώτοις, δεν είναι αντιληπτή η διασύνδεση που γίνεται από τους Εφεσείοντες με μια άλλη, ξεχωριστή διαδικασία, με σκοπό να πληγεί η εγκυρότητα της διαδικασίας που έλαβε χώρα στην υπό συζήτηση περίπτωση. Το αν οι Εφεσείοντες στο πλαίσιο μιας άλλης Αγωγής και συγκεκριμένα της Αγωγής υπ’ αρ. 5811/2015 είχαν ή δεν είχαν την ευκαιρία να αναπτύξουν πλήρως τις θέσεις τους, ως διατείνονται, δεν μπορεί να απασχολήσει στην παρούσα Έφεση. Ούτε μπορεί να απασχολήσει το περιεχόμενο της Απόφασης του Δικαστηρίου σε εκείνη την Αγωγή. Αντικείμενο της παρούσας Έφεσης είναι η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να οριστικοποιήσει τα μονομερώς εκδοθέντα Διατάγματα στην Αγωγή υπ’ αρ. 5391/2015. Ούτε έχει οποιαδήποτε σημασία το αν η σύνθεση του Δικαστηρίου στην Αγωγή 5811/2015 ήταν η ίδια με τη σύνθεση του Δικαστηρίου στην Αγωγή 5391/2015. Όπως γίνεται αντιληπτό, ζήτημα μη διεξαγωγής δίκαιης δίκης δεν προβάλλεται σε σχέση με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε στην Αγωγή 5391/2015 για σκοπούς οριστικοποίησης των εκδοθέντων μονομερώς διαταγμάτων που αφορά η παρούσα Έφεση.
Όσον δε αφορά το ζήτημα της κατάχρησης της διαδικασίας, όπως προκύπτει από τα όσα τέθηκαν στο περίγραμμα Αγόρευσης των Εφεσειόντων, πρόκειται για παράπονο που τέθηκε από τους Εφεσείοντες στο πλαίσιο της Αγωγής υπ’ αρ. 5811/2015 και όχι στο πλαίσιο της Αγωγής 5391/2015 που αφορά η παρούσα Έφεση. Όπως συγκεκριμένα προβάλλουν οι Εφεσείοντες, οι θέσεις τους περί κατάχρησης της διαδικασίας ηγέρθηκαν και αναπτύχθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο εκδίκασης μονομερούς Αίτησης στην Αγωγή 5811/2015 και δεν έτυχαν, όπως προβάλλουν, εξέτασης. Υπό αυτά τα δεδομένα, δεν μπορεί το ζήτημα αυτό να απασχολήσει την παρούσα Έφεση.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, ο 8ος και 9ος Λόγος Έφεσης ως αβάσιμοι απορρίπτονται.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, ουδείς εκ των Λόγων Έφεσης είναι βάσιμος. Αναπόδραστη κατάληξη είναι ότι η υπό κρίση Έφεση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη. Συνακόλουθα η Έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον των Εφεσειόντων έξοδα ύψους €4600, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο