
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9(3)(γ) ΤΟΥ Ν.33/1964
(Αίτηση Αρ. 4/2025)
26 Μαΐου 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
Αναφορικά με την Αίτηση της: CHEESELINE LTD
Αναφορικά με νομικά θέματα που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου στην Πολιτική Δικαιοδοσία στην Πολιτική Έφεση Αρ.Ε48/2019, ημερομηνίας 9.1.2025
Μεταξύ:
GRAND FUTUR VII HOLDINGS LTD
Εφεσείουσας
ν.
CHEESELINE LTD
Εφεσίβλητης
____________________
Π. Σπανός για Μάρκος Π. Σπανός & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Αιτήτρια.
Κ. Δαμιανός και Κ. Καραμανής για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σια Δ.Ε.Π.Ε, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
_____________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η Αιτήτρια, εφεσείουσα στην αναφερόμενη στον τίτλο πολιτική έφεση, στην οποία εκδόθηκε απόφαση από το Εφετείο την 9.1.2025, καταχώρισε την παρούσα Αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, αιτούμενη άδεια για να υποβάλει αίτηση δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2024, οι Νόμοι.
Το διαδικαστικό ιστορικό της υπόθεσης είναι το ακόλουθο: Η Αιτήτρια καταχώρισε την αγωγή αρ.5292/2012 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εναντίον της εταιρείας Bellapais Suppliers Limited (εναγόμενη 1) και δύο φυσικών προσώπων. Την 14.12.2012 εκδόθηκε απόφαση υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον όλων των εναγόμενων για ποσό €119.534,62 πλέον τόκους και έξοδα. Το εξ αποφάσεως χρέος δεν ικανοποιήθηκε, οπόταν η Αιτήτρια προώθησε, αναφορικά με την Bellapais, διαδικασία για κατάσχεση ποσού εις χείρας τρίτου. Ο τρίτος, μεσεγγυούχος, ήταν η Καθ’ ης η Αίτηση, Grand Futur VII Holdings Ltd. Έχει παρουσιαστεί το συντεταγμένο διάταγμα ημερ.30.11.2016, που εκδόθηκε στην δια κλήσεως αίτηση στη διαδικασία. Καταγράφεται ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο διέταξε: «… την κατάσχεση (writ of attachment) ποσού μέχρι €119.534,62 πλέον τόκο προς 5,5% ετησίως από 27.7.12 μέχρι τελείας εξοφλήσεως που βρίσκεται στην κατοχή και/ή φύλαξη των Μεσεγγυούχων» για ικανοποίηση της απόφασης. Περαιτέρω, διέταξε όπως: «… όσον αφορά τις μελλοντικές δόσεις που θα πληρωθούν προς Εναγόμενους 1 από τους Μεσεγγυούχους, το διάταγμα θα ενεργοποιείται όταν οι δόσεις αυτές καθίστανται πληρωτέες».
Την 4.7.2017 η Αιτήτρια καταχώρισε αίτηση παρακοής εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση - Μεσεγγυούχου. Η αίτηση παρακοής εκδικάστηκε και την 28.11.2018 εκδόθηκε απόφαση με την οποία η Καθ’ ης η Αίτηση - Μεσεγγυούχος κρίθηκε ένοχη για παρακοή του διατάγματος ημερ.30.11.2016. Την 10.1.2019 της επιβλήθηκε ποινή.
Το διάταγμα μεσεγγύησης είχε επιδοθεί στην Καθ’ ης η Αίτηση – Μεσεγγυούχο τον Ιανουάριο και ξανά τον Φεβρουάριο του 2017, οπόταν η αίτηση παρακοής βασίστηκε στην παράλειψη καταβολής προς την Αιτήτρια μέρους (€119.534,62 πλέον τόκους και έξοδα) της αμέσως επόμενης δόσης των €200.000, που η Μεσεγγυούχος όφειλε να καταβάλει την 30.4.2017.
Η Καθ’ ης η Αίτηση - Μεσεγγυούχος καταχώρισε την αναφερόμενη στον τίτλο έφεση, στην οποία εκδόθηκε απόφαση την 9.1.2025. Το Εφετείο αποφάνθηκε ότι η αίτηση παρακοής ήταν πρόωρη, επέτρεψε την έφεση και παραμέρισε την πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση, όπως βέβαια και την επιβληθείσα ποινή.
Αναφέρεται στην απόφαση του Εφετείου:
«Τα γεγονότα, με βάση τα οποία οι εφεσείοντες θεωρήθηκαν ως μεσεγγυούχοι, συνίστανται στο ότι, οι εφεσείοντες, με γραπτή συμφωνία, ημερομηνίας 27.04.2012 (η αρχική συμφωνία), είχαν αγοράσει, από τους Bellapais, ένα ακίνητο για το ποσό των €3.100.000,00, πληρωτέο με δόσεις. Μέρος του ποσού καταβλήθηκε κατά την υπογραφή της συμφωνίας και το υπόλοιπο, ύψους €1.840.000,00, θα πληρωνόταν με τρεις ισόποσες, ετήσιες, δόσεις. Με την καταβολή της τελευταίας δόσης, οι Bellapais συμφώνησαν ότι θα μεταβίβαζαν το ακίνητο στους εφεσείοντες, ελεύθερο παντός βάρους. Επίσης, συμφωνήθηκε, ότι οι δόσεις θα κατατίθονταν από τους εφεσείοντες κατευθείαν στους ενυπόθηκους δανειστές - τράπεζες - των Bellapais, προς εξόφληση των χρεών των τελευταίων, τα οποία ανέρχονταν στο ποσό των €1.200.000,00, αφού το ακίνητο ήταν βεβαρημένο με εμπράγματα βάρη. Με δεύτερη, συμπληρωματική, συμφωνία, ημερομηνίας 29.03.2013, λόγω της οικονομικής κρίσης, επεκτάθηκε ο χρόνος πληρωμής του υπολοίπου του τιμήματος, το οποίο, τότε, ανερχόταν σε €1.795.000,00, εφόσον είχε ήδη καταβληθεί ποσό €45.000,00. Η πρώτη δόση, ποσού €250.000,00, θα πληρωνόταν την 30.04.2013 και οι υπόλοιπες, ποσού €200.000,00 η κάθε μια, την 30η Απριλίου εκάστου έτους, μέχρι εξόφλησης. Οι εν λόγω δόσεις θεωρήθηκαν από τους εφεσίβλητους - εξ' αποφάσεως πιστωτές - ως δικαιώματα και/ή συμφέροντα των Bellapais - εξ' αποφάσεως οφειλετών, - τα οποία είχαν στην κατοχή τους ή στη φύλαξή τους οι εφεσείοντες - μεσεγγυούχοι.
………………………………………………………………………… Το διάταγμα ημερομηνίας 30.11.2016, όριζε την ενεργοποίησή του κατά τον χρόνο που θα καθίσταντο πληρωτέες, από τους εφεσίβλητους προς τους Bellapais, οι προαναφερόμενες δόσεις».
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να παρεμβάλουμε ότι το διάταγμα κατάσχεσης εις χείρας τρίτου ημερ.30.11.2016, είχε και αυτό εφεσιβληθεί. Εκδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, στη δευτεροβάθμια του δικαιοδοσία, απόφαση με την οποία επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση (Grand Futur VII Holdings Ltd v. Cheeseline Ltd, Πολ. Έφ. Αρ.E37/2017, ημερ 28.05.2024). Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφέρθηκε ότι:
«… το Δικαστήριο, με το διάταγμα μεσεγγύησης που εξέδωσε, προέβλεψε για το χρόνο πληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους. Συγκεκριμένα, διέταξε όπως αυτό πληρωθεί με το πέρας της καταβολής του ποσού του €1.200.000 προς τους δανειστές των εναγομένων 1 και την απαλλαγή του πωληθέντος ακινήτου από τις υποθήκες και τα άλλα εμπράγματα βάρη».
(Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου).
Ερμηνεύτηκε ή επεξηγήθηκε το διάταγμα κατάσχεσης εις χείρας τρίτου ως ανωτέρω. Την προσέγγιση αυτή ακολούθησε και το Εφετείο. Σε αυτή τη βάση υπολόγισε ότι για να συμπληρωθεί το ποσό των €1.200.000 που θα έπρεπε να καταβληθεί προς τους δανειστές της Bellapais, ώστε να πρέπει στη συνέχεια να πληρωθεί το κατασχεθέν ποσό προς την Αιτήτρια, θα αναλώνονταν οι δόσεις μέχρι και μέρους της 30.8.2018.[1]
Όπως προαναφέραμε, η αίτηση παρακοής προωθήθηκε στη βάση ότι η Καθ’ ης η Αίτηση - Μεσεγγυούχος είχε παραλείψει να πληρώσει προς την Αιτήτρια το κατασχεθέν ποσό από τη δόση των €200.000 που είχε καταστεί πληρωτέα προς τη Bellapais την 30.4.2017. Σύμφωνα όμως με την απόφαση του Εφετείου αυτή η δόση, θα έπρεπε να πληρωθεί εξολοκλήρου στους δανειστές. Γι’ αυτό και η καταχώριση της αίτησης παρακοής κρίθηκε ότι ήταν πρόωρη.
Το ζήτημα που εγείρεται αφορά στην ερμηνεία ή επεξήγηση του διατάγματος κατάσχεσης εις χείρας τρίτου από το Εφετείο. Πώς δηλαδή κατέληξε το Εφετείο ότι το διάταγμα κατάσχεσης εις χείρας τρίτου διέτασσε την πληρωμή του κατασχεθέντος ποσού στην Αιτήτρια μετά την εξόφληση των δανειστών της Bellapais δυνάμει της συμφωνίας που υπήρχε μεταξύ της τελευταίας και της Καθ’ ης η Αίτηση - Μεσεγγυούχου.
Το Εφετείο ανέφερε στην απόφαση του ότι:
«Με δεδομένο το ιστορικό της υπόθεσης, ως το έχουμε διατυπώσει προγενέστερα, προβάλλει εύλογα αντιληπτό πως υπονοείτο ότι η ενεργοποίηση του διατάγματος θα άρχιζε αφού πρώτα εξοφλούνταν οι δανειστές των Bellapais, για τα εμπράγματα βάρη τα οποία είχαν εγγραφεί επί του ακινήτου, το οποίο αγόρασαν οι εφεσείοντες, αλλιώς θα επηρεάζονταν τα δικαιώματα των τελευταίων στη σχέση τους με τους εξ αποφάσεως οφειλέτες - Bellapais. Πιο συγκεκριμένα, αν οι εφεσείοντες είχαν την οικονομική δυνατότητα να καταβάλουν πρώτα τις δόσεις που όφειλαν προς τους εξ αποφάσεως οφειλέτες - Bellapais - δια της πληρωμής, απευθείας, ως είχε συμφωνηθεί στη μεταξύ τους συμφωνία αγοράς του ακινήτου, προς τους ενυπόθηκους δανειστές των Bellapais, θα δικαιούνταν στη μεταβίβαση του ακινήτου που αγόρασαν, ζητώντας ακόμη και ειδική εκτέλεση, νοουμένου ότι εξοφλούσαν ολόκληρο το τίμημα, καταβάλλοντας, βέβαια, και το ποσό των €119.534,62 ως εξ αποφάσεως χρέος που όφειλαν οι Bellapais στους εξ αποφάσεως δανειστές - εφεσίβλητους. Συνακόλουθα, η υποχρέωση των εφεσειόντων, ως μεσεγγυούχων, υπό τα δεδομένα της υπόθεσης τελούσε και υπό τον όρο της ταυτόχρονης προστασίας των δικών τους δικαιωμάτων, αλλιώς θα παραβλάπτονταν τα δικαιώματα τους».
(Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου).
Στη συνέχεια πρόσθεσε: «Παρατηρούμε πως η πιο πάνω συλλογιστική, άλλωστε, επιβεβαιώνεται και από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου».
Ανέφερε ακόμα το Εφετείο ότι:
«κρίνουμε, εξάλλου, πως δεν θα ήταν δίκαιο να πληρώσουν οι εφεσείοντες το εξ αποφάσεως χρέος των Bellapais προς τους εφεσίβλητους πριν από την εκπλήρωση της δικής τους υποχρέωσης, προκειμένου να δύνανται να ασκήσουν τα δικά τους δικαιώματα, ως προέκυπταν από τη συμφωνία αγοράς του ακινήτου από τους Bellapais. Τέτοια υποχρέωση θα δημιουργούνταν μόνο εφ' όσον κατέβαλλαν το ποσό που οφειλόταν στους δανειστές των Bellapais».
Και, αναφερόμενο στο πρωτόδικο Δικαστήριο (που εκδίκασε την αίτηση παρακοής), παρατήρησε ότι:
«αν έστρεφε την προσοχή του προς αυτήν την κατεύθυνση, θα κατέληγε στο εύλογο συμπέρασμα ότι η αίτηση παρακοής ήταν πρόωρη, αφού δεν θα ήταν δίκαιο να θεωρηθεί πως οι εφεσείοντες είχαν υποχρέωση για πληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους πριν εκπληρώσουν τις δικές τους υποχρεώσεις, οι οποίες ήταν συνυφασμένες με το δικαίωμα τους για απόκτηση τίτλου, δια της μεταβίβασης, του ακινήτου που αγόρασαν».
Αφού δε κατέληξε ως προς το αποτέλεσμα της έφεσης, θεώρησε ότι θα ήταν χρήσιμο να παράσχει γενική καθοδήγηση αναφορικά με την αντιμετώπιση από τα δικαστήρια αιτήσεων για κατάσχεση εις χείρας τρίτου. Ανέφερε ότι:
«Πριν ολοκληρώσουμε την παρούσα απόφαση μας, φρονούμε πως είναι χρήσιμο να επισημάνουμε ότι η εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 73 του Κεφ. 6 (κατάσχεση εις χείρας τρίτου) απαιτεί προσεκτική, κάθε φορά, εξέταση όλων των περιστάσεων που περιβάλλουν μία υπόθεση. Προσφέρεται, θα λέγαμε, σε καθαρές περιπτώσεις όπου η οφειλή χρημάτων, εκ μέρους των μεσεγγυούχων δεν είναι συνηρτημένη με δικά τους δικαιώματα ή συμφέροντα, τα οποία, ως τρίτοι που είναι ως προς το εξ αποφάσεως χρέος, δικαιούνται προστασίας. Διαφορετικά θα πρέπει να γίνονται σαφείς πρόνοιες σε τέτοια διατάγματα οι οποίες να προβλέπουν περί της μη παράβλεψης δικαιωμάτων των μεσεγγυούχων».
Στην Έκθεση Νομικών Θεμάτων που επισυνάπτεται στην Αίτηση για άδεια αναφέρονται πέντε «Νομικά Θέματα». Κρίνουμε σκόπιμο να αρχίσουμε από το δεύτερο.
Αυτό διατυπώνεται ως ακολούθως:
«… κατά πόσο είναι επιτρεπτό σε πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε δικαστικό διάταγμα να αρνηθεί να συμμορφωθεί με αυτό λόγω των αρνητικών επιπτώσεων που θα έχει η εφαρμογή του διατάγματος επί των συμβατικών του υποχρεώσεων και/ή δικαιωμάτων. Η συμμόρφωση με δικαστικό διάταγμα έχει ή δεν έχει προτεραιότητα έναντι της εφαρμογής των οποιωνδήποτε άλλων συμβατικών υποχρεώσεων του εν λόγω προσώπου».
Τέτοιο νομικό θέμα δεν προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου. Η εφετειακή απόφαση ήταν το αποτέλεσμα της ερμηνείας που δόθηκε στο διάταγμα κατάσχεσης εις χείρας τρίτου. Ότι δηλαδή, σύμφωνα με το διάταγμα, αυτό θα ενεργοποιείτο μετά την εξόφληση των δανειστών της Bellapais. Δεν αποφάνθηκε το Εφετείο ότι το διάταγμα ενεργοποιείτο οποτεδήποτε προηγουμένως, πλην όμως, παρεχόταν η ευχέρεια στην Καθ’ ης η Αίτηση - Μεσεγγυούχο να μην συμμορφωθεί λόγω των συμβατικών της υποχρεώσεων και επηρεασμού των δικών της δικαιωμάτων.
Το γεγονός ότι το Εφετείο θεώρησε ορθό να προβεί σε γενική καθοδήγηση αναφορικά με την αντιμετώπιση από τα πρωτόδικα δικαστήρια αιτήσεων για κατάσχεση εις χείρας τρίτου, με το περιεχόμενο που καταγράψαμε πιο πάνω, δεν σημαίνει ότι είχε εκλάβει ότι το διάταγμα κατάσχεσης διέτασσε την κατάσχεση με προτεραιότητα έναντι των πληρωμών προς τους δανειστές της Bellapais.
Εφόσον λοιπόν το δεύτερο νομικό θέμα δεν προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου, αναφορικά με αυτό δεν μπορεί να εξεταστεί περαιτέρω το ενδεχόμενο παραχώρησης άδειας.
Δοθείσης της ευκαιρίας, απλά να υπενθυμίσουμε, χωρίς την ανάγκη οιουδήποτε σχολίου, το απόσπασμα που ακολουθεί από την Safarino Shoe Industry & Trading Co. Ltd v. Sunshoes Limited (1984) 1 C.L.R. 738, 740:
«An order of the Court is no less a command of the law than the provisions of a statute, more direct still in that it specifies what ought to be done or what ought not to be done. Invariably, disobedience of the order of the Court undermines the effectiveness of the judicial process, a defiance of far reaching social repercussions. Obedience to orders of the Court constitutes one of the foundations of civilized life».
Οδηγούμαστε έτσι στο πρώτο νομικό θέμα που διατυπώνεται ως ακολούθως:
«… κατά πόσο επιτρέπεται, κατά την ερμηνεία δικαστικών διαταγμάτων, η εξ’ υπόνοιας και/ή άλλως πως, προσθήκη λεκτικού ή περιεχομένου, πέραν των όσων ρητώς αναφέρονται σε αυτά. Είναι ορθό τα δικαστικά διατάγματα να ερμηνεύονται με τρόπο που η εφαρμογή και/ή ενεργοποίηση τους να τελεί υπό όρους και/ή προϋποθέσεις που δεν αναγράφονται ρητώς σε αυτά; Είναι δυνατό το λεκτικό τους να συμπληρώνεται και/ή να εισάγονται όροι και/ή προϋποθέσεις στη βάση του ότι εξυπακούονται;»
Είναι η θέση της Αιτήτριας ότι το πρώτο νομικό θέμα συναρτάται με ζήτημα δημοσίου συμφέροντος και γενικής δημόσιας σημασίας, καθότι αφορά τον τρόπο ερμηνείας των δικαστικών διαταγμάτων.
Οι αναφορές στην εφετειακή απόφαση ότι: «κρίνουμε, εξάλλου, πως δεν θα ήταν δίκαιο να πληρώσουν οι εφεσείοντες το εξ αποφάσεως χρέος των Bellapais προς τους εφεσίβλητους πριν από την εκπλήρωση της δικής τους υποχρέωσης» και «δεν θα ήταν δίκαιο να θεωρηθεί πως οι εφεσείοντες είχαν υποχρέωση για πληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους πριν εκπληρώσουν τις δικές τους υποχρεώσεις», δεν αναδεικνύουν ότι το Εφετείο διαμόρφωσε το διάταγμα κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, με γνώμονα το δικό του περί δικαίου αίσθημα και ότι με αυτό τον τρόπο έδωσε στο διάταγμα κατάσχεσης άλλο περιεχόμενο από αυτό που αντιλαμβανόταν ότι το Δικαστήριο που το εξέδωσε ήθελε να δώσει. Η βασική διαπίστωση στην εφετειακή απόφαση είναι ότι: «Με δεδομένο το ιστορικό της υπόθεσης, ως το έχουμε διατυπώσει προγενέστερα, προβάλλει εύλογα αντιληπτό πως υπονοείτο ότι η ενεργοποίηση του διατάγματος θα άρχιζε αφού πρώτα εξοφλούνταν οι δανειστές των Bellapais». Δηλαδή το Εφετείο αποφάνθηκε ότι το Δικαστήριο που εξέδωσε το διάταγμα κατάσχεσης εις χείρας τρίτου αυτό ήθελε να διατάξει και αυτό διέταξε. Αυτό υπονοούσε, πλην όμως, δεν το ανέφερε ρητά ή ξεκάθαρα.
Ουσιαστικά αυτό που επιζητεί η Αιτήτρια είναι να δοθεί η άδεια ώστε να αποφασίσει η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά πόσο το διάταγμα κατάσχεσης εις χείρας τρίτου «υπονοούσε» ότι αφορούσε τις δόσεις από 30.4.2018. Αν όχι τότε περιελάμβανε και τις προηγούμενες δόσεις και η αίτηση παρακοής δεν θα ήταν πρόωρη. Η επανάληψη και επιβεβαίωση των αρχών που διέπουν το ζήτημα της ερμηνείας των δικαστικών αποφάσεων, που είναι αυτό που αφορά το πρώτο «νομικό θέμα», δεν θα επιφέρει, χωρίς άλλο, τη μεταβολή της κατάληξης της εφετειακής απόφασης. Πρόσφατα στην Καντούνα, Αίτηση Αρ.40/2024, ημερ.6.2.2025, εξηγήσαμε τη σημασία της δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου 9(3)(γ) ότι «σε τέτοια περίπτωση η απόφαση του Εφετείου αντικαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου», εφόσον δηλαδή χορηγηθεί η άδεια και η απόφαση της Ολομέλειας επί του νομικού θέματος διαφέρει από την απόφαση του Εφετείου ή το νομικό ζήτημα όπως το Εφετείο το εφάρμοσε.
Δεν προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου ότι αυτό ερμήνευσε το διάταγμα κατάσχεσης εις χείρας τρίτου με τον τρόπο που το έκανε γιατί βασίστηκε σε εσφαλμένα νομικά κριτήρια, που εφόσον διαπιστωθεί ότι ήταν εσφαλμένα και υποδειχθούν τα ορθά από την Ολομέλεια, η εφετειακή απόφαση θα διαφοροποιηθεί. Tο Εφετείο κατέληξε ως προς το τί διατάχθηκε, τί «υπονοείτο» με την απόφαση. Ό,τι άλλο ανέφερε δεν ήταν μέρος του λόγου της απόφασης του, αλλά σχολιασμός ότι αυτό που το Δικαστήριο το οποίο εξέδωσε το διάταγμα υπονοούσε, ήταν και το δίκαιο υπό τις περιστάσεις.
Καταλήγουμε ότι δεν μπορεί να παραχωρηθεί η άδεια ούτε αναφορικά με το πρώτο «νομικό θέμα».
Το τρίτο νομικό θέμα και το τέταρτο νομικό θέμα συναρτώνται, σύμφωνα με την Αιτήτρια, με την ανάγκη ορθής ερμηνείας δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διάταξης. Πρόκειται για διατάξεις του Μέρους 41 των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών του 2023. Ο Καν.41.13.(4) προνοεί ότι: «Το Εφετείο δύναται να εξαγάγει οποιοδήποτε συμπέρασμα γεγονότος το οποίο θεωρεί δικαιολογημένο με βάση τη μαρτυρία.», ενώ ο Καν.41.13.(5) ότι: «Κατά την ακρόαση της έφεσης, διάδικος δεν δύναται να στηριχτεί σε θέμα το οποίο δεν περιέχεται στην ειδοποίηση έφεσής του, εκτός αν το Εφετείο δώσει άδεια».
Το παράπονο της Αιτήτριας είναι ότι, κατά την πρωτόδικη διαδικασία υπήρξε παραδοχή του γεγονότος της μη συμμόρφωσης με το διάταγμα κατάσχεσης και, επομένως, δεν υπήρχε περιθώριο για εύρημα από το Εφετείο ότι η αίτηση παρακοής ήταν πρόωρη. Περαιτέρω, ότι δεν περιλαμβανόταν στην Ειδοποίηση Έφεσης της Καθ’ ης η Αίτηση - Μεσεγγυούχου συναφής λόγος έφεσης, ότι δηλαδή εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι η αίτηση κατάσχεσης ήταν πρόωρη, ώστε να μπορούσε το Εφετείο να εξετάσει τέτοιο ζήτημα.
Εν προκειμένω, δεν θα είναι αρκετό να ερμηνεύσει η Ολομέλεια τον ένα ή τον άλλο Κανονισμό. Θα πρέπει στη συνέχεια να ελεγχθεί η απόφαση του Εφετείου, ως εάν να ήταν αντικείμενο έφεσης, για να διαπιστωθεί, ουσιαστικά, κατά πόσο ήταν εσφαλμένη. Δεν είναι την ερμηνεία των Κανονισμών που επιζητεί η Αιτήτρια. Αυτό που στην ουσία εισηγείται, είναι ότι το Εφετείο εσφαλμένα και καταστρατηγώντας τους αναφερόμενους Κανονισμούς, προέβηκε σε συμπέρασμα ότι η αίτηση παρακοής ήταν πρόωρη και επιδιώκει την ανατροπή της εφετειακής απόφασης με τον τρόπο αυτό.
Το πέμπτο νομικό θέμα φέρεται να συναρτάται με ζήτημα δημοσίου συμφέροντος και γενικής δημόσιας σημασίας. Αναφέρεται ότι θα πρέπει να διευκρινιστεί τί συνιστά ρητή και σαφή εγκατάλειψη λόγου ένστασης.
Αναφέρεται στην εφετειακή απόφαση:
«Δεν παραγνωρίζουμε τη δήλωση, στην οποία είχε προβεί προς το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο συνήγορος των εφεσειόντων, και δη ότι «… όσον αφορά το θέμα της μεσεγγύησης και των λοιπών ισχυρισμών στην αίτηση ότι υπάρχει το Διάταγμα μεσεγγύησης στο οποίο δεν υπάρχει συμμόρφωση σε αυτό το στάδιο, δεν πρόκειται να το αμφισβητήσουμε, διότι η γραμμή που ακολουθούμε είναι αδυναμία συμμόρφωσης», ωστόσο, το εν λόγω περιεχόμενο δεν συνιστούσε ρητή ή σαφή εγκατάλειψη του πρώτου λόγου ένστασης, των εφεσειόντων, κατά την πρωτόδικη διαδικασία, οι οποίοι είχαν τη θέση ότι η αίτηση παρακοής, ήταν, μεταξύ άλλων, και πρόωρη.
Συνεπώς, υπό αυτά τα δεδομένα, ανεξάρτητα από τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς την αδυναμία συμμόρφωσης των εφεσειόντων, λόγω οικονομικής δυσχέρειας ή αδυναμίας, προείχε, η εξέταση κατά πόσο ήταν πρόωρη η αίτηση παρακοής, πλην όμως το θέμα αυτό δεν έτυχε αξιολόγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο, αν έστρεφε την προσοχή του προς αυτήν την κατεύθυνση, θα κατέληγε στο εύλογο συμπέρασμα ότι η αίτηση παρακοής ήταν πρόωρη».
Ισχύουν τα όσα έχουμε αναφέρει σε σχέση με τα νομικά θέματα 3 και 4. Κατ’ ουσία, αυτό που εισηγείται η Αιτήτρια είναι ότι το Εφετείο εσφαλμένα κατέληξε ότι με τη δήλωση του δικηγόρου της Καθ’ ης η Αίτηση - Μεσεγγυούχου, δεν είχε εγκαταλειφθεί ο λόγος ένστασης που αφορούσε στο ότι η αίτηση παρακοής ήταν πρόωρη.
Καταλήγουμε ότι με τα νομικά θέματα 3, 4 και 5, ότι ουσιαστικά επιζητεί η Αιτήτρια είναι τη διαπίστωση ότι η Εφετειακή απόφαση ήταν εσφαλμένη. Κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτό στο πλαίσιο προσβολής της απόφασης με έφεση, που δεν είναι η φύση της παρούσας διαδικασίας.
Η Αίτηση απορρίπτεται.
€1.500 έξοδα της Αίτησης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
Ε. Εφραίμ, Δ.
[1] €250.000 την 30.4.2013, €200.000 την 30.4.2014, €200.000 την 30.4.2015, €200.000 την 30.4.2016, €200.000 την 30.4.2017 και €150.000 την 30.4.2018
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο