
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(i-justice)
(Πολιτική Έφεση Αρ. 38/2024)
20 Μαΐου, 2025
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Σ. Π. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 25/09/2024, ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΙΩΝ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 27, 28 ΚΑΙ 29 ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 155 ΚΑΙ 29(3) ΤΟΥ Ν.29(Ι)/1977.
____________________
Λ. Νεοφύτου για Χ. Τιμοθέου & Λ. Νεοφύτου, για τον Εφεσείοντα.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Π.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Με την παρούσα Έφεση προσβάλλεται η απόφαση αδελφής μας Δικαστού (εφεξής «το πρωτόδικο Δικαστήριο»), με την οποία απορρίφθηκε Αίτηση για άδεια καταχώρισης αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari αναφορικά με το ένταλμα έρευνας ημερ. 25.9.2024, που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, για έρευνα στο διαμέρισμα που διαμένει ο Εφεσείων και στα υποστατικά αυτού.
Το εν λόγω ένταλμα εκδόθηκε στη βάση ένορκης καταγγελίας Αστυφύλακα της ΥΚΑΝ ότι υπάρχει μαρτυρία που δημιουργεί εύλογη υποψία ότι το διαμέρισμα που διαμένει ο Εφεσείων και τα υποστατικά του χρησιμοποιούνται για την παράνομη φύλαξη, χρήση και διακίνηση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α και Β.
Οι λόγοι επί των οποίων εδραζόταν η Αίτηση ήταν ότι το εν λόγω ένταλμα έρευνας εκδόθηκε (α) συνεπεία ψευδορκίας και/ή δόλου και/ή απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων και (β) χωρίς ή/και καθ΄υπέρβαση της εξουσίας ή/και της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου ή/και με έκδηλη πλάνη νόμου.
Με την αίτηση αποδίδεται ψευδορκία στον αστυνομικό, ο οποίος προέβη στον όρκο που συνόδευε την αίτηση για την έκδοση του επίδικου εντάλματος. Ο Εφεσείων προέβαλε ότι, από τη σύγκριση του περιεχομένου του συγκεκριμένου όρκου με τους όρκους που συνόδευαν αίτηση για την έκδοση εντάλματος σύλληψης του Εφεσείοντα και αίτηση για την έκδοση εντάλματος πρόσβασης σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του Εφεσείοντα, παρουσιάζονταν αντιφάσεις, οι οποίες συνιστούν ψευδορκία. Στο πλαίσιο της αίτησης κατατέθηκαν οι τρεις όρκοι που συνόδευαν τις τρεις αιτήσεις, οι οποίοι έγιναν από τρεις διαφορετικούς αστυνομικούς της ΥΚΑΝ.
Το πρώτο στοιχείο που προβλήθηκε σχετίζεται με την αναφορά στον όρκο για την πληροφορία η οποία λήφθηκε από την Αστυνομία, στη βάση της οποίας ενεργοποιήθηκαν οι διαδικασίες που οδήγησαν στην υποβολή των τριών πιο πάνω αιτήσεων. Ο Εφεσείων προέβαλε ότι οι διαφορές που υπήρχαν, τόσο στην ημερομηνία που λήφθηκε η πληροφορία, όσο και στο περιεχόμενο αυτής, οδηγούν στην υποψία περί μη ύπαρξης της πληροφορίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέθεσε το περιεχόμενο των τριών όρκων σε ό,τι αφορά την πληροφορία που λήφθηκε, διαπίστωσε ότι υπήρχαν κάποιες διαφορές, όμως οι διαφορές δεν ήταν τέτοιες που να αλλοιώνουν την ουσία της πληροφορίας και να τείνουν να παραπλανήσουν ή αποκρύψουν οτιδήποτε από το κατώτερο Δικαστήριο. Από τη στιγμή που έγινε αναφορά και στους τρεις όρκους στην πληροφόρηση που είχε η ΥΚΑΝ, με το ίδιο βασικά περιεχόμενο, τότε, κατέληξε, δεν προέκυψε αμφιβολία ως προς την ύπαρξη και λήψη αυτής. Σημειώθηκε, περαιτέρω, ότι δεν απαιτείται η πανομοιότυπη παράθεση μιας πληροφορίας ή περιγραφής γεγονότων στους όρκους που αφορούν σε διαφορετικές αιτήσεις για διαφορετικούς σκοπούς, ακόμα και αν αυτές αφορούν στα ίδια υπό διερεύνηση αδικήματα και ή στο ίδιο πρόσωπο.
Αναφορικά με την ημερομηνία 22.9.2024, που αναφέρεται στον πρώτο όρκο, ως προς το χρόνο που λήφθηκε η πληροφορία, ενώ στους άλλους δύο όρκους αναφέρεται η 24.9.2024, κρίθηκε ότι η ημερομηνία λήψης της πληροφορίας, όπως παρουσιάστηκε με διαφορά δύο ημερών, σε συνδυασμό με τις ίδιες περιγραφές των όσων ακολούθησαν, δεν διαφαίνεται να αποτελεί ψευδή αναφορά με πρόθεση παραπλάνησης του κατώτερου Δικαστηρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο τόνισε ότι σημασία είχε το υπαρκτό γεγονός της λήψης της πληροφορίας, οι οδηγίες παρακολούθησης και η ίδια η παρακολούθηση με την περιγραφή των γεγονότων κατά τις 24.9.2024, η οποία παρουσιάζεται ταυτόσημη και στους τρεις όρκους. Δεν διαπίστωσε περαιτέρω ότι αυτή η διαφορά στην ημερομηνία είχε οποιοδήποτε αντίκτυπο ή επηρέασε αρνητικά, είτε τα γεγονότα, είτε τον ίδιο τον Εφεσείοντα.
Το δεύτερο στοιχείο που αναφέρθηκε από τον Εφεσείοντα αφορούσε στην παρακολούθηση του από την ΥΚΑΝ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι στους όρκους των δύο αιτήσεων για έκδοση εντάλματος σύλληψης και πρόσβασης σε δεδομένα, δίδεται μια πιο λεπτομερής περιγραφή των γεγονότων από την αναφορά στον όρκο που συνόδευε το ένταλμα έρευνας. Η διαφορετική φύση των διαταγμάτων, σημείωσε, δικαιολογούσε είτε πιο γενική, είτε πιο αναλυτική περιγραφή, αναλόγως της αίτησης. Και σε αυτή την περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διαπίστωσε τέτοια διαφοροποίηση, η οποία να οδηγεί στη δημιουργία αμφιβολίας ως προς την ύπαρξη της ίδιας της παρακολούθησης, ως εισηγήθηκε ο Εφεσείων. Ως εκ τούτου, δεν διαπιστώθηκε ούτε για σκοπούς λήψης άδειας δόλος ή ψευδορκία.
Ο δεύτερος λόγος επί του οποίου εδραζόταν η Αίτηση, επίσης κρίθηκε ότι στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας δεν καταδείχθηκε λόγος που να δημιουργεί συζητήσιμη υπόθεση. Αυτή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αμφισβητείται με την παρούσα Έφεση, εφόσον ο τρίτος λόγος έφεσης αποσύρθηκε και δεν θα απασχολήσει περαιτέρω.
Οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης άπτονται της απόρριψης από το πρωτόδικο Δικαστήριο του πρώτου λόγου, επί του οποίου εδράζετο η Αίτηση, ήτοι της ύπαρξης ψευδορκίας και/ή δόλου και/ή μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων από τον αστυφύλακα, ο οποίος προέβη στον όρκο που συνόδευε την αίτηση για την έκδοση του επίδικου εντάλματος έρευνας.
Το παράπονο του Εφεσείοντα είναι ότι, ενώ τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι όρκοι που συνόδευαν τις τρείς αιτήσεις και αυτό διαπίστωσε τις διαφοροποιήσεις που υπήρχαν μεταξύ τους και επομένως, κατά την εισήγηση, υπήρχε συζητήσιμο θέμα, το Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε την ουσία των εγειρομένων ζητημάτων κατά παράβαση των νομολογιακών αρχών που διέπουν τέτοιου είδους υποθέσεις.
Ο δόλος και η ψευδορκία αναγνωρίζονται ως λόγοι ακύρωσης μιας πράξης κατώτερου Δικαστηρίου. Σχετικό με την υπό εξέταση υπόθεση είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Αναφορικά με το Ένταλμα Έρευνας ημερ. 8.7.2019, Πολ. Αίτηση Αρ. 139/2019, ημερ. 5.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:D461:
«Ο δόλος και η ψευδορκία αναγνωρίζονται ως λόγοι ακύρωσης μιας πράξης κατώτερου δικαστηρίου, πλην όμως όταν πρόκειται για σαφή και ολοφάνερη περίπτωση. Το ζήτημα εξηγείται στο σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα, Π. Αρτέμης, σελ. 130-136. Δεν τίθεται θέμα προσαγωγής εκατέρωθεν μαρτυρίας και εκτίμησης της, ή έστω εκτίμησης εκατέρωθεν θέσεων επί γεγονότων. Ο δόλος και η ψευδορκία πρέπει να προκύπτουν σαφώς και ολοφάνερα από το ίδιο το πρακτικό της διαδικασίας. Όπως ελέχθη στην υπόθεση R. v. Ashford (Kent) Justices, ex-parte, Richley [1955] 3 All ER 604:
«.an order of Certiorari to quash proceedings on the ground that they were procured by fraud or perjury should seldom if ever be made unless the facts regarding the alleged fraud or perjury have either been the subject of a conviction in regular criminal proceedings against the person to whom the fraud or perjury is imputed, or else have been admitted by something amount to a confession by such person .»
(βλ. επίσης In Re Charalambous (1985) 1 CLR 746).»
Περαιτέρω, για να εκδοθεί προνομιακό ένταλμα πρέπει να φαίνεται ότι η απόφαση του Δικαστηρίου μολύνθηκε από το δόλο ή την ψευδορκία (In Re Charalambous (1985) 1 C.L.R. 746).
Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τους τρεις όρκους και τις διαφορές που υπήρχαν μεταξύ τους και κατέληξε, ως αναφέρθηκε ανωτέρω, ότι δεν καταδεικνύετο η ύπαρξη ψευδορκίας ή δόλου. Για να μπορέσει το Δικαστήριο να καταλήξει σε συμπέρασμα απαιτείται η εξέταση των διαφορών που υπάρχουν και κατά πόσο αυτές έχουν επιμολύνει την απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου να εκδώσει το ένταλμα έρευνας. Η διαπίστωση και μόνο ότι υπήρχαν διαφορές δεν θεμελιώνει συζητήσιμο θέμα περί ύπαρξης ψευδορκίας ή δόλου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το εγειρόμενο ζήτημα εντός των ορθών παραμέτρων και οι διαπιστώσεις του είναι ορθές. Ο δόλος, η ψευδορκία ή η απόκρυψη γεγονότων, πρέπει να είναι σαφής και ολοφάνερος από το πρακτικό. Διαφοροποιήσεις που παρουσιάζονται στον όρκο που συνόδευε τις τρεις διαφορετικές διαδικασίες για την ίδια υπόθεση, δεν θα μπορούσαν, άνευ ετέρου, να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι υπήρξε δόλος ή ψευδορκία ή απόκρυψη γεγονότων.
Από τα στοιχεία που περιβάλλουν την υπόθεση, δεν αναδεικνύετο ότι υπήρξε σκοπιμότητα από τον Αστυφύλακα που προέβη στον όρκο, ούτε ότι η κρίση του Δικαστή που εξέδωσε το επίδικο ένταλμα, μολύνθηκε καθ΄οιονδήποτε τρόπο, είτε από την ημερομηνία που έγινε η παρακολούθηση του Εφεσείοντα, είτε από το ότι δεν δόθηκαν περισσότερες λεπτομέρειες για κάποια γεγονότα, τα οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν διαφοροποιούν την ουσία των περιστάσεων της υπόθεσης.
Συνακόλουθα, οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης (ο τρίτος λόγος αποσύρθηκε), ο Εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αντινομικά δεν προέβη σε έλεγχο νομιμότητας του επίδικου εντάλματος έρευνας, αλλά σε υποκειμενική ανάλυση της ορθότητας του, αντικαθιστώντας τη δικαστική κρίση του κατώτερου Δικαστηρίου. Στο περίγραμμα αγόρευσης του ο Εφεσείων προσδιορίζει το σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην διαπίστωση του σε σχέση με την ημερομηνία που λήφθηκε η πληροφορία σε βάρος του Εφεσείοντα, ότι σημασία είχε το «υπαρκτό της πληροφορίας και οι δοθείσες όντως οδηγίες παρακολούθησης και η ίδια η παρακολούθηση με την περιγραφή γεγονότων κατά την 24.9.2024 η οποία παρουσιάζεται ταυτόσημη και στους τρεις όρκους». Με αυτό το τρόπο, κατά την εισήγηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο αντικατέστησε την κρίση του εκδώσαντος το ένταλμα έρευνας Δικαστή με τη δική του.
Τα όσα διαλαμβάνονται στο παρόντα λόγο έφεσης έχουν εξεταστεί στα πλαίσια των πρώτων δύο λόγων έφεσης. Σε υποθέσεις όπως την παρούσα, αυτό που εξετάζεται είναι αν, στη βάση όλων των στοιχείων που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου, η εισήγηση του Εφεσείοντα ότι υπήρξε δόλος ή ψευδορκία ή απόκρυψη γεγονότων που οδηγήσαν το κατώτερο Δικαστήριο στην έκδοση του επίδικου εντάλματος, ευσταθεί. Όπως έχει αναφερθεί κατά την εξέταση των πρώτων δύο λόγων έφεσης, για να καταλήξει το Δικαστήριο σε κρίση επί του εγειρόμενου ζητήματος, δεν είναι αρκετό να διαπιστώσει διαφορές στους όρκους. Απαιτείται να εξεταστεί κατά πόσο αυτές οδηγούν ξεκάθαρα σε ύπαρξη δόλου ή ψευδορκίας. Διαφορετική αντίκρυση του θέματος θα οδηγούσε σε παρερμηνεία των όρων ψευδορκία και δόλος.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/ΧΤΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο