
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. E27/2020)
7 Απριλίου 2025
[ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στής]
ALPHA PANARETI PUBLIC LTD
Εφεσείουσα/Εναγόμενη
v.
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα
--------------------------
Ζ. Σάντης για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσείουσα.
Δ. Παυλίδης για Δημήτριος Α. Παυλίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσίβλητο.
Στυλιανίδου, Δ.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν. 33/1964).
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στυλιανίδου, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση των εφεσειόντων για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε εναντίον τους, και υπέρ των εφεσιβλήτων, εφόσον δεν εμφανίστηκαν κατά τη δικάσιμο.
Η αίτηση βασιζόταν στη Δ.33, θ.5 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Επειδή η αίτηση καταχωρίστηκε μετά την παρέλευση της προθεσμίας των δεκαπέντε ημερών που τίθεται με τη Δ.33, θ.5, με το πρώτο αιτητικό αυτής, ζητείτο, βάσει της Δ.57, θ.2 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, παράταση της προθεσμίας καταχώρισής της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε συνεπώς, κατά προτεραιότητα, τη διακριτική του ευχέρεια στη βάση της Δ.57, θ.2.
Με αναφορά στην ενώπιον του μαρτυρία και σε στοιχεία που προέκυπταν από τον φάκελο του Δικαστηρίου, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η στάση των εφεσειόντων καταδείκνυε εκ μέρους τους αδικαιολόγητη αδιαφορία για την πορεία της υπόθεσης τους και τη δικαστική διαδικασία και υπό τις περιστάσεις προσλάμβανε τη μορφή καταφρόνησης της διαδικασίας αυτής και των δικαιωμάτων των αντιδίκων τους, αλλά και αδιαφορία για τα θέσμια. Ως εκ των ανωτέρω, έκρινε ότι η παράταση της προβλεπόμενης από τη Δ.33, θ.5 προθεσμίας θα αποτελούσε μέτρο υπονόμευσης της απονομής της δικαιοσύνης και της ανάγκης για ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων, και απέρριψε το σχετικό αιτητικό παράτασης χρόνου βάσει της Δ.57, θ2. Συνεπώς, ανέφερε ότι η κατάληξή του αυτή έκρινε μοιραία και την τύχη της δεύτερης αιτούμενης θεραπείας για παραμερισμό της εκδοθείσης απόφασης, εφόσον με τη μη παράταση της προβλεπόμενης από τη Δ.33, θ.5 προθεσμίας, η αίτηση επί αυτής δεν μπορούσε να εξεταστεί, λόγω του ότι καταχωρίστηκε εκπρόθεσμα.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με τέσσερεις λόγους έφεσης, για κατανόηση των οποίων είναι απαραίτητη μία σύνοψη των βασικών γεγονότων τα οποία λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Μετά τη συμπλήρωση των δικογράφων, οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν κλήση για οδηγίες δυνάμει της Δ.30 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας η οποία ορίσθηκε στις 16.5.2019. Λόγω επικείμενης απουσίας του Δικαστή κατά την εν λόγω ημερομηνία, οι συνήγοροι των διαδίκων ειδοποιήθηκαν από το Πρωτοκολλητείο ότι η υπόθεση ορίσθηκε για προγραμματισμό στις 15.5.2019, ημερομηνία κατά την οποία ο συνήγορος των εφεσειόντων ζήτησε άδεια από το Δικαστήριο όπως αποσυρθεί από την εκπροσώπησή τους, παρουσιάζοντας και καταθέτοντας ως Τεκμήριο Α, ηλεκτρονικό μήνυμα-επιστολή απευθυνόμενο στον διευθυντή αυτών. Το περιεχόμενο της επιστολής παρατίθεται αυτούσιο εφόσον αποτελεί και το αντικείμενο του πρώτου λόγου έφεσης στον οποίο θα αναφερθώ πιο κάτω.
«Δια της παρούσης επιστολής σας πληροφορούμε ότι όπως έχουμε ενημερωθεί σήμερα από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου η ως άνω υπόθεση σας η οποία όπως σας έχουμε ενημερώσει με προηγούμενη μας επιστολή ημερ. 11/4/2019 ήταν ορισμένη για τις 16/5/2019, λόγω απουσίας της δικαστού από το Δικαστήριο εκείνη την ημέρα, η υπόθεση ορίσθηκε για τις 15/5/2019 για προγραμματισμό.
Κατά την ως άνω ημερομηνία θα αποσυρθούμε από δικηγόροι σας και ως εκ τούτου παρακαλούμε όπως διορίσετε άλλο δικηγόρο για να εμφανισθεί εκ μέρους σας την ημέρα αυτή ή όπως παρουσιασθείτε εσείς προσωπικά».
Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση των εφεσειόντων αναφέρεται ότι ο λόγος για τον οποίο οι εφεσείοντες δεν αναρωτήθηκαν για την πορεία της υπόθεσης μετά την 15.5.2019 ήταν επειδή το πιο πάνω μήνυμα μεταφέρθηκε για άγνωστο λόγο στα άχρηστα μηνύματα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του διευθυντή τους. Ως εκ τούτου δεν ενημερώθηκαν οι εφεσείοντες ώστε να εμφανιστούν κατά την εν λόγω ημερομηνία.
Περαιτέρω, υποστηρίζεται ότι οι εφεσείοντες δεν γνώριζαν ότι συμπληρώθηκαν τα δικόγραφα, την καταχώριση της κλήσης για οδηγίες και ότι αυτή ήταν ορισμένη στις 15.5.2019 επειδή δεν διάβασαν το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα. Έτσι, μέχρι που ειδοποιήθηκαν από τους εφεσίβλητους στις 11.10.2019 ότι εκδόθηκε απόφαση εναντίον τους, θεωρούσαν ότι οι εφεσίβλητοι δεν προωθούσαν τη διαδικασία στην παρούσα αγωγή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η θέση τους αυτή δεν ήταν πειστική και ότι διαψεύδεται από το πιο πάνω Τεκμήριο Α, στο οποίο, όπως επεσήμανε, έγινε αναφορά σε επιστολή ημερομηνίας 11.4.201 με την οποία ενημερώνονταν οι εφεσείοντες ότι η υπόθεση ήταν ορισμένη στις 16.5.2019.
Εν όψει των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως εξής:
«Ανεξάρτητα λοιπόν του ότι δεν έλαβαν γνώση της αλλαγής της δικασίμου και του ορισμού της υπόθεσης στις 15.5.2019, ενόψει των ανωτέρω και του ότι είχαν συμφωνήσει με τον εν λόγω δικηγόρο, περί τον Απρίλιο του 2019, να λύσουν τη συνεργασία τους και να αποσυρθεί από όλες τις υποθέσεις που τους εκπροσωπούσε αλλά και με δεδομένο ότι δεν έλαβαν μετά τις 16.5.2019 οποιαδήποτε ενημέρωση για την υπόθεση, όφειλαν να επιδείξουν το απαραίτητο ενδιαφέρον και να φροντίσουν, μετά την εν λόγω ημερομηνία να ενημερωθούν για αυτήν. Εάν επιδείκνυαν έγκαιρα ενδιαφέρον θα μπορούσαν όχι μόνο να εντοπίσουν το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα αλλά και να καταχωρήσουν εντός της προθεσμίας την αίτηση παραμερισμού, ακόμη και να αποτρέψουν την έκδοση της απόφασης, εφόσον αυτή δεν εκδόθηκε παρά μόνο στις 20.6.2019 δηλ. ένα και πλέον μήνα μετά την μη εμφάνιση τους στις 15.5.2019. Κάτι τέτοιο όμως δεν έπραξαν, χωρίς να δίδουν οποιαδήποτε πόσο μάλλον ικανοποιητική δικαιολογία για την παράλειψη τους, παρά μόνο με καθυστέρηση 5 σχεδόν μηνών από τη μη εμφάνιση τους και 4 σχεδόν μηνών από την έκδοση της απόφασης, επικαλούμενοι ως αφορμή την λήψη της επιστολής του δικηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση ημερ. 10.10.2019, που τους ενημέρωνε για την απόφαση και τους προειδοποιούσε πλέον για λήψη μέτρων εκτέλεσης.»
Με τον πρώτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι με το πιο πάνω Τεκμήριο Α, το οποίο οι εφεσείοντες δεν έλαβαν, τους γνωστοποιήθηκε ότι οι δικηγόροι τους έπαψαν να τους εκπροσωπούν. Υποστηρίζεται συναφώς με την αιτιολογία αυτού, πως το Δικαστήριο έπρεπε, λόγω της δήλωσης των δικηγόρων περί πρόθεσης μη εκπροσώπησης των εφεσειόντων στο εν λόγω τεκμήριο, να έκρινε δικαιολογημένο τον ισχυρισμό των εφεσειόντων στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτησή τους, ότι «η Εναγόμενη δεν ειδοποιήθηκε ποτέ στην πραγματικότητα για την απόσυρση του Δικηγόρου της» και άρα, είναι εύλογο να θεωρούσε ότι εξακολουθούσε να εκπροσωπείται από δικηγόρο».
Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη διότι σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζεται με αυτόν, δεν υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι ο λόγος που δεν αναρωτήθηκαν για την έκβαση της υπόθεσής τους, ήταν ότι θεωρούσαν ότι εξακολουθούσαν να εκπροσωπούνται από δικηγόρο. Αντιθέτως, όπως ορθά εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η θέση των εφεσειόντων ήταν ότι είχαν την εντύπωση ότι η υπόθεση δεν προωθείτο από πλευράς εφεσιβλήτων.
Σημειώνεται ότι στο περίγραμμα αγόρευσης από πλευράς εφεσειόντων προς υποστήριξη της θέσης τους παραπέμπουν στην υπόθεση Lapertas Fisheries Ltd κ.ά. v. Ρολάνδου Ευαγόρου (2005) 1 ΑΑΔ 1505. Στην εν λόγω υπόθεση λέχθηκε ότι σφάλμα δικηγόρου δεν συνιστά κατά κανόνα λόγο παράτασης προθεσμιών, όμως κατ’ εξαίρεση μπορεί να συγχωρεθεί υπό ορισμένες περιστάσεις. Εν προκειμένω ούτε με την ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση των εφεσειόντων, αλλά ούτε και με τον παρόντα λόγο έφεσης γίνεται αναφορά σε σφάλμα δικηγόρου. Τουναντίον, στην εν λόγω ένορκη δήλωση αναφέρεται ρητώς ότι οι εφεσείοντες δεν ενημερώθηκαν για την απόσυρση του δικηγόρου τους, «χωρίς ευθύνη» των δικηγόρων τους. Ως εκ τούτου η παραπομπή στην πιο πάνω απόφαση δεν υποστηρίζει τις θέσεις που προωθούνται με τον παρόντα λόγο έφεσης.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του ότι σύμφωνα με το Τεκμήριο Α, οι εφεσείοντες ενημερώθηκαν με επιστολή του δικηγόρου τους ημερομηνίας 11.4.2019 για το ότι η υπόθεση είχε ορισθεί για τις 16.5.2019 και ότι εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του ολόκληρη την ενώπιον του μαρτυρία.
Με την αιτιολογία αυτού του λόγου, προωθείται η θέση ότι το Δικαστήριο δεν είχε υπόψη του ολόκληρη την επιστολή του δικηγόρου των εφεσειόντων ημερομηνίας 11.4.2019 και δεν γνώριζε κατά πόσον σε αυτή γινόταν αναφορά σε απόσυρσή του.
Σε σχέση με το πεδίο επέμβασης του Εφετείου αναφορικά με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο πλαίσιο της Δ.57, θ.2 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στην υπόθεση EUROCYPRIA AIRLINES LTD (ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ) ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΑΥΤΗΣ κ. ΙΑΚΩΒΙΔΗ ν. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 438/2012, 8/6/2018, ECLI:CY:AD:2018:A281, λέχθηκαν τα εξής:
«Κατά πάγια νομολογία επέμβαση του Εφετείου στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας, προσδιοριστικής του αυτεξούσιου της δικαστικής κρίσης, δικαιολογείται στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται ότι η άσκηση της (α) έγινε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το νόμο, (β) οδηγεί σε πασιφανή αδικία και (γ) είναι προϊόν πλάνης ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων ή μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (βλ. Λυσιώτης (ανωτέρω), APL Alexander Promotions Ltd v. Gerlington Ltd κ.α., Πολ. Εφ. Ε40/15 ημερ. 31.1.18 και Chr. Petrides Tradelings Ltd v. Πετρίδου, Πολ. Εφ. 201/12 ημερ. 7.2.18 που παραπέμπουν στη σχετική επί του θέματος προηγούμενη νομολογία).
Υπό τα περιστατικά της υπό κρίση περίπτωσης διαμορφώσαμε την άποψη ότι στη βάση του σκεπτικού της πρωτόδικης απόφασης (ανωτέρω) δεν μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι οι παράγοντες που έλαβε υπόψη το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δικαιολογούσαν τον τρόπο με τον οποίο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια. Προς τούτο είναι αρκετό να επισημάνουμε ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι επέδειξαν αδιαφορία για την πορεία της υπόθεσης τους και τη δικαστική διαδικασία δικαιολογείται πλήρως ως αποτέλεσμα της εν τέλει μη εμφάνισής τους στο Δικαστήριο για ακρόαση της υπόθεσης στις 30.5.11, ημερομηνία που γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν από 11.4.11. Επιπρόσθετα το γεγονός ότι κατά την εν λόγω ημερομηνία εκδόθηκε απόφαση εναντίον τους το πληροφορήθηκαν με τηλεομοιότυπο που αποδεδειγμένα απέστειλαν οι δικηγόροι της εφεσίβλητης στον Εκκαθαριστή και ο ισχυρισμός του Εκκαθαριστή ότι δεν το έλαβε ή (αμελής) υπάλληλος του γραφείου του δεν το έθεσε υπόψη του, είναι στοιχείο που δεν μπορούσε να έχει επιπτώσεις στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, όπως ορθώς παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η επίδικη αίτηση καταχωρίστηκε 11.10.11 και οι δικαιολογίες των εφεσειόντων για την 4μηνη καθυστέρηση στην καταχώρισή της δεν ήταν πειστικές.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω κρίνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει υποπέσει σε οποιοδήποτε σφάλμα ως προς τα στοιχεία που συνεκτίμησε για άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας και κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται με έξοδα…»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Το Εφετείο εξέτασε ζήτημα ορθής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο πλαίσιο της Δ.57, θ.2 στην υπόθεση ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΥ ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑ v. ΛΑΜΠΡΟΥ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, ΕΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ URBAN SPLASH ή URBAN SPLASH CHARTERED AGENTS, Πολιτική Έφεση Αρ. E130/2018, 6/6/2024 και σημείωσε τα ακόλουθα:
«Η πλευρά των εφεσειόντων πέραν από γενικές αναφορές και τοποθετήσεις ως επίσης ισχυρισμούς που δεν τέθηκαν πρωτόδικα, δεν έχει υποδείξει οποιαδήποτε σημείο που να καταδεικνύει βάσιμα ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε λανθασμένα με βάση τα στοιχεία και δεδομένα που είχε ενώπιον του (Παπόρη ν. Maskinfabriken «SIO» A/S, (1996) 1(B) A.A.Δ. 1037 και Agini v. Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος Α.Ε. (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 11).»
Ο παρών λόγος έφεσης θα εξεταστεί έχοντας κατά νου τα πιο πάνω λεχθέντα.
Ως προς το πρώτο σκέλος του επιχειρήματος που εγείρεται, αναφορικά με την άγνοια του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το σύνολο του περιεχομένου της εν λόγω επιστολής, είμαι της άποψης ότι το κατά πόσον στην εν λόγω επιστολή δεν γινόταν αναφορά σε απόσυρση των δικηγόρων των εφεσειόντων, αποτελεί ζήτημα που δεν θα επηρέαζε την κρίση του Δικαστηρίου, δεδομένης της ως άνω δήλωσης των εφεσειόντων, την οποία έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, ότι περί τον Απρίλιο του 2019, είχε αποφασισθεί η λύση της συνεργασίας των εφεσειόντων με τους δικηγόρους τους.
Ως προς το δεύτερο σκέλος του επιχειρήματος, ήτοι ότι εσφαλμένα δεν λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο ότι οι εφεσείοντες θεωρούσαν ότι εκπροσωπούνταν από δικηγόρο, τονίζω ότι όπως προαναφέρθηκε, ο λόγος που ρητώς δόθηκε με την ένορκη δήλωση των εφεσειόντων ως δικαιολογία για τον λόγο που δεν αναρωτήθηκαν για την έκβαση της υπόθεσης, ήταν ότι θεωρούσαν ότι η υπόθεση δεν προωθείτο από τους εφεσίβλητους και όχι το ότι οι ίδιοι θεωρούσαν ότι εκπροσωπούνταν από δικηγόρο. Οπότε, το επιχείρημα αυτό στερείται πραγματικού ερείσματος και είναι απορριπτέο.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός, δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη τη συμπεριφορά των εφεσειόντων μετά τη γνωστοποίηση προς αυτούς της έκδοσης της εναντίον τους απόφασης, ήτοι το γεγονός ότι καταχώρισαν την ως άνω αίτηση παραμερισμού επτά μέρες μετά την εν λόγω γνωστοποίηση.
Προς υποστήριξη του παρόντος λόγου έφεσης, οι εφεσείοντες, με το περίγραμμα αγόρευσής τους, παρέπεμψαν στην υπόθεση Ιωάννου Γιαννάκης ν. Αιμίλιου Θεοδούλου, σαν διαχειριστή της περιουσίας της Άννας Χρ. Κράνου και Άλλων (Αρ. 1) (2000) 1 ΑΑΔ 7, στην οποία υιοθετήθηκαν τα λεχθέντα στην Χόππη v. Παναγή (1993) 1 ΑΑΔ 140:
«Αποκλειστικός οδηγός για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου για την παράταση του χρόνου άσκησης έφεσης είναι τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.
……
Το συμφέρον της δικαιοσύνης είναι έννοια σύνθετη και πολυδιάστατη, συνυφασμένη με το σύνολο των αρχών του δικαίου και τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης.»
Όπως αναφέρθηκε κατά την εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης ανωτέρω, η επέμβαση του Εφετείου ως προς τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, περιορίζεται όπως αποφασίστηκε στις υποθέσεις EUROCYPRIA AIRLINES και ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΥ ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑ, ανωτέρω.
Έχοντας κατά νου τα νομολογηθέντα στις εν λόγω αποφάσεις, επισημαίνω ότι στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η στάση των εφεσειόντων για περίοδο συνολικά 9 μηνών, ήταν αδικαιολόγητη και καταδείκνυε αδιαφορία. Δεν αγνόησε τη μετέπειτα δράση τους, μετά την ενημέρωση τους για έκδοση απόφασης. Έκρινε όμως, ότι δεν αποτελούσε αντιστάθμισμα που να ανατρέπει την αποτίμηση της προηγούμενης στάσης τους.
Θεωρώ ότι το όλο σκεπτικό του βασίσθηκε στις ορθές αρχές δικαίου και ότι έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον του σχετικά δεδομένα, συνεκτιμώντας τα, ως είχε την ευχέρεια να το πράξει.
Εν όψει της πιο πάνω νομολογίας, κρίνω ότι οι εφεσείοντες δεν υπέδειξαν λόγο επέμβασης του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης, υποστηρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι οι εφεσείοντες είχαν μια πολύ καλή υπεράσπιση στην αγωγή.
Υπενθυμίζω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε πρώτα την αίτηση για παράταση χρόνου, βάσει της Δ.57, θ.2. Η εξέταση της ήτο απαραίτητη, όπως προκύπτει από τις υποθέσεις Ann-Clair Developments Ltd ν. Στέλιου Kυριακίδη (1999) 1 ΑΑΔ 537, και Αθανασιάδη ν. Αλεξάνδρου (1991) 1 ΑΑΔ 945, πριν την εξέταση της αίτησης παραμερισμού βάσει της Δ.33, θ.5. των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Λόγω της απόρριψης του αιτήματος για παράταση χρόνου, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επελήφθη της αίτησης παραμερισμού στη βάση της Δ.33, θ.5. Επομένως, η ανάπτυξη αυτού του λόγου έφεσης στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων, με αναφορά στην απόφαση Χρυσάνθου κ.ά. v. Mariala Construction (1996) 1 ΑΑΔ 1129, η οποία εφαρμόζει τη Δ.33, θ.5 και αναφέρει βεβαίως τη σχετικότητα της ύπαρξης καλής υπεράσπισης, κρίνεται άστοχη και δεν θα τύχει σχολιασμού. Ο πέμπτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Η έφεση αποτυγχάνει στην ολότητά της και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων ύψους €4.000, πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο