
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Aίτηση αρ. 207/2024)
(i-Justice)
9 Μαίου, 2025
[ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Ι. Ι. ΑΔΤ [ ] ΓΙΑ
ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΔΙΑ ΚΛΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1Α, 15, 17 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΗΣ ΕΣΔΑ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 7, 8, 11 ΚΑΙ 52 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 4(1)(2)(3) ΚΑΙ (4), ΤΟΥ Ν. 183(I)/2007, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 100(1) ΚΑΙ 101 ΤΟΥ Ν.112(I)/2004, ΑΡΘΡΑ 5, 6 ΚΑΙ 9 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2002/58/ΕΚ ΚΑΙ ΤΗΣ Κ.Δ.Π. 607/2007
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡ. 101/2024
ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
ΗΜΕΡ. 20/05/2024 ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΙΤΡΑΠΗΚΕ Η ΠΑΡΟΧΗ Ή/ΚΑΙ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ
_________________
Β. Ακάμας για Βίκτωρ Φ. Ακάμας Δ.Ε.Π.Ε. με Μ. Καούλλα για Δημητρίου & Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε, για τον Αιτητή.
Λ. Κάρνος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Καθ΄ ου η Αίτηση.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:- Ο αιτητής στην προσπάθεια του να ακυρώσει και/ή παραμερίσει με Προνομιακό Ένταλμα Certiorari, «το Διάταγμα παροχής ή/και πρόσβασης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων ημερ. 20.5.2024 που εξεδόθη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην Αίτηση Αρ. 101/2024», καταχώρισε αρχικά μονομερή Αίτηση (Πολ. Αίτηση Αρ. 185/2024), στο πλαίσιο της οποίας εξασφάλισε στις 28.11.2024 την απαραίτητη άδεια για καταχώριση Αίτησης διά κλήσεως. H άδεια δόθηκε σε σχέση με τα όσα είχαν εκτεθεί στις παρ. (Γ) και (Δ) της Έκθεσης που είχε επισυναφθεί στη μονομερή Αίτηση. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση ημερ. 28.11.2024:
«Σημειώνω από τώρα πως η Αίτηση περιορίστηκε στα όσα εκτίθενται στις παρ. (Γ) και (Δ) στην Έκθεση. Με άλλα λόγια, η θέση του αιτητή είναι πως το κατώτερο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία και/ή εξουσία
«… να εκδώσει το επίδικο ή/και προσβαλλόμενο διάταγμα δεδομένου ότι η αίτηση στηρίχθηκε ρητά ή/και εξυπακουόμενα στα άρθρα 6, 7, 8, 9, 10 και 11 του Ν. 183(Ι)/2007, και ειδικά όσον αφορά την νομική έννοια του όρου «Δεδομένα», ως καθορίζεται στον εν λόγω Νόμο, ο οποίος συγκρούεται με το εφαρμοστέο Ευρωπαϊκό Δίκαιο ή/και το άρθρο 1Α του Συντάγματος ή/και τα άρθρα 15, 17 και 35 του Συντάγματος ή/και άρθρο 8 της ΕΣΔΑ ή/και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης άρθρα 7, 8, 11 και 52 ή/και την Οδηγία 2002/58/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2009/136/ΕΚ αναφορικά με τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία του απορρήτου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
Περαιτέρω με την Απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις Πολιτικές Αιτήσεις που αφορούν στα Τηλεπικοινωνιακά Δεδομένα αρ. 97/18, 128/18, 140/19143/19, 154/19, 169/19, 36/20 και 46/20, Απόφαση ημερ. 27/10/21, και που κρίθηκε ότι ο Ν.183(Ι)/2007 ή/και τα άρθρα 3, 6, 7, 8, 9, 10, 11 και 13 αυτού αντιβαίνουν την Οδηγία 2002/58/ΕΚ αλλά και την ενωσιακή νομολογία, με αποτέλεσμα να είναι αντισυνταγματικός, ανίσχυρος, αντίθετος και υπερβαίνον τα όρια που επιβάλλει η τήρηση της Αρχής της Αναλογικότητας.»
(Παρ. (Γ) από την Έκθεση)
Με την παρ. (Δ) της Έκθεσης, ο αιτητής παραπονείται πως το κατώτερο Δικαστήριο εσφαλμένα στηρίχθηκε «στα άρθρα 100(1) και 101 του Ν. 112(Ι)/2004, και άρθρα 5, 6 και 9 της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ και της ΚΔΠ 607/2007, άρθρα τα οποία είναι εντελώς άσχετα ή/και αντιφατικά ή/και ανεφάρμοστα στην υπό εξέταση αίτηση ή/και εν σχέση με το αιτούμενο διάταγμα ή/και σε σχέση με τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.»
Το κατώτερο Δικαστήριο γνώριζε την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου, στην Αναφορικά με την Αίτηση του Χατζηϊωάννου και Άλλων, Πολ. Αίτ. 97/18 κ.ά., ημ. 27.10.21, για την οποία σημείωσε πως «η παρούσα αίτηση δεν βασίζεται στα άρθρα 3, 6, 7, 8, 9, 10 και 13 του Νόμου 183(Ι)/2007 που κρίθηκαν στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου στις Αιτήσεις 97/2018 κ.α. ημερ. 27/10/21, ECLI:CY:AD:2021:D487, ως ασύμβατα με την Οδηγία 2002/58/ΕΚ και την εφαρμοστέα ενωσιακή νομολογία, αλλά βασίζεται στο άρθρο 4 του Ν.183(Ι)/2007 …».
Η απόφαση στη Χατζηϊωάννου (ανωτέρω), ήταν ότι τα άρθρα 3, 6, 7, 8, 9 και 10 του Ν.183(Ι)/2007 του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου του 2007, Ν.183(Ι)/2007, «αντιβαίνουν στην Οδηγία 2002/58/ΕΚ και την εφαρμοστέα ενωσιακή νομολογία».
Μετά την έκδοση της πιο πάνω απόφασης, ακολούθησαν αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι. Στις 26.1.2022 η αδελφή Δικαστής Σωκράτους εξέδωσε δύο αποφάσεις, μία στην Πολ. Αίτ. Αρ. 228/2021 και μία στην Πολ. Αίτ. Αρ. 231/2021, με τις οποίες έκρινε πως η πιο πάνω απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας ήταν δεσμευτική και «καταλυτικής σημασίας για την κρινόμενη περίπτωση. Εκδίδεται διάταγμα ως η αίτηση». Πάνω στην ίδια βάση φαίνεται να εξεδόθη και η απόφαση του αδελφού Δικαστή Σάντη, στην Αίτηση του Ν. Μ. για την Έκδοση Εντάλματος Certiorari, Πολ. Αίτ. Αρ. 124/2022, ημερ. 14.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:D50.
Στο άρθρο 2 του Νόμου 183(Ι)/2007, κάτω από τον τίτλο «Ερμηνεία» αναφέρει τα ακόλουθα για τα «δεδομένα»: «σημαίνει τα δεδομένα κίνησης και θέσης και τα συναφή δεδομένα που είναι αναγκαία για την αναγνώριση του συνδρομητή ή/και του χρήστη και που προσδιορίζονται στα άρθρα 6, 7, 8, 9, 10 και 11 του παρόντος Νόμου∙». Είναι σε αυτά τα δεδομένα που αναφέρεται το άρθρο 4 του Νόμου, το οποίο μνημονεύεται στο εκδοθέν από το κατώτερο Δικαστήριο διάταγμα.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι υποστήριξαν σε σχέση με το πιο πάνω θέμα, πως το κατώτερο Δικαστήριο «ενώ ήταν υποχρεωμένο να αποφασίσει λαμβάνοντας υπόψη τη δεσμευτική απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, την οποία ανέφερε ότι ήταν υπόψη του, εντούτοις δεν ακολούθησε τη δεσμευτική απόφαση ενεργώντας εκτός των ορίων και υποχρέωσης του, σύμφωνα με τη νομολογία και το Αγγλοσαξωνικό σύστημα. Με κάθε σεβασμό προς το Π.Δ., αλλά απέτυχε να εντοπίσει ότι τα δεδομένα για τα οποία ζητείτο η έκδοση του επίδικου Διατάγματος μέσω του Άρθρου 4 του Ν.183(Ι)/2007, αντιστοιχούν στα άρθρα 6 – 11 του Ν.183(Ι)/2007, τα οποία κρίθηκαν από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι είναι αντίθετα με τις πρόνοιες του Συντάγματος μας και του Ενωσιακού Δικαίου».
Η Αίτηση διά κλήσεως καταχωρίστηκε ως οι οδηγίες του Δικαστηρίου. Ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρισε ένσταση, και με δεκαπέντε λόγους ζητά απόρριψη της Αίτησης, αφού θεωρεί πως το εκδοθέν διάταγμα πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα ημερ. 20.5.2024 είναι «νομότυπο, έγκυρο και δεόντως αιτιολογημένο».
Πιο συγκεκριμένα, είναι η θέση του πως «το Νομολογιακό προηγούμενο της πλειοψηφούσας απόφασης της Ολομέλειας του ΑΔ που εκδόθηκε στην υπόθεση, Αναφορικά με την Αίτηση του Χατζηϊωάννου και Άλλων, Πολ. Αίτ. 97/18 κ.ά., ημ. 27.10.21 (η «Χατζηϊωάννου») ουδόλως επηρεάζει την νομιμότητα και/ή εγκυρότητα έκδοσης του προσβαλλόμενου διατάγματος.»
Θεωρεί ακόμη πως «το Άρθρο 4 του Ν.183(Ι)/2007 και γενικότερα, οι πρόνοιες που υπάρχουν στο εν λόγω Νομοθέτημα και ρυθμίζουν το ζήτημα της πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα ουδέποτε έχουν κριθεί ως αντιβαίνουσες και/ή αντίθετες με την ενωσιακή Νομοθεσία και/ή Νομολογία. Τουναντίον, μέσα από το σκεπτικό, των διιστάμενων αποφάσεων του ΑΔ στην Χατζηϊωάννου, όπως επίσης και σε παλαιότερη Νομολογία του ιδίου Δικαστηρίου, αναγνωρίζεται με σαφήνεια ότι, σε σχέση με το ζήτημα της πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, προβλέπονται στο Ν.183(Ι)/2007 επαρκείς και/ή αυστηρές ασφαλιστικές δικλείδες ή εγγυήσεις που αποσκοπούν και διασφαλίζουν την αναλογική και αποτελεσματική προστασία του προσωπικού χαρακτήρα των δεδομένων από ενδεχόμενους κινδύνους κατάχρησης και/ή αυθαιρεσίας και/ή παρανομίας.»
Έχω θέσει ενώπιον μου όλους τους λόγους ένστασης, τους οποίους δεν χρειάζεται να παραθέσω στην παρούσα απόφαση. Έχω επίσης θέσει ενώπιον μου και το περιεχόμενο των εμπεριστατωμένων αγορεύσεων και των δύο πλευρών. Το ίδιο ισχύει και για τη νομολογία στην οποία με παρέπεμψαν. Θα κάνω ειδική αναφορά σε όλα αυτά όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο.
Αν έχω αντιληφθεί ορθά τις θέσεις του ευπαίδευτου δικηγόρου του καθ΄ ου η αίτηση, αυτός δεν ζητά να αποστώ από τη δεσμευτική απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Χατζηϊωάννου (ανωτέρω), και τούτο γιατί, σύμφωνα πάντα με τις θέσεις του, το άρθρο 4, του Ν.183(Ι)/2007, ουδέποτε είχε κριθεί ότι αντιβαίνει προς την Ενωσιακή Νομοθεσία και/ή Νομολογία.
Το άρθρο 4 του Ν.183(Ι)/2007, έχει ως εξής:
«Διάταγμα πρόσβασης σε δεδομένα
4.(1) (α) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) και με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου (β), αστυνομικός ανακριτής, δύναται να εξασφαλίσει δεδομένα που έχουν σχέση με τη διερεύνηση σοβαρού ποινικού αδικήματος, εφόσον προηγουμένως εξασφαλίσει από το Δικαστήριο σχετικό διάταγμα.
(β) Σε περίπτωση απαγωγής προσώπου, ο αστυνομικός ανακριτής δύναται, με επιστολή του προς τον παροχέα τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, να εξασφαλίσει δεδομένα που έχουν σχέση με τη διερεύνηση απαγωγής του εν λόγω προσώπου, χωρίς να έχει εκ των προτέρων εξασφαλίσει διάταγμα από το Δικαστήριο, νοουμένου ότι για το σκοπό αυτό έχει εκ των προτέρων εξασφαλίσει εγγράφως την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και εφόσον έθεσε υπόψη του τις πληροφορίες και τα στοιχεία που απαιτούνται σύμφωνα με το εδάφιο (3) για σκοπούς της ένορκης δήλωσης:
Νοείται ότι το αργότερο μέσα σε σαράντα οκτώ (48) ώρες από την ημερομηνία πρόσβασης σε δεδομένα, ως ανωτέρω, ο αστυνομικός ανακριτής υποχρεούται να εξασφαλίσει από το Δικαστήριο σχετικό διάταγμα και σε περίπτωση άρνησης έκδοσης τέτοιου διατάγματος από το Δικαστήριο ο αστυνομικός ανακριτής υποχρεούται, μέσα σε σαράντα οκτώ (48) ώρες από την ημερομηνία της άρνησης του Δικαστηρίου, να καταστρέψει τα δεδομένα τα οποία εξασφάλισε και να ενημερώσει πάραυτα την εποπτική αρχή που καθορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 15.
(2) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται, κατόπιν αιτήματος αστυνομικού ανακριτή να εγκρίνει αίτηση έκδοσης του διατάγματος που καθορίζεται στο εδάφιο (1), εφόσον ικανοποιηθεί ότι η έκδοση του διατάγματος δύναται να παράσχει ή να έχει παράσχει μαρτυρία για τη διάπραξη σοβαρού ποινικού αδικήματος.
(3) Η αίτηση για έκδοση του διατάγματος που καθορίζεται στο εδάφιο (1) γίνεται εγγράφως, εγκρίνεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του αστυνομικού ανακριτή, η οποία περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες και στοιχεία:
[…]
(4) Ο Δικαστής δύναται να εκδόσει το διάταγμα που καθορίζεται στις διατάξεις του εδαφίου (1), όπως ζητήθηκε με την αίτηση ή με τέτοιες τροποποιήσεις ή με τέτοιους όρους, με το οποίο να εξουσιοδοτείται η πρόσβαση στα δεδομένα, εφόσον ικανοποιηθεί ότι με βάση τα γεγονότα τα οποία υποβλήθηκαν:
(α) Υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα, ότι πρόσωπο διαπράττει, διέπραξε ή αναμένεται να διαπράξει σοβαρό ποινικό αδίκημα∙
(β) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα, ότι συγκεκριμένα δεδομένα συνδέονται ή είναι συναφή με σοβαρό ποινικό αδίκημα.»
Το άρθρο 4 δεν καθορίζει και δεν προσδιορίζει τα δεδομένα. Ούτε επιβάλλει υποχρέωση στον παροχέα υπηρεσιών να διατηρεί δεδομένα. Αυτή η υποχρέωση επιβάλλεται από τα άρθρα 3, 6, 7, 8, 9, 10 και 13 του Νόμου.
Ως ελέχθη, η απόφαση στη Χατζηϊωάννου (ανωτέρω), ήταν ότι τα άρθρα 3, 6, 7, 8, 9, 10 και 13 του Ν.183(Ι)/2007 «αντιβαίνουν στην Οδηγία 2002/58/ΕΚ και την εφαρμοστέα ενωσιακή νομολογία». Εν προκειμένω, το κατώτερο Δικαστήριο για να εκδώσει το συγκεκριμένο διάταγμα πρόσβασης, σημείωσε, ως ελέχθη, ότι η Αίτηση δεν βασιζόταν στα πιο πάνω άρθρα, αλλά στο άρθρο 4 του Νόμου 183(Ι)/2007. Το άρθρο 4 όμως καθορίζει απλώς τη διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθείται για να εξασφαλίζεται ένα διάταγμα πρόσβασης σε δεδομένα. Ουδέποτε οι αιτητές στην υπόθεση Χατζηϊωάννου (ανωτέρω), είχαν αμφισβητήσει τη διαδικασία έκδοσης διατάγματος πρόσβασης. Αλλού είχαν εστιάσει τις θέσεις και επιχειρήματα τους. Όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται στη Χατζηϊωάννου (ανωτέρω):
«Στο παρόν στάδιο, δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Αρκεί να σημειωθεί ότι στο επίκεντρο τους βρίσκεται το ερώτημα κατά πόσο συγκεκριμένες πρόνοιες του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου του 2007, Ν.183(Ι)/2007 («ο Νόμος»), αναφορικά με τη διατήρηση δεδομένων κίνησης και θέσης και συναφών δεδομένων για την αναγνώριση του συνδρομητή ή/και του χρήστη («τα δεδομένα»), αντιβαίνουν στην εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία και νομολογία, ειδικά στην οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002 (στο εξής «Οδηγία») και στις αρχές που τέθηκαν στις υποθέσεις C-203/15 και C-698/15 Tele2 Sverige και Watson and Others ημερομηνίας 21 Δεκεμβρίου 2016. Ενόψει τούτου και της σπουδαιότητας του ζητήματος γενικότερα, κρίθηκε αναγκαία η εξέταση του από την Πλήρη Ολομέλεια. Καταχωρίστηκαν από όλα τα μέρη γραπτές αγορεύσεις, οι οποίες συμπληρώθηκαν με περαιτέρω αγορεύσεις μετά την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-511/18, C-512/18 και C-520/18 La Quadrature du Net κ.ά. ημερομηνίας 6 Οκτωβρίου 2020.
Οι αιτητές στις εν λόγω αιτήσεις θεωρούν ανίσχυρα τα άρθρα 3, 6, 7, 8, 9, 10 και 13 του Νόμου, τα οποία αφορούν τη διατήρηση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, ως αντιβαίνοντα την παραπάνω ενωσιακή νομοθεσία και νομολογία.»
[Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο]
Η πλειοψηφία στην Χατζηϊωάννου (ανωτέρω), κατέληξε πως:
«… σε σχέση με το θέμα της διατήρησης των δεδομένων δυνάμει του Νόμου, απουσιάζουν οι απαιτούμενοι ρητώς περιορισμοί με την έννοια της στόχευσης συγκεκριμένων ομάδων ατόμων ή τοποθεσιών κ.ο.κ., όπως υποδεικνύεται στη Tele2 Sverige. Μη υπαρχόντων τέτοιων περιορισμών, ο Νόμος έχει καθολική εφαρμογή σε όλους τους συνδρομητές και εγγεγραμμένους χρήστες των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας αδιακρίτως, σε όλη την επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως έχει αναφερθεί» (απόφαση που εξέδωσε η Παναγή, Π)
[Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο]
Στην απόφαση που εξέδωσε ο Λιάτσος, Δ. (ως ήταν τότε), ο οποίος συμφώνησε με την κατάληξη της πλειοψηφίας, καταγράφονται τα ακόλουθα:
«Στα πλαίσια των πιο πάνω αποφάσεων, το ΔΕΕ κατέληξε ότι πρόσβαση στα υπό αναφορά δεδομένα μπορεί να παρασχεθεί στις περιπτώσεις και μόνο όπου αυτά έχουν διατηρηθεί από τους παρόχους κατά τρόπο σύμφωνο με το ΄Αρθρο 15, παράγραφος 1 της Οδηγίας (σκέψεις 29 Procuratuur, 167 Quatrature). Συνεπώς, οι όποιες διασφαλίσεις παρέχονται προκειμένου να καταστεί δυνατή πρόσβαση στα δεδομένα, δεν αφαιρούν από την αναγκαιότητα θεσμοθέτησης, ξεχωριστού, ασφαλούς, πλαισίου προϋποθέσεων διατήρησής τους, συννόμου με την Οδηγία. Καθότι η ίδια η διατήρηση, αφ΄ εαυτής, συνιστά, ως ήδη λέχθηκε, σοβαρή επέμβαση στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τα ΄Αρθρα 7 και 8 του Χάρτη.»
Εν κατακλείδι, η πλειοψηφία έκρινε πως τα υπό αμφισβήτηση άρθρα του Νόμου, αντιβαίνουν προς την Οδηγία 2002/58/ΕΚ και την εφαρμοστέα Ενωσιακή Νομολογία.
Με τον προσήκοντα σεβασμό, οι θέσεις του ευπαίδευτου δικηγόρου που εκπροσώπησε τον Γενικό Εισαγγελέα, είναι θέσεις που είχαν προβληθεί και στην υπόθεση Χατζηϊωάννου (ανωτέρω), από τον Έντιμο Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα, με τις οποίες όμως είχαν συμφωνήσει οι Δικαστές που εξέδωσαν την απόφαση της μειοψηφίας, στην οποία καταγράφονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«Θα συμφωνήσουμε με τον ευπαίδευτο Βοηθό Γεν. Εισαγγελέα ότι διαφορετική προσέγγιση θα καθιστούσε τον όλο Νόμο αναποτελεσματικό, σε σχέση με το επιδιωκόμενο σκοπό, ήτοι την πρόληψη και καταπολέμηση του εγκλήματος. Είναι ορθός επίσης ο συλλογισμός ότι είναι αδύνατη η εκ των προτέρων γνώση από τον παροχέα ή την Αστυνομία, ως προς το πότε και ποιός θα διαπράξει αδίκημα, έτσι ώστε να διατηρούνται τηλεπικοινωνιακά δεδομένα μόνο σε σχέση με το πρόσωπο αυτό.
[…]
Έχουμε δε περαιτέρω την αντίληψη πως τα δεδομένα - αντικείμενο των διαταγμάτων - μπορούσαν να διατηρηθούν εκτός των πλαισίων του πιο πάνω Νόμου. Οι αιτητές εκλαμβάνουν ως παράνομο το διάταγμα πρόσβασης γιατί θεωρούν ότι εξ υπαρχής η διατήρηση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων προσκρούει στο ενωσιακό Δίκαιο και στη νομολογία του ΔΕΕ. Αυτό όμως δεν είναι απαραίτητο να συμβαίνει ή τουλάχιστον δεν συμβαίνει in abstracto χωρίς εμβάθυνση ενδεομένως σε συγκεκριμένη ad hoc κατ΄ ισχυρισμόν παρανομία που αφορά τη διατήρηση σε κάθε υπόθεση.
Εν προκειμένω, η πρόσβαση ζητείται και λαμβάνεται με αιτιολογημένη απόφαση αρμοδίου Δικαστή με τις αυστηρές προϋποθέσεις του Νόμου ως άνω. Αυτό δεν σημαίνει ότι η πρόσβαση επιτρέπεται σε ένα κατ΄ αρχήν παράνομα διατηρούμενο υλικό, όπως ήταν η εισήγηση των αιτητών.
Αυτό, με όλο το σεβασμό, στις θέσεις τους, ενέχει μια πιθανολόγηση αφού η διατήρηση (και όχι πρόσβαση χωρίς διάταγμα) κάλλιστα θα ήταν δεδομένη λόγω της απλής ανάγκης τιμολόγησης ή ελέγχου λογαριασμών συνδρομητών. (Βλ. περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμος του 2004, Ν.112(Ι)/2004, ειδικά άρθ.99 και 100). Δεν θα ήταν σοφό να θεωρήσουμε ότι αυτή η ανάγκη θα ήταν εντελώς βραχύβια, δηλαδή μερικές ημέρες. Αντίθετα, θα ήταν καθόλα θεμιτή η διατήρηση για σκοπούς τιμολόγησης για κάποια εύλογη περίοδο. Από αυτή τη δεξαμενή δεδομένων για σκοπούς τιμολόγησης και ελέγχου λογαριασμών, η διατήρηση δεν μπορούσε - άνευ ετέρου - να είναι εναντίον της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας και Νομολογίας.
[…]
Εν προκειμένω, για τους λόγους που εξηγήθηκαν, οι αιτητές δεν έχουν καταδείξει πως υπήρχε ad hoc και άνευ ετέρου παρανομία στη διατήρηση δεδομένων, αφού όταν αυτά φυλάσσοντο, προφανώς πριν τη διερεύνηση των εγκλημάτων, αυτό φαίνεται να γινόταν στα θεμιτά πλαίσια και ανάγκες της Τηλεπικοινωνιακής Αρχής ή του παροχέα να διατηρεί στοιχεία για σκοπούς τιμολόγησης, περιοριζόμενα σε ό,τι είναι απολύτως αναγκαία (δεν έχει καταδειχθεί ότι ήσαν πέραν του αναγκαίου).
[…]
Είναι απ΄αυτή τη δεξαμενή πληροφοριών/δεδομένων που ζητείται η πρόσβαση και δια της προσβάσεως, η διατήρηση τους πλέον για τους σκοπούς που το δικαστικό διάταγμα διατάσσει. Δεν πρόκειται για προληπτική διατήρηση χωρίς στοιχεία, ή τουλάχιστον, δεν αποδείχθηκε κάτι τέτοιο. Δεν εντοπίζεται συνεπώς κάτι ανακόλουθο με την ευρωπαϊκή νομολογία ή νομοθεσία.»
[Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο]
Η προσέγγιση των αδελφών Δικαστών, μετά την έκδοση της δεσμευτικής απόφασης στην υπόθεση Χατζηϊώννου (ανωτέρω), στις αποφάσεις οι οποίες μνημονεύονται στην απόφαση που εξέδωσα στις 28.11.2024, όταν χορηγούσα την άδεια, με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Το πιο κάτω απόσπασμα από τις αποφάσεις στις Πολ. Αιτ. Αρ. 228/2021 και 231/2021, ημερ. 26.1.2022 (ανωτέρω), ισχύει και εδώ:
«Το εκδοθέν δε διάταγμα δεν αφήνει καμιά αμφιβολία πως δυνάμει αυτού επιτρέπετο η λήψη τηλεπικοινωνιακών δεδομένων δυνάμει του Ν.183(Ι)/07 επιτρέποντας την πρόσβαση στα δεδομένα, ως αυτά ορίζονται στον περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων στα άρθρα 6, 7, 8, 9, 10 και 11 του Νόμου».
Εν κατακλείδι, η δεσμευτική κατάληξη στην υπόθεση Χατζηϊωάννου (ανωτέρω), συνηγορεί και εν προκειμένω υπέρ της έκδοσης του αιτούμενου Προνομιακού Εντάλματος. Εκδίδεται Προνομιακό Ένταλμα Certiorari, με το οποίο ακυρώνεται το εκδοθέν διάταγμα πρόσβασης ημερ. 20.5.2024.
Επιδικάζονται προς όφελος του αιτητή τα έξοδα της διαδικασίας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο