
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 346/2016)
6 Μαίου, 2025
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΧΑΡΟΥΛΑ ΚΟΚΚΙΝΟΥ
2. ΕΛΕΝΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΚΡΑΣΑΡΗ
Εφεσείουσες
ν.
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ
ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ (ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΗΣ
ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 25/01/2022)
Εφεσίβλητης
________________
Ολ. Λάμπρου (κα), για Ανδρέας Θ. Μαθηκολώνης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τις Εφεσείουσες.
Ρ. Καραμανή (κα), για Χριστόφορος Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
_________________
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:- Oι εφεσείουσες, με δώδεκα λόγους έφεσης, προσβάλλουν ως εσφαλμένη την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που εξεδόθη εναντίον τους, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, στο πλαίσιο της αγωγής 1450/2010 που καταχώρισε η Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Μακράσυκας- Λάρνακας-Επαρχίας Αμμοχώστου Λτδ.
Αναφέρουμε από τώρα πως οι εφεσείουσες με Αίτηση διά κλήσεως που καταχώρισαν στην υπό εκδίκαση έφεση, στις 29.11.2021, ζητούσαν την άδεια του Ανώτατου Δικαστηρίου για να τροποποιήσουν τον τίτλο της έφεσης ούτως ώστε σε αυτόν να παρουσιάζεται ως εφεσίβλητη η «ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ». Το αίτημα τους εγκρίθηκε στις 25.1.2022, εξού και στον τίτλο της έφεσης εφεσίβλητη είναι η εν λόγω Συνεργατική Εταιρεία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε πως η ενάγουσα απέδειξε τις αξιώσεις της εναντίον των εφεσειουσών, εξού και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με την οποία και οι δύο εφεσείουσες οφείλουν αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως το ποσό των «€118.219,34, μείον το ποσό των €370 που καταβλήθηκε μετά τον τερματισμό της συμφωνίας, πλέον τόκους, πλέον έξοδα». Περαιτέρω, εξέδωσε και διάταγμα ως το αιτητικό (Γ) της Έκθεσης Απαίτησης, το οποίο αφορά σε πώληση ενυπόθηκων ακινήτων (Υ1042/08 του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακας), προς μερική και/ή ολική εξόφληση του πιο πάνω εξ αποφάσεως χρέους.
Οι εφεσείουσες με κοινό δικόγραφο Υπεράσπισης, είχαν αμφισβητήσει τις αξιώσεις της ενάγουσας. Στο δικόγραφο τους είχαν ισχυριστεί, μεταξύ άλλων, ότι:
«(1) Η Εναγόμενη 1, ουδέποτε υπέγραψε την υπό των Εναγόντων ισχυριζόμενη στην παράγραφο 3 της Έκθεσης Απαίτησης συμφωνία και/ή οποιαδήποτε άλλη συμφωνία με τους Ενάγοντες και/ή ότι της παραχωρήθηκε από τους Ενάγοντες το ισχυριζόμενο δάνειο υπό τους όρους που αναφέρονται από τους Ενάγοντες και/ή υπό οποιουσδήποτε άλλους όρους και/ή οποιοδήποτε άλλο δάνειο.
(2) Η Εναγόμενη 1, ουδέποτε έλαβε οποιοδήποτε δάνειο από τους Ενάγοντες και/ή το κατ΄ ισχυρισμό δάνειο δεν διέπεται από τους ισχυριζόμενους όρους του δανείου όπως αυτοί αναφέρονται από τους Ενάγοντες στην παράγραφο 4 της Έκθεσης Απαίτησης.
(3) Οι Εναγόμενοι αρνούνται ότι οι Ενάγοντες κατέβαλαν στον Εναγόμενο 1 το ποσό των €116.000,00 και/ή ότι άνοιξαν επ΄ ονόματι του Εναγόμενου 1, τον ισχυριζόμενο στην παράγραφο 5 της Έκθεσης Απαίτησης λογαριασμό.
(4) Ο Εναγόμενος 1 ισχυρίζεται και/ή διευκρινίζει ότι έλαβε δάνειο από τη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγγλισίδων δυνάμει άλλης σύμβασης, υπό άλλους όρους και με άλλο αριθμό λογαριασμού.
(5) Οι Εναγόμενοι αρνούνται ότι η αναφερόμενη στην παράγραφο 6 της Έκθεσης Απαίτησης υποθήκη δόθηκε ως εξασφάλιση του υπό των Εναγόντων ισχυριζόμενου δανείου και/ή προς όφελος των Εναγόντων και/ή ότι αυτή εξασφάλιζε το ισχυριζόμενο δάνειο και θέτουν τους Ενάγοντες σε αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών τους.»
Κατά την ακροαματική διαδικασία της αγωγής, η ενάγουσα είχε καλέσει ως μάρτυρα την κα Αναστασία Πούμου (Μ.Ε.1), η οποία κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι γνώριζε τα γεγονότα της υπόθεσης από προσωπική γνώση και από έγγραφα που είχε στην κατοχή της ή στα οποία είχε πρόσβαση. Τα εν λόγω έγγραφα κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 1-13. Οι εφεσείουσες αντεξέτασαν, μέσω των συνηγόρων τους, την εν λόγω μάρτυρα, ενώ, ως είχαν κάθε δικαίωμα, δεν έδωσαν οι ίδιες μαρτυρία και ούτε κάλεσαν μάρτυρες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία, σημείωσε πως η πιο πάνω μάρτυρας «του προκάλεσε εξαιρετική εντύπωση και κρίνεται ως μάρτυρας της αλήθειας. Σε κανένα σημείο της αντεξέτασης της δεν κλονίστηκε η αξιοπιστία της και τα όσα ανάφερε ή επεξήγησε προέρχονταν είτε από την προσωπική της γνώση λόγω χειρισμού από την ίδια του επίδικου λογαριασμού είτε από τα έγγραφα-τεκμήρια τα οποία κατάθεσε». Στη βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας, και υπό το φως του περιεχομένου των κατατεθέντων εγγράφων ως τεκμηρίων, έκρινε πως η ενάγουσα απέδειξε τις αξιώσεις της εναντίον των εφεσειουσών και ως εκ τούτου εξέδωσε απόφαση και διάταγμα εναντίον τους, ως πιο πάνω.
Ως ελέχθη, δώδεκα είναι οι λόγοι έφεσης. Δεν χρειάζεται να σχολιάσουμε τον δωδέκατο λόγο έφεσης, ο οποίος πάσχει από γενικότητα και αοριστία, αφού σύμφωνα με αυτόν «το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων».
Προχωρούμε να εξετάσουμε τον δέκατο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο «εσφαλμένα και αδικαιολόγητα παρέλειψε να εξετάσει τη θέση των Εφεσειόντων ότι η υπάρχει κενό όσο αφορά την απόδειξη του νομικού καθεστώτος της Εφεσίβλητης.» Στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου γίνεται αναφορά ότι ενάγουσα στην αγωγή ήταν η ΣΠΕ Αγροτικής Ανάπτυξης και ότι αυτή δεν υφίσταται πλέον ως νομική οντότητα. Ως εκ τούτου, οι εφεσείουσες θεωρούν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε απορρίψει την αγωγή «αφού δεν αποδείχθηκε ότι η Ενάγουσα-Εφεσίβλητη είναι υπαρκτό νομικό πρόσωπο».
Κατ΄ αρχάς σημειώνουμε πως στο επισυναφθέν πιστό αντίγραφο της προσβαλλόμενης απόφασης, ενάγουσα φέρεται να είναι η Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Μακράσυκας-Λάρνακας-Επαρχίας Αμμοχώστου Λτδ. Εν πάση περιπτώσει, εάν οι εφεσείουσες θεωρούσαν πως η ενάγουσα δεν ήταν υπαρκτό νομικό πρόσωπο, θα έπρεπε να είχαν δρομολογήσει ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου συγκεκριμένη διαδικασία, την οποία δεν δρομολόγησαν, και ως εκ τούτου δεν νομιμοποιούνται τώρα να εγείρουν τέτοιο θέμα (Μαρία Χαραλάμπους ν. B2KAPITAL CYPRUS LTD, Πολ. Έφεση 296/2016, ημερ. 30.1.2025). Ο λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον πρώτο και δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσείουσες διατείνονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αυτές είχαν υπογράψει τις επίδικες συμφωνίες. Οι εφεσείουσες, αντεξετάζοντας, μέσω συνηγόρου, τη μάρτυρα της ενάγουσας (Μ.Ε.1), είχαν ουσιαστικά παραδεχθεί πως υπέγραψαν τις εν λόγω συμφωνίες. Για του λόγου το αληθές, παραπέμπουμε στα πρακτικά που τηρήθηκαν:
«Ε. Ήταν στεγαστικό το εν λόγω δάνειο;
Α. Ήταν για την αγορά ακινήτων, δεν ξέρω αν χαρακτηρίστηκε τελικά σαν στεγαστικό ή επενδυτικό ……
[…]
Ε. Πριν να υπογράψουν τις επίδικες συμβάσεις υπήρχε τρόπος να γνωρίζουν, να ενημερωθούν για το είδος του βασικού επιτοκίου;
Α. Υπήρχε μια διαπραγμάτευση, ήρθαν στο κατάστημα, υπέβαλαν μια αίτηση, σίγουρα γνώριζαν τους όρους με τους οποίους χορηγούνται δάνεια.
Ε. Αντιλαμβάνομαι δεν ήσασταν παρούσα όταν έγιναν οι επίδικες συμβάσεις και δεν γνωρίζετε να πείτε ούτε αν εξηγήθηκαν στους εναγόμενους ο βασικός τρόπος του επιτοκίου.
Α. Αυτό δεν το γνωρίζω, βλέπω όμως μια συμφωνία δανείου που αναφέρονται όλοι αυτοί οι όροι και υπογράφονται από τις εναγόμενες.»
Ακολούθως η αντεξέταση επικεντρώθηκε σε άλλα θέματα, όπως στο ύψος και στο είδος του επιτοκίου. Δικαιολογημένα λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως:
«Η μαρτυρία της κας Α Πούμου (Μ.Ε. 1) σε σχέση με την υπογραφή της συμφωνίας και τη χορήγηση του δανείου παρέμεινε αναντίλεκτη. Αναμφισβήτητα γεγονότα παρέμειναν τα όσα παρουσιάζουν τα Τεκμ. 2 και 5 τα οποία κατέθεσε η Μ.Ε.1 και δεν αμφισβητήθηκε ούτε η ύπαρξη τους ούτε και η νομότυπη σύναψη της Συμφωνίας Δανείου (Τεκμ. 2),ούτε και η παραλαβή του ποσού του δανείου από την εναγόμενη 1.»
Ενώ για την Υποθήκη δικαιολογημένα σημείωσε πως:
«Όπως εμμέσως προκύπτει και από την Έκθεση Υπεράσπισης των εναγομένων, αυτοί παραδέχονται την υπογραφή και τη σύναψη της Σύμβασης - Εγγραφής της επίδικης Υποθήκης (Τεκμ. 3 και 4), αμφισβητούν όμως ότι δόθηκε η εν λόγω υποθήκη ως εξασφάλιση του υπό των εναγόντων ισχυριζόμενου δανείου, ισχυρισμός που δεν μπορεί να ευσταθεί και πρέπει να απορριφθεί, καθότι μια σύγκριση των Τεκμ. 3 και 4 είναι αρκετή για να αποδειχθεί ότι τα δυο έγγραφα φέρουν στην πρώτη σελίδα πάνω ψηλά αριστερά, τον αριθμό δανείου ο οποίος είναι ο ίδιος με τον αριθμό του επίδικου λογαριασμού. Επιπρόσθετα στην παράγραφο 11 του Τεκμ. 4, στην οποία αναγράφεται το ποσό του επίδικου δανείου που ήταν €116.000,00 και στην παράγραφο 12 του ίδιου τεκμηρίου, όπου καταγράφεται το συμφωνηθέν επιτόκιο, διαπιστώνεται χωρίς καμιά αμφιβολία ότι η υποθήκη παραχωρήθηκε προς εξασφάλιση του συγκεκριμένου δανείου. Οι υπογραφές επί αυτών δεν αμφισβητήθηκαν και η αντεξέταση της Μ.Ε. δεν μπόρεσε να κλονίσει την μαρτυρία της ως προς αυτό το θέμα.»
Οι δύο πιο πάνω λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Προχωρούμε με τον έβδομο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο «εσφαλμένα και αδικαιολόγητα το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν αμφισβητήθηκε η αποστολή και το περιεχόμενο των επιστολών τερματισμού (Τεκμήρια 7-10)». Στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης γίνεται αναφορά πως οι εφεσείουσες, τόσο στο δικόγραφο τους, όσο και κατά την αντεξέταση της μοναδικής μάρτυρας, αμφισβήτησαν τόσο την αποστολή των πιο πάνω επιστολών, όσο και την παραλαβή τους από τις ίδιες. Συναφής με τον έβδομο λόγο έφεσης, είναι ο όγδοος λόγος, σύμφωνα με τον οποίο οι εφεσείουσες διατείνονται ότι δεν απεδείχθη η αποστολή των συγκεκριμένων επιστολών, ενώ με τον ένατο λόγο, η εφεσείουσα 2 προσβάλλει ως εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι επιστολές τερματισμού που την αφορούσαν, είχαν αποσταλεί στην ορθή διεύθυνση.
Όντως για τις εν λόγω επιστολές η μάρτυρας αντεξετάστηκε από την Υπεράσπιση. Παραθέτουμε αυτολεξεί το σχετικό μέρος από τα πρακτικά που τηρήθηκαν για να δούμε πού είχε επικεντρωθεί η Υπεράσπιση:
«Ε. Υπάρχει το απόκομμα ότι στάληκαν φαντάζομαι στην διεύθυνση τους;
Α. Μάλιστα.
Ε. Εγώ σας υποβάλλω ότι οι εν λόγω επιστολές ουδέποτε στάληκαν στους εναγόμενους.
Α. Έχω το απόκομμα του ταχυδρομείου, έχω και τη βεβαίωση της συναδέλφου που παρέδωσε την διεύθυνση ότι έχουν σταλεί.
Ε. Και αν στάληκαν δεν παραλήφθηκαν από τους εναγόμενους.
Α Δεν υπάρχει ειδοποίηση ότι δεν παραλήφθηκαν.»
Σημειώνουμε ευθύς εξ αρχής ότι ουδεμία ερώτηση υπεβλήθη στη μάρτυρα σε σχέση με αποστολή επιστολής σε λανθασμένη διεύθυνση, ενώ, ως ελέχθη, η μάρτυρας κρίθηκε αξιόπιστη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, εύρημα που δεν προσβάλλεται. Συνεπώς, στη βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας, και στη βάση των κατατεθέντων εγγράφων, δικαιολογείται πλήρως το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ενάγουσα «απέστειλε μέσω των δικηγόρων της στους εναγομένους τις επιστολές ειδοποίησης και τερματισμού με συστημένο ταχυδρομείο (Τεκμ. 7, 8, 9 και 10)». Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Αλέκα Παναγιώτη Παπακόκκινου κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. 169/2011, ημερ. 13.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:D309, εφαρμόζεται και εδώ:
«Η σχετική μαρτυρία του ΜΕ1, ως προς την αποστολή των εν λόγω επιστολών, παρέμεινε αναλλοίωτη κατά την αντεξέταση. Αρνήθηκε υποβολή ότι καμία από τις επιστολές που ανέφερε στη γραπτή δήλωση του δεν στάλθηκε ούτε και παραλήφθηκε από τις εναγόμενες, εμμένοντας στη θέση του ότι οι επιστολές εστάλησαν, όχι μεν από τον ίδιο, αλλά μέσω κεντρικού συστήματος αποστολής επιστολών από την Τράπεζα. Η ύπαρξη και λειτουργία του συστήματος αυτού, δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση του μάρτυρα, παρά μόνο η γνώση του ιδίου για το σύστημα, με την υποβολή ότι δεν γνώριζε καθόλου το σύστημα. Θέση την οποία απέρριψε, προσθέτοντας ότι αν οι επιστολές δεν κατέληγαν στη διεύθυνση των εναγομένων, θα επιστρέφονταν πίσω στην Τράπεζα ως αζήτητες. Κάτι τέτοιο δε συνέβη.
Υπό τις περιστάσεις αυτές, η αποδεχθείσα από το Δικαστήριο μαρτυρία του ΜΕ1, εύλογα επέτρεπε το εύρημα του Δικαστηρίου περί αποστολής των επιστολών, Τεκμήρια 12 και 13 …»
Όσον αφορά στην παραλαβή των επιστολών από τις εφεσείουσες, δεν προσκομίστηκε μαρτυρία που να υποστηρίζει ότι οι εν λόγω επιστολές δεν παραλήφθηκαν, και δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε τα γνωστά για το θέμα αυτό. Θα αρκεστούμε απλώς να παραπέμψουμε στο πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Πιττάκα ν. Γ. & β. Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1895, 1907:
«Σύμφωνα με τη Νομολογία υφίσταται τεκμήριο ότι επιστολή η οποία έχει αποδειχθεί ότι έχει ταχυδρομηθεί και δεν έχει επιστραφεί από το Ταχυδρομείο αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη για την παράδοση της στο πρόσωπο στο οποίο απευθυνόταν (βλ. Theodorou v. Abbot of Kykko Monastery (1965) 1 C.L.R. 9, 18: "There is a presumption that a letter shown to have been posted, and not returned by the post office, is prima facie evidence of its delivery to the person to whom it is addressed ..")».
Οι λόγοι έφεσης 7, 8 και 9 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται. Δικαιολογημένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως η ενάγουσα τερμάτισε, και μάλιστα νόμιμα, τη συμφωνία δανείου, αφού δεν εκαταβάλλοντο οι συμπεφωνημένες δόσεις για την εξόφληση αυτού.
Με τον εντέκατο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα για την πώληση των ενυπόθηκων ακινήτων. Έχει ήδη λεχθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιολογημένα βρήκε πως οι εφεσείουσες παραχώρησαν τη συγκεκριμένη υποθήκη προς εξασφάλιση του συγκεκριμένου δανείου. Με τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης οι εφεσείουσες διατείνονται ότι «η επίδικη υποθήκη είναι άκυρη λόγω του ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις του Άρθρου 21 (1)(γ) του Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, με συγκεκριμένες αναφορές στην τελική αγόρευση. Μεταξύ άλλων, η σύμβαση και δήλωση υποθήκης δεν προσδιορίζει από ποια ημερομηνία θα χρεώνεται το επιτόκιο, ούτε κατά πόσο αυτό θα είναι απλούν ή σύνθετο επιτόκιο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να ακυρώσει την υποθήκη αφού δεν υπήρχε τρόπος προσδιορισμού του τόκου και του ποσού με το οποίο χρεωνόταν».
Σε συμφωνία με τις θέσεις της ευπαίδευτης συνηγόρου της εφεσίβλητης, βρίσκουμε πως τέτοια θέματα δεν είχαν προβληθεί στο δικόγραφο των εφεσειουσών και κατ΄ επέκταση δεν απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτό που οι εφεσείουσες είχαν δικογραφήσει σε σχέση με την εν λόγω υποθήκη, ήταν ότι αυτή δεν εξασφάλιζε το κατ΄ ισχυρισμόν δάνειο, θέση η οποία δικαιολογημένα απερρίφθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, το θέμα τελειώνει εδώ, αφού, όπως ορθά υπέδειξε και η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης, ζητήματα που δεν εγείρονται πρωτόδικα, δεν εξετάζονται κατ΄ έφεση (Prestos Confectionery Ltd κ.ά. ν. Alpha Bank Cyprus Ltd, Πολ. Έφεση Αρ. 114/2015, ημερ. 30.4.2024).
Οι εναπομείναντες λόγοι έφεσης προσβάλλουν ως εσφαλμένη την αποδοχή της αναδομημένης Κατάστασης Λογαριασμού (Τεκμήριο 12), και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι είχε αποδειχθεί χρεωστικό υπόλοιπο. Όπως ορθά καταγράφει το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας καταχωρήθηκε η αναλυτική κατάσταση λογαριασμού (Τεκμ.11) καθώς και αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού (Τεκμ. 12) χωρίς οιαδήποτε ένσταση ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του περί Αποδείξεως Νόμου. Η κατάθεση της κατάστασης λογαριασμού και της αναδομημένης κατάστασης λογαριασμού ως τεκμηρίων δεν αμφισβητήθηκε σε καμία περίπτωση από τους εναγόμενους, ούτε εκφράστηκε συγκεκριμένη θέση εκ μέρους των εναγομένων γιατί και πώς το οφειλόμενο ποσό δεν είναι το ορθό.»
Πράγματι η Υπεράσπιση αντεξετάζοντας τη μάρτυρα της ενάγουσας, αρκέστηκε σε γενικές και αόριστες υποβολές και θέσεις σε σχέση με τα πιο πάνω. Για του λόγου το αληθές παραπέμπουμε στη σελ. 19 των πρακτικών, όπου υπεβλήθη στη μάρτυρα ότι «Σας υποβάλλω ότι καμία από τις δύο καταστάσεις που παρουσιάζετε αντικατοπτρίζει την εικόνα του επίδικου λογαριασμού, πώς εκινείτο ο επίδικος», στη σελ. 20 των πρακτικών όπου υπεβλήθη στη μάρτυρα ότι «Αν παρουσιάζατε την κανονική εικόνα δεν θα δικαιούσαστε οποιοδήποτε ποσό σήμερα», και τέλος στη σελ. 22 των πρακτικών, όπου υπεβλήθη στη μάρτυρα ότι «Σας υποβάλλω ότι οι καταστάσεις λογαριασμού είναι λανθασμένες και οι δύο, Τεκμήρια 11 και 12». Γιατί ήταν λανθασμένες οι καταστάσεις λογαριασμού, και γιατί αυτές δεν αντικατόπτριζαν την πραγματική εικόνα του χρέους, δεν διευκρινίστηκε. Για ό,τι αξίζει, να πούμε πως η μάρτυρας απέρριψε κατηγορηματικά όλες τις υποβολές και θέσεις, και επέμενε πως οι καταστάσεις λογαριασμού «απεικονίζουν την πραγματική κατάσταση του λογαριασμού και την οφειλή των εναγομένων προς την ενάγουσα».
Εν κατακλείδι, η ενάγουσα αξίωσε ποσό στη βάση αναδομημένης κατάστασης λογαριασμού, κάτι που είναι θεμιτό (Καλλικάς ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238). Όπως και στην εν λόγω υπόθεση έτσι και εδώ, η αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού λειτούργησε προς όφελος των εφεσειουσών. Η δε αξιόπιστη μαρτυρία που προσκομίστηκε κατέδειξε «ότι κάποιο τεχνικό λάθος που είχε παρατηρηθεί με τη χρέωση ψηλότερου επιτοκίου διορθώθηκε, και ότι στην αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού κάθε χρέωση η οποία δεν θα έπρεπε να είχε επιβληθεί αφαιρέθηκε». Η δε Υπεράσπιση αυτό που φαίνεται να αμφισβήτησε ήταν ότι δεν επρόκειτο περί τεχνικού λάθους αλλά, ως υπέβαλε στη μάρτυρα, «κάποιος, όχι εσείς, είχε δώσει οδηγίες να χρεώνει τον συγκεκριμένο λογαριασμό με αυξημένο επιτόκιο». Η μάρτυρας βεβαίως απάντησε πως δεν εγνώριζε κάτι τέτοιο. Εν πάση περιπτώσει, το ουσιώδες είναι πως εν τέλει ο λογαριασμός δεν παρέμεινε με το αυξημένο επιτόκιο, με το οποίο είχε χρεωθεί αρχικά, όχι για ολόκληρη την περίοδο αλλά για περίοδο ενάμιση έτους.
Όσον αφορά στις θέσεις των εφεσειουσών ότι τα Τεκμήρια 11 και 12 δεν αποτελούσαν αποδεκτή μαρτυρία, σύμφωνα με το άρθρο 22 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, σημειώνουμε τα ακόλουθα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατ΄ αρχάς σημείωσε πως οι εφεσείουσες σε καμιά περίπτωση δεν είχαν καταφέρει να κλονίσουν τη μαρτυρία της Μ.Ε.1 σε σχέση με τα εν λόγω Τεκμήρια, για να προσθέσει, δικαιολογημένα, πως αυτές «δεν προσήγαγαν καμιά μαρτυρία και δεν έθεσαν κανένα υπόβαθρο που να αποδεικνύει το αβάσιμο των ισχυρισμών της ενάγουσας». Για να καταλήξει ως εξής:
«Η νομοθετική πρόνοια στο άρθρο 22 του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, αναφέρει ότι αντίγραφο καταχώρησης σε τραπεζικά βιβλία γίνεται δεκτό σε όλες τις νομικές διαδικασίες ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη τέτοιας καταχώρησης και των θεμάτων δοσοληψιών και λογαριασμών που είναι καταχωρημένα σ΄ αυτό. Το άρθρο 22 δημιουργεί μαχητό τεκμήριο που αντιστρέφει το βάρος απόδειξης. Η συνέπεια της εφαρμογής του τεκμηρίου είναι να υποβοηθηθεί ο διάδικος προς όφελος του οποίου αυτό εγείρεται και να αναμένει να δει κατά πόσο ο αντίδικος θα αμφισβητήσει το τεκμήριο και θα παρουσιάσει ανταπόδειξη προς αντίκρουση του τεκμηρίου. Αυτή δε η εκ πρώτης όψεως απόδειξη δεν αντικρούστηκε και δεν καταρρίφτηκε κατά την ακρόαση της παρούσας υπόθεσης. Το βάρος απόδειξης, επομένως, για αντίκρουση των καταχωρίσεων στην κατάσταση λογαριασμού μετατοπίστηκε στις εναγόμενες οι οποίες όμως δεν απόσεισαν το βάρος τους αυτό. Εκτός τούτου, ικανοποιήθηκαν και οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 και 35 του Κεφ. 9, σε σχέση με το εν λόγω τεκμήριο, αφού καταδείχθηκε με επάρκεια ότι αποτελεί μέρος του αρχείου της τράπεζας αφού όλο τα αρχείο της τράπεζας που αφορούν την υπόθεση αυτή όπως ανέφερε η Μ.Ε. βρίσκεται στην κατοχή της και υπό τον χειρισμό της αφού είναι τα εξουσιοδοτημένο άτομο και η υπεύθυνη να διαχειρίζεται τον λογαριασμό που αφορά την παρούσα υπόθεση.
Η αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού (Τεκμ. 12), βρίσκω ότι είναι ορθή, έχει ελεγχθεί από την Μ.Ε. η οποία και την ετοίμασε και η οποία διαχειρίζεται τον λογαριασμό της παρούσας υπόθεσης, ως εκ τούτου χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε αντίθετη μαρτυρία κρίνω ότι αυτή είναι αληθινή και η κάθε εγγραφή και το κάθε ποσό που αναγράφεται σε αυτή την κατάσταση αντιστοιχεί σε αποδείξεις και άλλα έγγραφα τα οποία αποτελούν τραπεζικά έγγραφα και τα οποία επιβεβαιώνουν και αποδεικνύουν πλήρως κάθε εγγραφή και κάθε ποσό που εμφαίνεται στην κατάσταση λογαριασμού, σε συνδυασμό δε με την προφορική μαρτυρία που παρουσίασε προς υποστήριξη της αξίωσης της η ενάγουσα η αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού (Τεκμ. 12) αντικατοπτρίζει τις ορθές χρεοπιστώσεις που έγιναν από την ενάγουσα κατά τον επίδικο χρόνο και αποδίδει το ακριβές οφειλόμενο υπόλοιπο.
Συνοψίζοντας καταλήγω και καθίστανται ευρήματα μου ότι η αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού (Τεκμ. 12) σε συνδυασμό με τη μαρτυρία της Μ.Ε. ως προς τον αριθμό λογαριασμού του εν λόγω δανείου, ήταν αρκετά για να αποδείξουν το οφειλόμενο υπόλοιπο, δεδομένης και της αποτυχίας των εναγομένων να αντικρούσουν το περιεχόμενο της, ως είχαν το βάρος να πράξουν. (βλ. υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ v. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ κ.ά., (2009) 1 Α.Α.Δ. 479, την υπόθεση Χρήστος Θεοδώρου v. Hellenic Bank Ltd, (2012) 1 Α.Α.Δ. 2059, καθώς και με την υπόθεση Evelthon Developments Ltd v. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, (2012) 1 Α.Α.Δ. 2486).»
Τέλος, θα πρέπει να προσθέσουμε πως οι εφεσείουσες ουδέποτε κατά την ακροαματική διαδικασία αμφισβήτησαν τη λήψη των χρημάτων του δανείου. Ενώ, ως ελέχθη, οι ίδιες δεν προσκόμισαν οιανδήποτε μαρτυρία που να υποστηρίζει ότι είχαν εξοφλήσει το δάνειο που έλαβαν. Ως εκ τούτου, συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο πως εν προκειμένω η μαρτυρία που αυτό απεδέχθη ήταν άκρως ικανοποιητική για να αποδείξει ότι το ποσό για το οποίο εξέδωσε απόφαση ήταν οφειλόμενο από τις εφεσείουσες. Άλλωστε, οι τελευταίες με το κοινό δικόγραφο τους αρκέστηκαν να αρνηθούν ότι ο λογαριασμός τους παρουσίαζε κατά/ή περί την 1.1.2010 το κατ΄ ισχυρισμόν υπόλοιπο, ενώ όσον αφορά στον δικογραφημένο ισχυρισμό της ενάγουσας ότι μετά τη σύναψη της συμφωνίας καταβλήθηκε μόνο το ποσό των €12.617,83, σημείωσαν απλώς πως το ποσό που καταβλήθηκε ήταν πολύ μεγαλύτερο και ότι αυτό υπερέβαινε το ποσό των €20.000, χωρίς όμως να προσκομίσουν μαρτυρία που να υποστηρίζει τους εν λόγω ισχυρισμούς τους, οι οποίοι παρέμειναν μετέωροι (Μιχάλης Χατζηλούκας κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (πρώην Cyprus Popular Bank Public Co Ltd), Πολ. Έφεση Αρ. 96/2016, ημερ. 17.7.2024).
Εν κατακλείδι, όλοι οι λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται ως ορθή.
Η Έφεση απορρίπτεται, με έξοδα €3.500, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, εναντίον των εφεσειουσών.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/ΣΓεωργίου
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο