ΤΑΣΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ κ.α. v. ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (ΟΣΕΛ) ΛΤΔ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. E265/2016, 9/4/2025
print
Τίτλος:
ΤΑΣΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ κ.α. v. ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (ΟΣΕΛ) ΛΤΔ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. E265/2016, 9/4/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. E265/2016)

                                                                            

 

10 Απριλίου, 2025

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

                    1. ΤΑΣΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ

                    2. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ

                    3. ΧΑΡΑ ΚΙΤΤΟΥ

                    4. ΟΡΕΣΤΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ

                    5. ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ

                    6. ΡΑΦΑΗΛ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ

                    7. ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ

                    8. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ

 

                   Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,

 

ν.

 

                   1. ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΠΑΡΧΙΑΣ

                       ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (ΟΣΕΛ) ΛΤΔ,

                   2. ΙΟΡΔΑΝΗ ΙΟΡΔΑΝΟΥΣ,

 

                                                             Εφεσίβλητων/Εναγόντων.

 

 

   Αντ. Λουκαρή (κα) για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδης & Σία ΔΕΠΕ, για τους    Εφεσείοντες.

 

   Χρ. Ν. Ματθαίου, για του Εφεσίβλητους.

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

____________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας Έφεσης είναι η Ενδιάμεση Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (εφεξής πρωτόδικο Δικαστήριο), ημερ. 17/6/2015, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της Αγωγής υπ’ αρ. 5811/2015, με την οποία τα Προσωρινά Διατάγματα που εκδόθηκαν μονομερώς στη βάση της Αίτησης των Εφεσίβλητων, ημερ. 25/11/2015, κατέστησαν απόλυτα.

 

Οι Εφεσίβλητοι 1, ιδιωτική εταιρεία, και ο Εφεσίβλητος 2, μέτοχος σε αυτή, οι οποίοι ασχολούνται με την παροχή υπηρεσιών οδικών μεταφορέων και διατηρούσαν Σταθμό λεωφορείων στο χωριό Αρεδιού, στο πλαίσιο Αγωγής που καταχώρισαν εναντίον του Εφεσείοντα 1, μέλους του Δ.Σ. των Εφεσιβλήτων και των Εφεσειόντων 2 και 4-8, στενών συγγενικών ατόμων του Εφεσείοντα 1, καθώς και της Εφεσείουσας 3,  συνεργάτιδος του Εφεσείοντα 1, αξίωναν την έκδοση Διαταγμάτων που να τους απαγορεύουν να επεμβαίνουν παράνομα  και να εισέρχονται στο ακίνητο και/ή υποστατικό ιδιοκτησίας των Εφεσιβλήτων το οποίο βρίσκεται στη Λεωφόρο Λυκαβητού 93, στην Έγκωμη, καθώς και Διαταγμάτων με τα οποία να απαγορεύεται και/ή να διατάσσονται οι Εφεσείοντες όπως άμεσα σταματήσουν και/ή πάψουν να παρεμβαίνουν στο εν λόγω ακίνητο. Περαιτέρω ζητούνταν γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για πρόκληση πραγματικών σωματικών βλαβών και/ή προσβολή της σωματικής ακεραιότητας του Εφεσίβλητου 2, καθώς και επαυξημένες και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις.

 

Στο πλαίσιο μονομερούς Αίτησης που οι Εφεσίβλητοι καταχώρισαν, εξασφάλισαν ενδιάμεσα Διατάγματα τα οποία απαγόρευαν στους Εφεσείοντες να εισέρχονται στα γραφεία και υποστατικά των Εφεσίβλητων 1 που βρίσκονται στη Λεωφόρο Λυκαβητού 93, στην Έγκωμη (Παρακλητικό Α). Τα Διατάγματα που εζητούντο με τα υπόλοιπα παρακλητικά δεν εκδόθηκαν μονομερώς και δόθηκαν οδηγίες για επίδοση της Αίτησης. Με τα υπόλοιπα παρακλητικά ζητείτο όπως παρεμποδιστούν οι Εφεσείοντες να επεμβαίνουν παράνομα σε άλλους σταθμούς λεωφορείων που ανήκουν στους Εφεσίβλητους 1 (Παρακλητικό Β),  καθώς και Διάταγμα το οποίο να τους παρεμπόδιζε από του να πλησιάζουν σε απόσταση μικρότερη των 50 μέτρων στα γραφεία των Εφεσίβλητων 1 ή σε οποιοδήποτε άλλο υποστατικό τους (Παρακλητικά Γ και Δ).

 

Οι Εφεσείοντες καταχώρισαν Ένσταση υποστηρίζοντας ότι δεν εδικαιολογείτο η έκδοση των Διαταγμάτων, καλώντας το Δικαστήριο να ακυρώσει το μονομερώς εκδοθέν Διάταγμα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έθεσε ενώπιον του και τις αγορεύσεις των μερών, αποφάσισε όπως το εκδοθέν μονομερώς Διάταγμα καταστεί απόλυτο και επιπλέον εκδοθεί το Διάταγμα ως το Παρακλητικό Β.

 

Με την παρούσα Έφεση προσβάλλεται η κρίση του Δικαστηρίου σε όλες τις πτυχές της. Συγκεκριμένα, οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε όλες τις θέσεις των Εφεσειόντων για απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων (2ος Λόγος Έφεσης), καθώς και ότι λανθασμένα έκρινε ότι συνέτρεχε το κατεπείγον ως δικαιοδοτικός όρος                        (3ος Λόγος Έφεσης). Επιπλέον, προσβάλλεται η κρίση του Δικαστηρίου ότι συνέτρεχαν οι τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/60 (4ος Λόγος Έφεσης). Προβάλλεται, επίσης, ότι το Δικαστήριο εξέδωσε προσωρινά Διατάγματα στηριζόμενο αποκλειστικά σε ένορκη δήλωση η οποία είχε συνταχθεί κατά παράβαση των προνοιών της Δ.39, θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, αφού ο ενόρκως δηλών δεν ήταν γνώστης των γεγονότων τα οποία αναφέρονταν στην ένορκη του δήλωση, ούτε αποκάλυπτε την πηγή της γνώσης του (1ος Λόγος Έφεσης). Εγείρεται, επίσης, ζήτημα ότι τα προσβαλλόμενα Διατάγματα εκδόθηκαν καθ’ υπέρβαση εξουσίας και κατά παράβαση νόμου και συνταγματικών προνοιών αφού αυτά είναι ασαφή και αόριστα (7ος Λόγος Έφεσης). Eπιπλέον, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθ’ υπέρβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και του δικαιώματος ακρόασης των Εφεσειόντων, προαποφάσισε, στο πλαίσιο της παρούσας Αγωγής, χωρίς να έχει ενώπιον του ολοκληρωμένη τη μαρτυρία και ολοκληρωμένες τις θέσεις των μερών ζητήματα που αφορούσαν το Σταθμό Αρεδιού, τα οποία ήταν επίδικα σε άλλη προγενέστερη Αγωγή, την υπ’ αρ. 5391/2015, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμούσε κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, εκδίδοντας ενδιάμεσο Διάταγμα το οποίο κάλυπτε και/ή επηρέαζε το ευρισκόμενο εν ισχύ μονομερώς εκδοθέν Διάταγμα στην Αγωγή 5391/2015           (6ος Λόγος Έφεσης). Επιπλέον, εγείρεται ζήτημα κατάχρησης διαδικασίας ενόψει του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε  το γεγονός ότι οι Εφεσίβλητοι 1, καταχρώμενοι την ενώπιον του διαδικασία, ζήτησαν σε δύο ξεχωριστές διαδικασίες αντίστοιχο διάταγμα σε σχέση με το Σταθμό λεωφορείων Αρεδιού και το Δικαστήριο εξέδωσε εν τέλει με την προσβαλλόμενη απόφαση του προσωρινό διάταγμα ως το Αιτητικό Β το οποίο περιλάμβανε και το Σταθμό λεωφορείων Αρεδιού σε σχέση με το οποίο το ίδιο Δικαστήριο, με την ίδια σύνθεση, είχε ήδη εκδώσει άλλο παρόμοιο διάταγμα, στο πλαίσιο μονομερούς αίτησης στην Αγωγή 5391/2015 (5ος Λόγος Έφεσης). Εγείρεται, επίσης, ζήτημα κατάφωρης παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Εφεσειόντων και άλλων προσώπων που δεν είναι μέρη της Αγωγής (8ος Λόγος Έφεσης). Τέλος, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε ένα εξαιρετικά ευρύ, γενικό και δυσανάλογο με το σκοπό που επρόκειτο να επιτελέσει Διάταγμα, χωρίς να έχει ενώπιον του μαρτυρία που να το δικαιολογεί (9ος Λόγος Έφεσης).

 

Ως εκ της φύσεως και αντικειμένου τους προέχει η εξέταση των Λόγων Έφεσης που αφορούν στη μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων (2ος Λόγος Έφεσης) και στο Κατεπείγον ή στις ιδιαίτερες περιστάσεις έκδοσης των Διαταγμάτων (3ος Λόγος Έφεσης).

 

Συνιστά θέση των Εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επέλεξε να αγνοήσει παντελώς όλες τις θέσεις τους για απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων και παραπλάνηση του Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τις συλλήβδην και χωρίς επαρκή αιτιολογία με το εσφαλμένο, όπως αναφέρεται, αιτιολογικό ότι επρόκειτο για γεγονότα άσχετα και επουσιώδη. Σύμφωνα με τους Εφεσείοντες, επρόκειτο για γεγονότα που αποκάλυπταν «μια εικόνα για τις μεταξύ των μερών διαφορές, για τα αίτια και το υπόβαθρο των διαφορών καθώς και για τα κίνητρα τα οποία οδήγησαν στην καταχώριση» της Αίτησης «άρδην διαφορετική από εκείνη που παρουσίασαν στο Δικαστήριο μονομερώς» οι  Εφεσείοντες.

 

Δεν συγκλίνουμε με τις θέσεις των Εφεσειόντων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενδελεχώς είναι που ασχολήθηκε με τις θέσεις των Εφεσειόντων, εξετάζοντας τις επί τούτω εισηγήσεις και τη σχετική μαρτυρία υπό το πρίσμα των αρχών που διέπουν τέτοια ζητήματα. Στο πλαίσιο αυτό ορθώς επισήμανε ότι το καθήκον για πλήρη αποκάλυψη αφορά τα ουσιώδη γεγονότα που θα μπορούσαν να επενεργήσουν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου στη χορήγηση ή μη της επιδιωκόμενης, με μονομερή αίτηση, θεραπείας και ότι τούτο δεν εκτείνεται στην υποχρέωση αποκάλυψης γενικά όλων των γεγονότων που με κάποιο τρόπο σχετίζονται με την υπόθεση (βλ. Ευσταθίου v. Dicran Ouzounian & Co Ltd (2014) 1 Α.Α.Δ. 212). Όπως αναφέρεται στη Resola Cyprus Ltd. v. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598, «το κριτήριο είναι κατά πόσο η μη αποκάλυψη συγκεκριμένων γεγονότων συνιστά εξ αντικειμένου ουσιώδους σημασίας στοιχείο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, οπόταν στην απουσία του, αυτή τούτη η απόφαση του Δικαστηρίου καθίσταται ακροσφαλής».

 

Η αυτούσια παράθεση των όσων ανέφερε, περί του συζητούμενου, το πρωτόδικο Δικαστήριο, φανερώνει και τη βάσανο με την οποία προσέγγισε το θέμα ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής:

 

«Στην εξεταζόμενη υπόθεση οι Ενάγοντες έχουν αποκαλύψει κάθε ουσιώδες γεγονός που σχετίζεται με την υπόθεση και θα μπορούσε να επιδράσει στην κρίση του Δικαστηρίου για τη χορήγηση των ενδιάμεσων διαταγμάτων. Τα παράπονα των Εναγομένων ότι οι Ενάγοντες απέκρυψαν ουσιώδη γεγονότα, κρίνονται αβάσιμα. 

Οι διαφωνίες που προϋπήρχαν και οι καταγγελίες που έγιναν από τον Εναγόμενο 1 εναντίον του Ενάγοντα 2 και των άλλων στελεχών της Ενάγουσας 1, κρίνονται άσχετα και επουσιώδη γεγονότα.  Η παρούσα υπόθεση αφορά κατ' ισχυρισμόν παράνομη επέμβαση και πρόκληση ζημιών στην περιουσία της Ενάγουσας 1. 

Τα ίδια ισχύουν και για τα παράπονα των Εναγομένων σε σχέση με απόκρυψη άλλων διεκδικήσεων του Εναγομένου 1, αναφορικά με τη μετοχική δομή της Ενάγουσας 1 ή με τα οφειλόμενα προς αυτόν ενοίκια».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε τις αρχές της νομολογίας, προσεγγίζοντας τα γεγονότα στην ολότητα τους και συναρτώντας τα, ως είχε καθήκον να πράξει, με όσα προέκυπταν ως επίδικα ή, κατά τα άλλα, ως σχετικά. Η ορθή έκταση της ειλικρινούς και πλήρους αποκάλυψης έχει τεθεί σε αρκετές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Περιοριζόμαστε, εν προκειμένω, να παραθέσουμε το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση DB Technologies B.V. v. Loizos Iordanou Constructions Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. Ε166/2019, ημερ. 15/10/2020, ECLI:CY:AD:2020:A347:

 

     «Έχουμε διαπιστώσει τα τελευταία χρόνια πως η έννοια της ειλικρινούς και πλήρους αποκάλυψης έχει τρόπω τινά παρεξηγηθεί από αρκετούς στο νομικό κόσμο. Δεν είναι νοητό ούτε ποτέ οποιαδήποτε αυθεντία έθεσε τέτοιο επαχθές βάρος στους αιτητές να ξεδιπλώνουν με κάθε λεπτομέρεια σε βαθμό σχολαστικισμού κάθε πτυχή των θέσεων των αντιδίκων τους και να την ερμηνεύουν. Δεν είναι αυτή η ορθή εφαρμογή της πιο πάνω αρχής. Αναμένεται βεβαίως πάντα οι αιτητές, επιδιώκοντας μονομερή θεραπεία, να θέσουν με ειλικρίνεια όλα τα ουσιώδη θέματα, τόσο τα υπέρ, όσο και τα εναντίον τους, όμως δεν είναι εντός του καθήκοντος τους να μετατρέπονται σε οιονεί δικηγόρους της άλλης πλευράς για να θέσουν την εκδοχή των αντιδίκων τους, ως να ήταν η δική τους, με πλήρη ερμηνεία θέσεων και εξαντλητική ανάλυση.»

 

Στην υπόθεση Commerzbank Auslandsbanken Holding A.G. v. Adeona Holdings Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. E6/2014, ημερ. 27/2/2015, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλέστηκε, το Ανώτατο Δικαστήριο υπενθύμισε τα εξής για όσα κειμένως ενδιαφέρουν:

 

«Λόγω των δραστικών επιπτώσεων που συνήθως ακολουθούν εύρημα δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε πλήρης αποκάλυψη, τα τελευταία χρόνια διαπιστώθηκαν δύο φαινόμενα. Πρώτον, μια δικαιολογημένη φοβία εκ μέρους των δικηγόρων των αιτητών ως προς τον κίνδυνο να θεωρηθεί η πλευρά τους ότι δεν προέβη σε πλήρη αποκάλυψη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τίθενται ενώπιον των δικαστηρίων όγκοι εγγράφων, τα οποία, χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση, τις περισσότερες φορές τείνουν να συσκοτίζουν παρά να διαφωτίζουν το δικαστήριο. Όπως τονίστηκε από το αγγλικό Εφετείο στην υπόθεση National Bank of Sharjah v. Dellborg, The Times, December 24, 1992 (CA), υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά μεταξύ ειλικρινούς και πλήρους αποκάλυψης και του κατακλυσμού του δικαστηρίου με σωρεία εγγράφων, πλείστα των οποίων είναι μη ουσιώδη και αχρείαστα για τους σκοπούς που τίθενται ενώπιον του δικαστηρίου. Γι' αυτό είναι πολύ σημαντικό όπως στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, να επεξηγείται με τρόπο λακωνικό η σημασία των εγγράφων που επισυνάπτονται. Περαιτέρω, θα πρέπει να τονίζεται το σημαντικό μέρος των εγγράφων, ώστε τα ουσιώδη θέματα να αναδύονται εύκολα με μια απλή συνδυασμένη ανάγνωση της ένορκης δήλωσης και των εγγράφων. Διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος η αποκάλυψη να μην θεωρηθεί ειλικρινής και πλήρης.

 

Το δεύτερο φαινόμενο που παρατηρείται, αφορά τους δικηγόρους των Καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τις όποιες ελλείψεις στην ένορκη δήλωση του αντιδίκου τους, υποβάλλοντας ακραίες και αβάσιμες εισηγήσεις για μη αποκάλυψη, αγνοώντας το γεγονός ότι η σχετική νομολογία δίδει έμφαση στη μη αποκάλυψη «ουσιωδών γεγονότων». Παρατηρούμε ότι αυτό συνήθως γίνεται όταν οι ελπίδες για ακύρωση του διατάγματος επί της ουσίας είναι λίγες, οπότε εναποτίθενται όλες οι ελπίδες για ακύρωση του διατάγματος στη μη αποκάλυψη κάποιου στοιχείου, το οποίο τις περισσότερες φορές δεν είναι καθόλου ουσιώδες. 

 

Χωρίς να θέλουμε με κανένα τρόπο να αδυνατίσουμε ποσώς την υποχρέωση για ειλικρινή και πλήρη αποκάλυψη, θα πρέπει να τονίσουμε το αυτονόητο, ότι τα δικαστήρια δεν πρέπει να αποπροσανατολίζονται από αβάσιμες εισηγήσεις που δίδουν έμφαση στη μη αποκάλυψη κάποιου ασήμαντου στοιχείου, το οποίο δεν αφορά σε ουσιώδες γεγονός. Ούτε ο κανόνας πρακτικής για ακύρωση του διατάγματος σε περίπτωση μη αποκάλυψης, θα πρέπει να αφεθεί να μετατραπεί σε εργαλείο αδικίας (βλ. Brinks-Mat Elcombe, ανωτέρω).»

 

 

Τα όσα επικαλέστηκε η πλευρά των Εφεσειόντων, ορθώς κρίθηκαν ότι δεν μπορούσαν να ενταχθούν εντός των αρχών περί απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων, εφόσον, αφενός, δεν συσχετίζονταν άμεσα με την επίδικη διαφορά που αφορούσε σε κατ’ ισχυρισμό παράνομη επέμβαση και πρόκληση ζημιών στην περιουσία των Εφεσιβλήτων 1, και, αφετέρου, επρόκειτο για αποτίμηση και αξιολόγηση των διαφορετικών προσεγγίσεων και ερμηνευτικών μεταξύ των πλευρών και όχι γεγονότων κοινώς αποδεκτών από τις δύο πλευρές ή με αντικειμενικό έρεισμα.

 

Έπεται ότι ο υπό κρίση λόγος Έφεσης (2ος Λόγος Έφεσης) δεν ευσταθεί και, συνεπώς, απορρίπτεται.

 

Είναι η θέση των Εφεσειόντων ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για έκδοση (και οριστικοποίηση) των επίδικων Διαταγμάτων, εφόσον δεν υπήρχε ο δικαιοδοτικός όρος του κατεπείγοντος ή άλλων ειδικών περιστάσεων που να δικαιολογούσαν την έκδοση των Διαταγμάτων μονομερώς. Προσβάλλεται, συναφώς, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι συνέτρεχε ο εν λόγω δικαιοδοτικός όρος.

 

Για τη χορήγηση θεραπείας χωρίς ειδοποίηση στην άλλη πλευρά το Άρθρο 9(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου προβλέπει:- 

 

«9.-(1) Κάθε διάταγμα, το οποίο το Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδώσει δύναται, όταν αποδειχθεί το κατεπείγον ή άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις, να εκδοθεί με αίτηση του ενός από τους διαδίκους χωρίς ειδοποίηση στον άλλο

 

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι το επείγον για την παροχή θεραπείας αποτελεί δικαιοδοτικό όρο. Μόνο, εφόσον καταδεικνύεται το κατεπείγον του αιτήματος, δικαιολογείται, όλως εξαιρετικά, η άσκηση δικαστικής εξουσίας στην απουσία της άλλης πλευράς. Μόνο τότε μπορεί να συγχωρεθεί η παρέκκλιση από το θεμελιώδη κανόνα της δικαιοσύνης, να ακούσει και τα δύο μέρη πριν εκφέρει κρίση (βλ. Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598, In Re Stavros Hotel Apartments Ltd (1994) 1 Α.Α.Δ. 836 και In Re B.P. CYPRUS LTD (1996) 1(B) Α.Α.Δ. 861).

 

Στην υπόθεση Aspis Liberty Insurance Co Ltd v. Ε. Σιακατίδου, (2014)                    1 Α.Α.Δ. 637 υπογραμμίσθηκε ότι: 

 

«Ένα διάταγμα υπόκειται σε ακύρωση όταν το στοιχείο του κατεπείγοντος απουσιάζει, εφόσον κατά πάγια νομολογία απουσιάζει κατ’ αναλογίαν το δικαιοδοτικό βάθρο και η εξουσία του Δικαστηρίου για την έκδοση του στην απουσία του αντιδίκου (Stavros Hotel Apartments Ltd (Νο. 2) (1994)                 1 Α.Α.Δ. 836, 841, Babel Boutique Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 947, 954, Ιερά Μητρόπολη Πάφου ν. Aristo Developers Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 1377 και Αμβροσιάδου κ.ά. v. Coward κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 78)

 

 

Στην υπό συζήτηση περίπτωση το κατ’ ισχυρισμό επεισόδιο παράνομης επέμβασης στα Κεντρικά Γραφεία των Εφεσιβλήτων 1, της πρόκλησης εκτεταμένων ζημιών στην περιουσία της και σωματικών βλαβών στον Εφεσίβλητο 2, είχε λάβει χώρα στις 20/11/2015 και η Αγωγή μαζί με τη μονομερή Αίτηση για την έκδοση των ενδιάμεσων Διαταγμάτων κατεχωρήθη άμεσα και χωρίς οποιαδήποτε καθυστέρηση, ήτοι στις 24/11/2015.

 

Δεδομένου λοιπόν του χρόνου κατά τον οποίο οι Εφεσίβλητοι προέβησαν στην καταχώριση της μονομερούς Αίτησης, υπό το φως του χρονικού διαστήματος εντός του οποίου συνέβησαν τα σχετικά γεγονότα, αναπόδραστα προκύπτει ότι οι Εφεσίβλητοι έδρασαν άμεσα.

 

Κατ’ ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, δεν βρίσκουμε έρεισμα για παρέμβαση μας στο θέμα που εγείρεται. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποτιμώντας σωστά την ολότητα των περιστάσεων της υπόθεσης, κατέληξε ευλόγως στο ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης δεν συνηγορούσαν με την εισήγηση των Εφεσειόντων ότι δεν συνέτρεχε το στοιχείο του κατεπείγοντος, εφόσον οι Εφεσίβλητοι είχαν αποταθεί στο Δικαστήριο μερικές, μόνο, μέρες από την ημέρα που έλαβαν χώρα τα επίδικα γεγονότα.

 

Ο 3ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Μέσω του 4ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα και χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε αξιολόγηση το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο αδικαιολόγητο εύρημα και/ή συμπέρασμα ότι ικανοποιούνταν όλες οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/1960. Στο πλαίσιο της αιτιολογίας του Λόγου αυτού αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, τελώντας υπό καθεστώς νομικής πλάνης, παραγνώρισε τις αρχές της νομολογίας ότι το βάρος απόδειξης των πρώτων δύο προϋποθέσεων του Άρθρου 32 βρίσκετο στους ώμους των Εφεσιβλήτων, οι οποίοι όφειλαν να αποκαλύψουν και στην πραγματικότητα προοπτικές επιτυχίας. Προβάλλεται, επίσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα βασίστηκε σε ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς των Εφεσιβλήτων και σε μαρτυρία που στην πλειονότητα της καταρρίφθηκε από τη μαρτυρία των Εφεσειόντων, παραγνωρίζοντας εντελώς και συλλήβδην το σύνολο της μαρτυρίας των Εφεσειόντων.

 

Ενόψει των ζητημάτων που εγείρονται και της αμφισβήτησης, από μέρους των Εφεσειόντων, του κατά πόσο στην υπό συζήτηση περίπτωση συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 και ειδικότερα οι πρώτες δύο, κρίνεται σκόπιμη η υπενθύμιση, σε αδρές γραμμές, των βασικών παραμέτρων που καλύπτουν τις εν λόγω προϋποθέσεις.

 

Στο Άρθρο 32(1) αποτυπώνονται οι τρεις προϋποθέσεις, οι οποίες θα πρέπει να ικανοποιούνται σωρευτικά, προκειμένου να θεμελιώνεται η εξουσία προς έκδοση προσωρινού διατάγματος.

 

Η πρώτη προϋπόθεση για την ύπαρξη του σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση κατά τη δίκη έχει ερμηνευθεί ότι δεν περιλαμβάνει οτιδήποτε πέραν του να καταδειχθεί μια συζητήσιμη υπόθεση (arguable case) με βάση τα δικόγραφα. Εν τέλει, η εξέταση στο στάδιο αναζήτησης προσωρινού διατάγματος της πρώτης προϋπόθεσης του Άρθρου 32 περιορίζεται στη δύναμη των δικογράφων και στα όσα αντικειμενικά προκύπτουν από αυτά.

 

Η υπόθεση Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd and Others (1982) 1 C.L.R. 557, ερμηνεύοντας την ύπαρξη πιθανότητας επιτυχίας που είναι η δεύτερη προϋπόθεση, καθόρισε ότι δεν θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από την αποδεικτική ισχύ της υπόθεσης του Ενάγοντα. Το επίπεδο του αποδεικτικού εμποδίου το οποίο απαιτείται να υπερπηδήσει ο Ενάγων συνίσταται στην τεκμηρίωση «μιας πιθανότητας» επιτυχίας. Κάτι δηλαδή περισσότερο από μια απλή δυνατότητα, αλλά και πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, το επίπεδο, δηλαδή, απόδειξης που απαιτείται για πολιτική αγωγή. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν είναι επιθυμητό το Δικαστήριο να υπεισέρχεται σε βάθος στα επίδικα θέματα σε αυτό το πρόωρο στάδιο. Όπως κατ’ επανάληψη λέχθηκε, η άσκηση κρίσης επί σοβαρών και περίπλοκων ζητημάτων στα πλαίσια αίτησης για παρεμπίπτον διάταγμα δεν ενδείκνυται, αρχή η οποία θα πρέπει να τηρείται με ευλάβεια (βλ. Εκδόσεις «Αρκτίνος» Λίμιτεδ κ.ά. v. Λοϊζίδου, Πολιτική Έφεση αρ. Ε7/2018, ημερ. 21/3/2019).

 

Όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση, δηλαδή ότι χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, αυτή εξετάζεται κάτω από το ερώτημα κατά πόσο η επιδίκαση αποζημιώσεων θα ήταν επαρκής θεραπεία με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης. Δηλαδή αν η επιδίκαση των αποζημιώσεων υπέρ του ενάγοντα στο τελικό στάδιο της υπόθεσης είναι αρκετή για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του, τότε η έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος δεν είναι απαραίτητη.

 

Επιπρόσθετα με τις πιο πάνω τρεις προϋποθέσεις το Δικαστήριο θα πρέπει να σταθμίσει αν είναι εύλογο και δίκαιο να εκδώσει ή διατηρήσει το Διάταγμα.

 

Όπως τονίσθηκε και πιο πρόσφατα στην υπόθεση Molvi Estates Ltd v. Λεωνίδας Κίμωνος κ.ά., Πολιτική Έφεση αρ. Ε193/2015, ημερ. 9/5/2023, ECLI:CY:AD:2023:A159, κατά την εξέταση αιτήσεων για προσωρινά διατάγματα το Δικαστήριο δεν αποφασίζει επί της απαίτησης του ενάγοντα και επιμελώς θα πρέπει να αποφεύγει την κρίση της ουσίας της αγωγής. Περιορίζεται και προσεγγίζει το μαρτυρικό υλικό με μόνο σκοπό τη διακρίβωση της ύπαρξης ή όχι των προϋποθέσεων του Άρθρου 32 και κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263, 267-8). Οποιεσδήποτε διαπιστώσεις γίνονται για σκοπούς της εξέτασης της έκδοσης ή όχι του προσωρινού διατάγματος και όλα τα ζητήματα που εγείρονται στην αγωγή παραμένουν ζωντανά για να αποφασιστούν όταν θα εκδικαστεί η ουσία της (Δημοκρατία της Σλοβενίας ν. Beogradska Banka D.D. (1999) 1(A) A.A.Δ. 225, 236).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την πρώτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 ορθώς κατέληξε ότι εγείρετο σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση. Με βάση τα δικόγραφα ήτο προφανές ότι εγείρετο, εν προκειμένω, ζήτημα σε σχέση με παράνομη επέμβαση, από μέρους των Εφεσειόντων, σε περιουσία των Εφεσιβλήτων, πρόκληση εκτεταμένης ζημιάς καθώς και παράνομης επίθεσης και πρόκλησης σωματικών βλαβών στον Εφεσίβλητο 2.

 

Σε ό,τι, δε, αφορά την προϋπόθεση για ύπαρξη πιθανότητας επιτυχίας, έχοντας ενώπιον του το σύνολο της μαρτυρίας και τεκμηρίων που καταχωρήθηκαν εκατέρωθεν, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

 

«Από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου με την αίτηση, προκύπτει ότι πρόκειται για μια πολύ σοβαρή περίπτωση με εκτεταμένα επεισόδια, στα οποία έλαβαν μέρος αρκετά άτομα. Οι ζημιές που έχουν προκληθεί στα γραφεία της Ενάγουσας 1, όπως παρουσιάζονται στις φωτογραφίες (Τεκμήριο 7), συνηγορεί με την εκδοχή των Αιτητών πως επρόκειτο για βίαια επεισόδια και όχι για μικροσυμπλοκή, όπως επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί με την ένορκη δήλωση του Εναγόμενου 1.

 

Υπάρχουν, βέβαια διιστάμενες εκδοχές. Οι Αιτητές υποστηρίζουν πως οι Καθ’ων εισήλθαν παράνομα στα γραφεία της Αιτήτριας 1, επιτέθηκαν στον Ενάγοντα 2 και στα άλλα δύο πρόσωπα που αναφέρθηκαν και προκάλεσαν, εσκεμμένα, ζημιές, σπάζοντας γραφεία και καταστρέφοντας εξοπλισμό και άλλα αντικείμενα. Οι φωτογραφίες (Τεκμήριο 7) τείνουν να υποστηρίξουν αυτή την εκδοχή.

 

Οι Εναγόμενοι, με τη σειρά τους, υποστήριξαν πως εισήλθαν ειρηνικά για να παραλάβουν προσωπικά τους αντικείμενα και δέχθηκαν απρόκλητη επίθεση από τον Ενάγοντα 2 και άλλους υπαλλήλους της Ενάγουσας 1.

 

Το Δικαστήριο δεν θα προβεί στο στάδιο αυτό σε ενδελεχή αξιολόγηση των δύο εκδοχών και εξαγωγή συμπερασμάτων επί της ουσίας. Υποδεικνύεται, απλά, πως δεν θα αναμενόταν τέτοια καταστροφή στα περιουσιακά στοιχεία της Ενάγουσας, εάν δεν ελάμβαναν χώρα εκτεταμένα επεισόδια. Χωρίς να παραγνωρίζονται οι θέσεις των Εναγομένων, όπως προτάθηκαν με την ένορκη δήλωση του Εναγόμενου 1, το Δικαστήριο εκτιμά ότι οι Αιτητές έχουν ικανοποιήσει τις πρώτες δύο προϋποθέσεις του άρθρου 32, όπως έχουν ερμηνευθεί από την αναφερθείσα νομολογία. Είναι αρκετό να επαναληφθεί, πως στο στάδιο αυτό ο Αιτητής δεν καλείται να αποδείξει την υπόθεση του, αλλά να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραβίαση των δικαιωμάτων του.»

 

 

Επισημαίνεται ότι σε σχέση με τη δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32, η προοπτική επιτυχίας εξετάζεται σε συνάρτηση και με την αντίθετη εκδοχή. Κάποια αξιολόγηση της προσφερθείσας μαρτυρίας είναι αναγκαία για να διαπιστωθεί κατά πόσον ικανοποιείται η εν λόγω προϋπόθεση που θέτει το Άρθρο 32, χωρίς, όμως, αυτό να ισοδυναμεί με τελεσίδικη κρίση.

 

Όπως υπεδείχθη στην υπόθεση Κωνσταντίνος Λόρδος κ.ά. ν. Πέτρου Σιακόλα κ.ά., Πολιτική Έφεση αρ. Ε143/2015, ημερ. 23/3/2017, «τηρουμένης της αρχής ότι το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία, οφείλει πάντως να προβεί σε κάποια αξιολόγηση της αποδεικτικής δύναμης της υπόθεσης εκείνου του διαδίκου ο οποίος ζητά ενδιάμεση θεραπεία».  Στην υπόθεση Σεβαστού v. Σεβαστού (2002) 1 Α.Α.Δ. 1980, ελέχθη συναφώς ότι, «κάποια πρωταρχική, έστω, αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι αναγκαία για να μπορεί το δικαστήριο να συνεκτιμήσει την αποδεικτική δύναμη της κάθε πλευράς. Έστω στην περιορισμένη σφαίρα εξέτασης σε αυτό το στάδιο».

 

Το ερώτημα που ουσιαστικά εξέτασε το πρωτόδικο Δικαστήριο, και ορθά, επισημαίνουμε, είναι κατά πόσο με τα όσα οι Εφεσίβλητοι είχαν θέσει υπόψη του και λαμβανομένων υπόψη των θέσεων της πλευράς των Εφεσειόντων στοιχειοθετείτο ορατή πιθανότητα επιτυχίας. Πιθανότητα τέτοια που δεν ήταν μια απλή πιθανότητα αλλά πάντως με τον πήχη να βρίσκεται πιο χαμηλά από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Όπως διεφάνη από το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι ισχυρισμοί των Εφεσειόντων δεν εξασθένησαν την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης των Εφεσιβλήτων, σε βαθμό μάλιστα που να οδηγούν στη διαπίστωση μη ύπαρξης ορατής πιθανότητας επιτυχίας.

 

Με βάση τα πιο πάνω είναι προφανές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία, εξέτασε το υπό κρίση ζήτημα σε συνάρτηση και με την αντίθετη εκδοχή. Δεν περιορίστηκε απλώς στην παράθεση των εκατέρωθεν εκδοχών, ούτε υιοθέτησε την εκδοχή των Εφεσιβλήτων χωρίς να εκτιμήσει την προοπτική επιτυχίας της σε συνάρτηση με την αντίθετη εκδοχή. Ο χειρισμός του ζητήματος και οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τους περιορισμένους σκοπούς της διαδικασίας, είναι ορθές και δεν παρέχουν οποιοδήποτε πεδίο επέμβασης.

 

Έπεται ότι ο  4ος Λόγος Έφεσης δεν ευσταθεί και, συνεπώς, απορρίπτεται.

 

Μέσω του 7ου Λόγου Έφεσης εγείρεται ζήτημα ότι τα προσβαλλόμενα Διατάγματα εκδόθηκαν καθ’ υπέρβαση εξουσίας και παράβαση νόμου και ουσιωδών δικαιωμάτων «καθότι το λεκτικό τους είναι γενικό, αόριστο και ασαφές ώστε να μην είναι δυνατό να γίνει εύκολα αντιληπτό το πεδίο εφαρμογής τους».

 

Είναι προαπαιτούμενο πως ένα παρεμπίπτον διάταγμα θα πρέπει να είναι σαφές και συγκεκριμένο έτσι ώστε το πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται να γνωρίζει επακριβώς πώς πρέπει να ενεργήσει ή πώς θα πρέπει να αποφύγει να ενεργήσει, νοουμένου ότι οι συνέπειες της παρακοής του διατάγματος του Δικαστηρίου επιφέρουν σοβαρές συνέπειες (βλ. Penderhill Holdings Limited v. Abramchyk (2014) 1 Α.Α.Δ. 118).

 

Διεξήλθαμε με προσοχή το λεκτικό των Διαταγμάτων και καταλήξαμε πως δεν υπάρχει οποιαδήποτε ασάφεια ή αοριστία, ή ότι προκαλεί οποιαδήποτε σύγχυση ή η διατύπωση του είναι τόσο ευρεία ώστε να προκαλέσει οποιαδήποτε δυσκολία στο πρόσωπο προς το οποίο στρέφεται να συμμορφωθεί με αυτό. Ούτε διαπιστώνεται να είναι ευρύ ή έκδηλα δυσανάλογο προς το σκοπό για τον οποίο ζητήθηκε, όπως διατείνονται οι Εφεσείοντες μέσω του 8ου Λόγου Έφεσης. Σε ό,τι δε αφορά το συγκεκριμένο Λόγο Έφεσης, δεν είναι αντιληπτό πώς το Διάταγμα που εξεδόθη με βάση το Παρακλητικό (Β), παραβιάζει «μεγάλο αριθμό προσώπων που δεν είναι μέρη της Αγωγής», με δεδομένο ότι αυτό ξεκάθαρα στρέφεται εναντίον των Εφεσειόντων και/ή υπαλλήλων και/ή αντιπροσώπων και/ή υπηρετών και/ή οποιωνδήποτε προσώπων εκ μέρους τους και/ή για λογαριασμό τους.

 

Ως εκ των ανωτέρω, ο 7ος και ο 8ος Λόγος Έφεσης απορρίπτονται.

 

Μέσω του 1ου  Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι η ένορκη δήλωση επί της οποίας το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε για την έκδοση των Διαταγμάτων είχε συνταχθεί κατά παράβαση των προνοιών της Δ.39, θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, αφού ο ενόρκως δηλών δεν ήταν γνώστης των γεγονότων τα οποία αναφέρονταν στην ένορκη του δήλωση, ούτε αποκάλυπτε την πηγή της γνώσης του.

 

Το πιο πάνω ζήτημα και γενικότερα αυτό που αφορά τη μαρτυρία επί της οποίας βασίστηκε για σκοπούς της έκδοσης των υπό κρίση Διαταγμάτων, αντιμετωπίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως ακολούθως:

 

«Όσον αφορά την εισήγηση πως ο ενόρκως δηλών δεν έχει προσωπική γνώση και δεν είναι κατάλληλα εξουσιοδοτημένος, αρκεί να υποδειχθεί πως είναι ο αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της Ενάγουσας 1.  Η παρουσία των Εναγομένων στο μέρος, κατά τον επίδικο χρόνο, η συμπλοκή και η πρόκληση των ζημιών στην περιουσία της Ενάγουσας 1, δεν τελούν υπό αμφισβήτηση.  Το κατά πόσο αληθεύει η μία ή η άλλη εκδοχή, θα διαπιστωθεί στα πλαίσια εκδίκασης της ουσίας της αγωγής.»

 

 

Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε το επιλήψιμο στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το γεγονός της παρουσίας των Εφεσειόντων στα γραφεία των Εφεσιβλήτων ήταν παραδεκτό, όπως και της συμπλοκής που ακολούθησε της εισόδου των Εφεσειόντων στο χώρο αυτό και της πρόκλησης υλικών ζημιών. Μέσω δε των πληροφοριών που, όπως αναφέρει ο ομνύων στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την Αίτηση των Εφεσιβλήτων συνέλεξε, μετέφερε την εκδοχή των Εφεσιβλήτων ως προς το πώς έλαβαν χώρα τα γεγονότα.

 

Ο 1ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Τα πιο πάνω καλύπτουν και τα όσα αποτελούν αντικείμενο του 9ου Λόγου Έφεσης καθ’ ην στιγμή το παράπονο των Εφεσειόντων είναι ότι δεν υπήρχε μαρτυρία για να εκδοθεί το Διάταγμα που αφορούσε το Παρακλητικό (Β) της Αίτησης.

 

Συνεπώς ο 9ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Μέσω του 5ου Λόγου Έφεσης οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε το γεγονός ότι οι Εφεσίβλητοι, καταχρώμενοι τις δικαστικές διαδικασίες, είχαν ζητήσει και εξασφαλίσει στις 3/11/2015 στο πλαίσιο άλλης Αγωγής, της 5391/2015, μέσω μονομερούς Αίτησης, προσωρινό διάταγμα με το οποίο οι Εφεσείοντες εμποδίζονταν, μεταξύ άλλων, να επέμβουν στο Σταθμό λεωφορείων Αρεδιού και ότι, στη συνέχεια, στο πλαίσιο της Αγωγής 5811/2015, μέσω μονομερούς αίτησης, ημερ. 24/11/2015, είχαν ζητήσει την έκδοση αντίστοιχου διατάγματος με το οποίο να απαγορεύεται στους Εφεσείοντες να  επεμβαίνουν σε διάφορα ακίνητα και υποστατικά και σταθμούς λεωφορείων των Εφεσιβλήτων, συμπεριλαμβανομένου και του Σταθμού λεωφορείων Αρεδιού.

 

Δεν συγκλίνουμε με τις πιο πάνω θέσεις.

 

Αρκεί να επισημάνουμε ότι τα εναγόμενα πρόσωπα δεν ήταν τα ίδια και στις δύο πιο πάνω αναφερόμενες Αγωγές, όπως και το ότι ούτε οι επιζητούμενες, σε κάθε Αγωγή, θεραπείες, ήταν ταυτόσημες.

 

Όσο δε αφορά τη θέση των Εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αναιτιολόγητα παρέλειψε να ασχοληθεί με το πιο πάνω θέμα και τις θέσεις που οι Εφεσείοντες είχαν στην επιχειρηματολογία τους προωθήσει, είναι αρκετό να υπομνήσουμε ότι το Δικαστήριο δεν είναι υπόχρεο να εξετάζει κάθε εισήγηση και κάθε επιχείρημα που τίθεται ενώπιόν του, εκτός και αν κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα (2010) 1 Α.Α.Δ. 1238, 1260, ότι «… τα δικαστήρια δεν έχουν καμιά υποχρέωση να απαντούν σε κάθε επιχείρημα που τίθεται ενώπιον τους, εκτός κι αν κρίνουν ότι κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο» (βλ., επίσης, Μακαρούνα ν. Μιχαήλ και Άλλων (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 851, 859). Πέραν τούτου, για να υπάρξει ανατροπή θα πρέπει η παράλειψη να είναι ουσιώδης (βλ. Ευαγγελίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2015) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2549, 2557).

 

Κατ’ ακολουθίαν όλων των πιο πάνω ο 5ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Δεν είναι αντιληπτό το παράπονο των Εφεσειόντων, αντικείμενο του 6ου Λόγου Έφεσης, ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο προ-αποφάσισε, χωρίς να έχει ενώπιον του ολοκληρωμένες τις θέσεις αμφοτέρων των μερών σε σχέση με το Σταθμό Αρεδιού. Όπως προκύπτει από την Αίτηση και την Ένσταση που καταχωρήθηκε στην Αγωγή 5811/2015, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχε μαρτυρία, μέσω ενόρκων δηλώσεων που συνόδευαν την Αίτηση και Ένσταση αντίστοιχα, στο πλαίσιο των οποίων γινόταν αναφορά και στο Σταθμό λεωφορείων Αρεδιού.

 

Ο 6ος Λόγος Έφεσης δεν είναι βάσιμος και, συνεπώς, απορρίπτεται.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, ουδείς εκ των Λόγων Έφεσης είναι βάσιμος. Αναπόδραστη κατάληξη είναι ότι η υπό κρίση Έφεση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη. Συνακόλουθα η Έφεση απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον των Εφεσειόντων έξοδα ύψους €4600, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

 

                                      Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                      Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο