
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 163/2016)
26 Μαΐου, 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΤΡΥΦΩΝΑΣ ΤΡΥΦΩΝΟΣ
Εφεσείων,
ν.
1. ΜΙΧΑΗΛ ΤΡΥΦΩΝΟΣ
2. ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΠΑΠΑΒΑΡΝΑΒΑ-ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
3. ΛΟΥΪΖΑΣ ΤΡΥΦΩΝΟΣ-ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Εφεσίβλητων.
.........................
(Πολιτική Έφεση Αρ. 169/2016)
1. ΜΙΧΑΗΛ ΤΡΥΦΩΝΟΣ
2. ΘΕΟΔΩΡΑ ΠΑΠΑΒΑΡΝΑΒΑ-ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
3. ΛΟΥΪΖΑ ΤΡΥΦΩΝΟΣ-ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Εφεσείοντες,
ν.
1. ΤΡΥΦΩΝΑ Γ. ΤΡΥΦΩΝΟΣ
2. ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΤΙΜΕΡΗ
Εφεσίβλητων.
Δ. Νικολετόπουλος, για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα στην Π.Ε. 163/16 και Εφεσίβλητο 1 στην Π.Ε. 169/16.
Α. Ρούσου (κα), για Κώστας Λοΐζου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους στην Π.Ε. 163/16 και Εφεσείοντες στην Π.Ε. 169/16.
Ε. Χατζηευτυχίου, για την Εφεσίβλητη 2 στην Π.Ε. 169/16.
..................................
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη
και θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η Τριάδα Τρύφωνος απεβίωσε στις 18.8.2008, αφήνοντας διαθήκη ημερ. 27.9.2007 την οποία είχε ετοιμάσει η δικηγόρος Ειρήνη Κατιμέρη, με την οποία διόριζε ως εκτελέστρια αυτής την Κατιμέρη και άφηνε όλη την περιουσία της στον Τρύφωνα Τρύφωνος, υιό του αδελφού της Γιώργου Τρύφωνος. Η διαθήκη της είχε καταχωριστεί στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 27.9.2007 και μετά τον θάνατο της ζητήθηκαν έγγραφα διαχείρισης με συνημμένη διαθήκη με την Αίτηση υπ’ αρ. 573/2008.
Ο Μιχάλης Τρύφωνος, αδελφός της αποβιωσάσης, η Θεοδώρα Παπαβαρνάβα-Παναγιώτου, θυγατέρα της αδελφής της αποβιωσάσης Θεοφανούς Τρύφωνος και η Λουΐζα Τρύφωνος-Γεωργίου, θυγατέρα του αδελφού της αποβιωσάσης Γιώργου Τρύφωνος, ήταν ανάμεσα στα πρόσωπα που δικαιούνταν μερίδιο από την περιουσία της αποβιωσάσης. Αυτοί (οι ενάγοντες), διεκδικώντας μέρος της περιουσίας της αποβιωσάσης, αμφισβήτησαν την εγκυρότητα της διαθήκης και καταχώρισαν κληρονομική αγωγή εναντίον της εκτελέστριας και του Τρύφωνα Τρύφωνος (οι εναγόμενοι). Στην αγωγή ισχυρίζονταν ότι η διαθήκη δεν ήταν έγκυρη καθότι οι μάρτυρες δεν υπέγραψαν τη διαθήκη στην παρουσία της αποβιωσάσης, ότι η σύνταξη και εκτέλεση της διαθήκης αφενός έλαβε χώρα καθ’ ον χρόνο η αποβιώσασα δεν είχε σώας τα φρένας και ή την αντίληψη και ή τη νομική ικανότητα να συντάξει, υπογράψει και εκπληρώσει διαθήκη και αφετέρου επετεύχθη κατόπιν ψυχικής πίεσης και ή καταπίεσης της αποβιωσάσης από και εκ μέρους του Τρύφωνα. Με την αγωγή αξίωναν τις ακόλουθες θεραπείες:
(i) Δήλωση ότι η διαθήκη δεν είναι έγκυρη,
(ii) Διάταγμα με το οποίο να εμποδίζεται η επικύρωση της διαθήκης και να παραμερίζεται η Αίτηση 573/2008 για την παραχώρηση εγγράφων διαχείρισης στην Ειρήνη Κατιμέρη,
(iii) Διάταγμα με το οποίο να εμποδίζονται οι εναγόμενοι να αναμειγνύονται στην περιουσία της αποβιωσάσης,
(iv) Διάταγμα με το οποίο να διορίζονται οι ενάγοντες ή οποιοσδήποτε εξ αυτών ως διαχειριστές της περιουσίας της αποβιωσάσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι κατά την ημερομηνία κατάρτισης της διαθήκης η αποβιώσασα είχε σώας τας φρένας και πλήρη επικοινωνία με το περιβάλλον, γνώριζε το περιεχόμενο της διαθήκης αφού της είχε επεξηγηθεί και την υπέγραψε νομότυπα, θέτοντας τα αρχικά της και το δακτυλικό της αποτύπωμα επί αυτής. Ικανοποιήθηκε επίσης πως οι δύο μάρτυρες ήταν παρόντες κατά την υπογραφή της διαθήκης από την αποβιώσασα, όμως μόνο ο ένας εκ των δύο (Μ.Υ.5) έθεσε την υπογραφή του ενώ ο άλλος (Μ.Υ.4) απλώς ανέγραψε ολογράφως το όνομα του, τη διεύθυνση και τον αριθμό ταυτότητας του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η αναγραφή του ονόματος του από τον Μ.Υ.4 δεν ικανοποιούσε την επιτακτική πρόνοια του άρθρου 23 του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, Κεφ. 195 και, επομένως, κατέληξε ότι η διαθήκη δεν ήταν έγκυρη και η αγωγή έπρεπε να επιτύχει. Εξέδωσε διάταγμα με το οποίο η διαθήκη κηρυσσόταν άκυρη. Αναφορικά με τις υπόλοιπες αιτούμενες θεραπείες, θεώρησε ότι αυτές «είναι μεν το φυσικό επακόλουθο της αλλά θα πρέπει να επιδιωχθούν στα πλαίσια των άλλων διαδικασιών που εκκρεμούν» και τις απέρριψε. Έκρινε ότι τα έξοδα έπρεπε να τα επωμιστεί ο Τρύφωνας, καθότι, όπως σημείωσε, είναι οι πράξεις του που οδήγησαν στην καταχώριση της αγωγής, ενώ η συμπερίληψη της εκτελέστριας ήταν τυπική. Γι’ αυτό επεδίκασε τα έξοδα υπέρ των εναγόντων και εναντίον του Τρύφωνα, και δεν εξέδωσε διαταγή για έξοδα αναφορικά με την εκτελέστρια.
Ο Τρύφωνας δεν έμεινε ικανοποιημένος από την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και καταχώρισε την Έφεση υπ’ αρ. 163/16. Με αυτή εγείρει δύο λόγους έφεσης. Ο πρώτος αφορά στο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 23 του Κεφ. 195 καταλήγοντας πως η διαθήκη ήταν άκυρη. Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στα έξοδα.
Οι Μιχαήλ, Θεοδώρα και Λουΐζα με τη σειρά τους καταχώρισαν την Έφεση υπ’ αρ. 169/16. Με τους τέσσερις πρώτους λόγους έφεσης, αποδίδουν στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι λανθασμένα δεν ακύρωσε τη διαθήκη στη βάση του ότι ούτε και ο Μ.Υ.5 προσυπέγραψε τη διαθήκη αλλά επίσης ανέγραψε το όνομα του (πρώτος λόγος), ότι η αποβιώσασα ήταν αγράμματη και επομένως εφαρμοζόταν ο Κανονισμός 16 των περί Διαχειρίσεων Κληρονομιών Κανονισμών του 1955 (δεύτερος λόγος), ότι οι μάρτυρες δεν ήταν παρόντες κατά την υπογραφή της διαθήκης από την αποβιώσασα (τρίτος λόγος) και ότι η αποβιώσασα είχε μειωμένη όραση και επομένως εφαρμοζόταν και πάλι ο Κανονισμός 16 (τέταρτος λόγος). Με τον πέμπτο λόγο έφεσης οι Εφεσίβλητοι προβάλλουν πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε τις υπόλοιπες αιτούμενες θεραπείες.
Λόγω των ζητημάτων που εγείρονται με τις δύο Εφέσεις, θα προχωρήσουμε στην εξέταση αυτών όχι με βάση την καταχώριση τους, αλλά με βάση το περιεχόμενο του κάθε λόγου έφεσης.
Για να είναι μια διαθήκη έγκυρη, θα πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 22 και 23 του Κεφ. 195. Αυτές οι προϋποθέσεις είναι επιτακτικές (βλ. Charalambous and others v. Demetriou and others (1961) C.L.R. 30). Το άρθρο 22 προνοεί ότι διαθήκη δεν είναι έγκυρη αν καταρτίστηκε από πρόσωπο που δεν έχει σώας τας φρένας ή δεν συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας του. Το άρθρο 23 προβλέπει τα ακόλουθα:
«23. Καµιά διαθήκη δεν είναι έγκυρη, εκτός αν είναι γραπτή και εκτελεστεί σύµφωνα µε τον πιο κάτω τρόπο, δηλαδή-
(α) υπογράφεται στο κάτω µέρος ή στο τέλος της από το διαθέτη, ή από άλλο που ενεργεί για το διαθέτη, στην παρουσία του διαθέτη και µε εντολή του. και
(β) η υπογραφή αυτή τίθεται ή αναγνωρίζεται από το διαθέτη στην παρουσία δύο ή περισσοτέρων µαρτύρων που παρίστανται ταυτόχρονα. και
(γ) οι µάρτυρες αυτοί επιβεβαιώνουν και προσυπογράφουν τη διαθήκη στην παρουσία του διαθέτη και στην παρουσία αλλήλων, αλλά κανένας τύπος επιβεβαίωσης δεν είναι αναγκαίος. και
(δ) αν η διαθήκη αποτελείται από περισσότερα από ένα φύλλο χαρτιού, κάθε φύλλο υπογράφεται ή µονογράφεται από ή για λογαριασµό του διαθέτη και των µαρτύρων.»
Αποτέλεσε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι Μ.Υ.4 και 5 κλήθηκαν να παραστούν και ήταν μάρτυρες της υπογραφής του διαθέτη και ότι ο μεν Μ.Υ.5 υπέγραψε τη διαθήκη ενώ ο Μ.Υ.4 δεν υπέγραψε τη διαθήκη αλλά ανέγραψε στον αντίστοιχο χώρο ολογράφως το όνομα, τη διεύθυνση και τον αριθμό ταυτότητας του.
Αναφορικά με τον τρίτο λόγο έφεσης στην Έφεση 169/16, οι Εφεσίβλητοι θεωρούν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη τη μαρτυρία του Μ.Υ.4, ο οποίος όμως δεν γνώριζε ούτε θυμόταν ποιοι ήταν παρόντες κατά την υπογραφή της διαθήκης και δεν επιβεβαίωσε την παρουσία του Μ.Υ.5.
Ο Μ.Υ.4, κατά τη μαρτυρία του, αναφέρθηκε στις συνθήκες υπό τις οποίες τόσο ο ίδιος όσο και ο Μ.Υ.5 κλήθηκαν ως μάρτυρες της διαθήκης της αποβιωσάσης. Τις ίδιες συνθήκες περιέγραψε και ο Μ.Υ.5, ο οποίος έδωσε περισσότερες λεπτομέρειες. Από τη στιγμή που δεν πλήττεται η αξιοπιστία τους, δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι Μ.Υ.4 και Μ.Υ.5 ήταν παρόντες κατά την υπογραφή της διαθήκης από την αποβιώσασα.
Ως εκ τούτου ο τρίτος λόγος έφεσης στην Έφεση 169/16 απορρίπτεται.
Με τους δεύτερο και τέταρτο λόγους έφεσης στην Έφεση 169/19 προβάλλεται ότι ενόψει των ευρημάτων του πως η αποβιώσασα ήταν αγράμματη και με μειωμένη όραση, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει και καταλήξει ότι οι πρόνοιες του Κανονισμού 16 των περί Διαχειρίσεων Κληρονομιών Κανονισμών του 1955 δεν πληρούνταν, κάτι το οποίο παρέλειψε να πράξει καταλήγοντας σε λανθασμένο συμπέρασμα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεχόμενο τη μαρτυρία των εναγόντων, κατέληξε ότι η αποβιώσασα ήταν αναλφάβητη. Θεώρησε όμως πως αυτό δεν την εμπόδιζε να γνωρίζει να τοποθετεί τα αρχικά της, κάτι το οποίο ικανοποιούσε τις πρόνοιες του Κεφ. 195, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε ρητή αναφορά ή παραπομπή στους Κανονισμούς.
Στο άρθρο 2 του Κεφ. 195 η λέξη «υπογραφή» και «να υπογράφει» «καθώς και συγγενικές εκφράσεις περιλαμβάνουν, προκειμένου για αναλφάβητο πρόσωπο, το σημείο ή τη σφραγίδα του». Η λέξη «υπογράφω» ερμηνεύεται στο άρθρο 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, ως εξής:
«Υπογράφω» με τις γραμματικές του διαφοροποιήσεις και συναφείς εκφράσεις, με αναφορά σε πρόσωπο το οποίο είναι ανίκανο να υπογράψει το όνομά του, περιλαμβάνει το αποτύπωμά του.»
Ο Κανονισμός 16 των περί Διαχειρίσεων Κληρονομιών Κανονισμών του 1955, Κ.Δ.Π. 1/1955, αφορά τη διαθήκη τυφλών ή αναλφάβητων προσώπων και προνοεί τα εξής:
«16. Where the testator was blind or illiterate, the probate registrar shall not grant probate of the will, or administration with the will annexed, unless the probate registrar is first satisfied, by proof of what appears on the face of the will that the will was read over to the deceased before its execution, or that he had at that time knowledge of its contents.»
Όπως προκύπτει και μέσα από το σύγγραμμα Κυπριακό Κληρονομικό Δίκαιο, Αχιλλεύς Κ. Αιμιλιανίδης, 3η έκδοση, σελ. 96, ο Κανονισμός 16 αφορά στο στάδιο της αίτησης για παραχώρηση εγγράφων διαχείρισης όπου ο Πρωτοκολλητής θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του Κανονισμού.
Στην υπό κρίση περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία των Μ.Υ.2 και Μ.Υ.3 ως πλήρως αξιόπιστη, κάτι το οποίο δεν αμφισβητείται στο πλαίσιο της Έφεσης 169/16. Σύμφωνα με αυτή, ο Μ.Υ.2 μετέβη στην οικία της αποβιώσασας όπου, μεταξύ άλλων, διαπίστωσε ότι αυτή επικοινωνούσε με το περιβάλλον, είχε σώας τα φρένας και γνώριζε το περιεχόμενο της διαθήκης πριν θέσει τα αρχικά και το δακτυλικό της αποτύπωμα. Με βάση τη μαρτυρία της Μ.Υ.3, αφού τόσο η ίδια όσο και ο Μ.Υ.2 συστήθηκαν στην αποβιώσασα, η Μ.Υ.3 τη ρώτησε κατά πόσο γνώριζε ότι θα έκανε διαθήκη προς όφελος του Τρύφωνα, ότι η ίδια θα ήταν η εκτελέστρια και ότι μετά τον θάνατο της ο Τρύφωνας θα λάμβανε όλη την περιουσία της. Η αποβιώσασα απάντησε «ναι κόρη μου. Τον αγαπώ και στον Τρύφωνα θέλω να δώσω την περιουσία μου». Τα ίδια επανέλαβε και στον Μ.Υ.2 ο οποίος της διάβασε τη διαθήκη και δήλωσε ότι συμφωνούσε με το περιεχόμενο της.
Αναφορικά με την όραση της αποβιώσασας, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε καταλήξει ότι κατά την ημερομηνία υπογραφής της διαθήκης, η όραση της αποβιώσασας ήταν μειωμένη σε πολύ μεγάλο βαθμό, όμως ελλείψει ιατρικής μαρτυρίας δεν μπορούσε να προβεί σε ασφαλές εύρημα για τον ακριβή βαθμό. Αποτέλεσε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι κατά την ημερομηνία υπογραφής της διαθήκης, η αποβιώσασα είχε σώας τας φρένας, πλήρη επικοινωνία με το περιβάλλον, γνώριζε το περιεχόμενο της διαθήκης το οποίο της είχε επεξηγηθεί από τον Μ.Υ.2 και ήταν σε θέση να θέσει αμφότερα τα αρχικά και το αποτύπωμα της επί αυτής.
Επομένως, με βάση την αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία των Μ.Υ.2 και Μ.Υ3, η διαθήκη υπεγράφη από την αποβιώσασα αφού της είχε επεξηγηθεί το περιεχόμενο και οι συνέπειες αυτού και της είχε μάλιστα αναγνωστεί, ούτως ώστε οι πρόνοιες του άρθρου 23 του Κεφ. 195 είχαν τηρηθεί πλήρως.
Οι λόγοι έφεσης 2 και 4 στην Έφεση 169/16 απορρίπτονται.
Ο πρώτος λόγος έφεσης στην Έφεση 163/16 αφορά στην ερμηνεία του άρθρου 23(γ) του Κεφ. 195.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην ερμηνεία της λέξης «προσυπογράφω», η οποία, σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη σημαίνει «υπογράφω από κοινού με άλλον ή άλλους». Παρέπεμψε στο άρθρο 24 του Κεφ. 195 το οποίο απαιτεί όπως οι μάρτυρες σε διαθήκη θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να «δύνανται να υπογράφουν τα ονόματά τους».
Έχει ήδη τεθεί η ερμηνεία της λέξης «υπογράφω» στο άρθρο 2 του Κεφ. 1 ανωτέρω. Η έννοια της λέξης «υπογράφω» στο ίδιο λεξικό του Μπαμπινιώτη σημαίνει «βάζω την υπογραφή μου» και η λέξη «υπογραφή» σημαίνει «η ιδιόχειρη και συνήθως ιδιόρρυθμη αναγραφή ονόματος και του επωνύμου προσώπου, που ισχύει ως διακριτικό εν λόγω προσώπου» και «η παραπάνω ιδιόχειρη ή τυποποιημένη (σε σφραγίδα) αναγραφή του ονοματεπωνύμου κάποιου, που τίθεται από τον ίδιο στο τέλος κειμένου, για να δηλώσει ότι το κείμενο ανήκει σε αυτόν ή ότι το εγκρίνει και το αποδέχεται».
Είναι η κρίση μας ότι η λέξη «υπογράφω» σημαίνει την ιδιόχειρη αναγραφή του ονοματεπωνύμου κάποιου προσώπου η οποία συνήθως λαμβάνει τη μορφή της ιδιόρρυθμης αναγραφής αυτού. Σαφώς, όμως η αναγραφή του ονοματεπωνύμου συνιστά υπογραφή.
Η υπόθεση Athienou Municipality v. Varda and other (Administrator) (1975) 1 C.L.R. 239, στην οποία παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κρίνεται διαφωτιστική καθότι ουδόλως ασχολήθηκε με την ερμηνεία της λέξης «υπογράφω». Αφορούσε διαθήκη η οποία λάμβανε πέραν του ενός φύλλου και την ερμηνεία του άρθρου 23(δ) ότι το κάθε φύλλο θα πρέπει να υπογράφεται ή μονογράφεται τόσο από τον διαθέτη όσο και τους μάρτυρες. Σε εκείνη την περίπτωση, έγιναν διορθώσεις και στα δύο φύλλα της διαθήκης και η μονογραφή είχε τεθεί μόνο στις διορθώσεις του κάθε φύλλου και όχι στο ίδιο το φύλλο για να αφορά το όλο περιεχόμενο αυτού, και επομένως η διαθήκη κρίθηκε ότι δεν πληρούσε τη συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως η χρήση διαφορετικών λέξεων, ήτοι η υπογραφή για τον διαθέτη και η προσυπογραφή για τους μάρτυρες πηγάζει από το αρχικό αγγλικό κείμενο του Κεφ. 195, στο οποίο χρησιμοποιούνται αντίστοιχα οι λέξεις «sign» και «subscribe». Σύμφωνα με το λεξικό Collins English Dictionary, η πρώτη σημαίνει υπογραφή και η δεύτερη αναγραφή του ονόματος στο τέλος ενός εγγράφου. Αυτό επιβεβαιώνει ότι η αναγραφή του ονόματος από τους μάρτυρες συνιστά υπογραφή και ικανοποιεί τη νομοθετική πρόνοια του άρθρου 23(γ).
Ο τρόπος με τον οποίο ο καθένας υπογράφει, ποικίλλει. Κάποιοι θέτουν κάποια σύνθετη γραφή στην οποία διακρίνεται το όνομα και ή το επίθετο τους ή έστω τα αρχικά τους, άλλοι χρησιμοποιούν ιδιαίτερους σχηματισμούς χωρίς να διαπιστώνεται το όνομα ή το επίθετο και άλλοι απλώς γράφουν ολογράφως το όνομα και το επίθετο τους.
Ενόψει των όσων αναφέρονται ανωτέρω, η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η αναγραφή του ονόματος δεν ικανοποιεί την επιτακτική και άκαμπτη νομοθετική διάταξη που απαιτεί την «υπογραφή», κρίνεται άστοχη. Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ερμήνευσε ορθά το άρθρο 23(γ) και ότι η ενέργεια της αναγραφής του ονόματος του από τον Μ.Υ.4 ως μάρτυρα συνιστούσε υπογραφή και πληρούσε την εν λόγω διάταξη.
Ο πρώτος λόγος έφεσης στην Έφεση 163/16 επιτυγχάνει.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης στην Έφεση 169/16, αποδίδεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως ο Μ.Υ.5 υπέγραψε τη διαθήκη αλλά ότι έπρεπε να καταλήξει πως αυτός επίσης έγραψε το όνομα του.
Έχει ήδη λεχθεί ότι ο Μ.Υ.5 ήταν σε θέση να θυμηθεί περισσότερες λεπτομέρειες ως προς τις συνθήκες υπογραφής της διαθήκης τόσο από την αποβιώσασα όσο και από τους δύο μάρτυρες. Στην κυρίως εξέταση του ο Μ.Υ.5 δεν αναφέρθηκε ρητά σε υπογραφή του επί της διαθήκης, εντούτοις η μαρτυρία του εκλάμβανε αυτό ως δεδομένο. Επίσης υιοθέτησε ένορκη δήλωση στην οποία ανέφερε κάτι τέτοιο και επανέλαβε κατά την αντεξέταση του ότι οι δύο μάρτυρες είχαν υπογράψει τη διαθήκη. Τελικώς, διευκρίνισε πως τόσο ο ίδιος όσο και ο Μ.Υ.4 αυτό που είχαν πράξει ήταν να γράψουν ολογράφως τα ονόματα τους επί της διαθήκης, όπως άλλωστε φαίνεται και στο ίδιο το έγγραφο της διαθήκης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο Μ.Υ.5 υπέγραψε τη διαθήκη, στη βάση του ότι ο μάρτυρας υιοθέτησε την ένορκη του δήλωση και δεν είχε αντεξεταστεί επί αυτής. Διέφυγε όμως του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι όταν του υπεδείχθη το έγγραφο της διαθήκης, δέχθηκε πως είχε αναγράψει ολογράφως το όνομα του, με αποτέλεσμα να ήταν προφανές ότι πράγματι αυτό είχε γίνει. Αυτή τη θέση άλλωστε, τη δέχονται και οι εναγόμενοι. Ως εκ τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να προβεί σε εύρημα πως και ο Μ.Υ.5 υπέγραψε τη διαθήκη επειδή έγραψε ιδιοχείρως και ολογράφως το όνομα του επί αυτής. Επομένως, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Μ.Υ.5 υπέγραψε τη διαθήκη ήταν ορθή, στη βάση όμως του ότι αυτός είχε αναγράψει ολογράφως το όνομα του.
Ο πρώτος λόγος έφεσης στην Έφεση 169/16 κρίνεται αλυσιτελής.
Το βάρος απόδειξης της δέουσας εκτέλεσης διαθήκης βρίσκεται στους ώμους του διαδίκου που παρουσιάζει τη διαθήκη προς επικύρωση. Όταν αυτός ο διάδικος αποσείσει το βάρος να αποδείξει ότι υπήρχε δέουσα εκτέλεση, τότε το βάρος απόδειξης μετατοπίζεται στον άλλο διάδικο να ανατρέψει αυτό το μαχητό τεκμήριο της κανονικότητας και να αποδείξει ότι η διαθήκη δεν ήταν έγκυρη λόγω άσκησης πίεσης ή άλλως πως (βλ. Λάμπη κ.ά. v. Παλαιομυλίτου, Πολ. Έφεση Αρ. 200/2013, ημερ. 7.9.2020, ECLI:CY:AD:2020:A304, Παπαδόπουλου κ.ά v. Σέργη κ.ά., Πολ. Έφεση Αρ. 294/2011, ημερ. 15.2.2017, ECLI:CY:AD:2017:A46, Κακόπιερος κ.ά. v. Καλαμά (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 413).
Για σκοπούς πληρότητας, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφαρμόζοντας αυτή την αρχή, προχώρησε και ανέφερε ότι η προσκομισθείσα από τους Εφεσίβλητους μαρτυρία δεν ήταν ικανή να αποδείξει τους ισχυρισμούς τους. Αυτό το εύρημα δεν αμφισβητείται στο πλαίσιο των Εφέσεων. Επομένως, από τη στιγμή που η διαθήκη ήταν έγκυρη και οι Εφεσίβλητοι δεν κατάφεραν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών τους, τότε η διαθήκη παραμένει έγκυρη και ισχυρή.
Ενόψει της κατάληξης μας πως η διαθήκη ήταν έγκυρη, ο πέμπτος λόγος έφεσης στην Έφεση 169/16, ο οποίος στηριζόταν στη μη εγκυρότητα της διαθήκης, απορρίπτεται.
Ως εκ τούτου, η Έφεση 163/16 επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση με την οποία η διαθήκη κηρύχθηκε άκυρη παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση με την οποία η αγωγή απορρίπτεται στη βάση του ότι η διαθήκη είναι έγκυρη και δεσμευτική.
Ενόψει του αποτελέσματος της Έφεσης 163/16, η Έφεση 169/16 καθίσταται αλυσιτελής και ως τέτοια απορρίπτεται.
Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάζονται υπέρ του εναγόμενου 1 – Εφεσείοντα και εναντίον των εναγομένων – Εφεσίβλητων, όπως αυτά υπολογιστούν στην ανάλογη κλίμακα από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το αρμόδιο Δικαστήριο.
€6.500 έξοδα και για τις δύο Εφέσεις, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον των Εφεσίβλητων.
Ενόψει του ότι η προσθήκη της Εφεσίβλητης 2 στην Έφεση 169/16 και η εμφάνιση της στο πλαίσιο αυτής ήταν καθαρά τυπική, ουδεμία διαταγή για έξοδα αναφορικά με αυτή.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο