
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
i-justice
Αρ. Αίτησης 44/2025
26 Μαΐου 2025
[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Γ. Π. (ΑΔΤ [ ]) ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΥΠ΄ΑΡΙΘΜΟΝ 56/2025 ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕYΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 20.2.25, ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΕΤΡΑΠΗ Η ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΛΗΨΗ ΠΑΡΕΙΑΚΩΝ ΕΠΙΧΡΙΣΜΑΤΩΝ (ΣΑΛΙΟΥ) ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ
____________________
Α. Χρίστου με Ν. Ζένιου, Μ. Κοζάκο και Α. Ανδρέου, για τον Αιτητή.
Π. Ευθυβούλου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και Ε. Νικολάου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Ο Αιτητής ζητά την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για ακύρωση του διατάγματος λήψης παρειακών επιχρισμάτων (σάλιου) του, το οποίο εκδόθηκε την 20.2.2025 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, το κατώτερο Δικαστήριο.
Ο Αιτητής είχε συλληφθεί την 13.2.2025 ως ύποπτος για αδικήματα σε σχέση με ναρκωτικά και είχε αρνηθεί να συναινέσει ώστε να ληφθεί από αυτόν δείγμα γενετικού υλικού (παρειακά επιχρίσματα). Η Αστυνομία αποτάθηκε στο κατώτερο Δικαστήριο και εξασφάλισε το επίδικο διάταγμα, με το οποίο στη συνέχεια ο Αιτητής συμμορφώθηκε.
Η αίτηση της Αστυνομίας βασιζόταν, όπως καταγραφόταν στο σώμα της, στο άρθρο 25 (1)(β) των περί Αστυνομίας Νόμων του 2004 έως 2023, οι Νόμοι.
Στην έκταση που ενδιαφέρει, το άρθρο 25 των Νόμων προνοεί ότι:
«(1) Κάθε μέλος της Αστυνομίας με βαθμό Λοχία ή ανώτερο μπορεί να λάβει ή να μεριμνήσει ώστε να ληφθούν από οποιοδήποτε πρόσωπο που τελεί υπό νόμιμη κράτηση ή το οποίο υπόκειται σε αστυνομική επιτήρηση, για σκοπούς καταχώρισης, σύγκρισης, αναγνώρισης και γενικά για σκοπούς διερεύνησης οποιουδήποτε αδικήματος:
(α) μετρήσεις, φωτογραφίες, δακτυλικά αποτυπώματα, αποτυπώματα παλάμης και πέλματος, δείγματα γραφικού χαρακτήρα, αποκόμματα ονύχων, δείγματα τριχών, σάλιου, κατάλοιπα ξένης ουσίας στο σώμα οποιουδήποτε από τα πρόσωπα αυτά με συναίνεσή του ή κατόπιν διαταγής του Δικαστηρίου, αν αυτό δε συναινεί.
(β) …………………………………………………………………..
(2) …………………………………………………………………….
(3) Πρόσωπο που τελεί υπό νόμιμη κράτηση ή το οποίο υπόκειται σε αστυνομική επιτήρηση και αρνείται ή παρεμποδίζει ή δεν επιτρέπει να ληφθούν τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή μέχρι τετρακόσιες πενήντα λίρες ή και στις δυο αυτές ποινές».
Σύμφωνα με τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, κατόπιν έρευνας που πραγματοποιήθηκε την 13.2.2025 στην οικία του Αιτητή, δυνάμει δικαστικού εντάλματος έρευνας, ανευρέθηκε και κατασχέθηκε νάιλον σακούλι που περιείχε 15γρ. ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης. Την 16.2.2025 λήφθηκε ανακριτική κατάθεση από τον Αιτητή, ο οποίος άσκησε το δικαίωμα του να παραμείνει σιωπηρός. Την 19.2.2025 το νάιλον σακούλι εξετάστηκε επιστημονικά και απομονώθηκε από αυτό γενετικό υλικό. Σύμφωνα με τον όρκο, εφόσον ο Αιτητής δεν διέμενε μόνος στην οικία του, αλλά με ακόμη τρία πρόσωπα του οικογενειακού του περιβάλλοντος, η λήψη σάλιου από αυτόν για απομόνωση γενετικού υλικού για σκοπούς σύγκρισης με το γενετικό υλικό που βρέθηκε στο σακούλι, ήταν αναγκαία. Tο διάταγμα εκδόθηκε «για σκοπούς σύγκρισης, αναγνώρισης και διερεύνησης των αδικημάτων που περιλαμβάνονται στην παρούσα αίτηση», δηλαδή τα αδικήματα που η Αστυνομία διερευνούσε εναντίον του Αιτητή και για τα οποία ο Αιτητής τελούσε υπό κράτηση. Δεν εκδόθηκε «για σκοπούς καταχώρισης, σύγκρισης, αναγνώρισης και γενικά για σκοπούς διερεύνησης οποιουδήποτε αδικήματος».
Η άδεια δόθηκε (Γ.Π., Πολ. Αίτ. Αρ.41/2025, ημερ.25.2.2025) αφού διαπιστώθηκε ότι υφίστατο συζητήσιμο ζήτημα ότι το άρθρο 25 των περί Αστυνομίας Νόμων του 2004 έως 2023, δυνάμει του οποίου εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα, παραβιάζει το Άρθρο 15 του Συντάγματος και την ΟΔΗΓΙΑ (EE) 2016/680 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου.
Το Άρθρο 15 του Συντάγματος προστατεύει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και θα καταστεί απαραίτητο να εξεταστεί κατά πόσο, με αναφορά σε αυτό, το άρθρο 25 των Νόμων είναι αντισυνταγματικό, μόνο εφόσον ο Αιτητής δεν επιτύχει την ακύρωση του διατάγματος στη διαζευκτική βάση για την οποία δόθηκε άδεια.
Τα άρθρα της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 επί των οποίων βασίζει την επιχειρηματολογία του ο Αιτητής είναι τα ακόλουθα:
« Άρθρο 4
Αρχές που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα:
α) υποβάλλονται σε σύννομη και δίκαιη επεξεργασία·
β) συλλέγονται για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς·
γ) είναι κατάλληλα, συναφή και όχι υπερβολικά σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία·
…………………………………………………………………………
Άρθρο 8
Νομιμότητα της επεξεργασίας
1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η επεξεργασία είναι σύννομη μόνον εάν και στον βαθμό που είναι απαραίτητη για την εκτέλεση καθήκοντος που ασκείται από αρχή αρμόδια για τους σκοπούς που προβλέπονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 και βασίζεται στο δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών.
2. Το δίκαιο κράτους μέλους που ρυθμίζει την επεξεργασία στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας καθορίζει τουλάχιστον τους στόχους της επεξεργασίας, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία και τους σκοπούς της επεξεργασίας.
…………………………………………………………………………
Άρθρο 10
Επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, καθώς και η επεξεργασία γενετικών δεδομένων, βιομετρικών δεδομένων για την αποκλειστική ταυτοποίηση ενός φυσικού προσώπου ή δεδομένων που αφορούν στην υγεία ή τη σεξουαλική ζωή ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό επιτρέπονται μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαίες, με την επιφύλαξη των κατάλληλων διασφαλίσεων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων και εφόσον:
α) επιτρέπονται από το δίκαιο της Ένωσης ή των κρατών μελών·
β) επιβάλλονται για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου· ή
γ) η επεξεργασία αυτή αφορά σε δεδομένα τα οποία έχουν προδήλως δημοσιοποιηθεί από το υποκείμενο των δεδομένων».
Στην C205-21, Ministerstvo na vatreshnite raboti (Enregistrement de données biométriques et génétiques par la police) ημερ.26.1.2023, του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αφορούσε προδικαστική παραπομπή με αντικείμενο τη συμβατότητα νομοθετικής πρόνοιας του βουλγαρικού δικαίου με την Οδηγία (ΕΕ) 2016/680, αναφέρθηκε (σκέψη 128) ότι:
«… γίνεται δεκτό ότι εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει τη συστηματική συλλογή των βιομετρικών και γενετικών δεδομένων κάθε προσώπου που κατηγορείται για την εκ προθέσεως τέλεση αυτεπαγγέλτως διωκόμενου αδικήματος είναι, κατ’ αρχήν, αντίθετη προς την απαίτηση του άρθρου 10 της οδηγίας 2016/680, κατά την οποία η επεξεργασία των ειδικών κατηγοριών δεδομένων που προβλέπει το άρθρο αυτό πρέπει να επιτρέπεται «μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαία».
Κατά πόσο με την εθνική νομοθεσία διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα του άρθρου 10 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680, κρίνεται από το εθνικό Δικαστήριο. Ειδικά θα πρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσο (σκέψη 133):
«… το εθνικό δίκαιο επιτρέπει να εκτιμηθεί η «απόλυτη αναγκαιότητα» της συλλογής τόσο των βιομετρικών όσο και των γενετικών δεδομένων του υποκειμένου των δεδομένων προς τον σκοπό της καταγραφής τους. Μεταξύ άλλων, πρέπει, για τον λόγο αυτόν, να μπορεί να εξακριβωθεί αν η φύση και η σοβαρότητα του αδικήματος για το οποίο είναι ύποπτο το υποκείμενο των δεδομένων στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας της κύριας δίκης, ή αν άλλα κρίσιμα στοιχεία, όπως αυτά περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 132 της παρούσας απόφασης, μπορούν να αποτελέσουν περιστάσεις ικανές να στοιχειοθετήσουν τέτοια «απόλυτη ανάγκη».
Τα κρίσιμα σημεία στα οποία γίνεται αναφορά στη σκέψη 132 είναι:
«… μεταξύ άλλων, η φύση και η σοβαρότητα της πιθανολογούμενης παράβασης για την οποία κατηγορείται, οι ειδικές περιστάσεις της παράβασης, η ενδεχόμενη σύνδεση της εν λόγω παράβασης με άλλες εκκρεμείς διαδικασίες, το ποινικό του μητρώο ή το ατομικό προφίλ του οικείου προσώπου».
Η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα υπέδειξε ότι η Οδηγία (ΕΕ) 2016/680 έχει μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη αυτούσια με τον περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα από Αρμόδιες Αρχές για τους Σκοπούς της Πρόληψης, Διερεύνησης, Ανίχνευσης ή Δίωξης Ποινικών Αδικημάτων ή της Εκτέλεσης Ποινικών Κυρώσεων και για την Ελεύθερη Κυκλοφορία των Δεδομένων αυτών Νόμο του 2019, Ν.44(I)/2019. Ωστόσο, ό,τι εν προκειμένω θα ενδιέφερε δεν είναι η συμμόρφωση της Δημοκρατίας με την Οδηγία, αλλά κατά πόσο το εναντίον του Αιτητή διάταγμα παραβιάζει την Οδηγία 2016/680.
Το άρθρο 25 των Νόμων προνοεί γενική και χωρίς διάκριση εξουσία στην Αστυνομία για λήψη αποτυπωμάτων και γενετικού υλικού, από «οποιοδήποτε πρόσωπο που τελεί υπό νόμιμη κράτηση ή το οποίο υπόκειται σε αστυνομική επιτήρηση», «για σκοπούς καταχώρισης, σύγκρισης, αναγνώρισης και γενικά για σκοπούς διερεύνησης οποιουδήποτε αδικήματος». Οι λόγοι για τους οποίους το πρόσωπο κρατείται ή υπόκειται σε επιτήρηση είναι αδιάφοροι. Αρκεί η σύλληψη να είναι νόμιμη, έστω και αν δεν αφορά σε σοβαρό αδίκημα, ενώ ακόμη λιγότερο σοβαρές περιστάσεις θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν ότι το πρόσωπο υπόκειται σε επιτήρηση. Και στην περίπτωση που η λήψη του υλικού γίνεται για τη διερεύνηση αδικήματος, το αδίκημα δεν απαιτείται να διασυνδέεται με το λόγο για τον οποίο κρατείται το πρόσωπο ή υπόκειται σε επιτήρηση. Ούτε και είναι προϋπόθεση η λήψη του υλικού αυτού να είναι πραγματικά αναγκαία για σκοπούς διερεύνησης του αδικήματος ή αυτού για το οποίο κρατείται το πρόσωπο.
Η νομική θέση στην οποία αναφέρθηκε η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, ότι όπου η ημεδαπή νομοθεσία επιδέχεται πέραν της μιας ερμηνείας και υπάρχει ερμηνεία που εναρμονίζεται με το ενωσιακό δίκαιο αυτή πρέπει να επιλέγεται, δεν έχει εφαρμογή. Εδώ είναι ξεκάθαρο ότι οι διατάξεις του άρθρου 25 δεν είναι συμβατές με την Οδηγία 2016/680, αφού στη βάση τους παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος με το οποίο παραβιάζονται οι προϋποθέσεις που τίθενται με αυτή. Αυτό όμως δεν οδηγεί απαρέγκλιτα σε εύρημα ότι κάθε διάταγμα που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 25, όπως το εναντίον του Αιτητή, παραβιάζει την Οδηγία 2016/680.
Στη C205-21, στη σκέψη 134, αναφέρεται ότι:
«Σε περίπτωση που το εθνικό δίκαιο δεν εγγυάται τέτοιο έλεγχο του μέτρου της συλλογής βιομετρικών και γενετικών δεδομένων, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα του άρθρου 10 απορρίπτοντας την αίτηση των αστυνομικών αρχών περί χορήγησης αδείας για την καταναγκαστική συλλογή των δεδομένων αυτών».
Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου υποβάλλεται αίτηση δυνάμει του άρθρου 25 των Νόμων, οφείλει να εξετάσει κατά πόσο οι προϋποθέσεις που τίθενται με την Οδηγία 2016/680 πληρούνται. Εφόσον πληρούνται, το διάταγμα που θα εκδώσει, δεν παραβιάζει ούτε την Οδηγία (ΕΕ) 2016/680, ούτε τα δικαιώματα του υποκείμενου των δεδομένων, που αυτή κατοχυρώνει.
Ο Αιτητής είχε ζητήσει να του παραχωρηθεί άδεια όχι γιατί το διάταγμα παραβίαζε την Οδηγία 2016/680 ή τα απορρέοντα από αυτή δικαιώματα του, αλλά «καθότι εξεδόθη κατ’ επίκληση ημεδαπής νομοθετικής διάταξης ασύμβατης με το ενωσιακό δίκαιο, ήτοι με την Οδηγία (ΕΕ) 2016/680». Το διάταγμα δεν μπορεί να είναι άκυρο γιατί εκδόθηκε δυνάμει νόμου ασύμβατου με την Οδηγία (ΕΕ) 2016/680. Και στο πλαίσιο της παρούσας Αίτησης δεν μπορεί να εξεταστεί κατά πόσο το επίδικο διάταγμα είναι άκυρο στη βάση ότι εκδόθηκε κατά παράβαση της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/680, γιατί δεν δόθηκε άδεια για την εξέταση τέτοιου ζητήματος. Ούτε και είχε ζητηθεί κάτι τέτοιο.
Παραμένει ως μόνο ζήτημα προς εξέταση, για το οποίο παραχωρήθηκε άδεια, η αντισυνταγματικότητα του άρθρου 25 των Νόμων.
Όταν ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου, απόφασης ή διάταξης αυτών εγείρεται ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αυτό «παραπέμπει παρευθύς το ζήτημα ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου» (Άρθρο 144.4 του Συντάγματος) (βλ. Διευθύντρια Τμήματος Τελωνείων Κυπριακής Δημοκρατίας ν. Arestis Bros Limited κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ.326/2015, ημερ.4.9.2024). Η υποχρέωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αφορά σε κάθε ενώπιον του διαδικασία, περιλαμβανομένης διαδικασίας στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία, δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος. Μόνη προϋπόθεση είναι το ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου, απόφασης ή διάταξης αυτών να είναι ουσιώδες για τη διάγνωση εκκρεμούσας ενώπιόν του υποθέσεως, ζήτημα που πρέπει να αποφασίσει το Δικαστήριο προτού παραπέμψει.
Εν προκειμένω, το ζήτημα είναι ουσιώδες για τη διάγνωση της ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου αιτήσεως, αφού αφορά στη συνταγματικότητα του νόμου δυνάμει του οποίου εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα.
Το νομικό θέμα – ζήτημα αντισυνταγματικότητας το οποίο παραπέμπεται στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έχει ως ακολούθως:
«Κατά πόσο το άρθρο 25 των περί Αστυνομίας Νόμων του 2004 έως 2023, παραβιάζει το Άρθρο 15 του Συντάγματος και είναι ως αποτέλεσμα αντισυνταγματικό».
Έκθεση:
Τα Πραγματικά Δεδομένα επί των οποίων στηρίζεται το δια της παραπομπής υποβαλλόμενο ερώτημα είναι τα ακόλουθα:
Ο Αιτητής είχε συλληφθεί την 13.2.2025 δυνάμει δικαστικού εντάλματος σύλληψης ως ύποπτος για αδικήματα σε σχέση με ναρκωτικά και άλλα, και είχε αρνηθεί να συναινέσει ώστε να ληφθεί από αυτόν δείγμα γενετικού υλικού (παρειακά επιχρίσματα). Η Αστυνομία αποτάθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με αίτηση ημερ.20.2.2025 δυνάμει του άρθρου 25 των περί Αστυνομίας Νόμων του 2004 έως 2023. Την 20.2.2025, δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εξέδωσε διάταγμα «λήψης παρειακών επιχρισμάτων (σάλιου) του Γ. Π. (υπόπτου) Δ.Τ. [ ] για σκοπούς σύγκρισης, αναγνώρισης και διερεύνησης των αδικημάτων που περιλαμβάνονται στην παρούσα αίτηση». Ο Αιτητής συμμορφώθηκε με το εκδοθέν διάταγμα.
Σχετικές Διατάξεις του Συντάγματος και του επίδικου Νόμου:
- Άρθρο 15 του Συντάγματος.
- Άρθρο 25 των περί Αστυνομίας Νόμων του 2004 έως 2023.
Οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν το Ανώτατο Δικαστήριο να θεωρήσει ως σκόπιμη την υποβολή της παραπομπής:
Η υποβολή της παραπομπής θεωρήθηκε σκόπιμη εφόσον στην περίπτωση που η αναφερόμενη διάταξη είναι αντισυνταγματική αυτό σημαίνει ότι το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε δυνάμει αντισυνταγματικής νομοθετικής διάταξης. Επομένως, το ζήτημα είναι ουσιώδες για τη διάγνωση της ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου Αίτησης, η οποία αφορά στην ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος.
Δίδονται οδηγίες στον Πρωτοκολλητή να προβεί στις δέουσες ενέργειες συμφώνως και του Καν.5 του περί της Λειτουργίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 2023.
Η διαδικασία της Αίτησης αναστέλλεται μέχρις ότου αποφανθεί επί του παραπεμφθέντος ζητήματος το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο