
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(i-justice)
(Πολιτική Έφεση Αρ. 39/2024)
20 Μαΐου, 2025
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Σ. Π. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡ. 58/2024 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΗΜΕΡ. 3/10/2024, ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΙΤΡΑΠΗΚΕ Η ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΚΑΙ/Ή ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΚΑΙ/Ή ΛΗΨΗ ΚΑΤΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ.
____________________
Λ. Νεοφύτου για Χ. Τιμοθέου & Λ. Νεοφύτου, για τον Εφεσείοντα.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Π.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Με την παρούσα Έφεση προσβάλλεται η απόφαση αδελφής μας Δικαστού (εφεξής «το πρωτόδικο Δικαστήριο»), με την οποία απορρίφθηκε Αίτηση προς εξασφάλιση άδειας καταχώρισης αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari αναφορικά με το ένταλμα πρόσβασης και ή επιθεώρησης και ή λήψης σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας ημερ. 3.10.2024.
Η ΥΚΑΝ διερευνούσε υπόθεση εναντίον του Εφεσείοντα για Αδικήματα Παράνομης Κατοχής Ελεγχόμενου Φαρμάκου Τάξεως Α και Β, στο πλαίσιο της οποίας ζητήθηκε και λήφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (εφεξής «κατώτερο Δικαστήριο») ένταλμα πρόσβασης σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας αποκλειστικά και μόνο για τη διερεύνηση των εν λόγω αδικημάτων, παρά το ότι, στο πλαίσιο της ίδιας υπόθεσης, διερευνώντο εναντίον του Εφεσείοντα και αδικήματα συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, παράνομης κατοχής και παράνομης χρήσης ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α και Β, καθώς και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αδικήματα που κατ΄ ισχυρισμό διαπράχθηκαν μεταξύ άγνωστης ημερομηνίας και 26.9.2024.
Στον όρκο που συνόδευε την αίτηση αναφέρονταν και τα ακόλουθα:
«Συγκεκριμένα, στις 24/9/2024…………………………………………
Στις 26/09/2024 μέλη της ΥΚΑΝ μετέβηκαν στο διαμέρισμα του υπόπτου για την διενέργεια έρευνας δυνάμει δικαστικού εντάλματος.
Την ίδια ημέρα και ώρα 12:26 ο ύποπτος εντοπίστηκε και ανακόπηκε έξω από το διαμέρισμα του. Σε σωματικό έλεγχο που ακολούθησε ανευρέθηκε μέσα σε τσαντάκι ώμου που φορούσε, ένα τεμάχιο νάιλον διαφανές σακουλάκι εντός του οποίου υπήρχε ποσότητα άσπρης σκόνης μικτού βάρους 0,5 του γραμμαρίου περίπου και η ώρα 12:29 συνελήφθηκε για αυτόφωρο αδίκημα. Επίσης από την κατοχή του υπόπτου παραλήφθηκαν ως τεκμήρια 1) Ένα κινητό τηλέφωνο, μάρκας ..., με αρ. ΙΜΕΙ ... και ΙΜΕΙ ..., με ηλεκτρονική κάρτα με αρ. κλήσης … και 2) Ένα κινητό τηλέφωνο, μάρκας … με αρ. ΙΜΕΙ … και ΙΜΕΙ …, με δύο κάρτες SIM της …, με αρ. … και αρ. … .
Ακολούθως και μεταξύ των ωρών 12:31 - 12:42 διενεργήθηκε έρευνα στο διαμέρισμα του υπόπτου, στην παρουσία του, όπου μέσα σε χρηματοκιβώτιο εντός του υπνοδωματίου ανευρέθηκε το χρηματικό ποσό των 500 Ευρώ σε χαρτονομίσματα των 10 χ 50 Ευρώ. Επίσης ερευνήθηκαν τα οχήματα του υπόπτου με αρ. εγγρ. … και …, χωρίς να ανευρεθεί οτιδήποτε το παράνομο.
Στην συνέχεια και ώρα 12:51 ο ύποπτος οδηγήθηκε στο σημείο όπου θεάθηκε στις 24/09/2024 να σκάβει και να τοποθετεί άγνωστο αντικείμενο. Από έρευνα που διενεργήθηκε στο εν λόγω σημείο ανευρέθηκε θαμμένη στο χώμα μια πλαστική παγωνιέρα, χρώματος γαλάζιου εντός της οποίας υπήρχαν μεταξύ άλλων τεκμηρίων μια νάιλον συσκευασία με άσπρη ουσία κοκαΐνη μεικτού βάρους τριάντα (30) γραμμαρίων περίπου, - πέντε (5) ξεχωριστές νάιλον συσκευασίες με πράσινη ξηρή φυτική ύλη κάνναβης συνολικού μεικτού βάρους διακοσίων είκοσι πέντε (225) γραμμαρίων περίπου, μια νάιλον συσκευασία με μπεζ συμπαγή ουσία ομοιάζουσα με MDMA μεικτού βάρους τριάντα (30) γραμμαρίων περίπου και ένα μεταλλικό δοχείο με μπεζ συμπαγή ουσία ομοιάζουσα με MDMA βάρους μισού (0,5) γραμμαρίου περίπου. Όλα τα πιο πάνω παραλήφθηκαν ως τεκμήρια αφού προηγουμένως λήφθηκε αριθμός φωτογραφιών, τόσο της σκηνής όσο και τεκμηρίων.
Μετά το τέλος των ερευνών ο ύποπτος οδηγήθηκε στα γραφεία της ΥΚΑΝ Λεμεσού, όπου ανακρινόμενος γραπτώς μεταξύ άλλων ανέφερε ότι η ποσότητα κοκαΐνης που ανευρέθηκε στην κατοχή του, είναι δική του και την κατείχε για δική του χρήση, καθώς επίσης και τα δύο κινητά τηλέφωνα που είχε στην κατοχή είναι δικά του. Επίσης ο ύποπτος ισχυρίστηκε ότι προς το τέλος της εβδομάδας πριν την σύλληψη του, έβαλε δίπλα από τον κάλαθο των σκουπιδιών (πέταξε) μια παγωνιέρα όμοια με αυτή που ανευρέθηκε θαμμένη, μαζί με ένα μπουκαλάκι με χασισέλαιο και ένα δοχείο κρεατίνης, αρνούμενος οποιαδήποτε ανάμειξη με τα ανευρεθέντα τα ναρκωτικά εντός της παγωνιέρας.
..............................Την ίδια ημέρα και ώρα […] ο ύποπτος συνελήφθηκε δυνάμει δικαστικού εντάλματος σύλληψης […]
Στις 27/09/2024 […] εναντίον του εκδόθηκε Διάταγμα προσωποκράτησης για περίοδο επτά (7) ημερών […]
Συνεπώς, με βάση τα όσα αναφέρονται στην παρούσα δήλωση:
(α) υπάρχει εύλογη υποψία ότι ο ύποπτος Σ.Τ…. εμπλέκεται στη διάπραξη των αναφερόμενων στην Αίτηση αδικημάτων,
(β) υπάρχει εύλογη υποψία ότι στις αναφερόμενες στο Μέρος ΙΙ της Αίτησης τηλεφωνικές συσκευές ή/και αντικείμενα (SIM CARD) υπάρχει καταγεγραμμένη ιδιωτική επικοινωνία, η οποία συνδέεται ή είναι συναφής με τα εν λόγω αδικήματα,
(γ) σημειώνεται ότι η χρήση διαφορετικών τηλεφωνικών συσκευών και διαφορετικών αριθμών είναι τακτική που χρησιμοποιείται από τους εμπλεκόμενους σε υποθέσεις ναρκωτικών,
(δ) Ανακρινόμενος γραπτώς ο ύποπτος ο ύποπτος όσο αφορά τα δύο κινητά τηλέφωνα που ανευρέθηκαν στην κατοχή του είναι δικά του, εκ των οποίων το ένα μάρκας NOKIA το αγόρασε όταν χάλασε το άλλο του κινητό τηλέφωνο SAMSUNG, όμως στη συνέχεια αποφάσισε να το κρατήσει για να το παίρνει περισσότερο στην δουλειά του, γεγονός το οποίο πιθανόν να μην ισχύει και ο ύποπτος να χρησιμοποιούσε το κινητό μάρκας NOKIA για αγοραπωλησίες ναρκωτικών, καθότι την ώρα ανακοπής του δεν εργαζόταν και είχε το μάρκας SAMSUNG μέσα στο τσαντάκι του, ενώ το κινητό μάρκας NOKIA το κρατούσε στο χέρι του. Επίσης να σημειωθεί ότι το κινητό τηλέφωνο μάρκας NOKIA είχε δύο κάρτες κινητής τηλεφωνίας γεγονός το οποίο επίσης ενισχύει την εύλογη υποψία να το κατείχε για τους σκοπούς αγοραπωλησίας ναρκωτικών.
(ε) Η έκδοση του αιτούμενου εντάλματος για πρόσβαση σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Από το καταγεγραμμένο περιεχόμενο, που ενδεχομένως θα εντοπιστεί στις συγκεκριμένες συσκευές τηλεφώνων και στις κάρτες SIM, πιθανόν να διαπιστωθεί επικοινωνία μεταξύ του υπόπτου με άλλα εμπλεκόμενα πρόσωπα, η οποία να συνιστά μαρτυρία εναντίον του υπόπτου για την διάπραξη των αδικημάτων.
…»
Το κατώτερο Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα που υποβλήθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα, αφού ικανοποιήθηκε ότι:
(α) υπήρχε εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι πρόσωπο διέπραξε το αδίκημα που αναφερόταν στην αίτηση και την ένορκη δήλωση, το οποίο περιλαμβάνεται στο Άρθρο 17.2Β(γ) του Συντάγματος (ως το άρθρο 21(4)(β) του Ν.92(Ι)/1996)
(β) η αίτηση προωθείτο ως το άρθρο 21 του Ν.92(1)/1996
(γ) υπήρχε εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι η ζητούμενη ιδιωτική επικοινωνία συνδέετο ή ήτο συναφής με το εν λόγω αδίκημα και
(δ) η έκδοση του δικαστικού εντάλματος ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.
Η Αίτηση για άδεια βασιζόταν σε τρεις λόγους, ήτοι ότι το εν λόγω ένταλμα εκδόθηκε (α) συνεπεία ψευδορκίας και ή δόλου και ή απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων για την κρίση του κατώτερου Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου τέθηκε η αίτηση για την έκδοσή του, (β) καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας και ή εξουσίας του κατώτερου Δικαστηρίου, το οποίο ενήργησε μηχανιστικά, καθότι δεν πληρούντο οι προϋποθέσεις του άρθρου 23(1) του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμος του 1996, Ν.92(Ι)/1996 και (γ) καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας και ή εξουσίας του κατώτερου Δικαστηρίου, το οποίο ενήργησε μηχανιστικά, καθότι δεν πληρούντο οι προϋποθέσεις του άρθρου 23(2) του Ν.92(Ι)/1996.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και τους τρεις λόγους επί τους οποίους βασιζόταν η Αίτηση για άδεια. Με την υπό κρίση Έφεση αμφισβητείται η απόρριψη του δεύτερου και τρίτου λόγου. Αρχικά, στην Έφεση περιλαμβάνονταν επτά λόγοι έφεσης, οι τέσσερεις εκ των οποίων (λόγοι έφεσης 1, 2, 6, και 7) αποσύρθηκαν.
Ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορούν τον δεύτερο λόγο επί του οποίου στηριζόταν η Αίτηση. Ο Εφεσείων προβάλλει ότι το κατώτερο Δικαστήριο δεν ήταν δυνατό να είχε ικανοποιηθεί ότι πληρούντο οι τυπικές προϋποθέσεις έκδοσης του επίδικου εντάλματος, εφόσον δεν τέθηκε κανένα στοιχείο που να καταδεικνύει πιθανότητα ή υποψία ότι στις συγκεκριμένες τηλεφωνικές συσκευές που βρέθηκαν στην κατοχή του, υπήρχε καταγεγραμμένη συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία που να συνδέεται και ή να είναι συναφής με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Περαιτέρω, αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο σφάλμα ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης. Συγκεκριμένα, ο Εφεσείων επικαλείται ότι στον όρκο, με αναφορά στο κινητό του τηλέφωνο SAMSUNG, κατά την ανακριτική του κατάθεση, ανέφερε ότι «αποφάσισε να το κρατήσει για να το παίρνει περισσότερο στη δουλειά του», με τη λέξη «περισσότερο» να μην αναφέρεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο στη απόφαση του. Περαιτέρω, κατά την ανάλυση των γεγονότων, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ο Εφεσείων παραδέχθηκε την κατοχή της ποσότητας ναρκωτικών που βρέθηκε σε παρακείμενο χωράφι, κάτι το οποίο δεν προκύπτει από τον όρκο του Αστυφύλακα.
Το Άρθρο 17 του Συντάγματος προστατεύει το απόρρητο της ιδιωτικής επικοινωνίας. Κατ΄ εξαίρεση, προβλέπεται δυνατότητα επέμβασης στο δικαίωμα αυτό, κατόπιν δικαστικού διατάγματος. Το Άρθρο 17.2.Β., το οποίο αφορά περιπτώσεις όπως η υπό εξέταση, προνοεί ότι:
«2. ∆ε χωρεί επέµβαση κατά την άσκηση του δικαιώµατος τούτου, εκτός αν η επέµβαση αυτή επιτρέπεται σύµφωνα µε το νόµο, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Α. …
Β. Κατόπιν δικαστικού διατάγµατος που εκδόθηκε σύµφωνα µε τις διατάξεις του νόµου, µετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της ∆ηµοκρατίας, και η επέµβαση αποτελεί µέτρο το οποίο σε µια δηµοκρατική κοινωνία είναι αναγκαίο µόνο προς το συµφέρον της ασφάλειας της ∆ηµοκρατίας ή την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη των ακόλουθων σοβαρών ποινικών αδικηµάτων:
(α) .......................................................................
(β) .......................................................................
(γ) εµπορία, προµήθεια, καλλιέργεια ή παραγωγή ναρκωτικών ... φαρµάκων, ψυχοτρόπων ουσιών ή επικίνδυνων φαρµάκων,»
Το άρθρο 23(1) του περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμος του 1996, (Ν. 92(Ι)/1996) δίδει την ευχέρεια στο Δικαστήριο να εκδώσει ένταλμα πρόσβασης σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, κατόπιν σχετικής αίτησης που υποβάλλεται, δυνάμει των άρθρων 21 και 22 του ως άνω Νόμου, εφόσον ικανοποιηθεί ότι, με βάση τα γεγονότα, τηρούνται σωρευτικά τα ακόλουθα:
«(α) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι πρόσωπο διέπραξε, διαπράττει ή αναµένεται να διαπράξει αδίκηµα ή υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα να κινδυνεύει η ασφάλεια της ∆ηµοκρατίας·
(β) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκριµένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής µε το αδίκηµα ή µε τον κίνδυνο για την ασφάλεια της ∆ηµοκρατίας·
(γ) η έκδοση του δικαστικού εντάλµατος είναι προς το συµφέρον της δικαιοσύνης.»
(βλέπε μεταξύ άλλων, Αναφορικά με την Αίτηση του Δρ. Η.Π., Πολ. Έφ. Αρ. 256/2021 ημερ. 28.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:A69 και Αναφορικά με την Αίτηση του Α.Α. και Χ.Τ. Προσωπικά και ως Γενικού Διευθυντή του Ομίλου Εταιρειών Τζιοβάνη, Πολ. Έφ. Αρ. 272/2021, ημερ. 13.10.22, ECLI:CY:AD:2022:D383).»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας την Αίτηση, κατέληξε ότι πληρούντο οι προϋποθέσεις του Ν. 92(Ι)/1996 για έκδοση του επίδικου εντάλματος, στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:
«Με βάση το περιεχόμενο του όρκου, δίδεται μια αρκετά λεπτομερής περιγραφή του όλου πλαισίου των γεγονότων από την παρακολούθηση μέχρι και την σύλληψη και ανάκριση του ίδιου του Αιτητή. Μέσα από την περιγραφή των γεγονότων, διαφαίνεται να υπήρχε μια στοχευμένη συμπεριφορά του Αιτητή με την κατοχή, διακίνηση και φύλαξη σε παρακείμενο στο διαμέρισμα του χωράφι μεγάλης ποσότητας ελεγχόμενων φαρμάκων τάξεως Α και Β. Ο ίδιος φέρεται να παραδέχθηκε την κατοχή αυτής, πλην όμως ισχυρίστηκε ότι είναι για δική του χρήση, ενώ ο Νόμος για τέτοια ποσότητα προνοεί τεκμήριο ότι αυτή προορίζεται για προμήθεια σε άλλα πρόσωπα. Στην κατοχή του βρέθηκαν δύο κινητά τηλέφωνα, το ένα με δύο κάρτες και οι εξηγήσεις που φέρεται να έδωσε σε σχέση με τις κινήσεις του, ήτοι ότι η μια συσκευή την οποία βρέθηκε να κρατά σε μη εργάσιμες ώρες ήταν αυτή που αφορούσε την εργασία του, δημιουργούν εύλογη υποψία ή πιθανότητα να μην ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Το σύνολο των πιο πάνω δεδομένων, δεν δημιουργεί απλή εικασία πιθανής σύνδεσης των συσκευών τηλεφώνου του Αιτητή με τα υπό διερεύνηση αδικήματα αλλά εύλογη υποψία αυτές να χρησιμοποιούνταν σε σχέση με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.
Τα πιο πάνω δεδομένα διακρίνουν την υπό κρίση περίπτωση από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μ.Π., Πολ. Αίτηση Αρ. 160/2023, ημερ. 22.12.2023, στην οποία βασίστηκε ο Αιτητής. Σε εκείνη την υπόθεση δεν υπήρχε οποιαδήποτε αναφορά που να συνέδεε με οποιονδήποτε τρόπο τις τηλεφωνικές συσκευές με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, σε αντίθεση με την υπό κρίση περίπτωση στην οποία η περιγραφή των γεγονότων δημιουργεί εύλογη υπόνοια για τέτοια σύνδεση.
Επομένως, διαφαίνεται ότι το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης καταδεικνύει εύλογη υποψία και πιθανότητα, η οποία απαιτείται για τους σκοπούς έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος δυνάμει του Ν.92(Ι)/1996.»
Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε ότι ο Εφεσείων παραδέχθηκε την κατοχή, τόσο της ποσότητας ναρκωτικών ουσιών που ανευρέθηκαν στο διαμέρισμα, όσο και τα ναρκωτικά που ανευρέθηκαν σε παρακείμενο χωράφι, κάτι που δεν ανταποκρίνεται στα γεγονότα που τέθηκαν με τον όρκο του Αστυφύλακα. Το στοιχείο αυτό δεν μπορεί ωστόσο να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην υπόθεση, εφόσον αυτό που απαιτείται, με βάση το άρθρο 23(1)(α), είναι η ύπαρξη εύλογης υποψίας ή πιθανότητας διάπραξης αδικήματος, κάτι που σαφώς προκύπτει από τον όρκο που συνόδευε την αίτηση, χωρίς να απαιτείτο παραδοχή της κατοχής της μεγαλύτερης ποσότητας ναρκωτικών που βρέθηκε σε παρακείμενο χωράφι. Η αλληλουχία των γεγονότων που περιγράφονταν στον όρκο δημιουργούσαν εύλογη υποψία διάπραξης αδικήματος. Η δε ποσότητα των ανευρεθέντων ναρκωτικών ουσιών ήταν τέτοια, που δημιουργείτο τεκμήριο ότι αυτή κατέχετο με σκοπό την προμήθεια σε τρίτο ή τρίτα πρόσωπα.
Η άλλη εισήγηση του Εφεσείοντα είναι ότι δεν τέθηκε κανένα στοιχείο που να καταδεικνύει πιθανότητα ή υποψία ότι στις συγκεκριμένες τηλεφωνικές συσκευές που βρέθηκαν στην κατοχή του υπήρχε καταγεγραμμένη συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία που να συνδέεται και ή να είναι συναφής με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.
Έχουμε παραθέσει πιο πάνω τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στον όρκο αναφορικά με την ύπαρξη εύλογης υποψίας, ότι στις τηλεφωνικές συσκευές και στις sim cards που ανευρέθηκαν στην κατοχή του Εφεσείοντα, όταν αυτός ανακόπηκε από την Αστυνομία, υπήρχε επικοινωνία που συνδέετο με τη διάπραξη των αδικημάτων και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε. Τα αδικήματα που διερευνώντο εναντίον του Εφεσείοντα ήταν η κατοχή ναρκωτικών ουσιών τάξεως Α και Β με σκοπό την προμήθεια σε τρίτο ή τρίτα πρόσωπα. Στη βάση των όσων αναφέρονται στον όρκο υπό στοιχεία (β), (γ), (δ) και (ε), πιο πάνω, προβάλλεται ότι από το καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας που ενδεχομένως θα εντοπιστεί στις συγκεκριμένες συσκευές τηλεφώνου και των sim cards πιθανόν να διαπιστωθεί επικοινωνία του υπόπτου με το τρίτο ή τρίτα πρόσωπα που εμπλέκονται, μαρτυρία που συνδέεται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο το γεγονός ότι δεν γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία στην οποία ζητείται πρόσβαση, αλλά σε εύλογη υποψία ή πιθανότητα να υπάρχει καταγεγραμμένη ιδιωτική επικοινωνία, η οποία συνδέεται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, όπως έχει επεξηγηθεί πιο πάνω, συνάδει με τις πρόνοιες του άρθρου 23(1)(β).
Το ερώτημα αυτό απαντήθηκε στην Αναφορικά με την Αίτηση του Μ. Ρ. Πολ. Έφ. 1/2024, ημερ. 6.2.2025, στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, αναφέροντας ότι διαφοροποιείται ως προς τα γεγονότα. Σ΄ εκείνη την υπόθεση, η πλειοψηφία του Ανώτατου Δικαστηρίου κατέληξε ότι, αυτό που απαιτείται σε τέτοιου είδους υποθέσεις, είναι να καταδεικνύεται ότι υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα να υπάρχει καταγεγραμμένη ιδιωτική επικοινωνία, η οποία συνδέεται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.
Συνεπώς, για την επίλυση του συγκεκριμένου ζητήματος απαιτείται ερμηνεία του άρθρου 23(1)(β) του Νόμου, παρά το ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα δεν προέβη σε εισήγηση περί τέτοιας ερμηνείας. Σκοπός της θέσπισης του συγκεκριμένου Νόμου και, ειδικότερα, του Μέρους ΙVA αυτού, ήταν να δοθεί η ευχέρεια στις Ανακριτικές Αρχές, κατά τη διερεύνηση σοβαρών αδικημάτων, όπως αυτά καθορίζονται στο Άρθρο 17.2.Β του Συντάγματος, να έχουν πρόσβαση σε ιδιωτικές επικοινωνίες, για τις οποίες υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα να συνδέονται ή να είναι συναφείς με τα υπό διερεύνηση σοβαρά αδικήματα. Όπως σαφώς προσδιορίζεται στο Άρθρο 17.2.Β, «η επέμβαση αποτελεί μέτρο το οποίο σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαίο μόνο προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη» σοβαρών ποινικών αδικημάτων που προσδιορίζονται στο εν λόγω Άρθρο. Αιτήσεις του είδους γίνονται από τον Γενικό Εισαγγελέα και το περιεχόμενο τους πρέπει να πληροί τις αυστηρές πρόνοιες του άρθρου 22 του Νόμου. Επισημαίνεται ότι, με βάση την παράγραφο (β)(ιι) του εν λόγω άρθρου, στην έκθεση γεγονότων πρέπει να περιλαμβάνεται και «γενική περιγραφή του είδους της ιδιωτικής επικοινωνίας και των εγγράφων ή των συσκευών ή των αντικειμένων επί των οποίων βρίσκεται αποθηκευμένο ή καταγεγραμμένο το περιεχόμενό της». Καθοριστικής σημασίας για σκοπούς ερμηνείας της αναφοράς σε «συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία», που απαντάται στο άρθρο 23(1)(β), αναμφίβολα είναι και ο σκοπός για τον οποίο θεσπίστηκε ο Νόμος, που δεν είναι άλλος από την υποβοήθηση κατά τη διερεύνηση μιας σοβαρής ποινικής υπόθεσης. Δεν πρέπει να διαλανθάνει της προσοχής ότι κατά το στάδιο της διερεύνησης, το στοιχείο που απαιτείται είναι εύλογη υποψία για την διάπραξη ενός αδικήματος και εύλογη υποψία για την ύπαρξη τέτοιας ιδιωτικής επικοινωνίας που κατά συγκεκριμένο τρόπο να συνδέεται ή να είναι συναφής με ένα τέτοιο αδίκημα.
Εν προκειμένω, τα όσα αναφέρονται στον όρκο υπό στοιχεία (β), (γ), (δ) και (ε), πιο πάνω, δημιουργούν εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι υπάρχει, στις τηλεφωνικές συσκευές και στις sim cards που κατασχέθηκαν, τέτοια καταγεγραμμένη ιδιωτική επικοινωνία, η οποία να συνδέεται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Το γεγονός ότι στον όρκο γινόταν αναφορά στο ότι ο Εφεσείων στην κατάθεση του ανέφερε ότι το ένα τηλέφωνο το χρησιμοποιούσε «περισσότερο» για τη δουλειά του, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι αυτό το χρησιμοποιούσε για τη δουλειά, παραλείποντας τη λέξη «περισσότερο», ουδόλως διαφοροποιεί την κρίση μας.
Συνακόλουθα, καταλήγουμε ότι ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το κατώτερο Δικαστήριο, εκδίδοντας το επίδικο ένταλμα, δεν ενήργησε μηχανιστικά κρίνοντας ότι πληρούντο οι προϋποθέσεις του άρθρου 23(1) του Νόμου.
Για τους πιο πάνω λόγους, οι λόγοι έφεσης 3 και 4 απορρίπτονται.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης άπτεται της απόρριψης του τρίτου λόγου που υποστήριζε την αίτηση για άδεια, ότι δηλαδή δεν πληρούντο οι προϋποθέσεις του άρθρου 23(2) του Νόμου. Όπως αναφέρεται στο περίγραμμα αγόρευσης του Εφεσείοντα, ο λόγος αυτός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την επιτυχία ή απόρριψη του τρίτου λόγου έφεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας το ζήτημα, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Η εισήγηση του Αιτητή σε σχέση με το άρθρο 23(2) στηρίζεται εξ ολοκλήρου στη μη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 23(1), καθότι το αίτημα για «πρόσβαση σε δεδομένα» δυνάμει του άρθρου 23(2) αποτελεί δευτερογενές αίτημα το οποίο δεν είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από το αίτημα δυνάμει του άρθρου 23(1). Από τη στιγμή όμως που το παρόν Δικαστήριο δεν έχει ικανοποιηθεί, για σκοπούς πάντοτε της παρούσας Αίτησης, πως έχει καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση αναφορικά με την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 23(1), τότε και αυτή η εισήγηση του Αιτητή δεν φαίνεται να έχει προοπτική επιτυχίας.».
Ως εκ των ανωτέρω, και ο 5ος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Η Έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/ΧΤΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο