ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ v. ΜΑΡΙΑΣ ΜΕΛΑΝΘΙΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 60/2017, 26/5/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ v. ΜΑΡΙΑΣ ΜΕΛΑΝΘΙΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 60/2017, 26/5/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 60/2017)

 

26 Μαίου, 2025

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,  ΕΦΡΑΙΜ, Δ.Δ.]

 

 

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

Εφεσείουσα

ν.

 

ΜΑΡΙΑΣ ΜΕΛΑΝΘΙΟΥ

Eφεσίβλητης

_________________________

Xρ. Ερωτοκρίτου (κα), για Ανδρέας Π. Ερωτοκρίτου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Χρ. Ζίκκου (κα), για Αντώνης Α. Παπαλλής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

_________________________

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και   θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

_________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:-  Στις 4.1.2017, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, με απόφαση που εξέδωσε κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, επεδίκασε προς όφελος της ενάγουσας, τώρα εφεσίβλητης, και εναντίον της εναγομένης, τώρα εφεσείουσας, αποζημιώσεις για γενικές και ειδικές ζημιές που η εφεσίβλητη υπέστη συνεπεία τροχαίου δυστυχήματος που έλαβε χώρα στις 4.9.2009, στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Λεμεσού. Επειδή όμως διαπίστωσε πως ευθύνη για το τροχαίο δυστύχημα είχε και η εφεσίβλητη, την οποία καθόρισε σε 25%, εξέδωσε απόφαση και προς όφελος της εφεσείουσας  στην ανταπαίτηση.

 

Σημειώνουμε από τώρα πως οι διάδικοι στα δικόγραφα τους είχαν προβάλει εντελώς διαφορετικές εκδοχές σε σχέση με το πώς είχε προκληθεί το επίδικο τροχαίο δυστύχημα.                        Η εφεσίβλητη-ενάγουσα είχε δικογραφήσει πως ενώ η εφεσείουσα-εναγομένη οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα της στην αριστερή λωρίδα του αυτοκινητόδρομου Λευκωσίας-Λεμεσού, «σε κάποιο σημείο του αυτοκινητοδρόμου παρά το κατήφορο Κακορατζιάς επιχείρησε αλλαγή λωρίδας προς τα δεξιά ή/και εισήλθε απότομα ή/και απροειδοποίητα στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας χωρίς να δείξει προηγουμένως την πρόθεση της περί τούτου με συνέπεια να ανακόψει την ελεύθερη πορεία της ενάγουσας η οποία οδηγούσε το όχημα της στη δεξιά λωρίδα του δρόμου και τα δύο οχήματα να συγκρουστούν».

 

Η εφεσείουσα-εναγομένη είχε δικογραφήσει πως «ενώ νομίμως και κανονικώς οδηγούσε το όχημα της στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Λεμεσού τηρώντας τη δεξιά λωρίδα του δρόμου σύμφωνα με την πορεία της, η εναγόμενη (το ορθό είναι η ενάγουσα), η οποία οδηγούσε το όχημα της τόσο αμελώς όσο και κατά παράβαση των νομίμων καθηκόντων της κτύπησε στο πίσω μέρος του οχήματος της εναγόμενης με αποτέλεσμα να προκαλέσει ατύχημα».

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία της αγωγής, κατέθεσαν, μεταξύ άλλων, τόσο η εφεσείουσα όσο και η εφεσίβλητη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, για λόγους που παρέθεσε, αξιόπιστη την εφεσίβλητη και αναξιόπιστη την εφεσείουσα.  Κατ΄ επέκταση, βρήκε πως το δυστύχημα έλαβε χώρα ως η εφεσίβλητη είχε ισχυριστεί, ότι δηλαδή η εφεσείουσα «απότομα και γρήγορα μετακίνησε το όχημα της και εισήλθε λοξώς στη δεξιά λωρίδα του αυτοκινητόδρομου μπροστά από το όχημα της ενάγουσας. Παρά την εφαρμογή των φρένων της ενάγουσας, τα δύο οχήματα συγκρούστηκαν ώστε το μπροστινό αριστερό μέρος του οχήματος της ενάγουσας να έρθει σε επαφή με το πισινό δεξί μέρος του οχήματος της εναγομένης».

 

Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων του, και αφού αναφέρθηκε στο αστικό αδίκημα της αμέλειας, έκρινε ότι η εναγόμενη υπήρξε αμελής, αφού «με την ενέργεια της να εισέλθει απότομα και ξαφνικά στη δεξιά λωρίδα του αυτοκινητόδρομου αμέσως μπροστά από την ενάγουσα, ανέκοψε ουσιαστικά την ελεύθερη πορεία της ενάγουσας». Βρήκε όμως, ως ελέχθη, πως ευθύνη για το επίδικο δυστύχημα είχε και η ενάγουσα, για την οποία σημείωσε πως εάν αυτή «οδηγούσε με την προσήκουσα προσοχή όφειλε να είχε εντοπίσει ενωρίτερα το όχημα της εναγομένης το οποίο προπορευόταν του δικού της στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας. Εάν είχε εντοπίσει, ως όφειλε, την ύπαρξη του οχήματος της εναγομένης, τότε ενδεχομένως να ήταν σε θέση να προβλέψει και να αντιληφθεί ενωρίτερα την πρόθεση της εναγομένης να μετακινηθεί δεξιά και να λάβει έγκαιρα μέτρα για αποφυγή της σύγκρουσης.» 

 

Όσον αφορά στα έξοδα, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τα ακόλουθα:

 

«Ενόψει του αποτελέσματος, τα έξοδα της αγωγής επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης, όπως θα υπολογιστούν και θα εγκριθούν, μειωμένα κατά 25%.

 

Τα έξοδα της ανταπαίτησης επιδικάζονται υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον της Ενάγουσας, όπως θα υπολογιστούν και θα εγκριθούν, μειωμένα κατά 75%.»

 

 

 

Το αποτέλεσμα δεν άφησε καμιά από τις δύο πλευρές ικανοποιημένη, εξού και η καταχώριση έφεσης εκ μέρους της εναγομένης και αντέφεσης εκ μέρους της ενάγουσας. Πριν εξετάσουμε το θέμα της ευθύνης, θέμα για το οποίο εκφράζουν παράπονο και οι δύο πλευρές, θα πρέπει να σημειώσουμε πως η εφεσίβλητη ορθά και δίκαια με το περίγραμμα αγόρευσης της ανέφερε πως:

 

«Αποδεχόμαστε τη θέση της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να επιδικάσει προς όφελός της, αναλογία 25% επί του ποσού των €1.794,12, ποσό το οποίο αφορούσε σε ειδικές αποζημιώσεις, οι οποίες δηλώθηκαν ως παραδεκτές και ότι εδικαιούτο, αφού το Δικαστήριο έκανε εύρημα περί ύπαρξης συντρέχουσας αμέλειας, ποσοστό 25% επί του εν λόγω ποσού, όμως ένεκα του γεγονότος ότι η Εφεσίβλητη με τον 1ο Λόγο Αντέφεσης της, ισχυρίζεται ότι καμία ευθύνη έχει σε σχέση με το επίδικο ατύχημα, είναι η θέση της τελευταίας ότι ουδέν ποσό έπρεπε να αποφασιστεί και να επιδικαστεί υπέρ της Εφεσείουσας, ως αποζημιώσεις.»   

 

 

Προχωρούμε στο ουσιώδες, που είναι το θέμα της ευθύνης. Παραπονείται η εφεσείουσα, με τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι «Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε παντελώς την πραγματική μαρτυρία και παρέλειψε να την αντιπαραβάλει με τις εκδοχές που τόσο η εφεσείουσα όσο και η εφεσίβλητη προέβαλαν ενώπιον του για να αξιολογήσει τις διϊστάμενες εκδοχές».  Στην αιτιολογία του πιο πάνω λόγου έφεσης, το παράπονο επικεντρώνεται στην παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αξιολογήσει «το γεγονός της ζημιάς στο πίσω μέρος του οχήματος της εφεσείουσας».

 

Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε οτιδήποτε για το πότε η πραγματική μαρτυρία είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται για την κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και την αξιολόγηση διϊστάμενων εκδοχών (Ιωαννίδου ν. Γιαννή (1990) 1 Α.Α.Δ. 213). 

 

Εν προκειμένω, και τα δύο εμπλεκόμενα μηχανοκίνητα οχήματα, αμέσως μετά τη σύγκρουση κινήθηκαν εκτός ελέγχου και προσέκρουσαν στα προστατευτικά κιγκλιδώματα του δρόμου, με αποτέλεσμα και τα δύο να είχαν υποστεί εκτεταμένες ζημιές σε διάφορα σημεία, με περισσότερες στο όχημα της εφεσίβλητης. Για ό,τι αξίζει, να σημειώσουμε πως ούτε καν υπόλειμμα μπογιάς του ενός αυτοκινήτου στο άλλο εντοπίστηκε. Ως εκ τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα μπορούσε εν προκειμένω να χρησιμοποιήσει τη ζημιά «στο πίσω μέρος του οχήματος της εφεσείουσας», για να απορρίψει τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, και αποδεχθεί τη μαρτυρία της εφεσείουσας, σε σχέση με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το δυστύχημα.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, δεν διαπιστώνουμε σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως ο πρώτος λόγος έφεσης διατείνεται, ο οποίος κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Συναφής με τον πρώτο λόγο έφεσης, είναι  ο δεύτερος λόγος έφεσης. Εδώ το παράπονο εστιάζεται στη μαρτυρία του Μ.Υ.2, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη ως αξιόπιστη, εύρημα που δεν αμφισβητείται.  Ο εν λόγω μάρτυρας κλήθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας και κατέθεσε ως «εσωτερικός εκτιμητής στην εταιρεία Κόσμος Ασφαλιστική». Όπως ο ίδιος  ανέφερε, στις 18.9.2009 επιθεώρησε το αυτοκίνητο της εφεσείουσας-εναγομένης, και στις 22.10.2009 προέβη σε εκτίμηση σε σχέση με τις ζημιές και το κόστος αποκατάστασης αυτών.

 

Δικαιολογημένα λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε για τον εν λόγω μάρτυρα, όπως και για τον άλλο εκτιμητή (Μ.Υ.1), πως «κανένας από τους δύο μάρτυρες δεν είχε τις ειδικές γνώσεις για να διαφωτίσει αναφορικά με τον τρόπο που τα οχήματα κινήθηκαν αμέσως πριν, κατά ή μετά τη σύγκρουση ώστε να υποστούν τις ζημιές αυτές».  Το εύρημα του αυτό δεν προσβάλλεται. Ως εκ τούτου, ούτε η αξιόπιστη μαρτυρία του Μ.Υ.2 θα μπορούσε να ρίξει φως στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το δυστύχημα. Κατ΄ επέκταση, η εν λόγω μαρτυρία δεν υποστηρίζει τις θέσεις της εφεσείουσας αλλά ούτε και διαψεύδει τις θέσεις της εφεσίβλητης. Και ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος έφεσης φαίνεται να προσβάλλουν τα ευρήματα αξιοπιστίας που αφορούν στην εφεσείουσα και την εφεσίβλητη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία της εφεσίβλητης-ενάγουσας, σημείωσε τα ακόλουθα:

 

«Στρέφομαι στην μαρτυρία της Ενάγουσας. Εξετάζοντας το σύνολο της μαρτυρίας της, την αμεσότητα των απαντήσεων της αλλά και τον τρόπο που απαντούσε στις διάφορες ερωτήσεις που της τέθηκαν κατά την κυρίως εξέταση της και κατά την αντεξέταση, μου δημιούργησε θετική εντύπωση ως μάρτυρας.

 

Σε σχέση με τα γεγονότα που αμέσως προηγήθηκαν του ατυχήματος, κρίνω ότι παρέμεινε σταθερή και πειστική στη θέση της. Δεν διακρίνω ότι διαφοροποίησε τη θέση της από την αρχική εκδοχή που είχε δώσει στην κατάθεση της. Δεν περιέπεσε σε αντιφάσεις, οι απαντήσεις της ήταν αληθοφανείς, λογικές και - θεωρώ - αυθόρμητες. Με αυτό το δεδομένο, κρίνω ότι ήταν μάρτυρας της αλήθειας και αποδέχομαι τα όσα κατέθεσε στο Δικαστήριο.»

    

 

 

Ενώ για τη μαρτυρία της εφεσείουσας-εναγόμενης, σημείωσε τα ακόλουθα:

 

«Επόμενη μάρτυρας ήταν η ίδια η Εναγόμενη, την οποία επίσης παρακολούθησα με προσοχή κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας της. Άκουσα τα όσα ανέφερε, τόσο κατά τη διάρκεια της κυρίως εξέταση της όσο και κατά την αντεξέταση της σε σχέση με τον τρόπο που συνέβη το ατύχημα.

[…]

Η εκδοχή της Εναγόμενης δεν αντέχει στη βάσανο της λογικής. Υποστήριξε ότι κινήθηκε στη δεξιά λωρίδα για να προσπεράσει το όχημα της Ενάγουσας που τότε ήταν στην αριστερή λωρίδα, το οποίο και προσπέρασε. Προσπέρασε, όπως ανέφερε ένα μόνο αυτοκίνητο. Για να είναι σε θέση να την προσπεράσει ακολουθεί ότι η Ενάγουσα οδηγούσε με χαμηλότερη ταχύτητα. Στη συνέχεια, παρά το ότι η τροχαία κίνηση ήταν αραιή, παρέμεινε στη δεξιά λωρίδα, κινούμενη περί τα 100 χιλ. ανά ώρα, γιατί δεν αισθάνθηκε ότι δημιουργήθηκε απόσταση ασφαλείας από το όχημα της Ενάγουσας ώστε να μπορεί να ξαναμπεί στην αριστερή λωρίδα. Παρατηρούσε την κίνηση στον δρόμο από τα καθρεφτάκια του οχήματος της και εντόπισε ξανά το όχημα της Ενάγουσας από τα καθρεφτάκια της όταν αυτό ήταν περί τα 100 μέτρα πίσω της. Ξενίζει το πώς έκρινε ότι αυτή η απόσταση των 100 μέτρων δεν της επέτρεπε με ασφάλεια να εισέλθει ξανά στην αριστερή λωρίδα. Σημειώνω την αναφορά της κατά την αντεξέταση ότι είχε προσπεράσει ένα αυτοκίνητο (αυτό της ενάγουσας) κάτι που δείχνει ότι δεν υπήρχε στην αριστερή λωρίδα τέτοια κίνηση που να την εμποδίζει να μετακινηθεί αριστερά. Σύμφωνα με την εκδοχή της, είδε από τα καθρεφτάκια της το όχημα της Ενάγουσας πίσω της όταν αυτό ήταν περί τα 100 μέτρα μακριά. Δηλαδή, η θέση της είναι ότι είδε το όχημα της Ενάγουσας να την πλησιάζει, αναπτύσσοντας ταχύτητα, καλύπτοντας μια απόσταση 100 περίπου μέτρων, και - χωρίς να υπάρχει πραγματικό εμπόδιο που να μην της επιτρέπει στο μεταξύ να μετακινηθεί στην αριστερή λωρίδα - η ίδια παρέμεινε στα δεξιά και συνέχισε να κινείται με την ίδια ταχύτητα, χωρίς να λάβει οποιοδήποτε μέτρο για να αποφύγει το όχημα της Ενάγουσας μέχρι που επήλθε η σύγκρουση, την οποία περιέγραψε ως βίαιη. Μάλιστα ανέφερε ότι δεν είδε το όχημα της Ενάγουσας να την κτυπά.

 

Η εκδοχή αυτή της Εναγόμενης είναι τόσο παράλογη μου κρίνω ότι δεν μπορεί να είναι αληθινή. Αντίθετα θεωρώ ότι είναι μια εκδοχή κατασκευασμένη με σκοπό να παρουσιάσει η Εναγόμενη τα γεγονότα με τρόπο που έκρινε ότι θα της επέτρεπαν να αποφύγει την ευθύνη για το ατύχημα.

 

Δεν μπορώ επομένως να δεχτώ ότι η Εναγόμενη κατέθεσε την αλήθεια σε σχέση με τα γεγονότα που περιέβαλλαν το ατύχημα και δεν μπορώ να βασιστώ στα όσα είπε για να καταλήξω σε ευρήματα.»

 

 

Παραπονείται η εφεσείουσα, και για το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέγραψε στην απόφαση του πως η θέση της εφεσείουσας ήταν «τόσο παράλογη», με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κριθεί «αληθινή». Αυτό θεωρεί πως ήταν σφάλμα. Η εφεσείουσα στην κυρίως εξέταση της είχε αναφέρει πως «είχε ετοιμάσει γραπτή δήλωση αναφορικά με τις συνθήκες του δυστυχήματος και τους ισχυρισμούς της, την οποία υιοθετεί και επαναλαμβάνει». Η εν λόγω γραπτή δήλωση κατατέθηκε και σημειώθηκε ως έγγραφο “Α”. Σε αυτήν καταγράφονται τα ακόλουθα σε σχέση με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το επίδικο δυστύχημα:

 

«Κατά την 4η Σεπτεμβρίου 2009 και περίώρα 8.15 μ.μ. οδηγούσα το όχημα με αρ. εγγραφής KQU 553 μάρκας Toyota Auris στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας – Λεμεσού με κατεύθυνση τη Λεμεσό. Ήμουν μόνη μου στο όχημα μου και φορούσα τη ζώνη ασφαλείας μου.

Κρατούσα την δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας και η ταχύτητα μου ήταν περίπου 100 ΧΑΩ. Είχα τα φώτα μου αναμμένα αφού άρχισε να σκοτεινιάζει. Από ότι θυμούμαι η τροχαία κίνηση στον αυτοκινητόδρομο ήταν αραιή και μπροστά μου δεν υπήρχαν άλλα οχήματα.

 

Ενώ οδηγούσα το αυτοκίνητο μου όπως περιγράφω πιο πάνω στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας, όταν βρισκόμουν στην περιοχή που είναι γνωστή ως κατήγορο Κακορατζιάς, εντελώς αναπάντεχα και ξαφνικά ένιωσα ένα βίαιο χτύπημα στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου μου. Αμέσως μετά το αυτοκίνητο μου κινήθηκε δεξιότερα και χτύπησα στο δεξιό σιδερένιο κυγκλίδωμα με την δεξιά πλευρά του οχήματος μου το οποίο τρίφτηκε στο δεξιό κυγκλίδωμα. Ακολούθως το αυτοκίνητο μου άρχισε να περιστρέφεται στο δρόμο, και να κατευθύνεται αριστερά με αποτέλεσμα να χτυπήσω δύο φορές στο αριστερό κυγκλίδωμα και να καταλήξω λίγο πιο κάτω στο αριστερό παγκέττο σύμφωνα με την πορεία μου, με τα μούτρα του αυτοκινήτου μου να βλέπουν προς τη Λεμεσό.

 

Για τις συνθήκες του ατυχήματος έδωσα γραπτή κατάθεση στην Αστυνομία την 23/9/2009 την οποία υιοθετώ και επαναλαμβάνω.»     

 

Αντεξεταζόμενη, ανέφερε πως είχε αντιληφθεί το όχημα της εφεσίβλητης πριν από το δυστύχημα, και ότι μάλιστα το προσπέρασε, γεγονότα που δεν είχε αναφέρει ούτε στη γραπτή της δήλωση, αλλά ούτε και στην κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία λίγες ημέρες μετά το δυστύχημα. Με δεδομένη πλέον τη θέση της ότι είχε αντιληφθεί το όχημα της εφεσίβλητης πριν από το δυστύχημα, δικαιολογημένα ο ευπαίδευτος συνήγορος της τελευταίας, της υπέβαλε ερωτήσεις και για το θέμα αυτό. Παραθέτουμε αυτολεξεί τις ερωτήσεις και απαντήσεις από τα πρακτικά που τηρήθηκαν:

 

«Ε. Θέλω να μου πείτε πότε αντιληφθήκατε το αυτοκίνητο της ενάγουσας για πρώτη φορά.

Α.  Το είχα προσπεράσει επειδή κρατούσα τη δεξιά λωρίδα προχώρησα ήταν αραιή η κίνηση προχώρησα κανονικά στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας.

     […]

Ε.  Πόση ώρα πριν το δυστύχημα προσπέρασες το όχημα τούτο;

Α.  Δεν θυμάμαι.

Ε.  Ήταν λεπτά ήταν δεύτερα δεν μπορείτε να μας διευκρινίσετε;

Α.  Όχι.

       […]

Ε.  Και μόλις το προσπεράσετε πριν προλάβετε να πάρετε απόσταση ασφαλείας να μπείτε αριστερά μας λέτε ότι ήρθε το αυτοκίνητο και σας κτύπησε πίσω;

Α.  Ναι.

Ε.  Πώς μπορεί να γίνει τούτο το πράγμα δηλ. προσπεράσετε και αμέσως μετά ήρθε και σας κτύπησε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου σας;

Α.  Τι να σας πω εγώ; Ο οδηγός του άλλου αυτοκινήτου ξέρει πώς μπήκε να μου κτυπήσει.

      […]

Ε.  Το άλλο όχημα εκινείτο με την ίδια ταχύτητα ή πιο χαμηλά;

Α.  Για να το προσπεράσω σημαίνει πήγαινε πιο χαμηλά.

Ε.  Επομένως για να έρθει τούτο το όχημα που προσπεράσετε σχεδόν αμέσως να σας κτυπήσει πρέπει να ανέπτυξε μεγάλη ταχύτητα.

Α.  Δεν νομίζω.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο εντόπισε τα πιο πάνω, και άλλα, στα οποία δεν χρειάζεται να αναφερθούμε, σημείωσε πως οι πιο πάνω θέσεις της εφεσείουσας, οι οποίες μάλιστα προβλήθηκαν για πρώτη φορά στην αντεξέταση της, δεν άντεχαν «στη βάσανο της λογικής». Εμείς αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να σημειώσει τα πιο πάνω.    

 

Εν πάση περιπτώσει, η αξιολόγηση της μαρτυρίας στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν προσεγγίζεται αποσπασματικά. Εκείνο που προκύπτει από την αξιολόγηση της μαρτυρίας, στο σύνολο της, είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, που είδε, άκουσε και παρακολούθησε τόσο την εφεσείουσα όσο και την εφεσίβλητη, κάτι που ρητά καταγράφεται στην απόφαση του, έκρινε αξιόπιστη την εφεσίβλητη και αναξιόπιστη την εφεσείουσα, για την οποία μάλιστα προχώρησε να σημειώσει πως είχε προβάλει «μία εκδοχή κατασκευασμένη για να αποφύγει την ευθύνη για το δυστύχημα». Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε το χιλιοειπωμένο, πως είναι τα πρωτόδικα Δικαστήρια που έχουν την ευθύνη για τη διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, αφού αυτά είναι που βλέπουν, ακούουν και παρακολουθούν τους μάρτυρες ενόσω αυτοί καταθέτουν (Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 1026, 1034). Το βάρος απόδειξης της εσφαλμένης αξιολόγησης βρίσκεται στους ώμους αυτού που προσβάλλει τα ευρήματα αξιοπιστίας, εν προκειμένω της εφεσείουσας.

 

Καταλήγουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε ενώπιον του διϊστάμενες εκδοχές σε σχέση με το πώς έλαβε χώρα το δυστύχημα, παρέθεσε καλούς και πειστικούς λόγους, για τους οποίους έκρινε αναξιόπιστη την εφεσείουσα και αξιόπιστη την εφεσίβλητη. Τα ευρήματα αξιοπιστίας του κρίνονται εύλογα και δικαιολογημένα, και σε τέτοια περίπτωση το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει. Έπεται ότι και οι λόγοι έφεσης 3 και 4 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.  

 

ΑΝΤΕΦΕΣΗ

 

Με τον πρώτο λόγο αντέφεσης, η εφεσίβλητη προσβάλλει ως εσφαλμένη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να της καταλογίσει ευθύνη για το τροχαίο δυστύχημα, την οποία καθόρισε, ως ελέχθη, σε ποσοστό 25%.  Στην αιτιολογία του πιο πάνω λόγου αντέφεσης καταγράφονται τα ακόλουθα:  

 

«1. Το Δικαστήριο δέχτηκε αξιολογώντας την ενώπιο του μαρτυρία ότι η Εφεσείουσα – Εναγόμενη εισήλθε απότομα και ξαφνικά στην δεξιά λωρίδα του αυτοκινητόδρομου, αμέσως μπροστά από την Ενάγουσα και ανέκοψε ουσιαστικά την ελεύθερη πορεία της Ενάγουσας, αιφνιδιάζοντας την.

 

 2.   Έστω και αν εντόπιζε ενωρίτερα το όχημα της Εφεσείουσας – Εναγόμενης η Εφεσίβλητη – Ενάγουσα δεν θα διαφοροποιείτο η κατάσταση αφού αιτία του ατυχήματος ήταν ως ανωτέρω ελέχθη η αιφνίδια ενέργεια της Εφεσείουσας να αλλάξει λωρίδα και να κινηθεί στην λωρίδα της Εφεσίβλητης.

 

 3.   Το Δικαστήριο προβαίνει σε υποθέσεις («… ενδεχομένως να ήταν σε θέση να προβλέψει και να αντιληφθεί ενωρίτερα την πρόθεση της Εναγόμενης να μετακινηθεί δεξιά και να λάβει έγκαιρα μέτρα για αποφυγή της σύγκρουσης») που και πάλιν δεδομένης της οδικής συμπεριφοράς της Εφεσείουσας, η Ενάγουσα-Εφεσίβλητη δεν θα μπορούσε να αποφύγει την σύγκρουση.»

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει, όπως ορθά υπέδειξαν και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσίβλητης, σε εύρημα ότι η εφεσείουσα εισήλθε «απότομα και ξαφνικά στη δεξιά λωρίδα του αυτοκινητόδρομου αμέσως μπροστά της», με αποτέλεσμα να της αποκόψει την ελεύθερη πορεία. Για να καταλογίσει ευθύνη στην εφεσίβλητη, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως ελέχθη, σημείωσε πως εάν αυτή «οδηγούσε με την προσήκουσα προσοχή όφειλε να είχε εντοπίσει ενωρίτερα το όχημα της εναγόμενης το οποίο προπορευόταν του δικού της στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας. Εάν είχε εντοπίσει, ως όφειλε, την ύπαρξη του οχήματος της εναγόμενης τότε ενδεχομένως να ήταν σε θέση να προβλέψει και να αντιληφθεί ενωρίτερα την πρόθεση της εναγόμενης να μετακινηθεί δεξιά και να λάβει έγκαιρα μέτρα για αποφυγή της σύγκρουσης». Με τον προσήκοντα σεβασμό, διαφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση.  

 

Παρόμοια θέματα εξετάστηκαν στην Ανδρέας Ν. Σόλου ν. Μιχάλη Νιόκκα, Πολ. Έφ. Αρ. 245/2014, ημερ. 20.6.2022, ECLI:CY:AD:2022:D251, από την οποία παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:   

 

«Εδώ, ο ανήλικος Εφεσείων ποδηλατούσε κανονικά, όπως δηλαδή αναμένεται να ποδηλατεί ένας συνετός ποδηλάτης στο  μέρος όπου έλαβε χώρα το δυστύχημα.  Ενόσω ποδηλατούσε, ξαφνικά βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν κίνδυνο που δεν  προκάλεσε ο ίδιος αλλά ο Εφεσίβλητος.   Ο κίνδυνος αυτός δεν θα μπορούσε λογικά να είχε προβλεφθεί από τον Εφεσείοντα (Χριστοδούλου ν. Μπίλλη (1998) 1(Α) ΑΑΔ, 164).   Συνεπώς δεν ετίθετο θέμα έγερσης του εν λόγω κινδύνου στη σκέψη ενός λογικού ανθρώπου (Κώστα ν. Χρυσοστομίδη (1991) 1(Α) ΑΑΔ, 271).   Ο Εφεσείων δικαιολογημένα εστίασε την προσοχή του στο ίδιο το ανυψωτικό όχημα το οποίο βρέθηκε μπροστά του και επί του οποίου τελικά δεν επέπεσε.   Επέπεσε επί των ανυψωμένων περόνων του τις οποίες δεν είχε αντιληφθεί, αφού δεν ήταν ευδιάκριτες και δικαιολογημένα δεν ανέμενε ότι αυτές θα ήταν ανυψωμένες σε ένα σταθμευμένο όχημα στο συγκεκριμένο μέρος.   Η Υπεράσπιση υπέβαλε στον Εφεσείοντα  πως όταν πλησίασε το περονοφόρο όχημα σε απόσταση 3 μέτρων  «φαίνονταν οι περόνες».   Ουδέποτε του υπέβαλε ότι από τέτοια πολύ μικρή απόσταση  θα μπορούσε να είχε προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια ή ελιγμό για να αποφύγει τη σύγκρουση του με τις περόνες.   Εν πάση  περιπτώσει, βρίσκουμε ότι ο δωδεκάχρονος ποδηλάτης κάτω από αυτή την αιφνίδια και αγωνιώδη κατάσταση στην οποία βρέθηκε, και μάλιστα εν κινήσει, δεν θα μπορούσε να είχε κάνει οτιδήποτε για να αποφύγει τη σύγκρουση του με τις περόνες  ή για να το θέσουμε διαφορετικά, η  πολύ μικρή απόσταση  που τον  χώριζε από τις περόνες ελάχιστα περιθώρια του άφηνε για να αντιδράσει επιτυχώς στον κίνδυνο (Vakanas vThomas and Another (1982) 1 CLR, 530, Βλάσιος ν. Αντωνίου (1990) 1 ΑΑΔ, 815 και Κυριάκου ν. Φιλίππου (1992) 1(Α) ΑΑΔ, 642, 644).  Επρόκειτο για ξαφνικό κίνδυνο και όχι για κίνδυνο που μπορούσε έγκαιρα να είχε διαπιστωθεί, όπου σε τέτοια περίπτωση υπάρχει η δυνατότητα λήψης μέτρων προς αποφυγή του  (Πάφος Στόουν Σ. Εστέιτς Λτδ κ.ά. ν. Βαλαωρίτη κ.ά. (2000) 1(Β) ΑΑΔ, 1090).» 

  

 

Τα πιο πάνω ισχύουν κατ΄ αναλογίαν και εδώ.  Η εφεσίβλητη δεν θα μπορούσε λογικά να είχε προβλέψει ότι η εφεσείουσα θα εισερχόταν «απότομα και ξαφνικά στη δεξιά λωρίδα του αυτοκινητόδρομου αμέσως μπροστά της» και ότι θα της απέκοπτε την ελεύθερη πορεία. Με δεδομένο ότι και εδώ ο κίνδυνος ήταν ξαφνικός, δεν μπορεί να τίθεται θέμα δυνατότητας λήψης μέτρων προς αποφυγή του. Τα δικαιολογημένα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα πρωτογενή γεγονότα, δεν δικαιολογούσαν απόδοση συντρέχουσας αμέλειας στην εφεσίβλητη.

Εν κατακλείδι, η έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται. Η αντέφεση, στο μέρος που προσβάλλει απόδοση συντρέχουσας αμέλειας, επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση που εξεδόθη στο πλαίσιο της ανταπαίτησης παραμερίζεται στο σύνολο της. Η ανταπαίτηση απορρίπτεται, χωρίς διαταγή για έξοδα.

 

Με δεδομένο ότι οι αποζημιώσεις είχαν συμφωνηθεί επί  πλήρους ευθύνης, η πρωτόδικη απόφαση που εξεδόθη προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας, διαφοροποιείται ούτως ώστε αυτή να αφορά όλα τα ποσά που συμφωνήθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία παραθέτουμε αυτολεξεί από την πρωτόδικη απόφαση:

 

«(1) €300, ως Ειδικές Αποζημιώσεις, με νόμιμο τόκο από 13.5.2015.

(2)   €7.000 ως Γενικές Αποζημιώσεις, με νόμιμο τόκο από 13.5.2025, και

(3)   €7.500 Ειδικές Αποζημιώσεις (για ζημιές του οχήματος), με νόμιμο τόκο από την καταχώριση της αγωγής.»

 

 

 

Με άλλα λόγια, η εκδοθείσα απόφαση διαφοροποιείται κατά τρόπο ώστε να περιλαμβάνει τα πιο πάνω.

 

Παραμένει το θέμα των εξόδων, τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως ελέχθη, επεδίκασε όχι στη βάση του ποσού των αποφάσεων που εξέδωσε (σε απαίτηση και ανταπαίτηση), αλλά στη βάση του ποσοστού αμέλειας που καθόρισε. Παρόλο που η εκδοθείσα στην ανταπαίτηση απόφαση έχει παραμεριστεί, θα πρέπει να σημειώσουμε πως και οι δύο πλευρές συμφωνούν πως η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο θέμα των εξόδων, υπήρξε εσφαλμένη. Πιο συγκεκριμένα, η εφεσείουσα με τον πέμπτο λόγο έφεσης διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «λανθασμένα επιδίκασε συντρέχουσα αμέλεια επί των επιδικασθέντων δικηγορικών εξόδων», ενώ από την άλλη, η εφεσίβλητη με τον δεύτερο λόγο αντέφεσης, διατείνεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο μείωσε τα έξοδα στην απόφαση που εξέδωσε προς όφελος της, αφού θεωρεί πως θα έπρεπε τα έξοδα να είχαν επιδικαστεί «με βάση την κλίμακα του ποσού που της επιδικάστηκε».

 

Συμφωνούμε. Με δεδομένο ότι δεν αμφισβητείται πως σε κάθε επιτυχόντα διάδικο θα έπρεπε να είχαν επιδικασθεί τα έξοδα, αυτά θα έπρεπε να είχαν επιδικασθεί, χωρίς μείωση, στην κλίμακα του ποσού για το οποίο εξεδόθη εκάστη απόφαση.  Ό,τι πλέον ενδιαφέρει, είναι τα επιδικασθέντα στην απαίτηση έξοδα.

  

Η πρωτόδικη διαταγή που αφορά σε μείωση κατά 25% των εξόδων που επιδικάστηκαν προς όφελος της εφεσίβλητης, παραμερίζεται.

 

Επιδικάζονται προς όφελος της επιτυχούσας εφεσίβλητης €3.500 έξοδα έφεσης και αντέφεσης, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.

 

Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

                                                                        Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

                                                                            Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο