
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Αίτηση Αρ. 83/2025
05 Μαΐου, 2025
[Α. ΔΑΥΙΔ, Δ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΆΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 14/04/2025 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΜΟΝΟΜΕΡΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 234/2025 ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 11.04.2025.
…………………………………..
κ. Γ. Αργυρίδης , για Γ. Αργυρίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΑΥΙΔ, Δ: Με την υπό συζήτηση αίτηση, επιζητείται από την πλευρά του Αιτητή η άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση δια κλήσεως Αίτησης, για την έκδοση προνομιακού εντάλματος, τύπου Certiorari, με σκοπό την ακύρωση διατάγματος, ημερ. 14.04.2025, που εκδόθηκε μονομερώς από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας (εφεξής κατώτερο Δικαστήριο).
Παράλληλα, επιζητείται διάταγμα αναστολής της ισχύος του ως άνω προσωρινού διατάγματος και/ή της περαιτέρω εκδίκασης της αίτησης δυνάμει της οποίας εκδόθηκε το ως άνω διάταγμα, μέχρι την καταχώρηση της αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari και μέχρι την αποπεράτωση της.
Το ως άνω διάταγμα, ημερ. 14.04.2025, διατάσσει:
« … τον εναγόμενο, ως επίσης τους υπαλλήλους, αντιπροσώπους, προστηθέντες ή εντολοδόχους αυτού παραδώσει στην ενάγουσα την ελεύθερη και κενή κατοχή των ακινήτων επί των τεμαχίων 143, Φ/Σχ. 1-2570-3695, με αρ. εγγραφής 0/6245 και του τεμαχίου 142, Φ/Σχ. 1-2570-3695, με αρ. εγγραφής 0/6241 τα οποία εφάπτονται και είναι ενιαίο ακίνητο στην οδό Λεωφ. Μακαρίου 59, 70)60, πρώην σινεμά) στην οδό Λεωφ. Μακαρίου 59, 7060, στο δημοτικό διαμέρισμα Λιβαδιών στο Δήμο Λάρνακας στην Επαρχία Λάρνακας ήτοι διάταγμα διατάττον την έξωση του εναγομένου από το επίδικο κατάστημα με σκοπό η ενάγουσα να ανακτήσει την κατοχή του και να το κατεδαφίσει το οποίο πρώτον κρίθηκε ακατάλληλο, ετοιμόρροπο και εξαιρετικά επικίνδυνο για τους κατοίκους και διερχόμενους από τις αρμόδιες αρχές και δεύτερο επανοικοδομήσει/ανεγείρει το ακίνητο με διαμερίσματα και καταστήματα ή ως άλλως πως, ως εκτίθεται ή προκύπτει κατωτέρω. Το διάταγμα έξωσης να εφαρμόζεται, αφορά, δεσμεύει και ισχύει επί οποιοσδήποτε τυχόν υπενοικιαστή, χρήστη ή αδειούχου του επίδικου ακινήτου της ενάγουσας ή εναντίον οποιουδήποτε προσώπου που να έλκει δικαίωμα κατοχής εκ μέρους του εναγομένου και όπως οποιοιδήποτε τούτων, παραδώσουν αμέσως ελευθέρα τη διακατοχή του ακινήτου της ενάγουσας ή διάταγμα διατάττον τούτους ή οποιοδήποτε από αυτούς να εκκενώσει και να παραδώσει αμέσως στην ενάγουσα την ελεύθερη και κενή κατοχή του, εκτός εάν ο Καθ’ ου η Αίτηση εμφανισθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την 30.04.2025 και ώρα 09.00 π.μ. και δείξει λόγο γιατί το παρόν διάταγμα να μην συνεχίσει να ισχύει»
Τέσσερεις τελικά λόγους προωθεί η πλευρά του Αιτητή, οι οποίοι, ως υποστηρίζει, δικαιολογούν την παραχώρηση της αιτουμένης άδειας. Παραπέμποντας στην εξέλιξη των γεγονότων που περιβάλλουν την περίπτωση και στο περιεχόμενου του ως άνω εκκαλούμενου διατάγματος, ως ειδικότερα υποδεικνύεται στη σχετική Έκθεση που συνοδεύει την υπό συζήτηση Αίτηση, υποστηρίζει ότι:
«Α. Στην απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου υπάρχει έκδηλο νομικό σφάλμα το οποίο είναι εμφανές στην όψη του πρακτικού. Παρά την επιτακτική πρόνοια του Μέρους 38 Κανονισμός 1(5) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023 περί καθορισμού χρόνου εντός του οποίου ο Αιτητής όφειλε να συμμορφωθεί, το κατώτερο Δικαστήριο αρκέστηκε στην προσθήκη της λέξης «αμέσως». Μια τέτοια πρόνοια δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη για καθορισμό συγκεκριμένου χρόνου αφού αποτελεί συστατικό στοιχείο της εγκυρότητας του διατάγματος, ιδιαίτερα σε προστακτικής φύσης διάταγμα.
Β. Προκύπτει περαιτέρω έκδηλο νομικό σφάλμα το οποίο είναι εμφανές στην όψη του πρακτικού, και αυτό έγκειται στο ότι ο χρόνος των δεκαπέντε ημερών, μεταξύ έκδοσης και εκδίκασης του διατάγματος, συνιστά παραβίαση του Άρθρου 9(3) του Κεφ. 6 αφού το διάταγμα εκτεινόταν χρονικά πέραν του αναγκαίου στην βάση των στοιχείων της παρούσας περίπτωσης χρόνου.
Γ. Υπήρξε κατάχρηση διαδικασίας και/ή το Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει το διάταγμα μονομερώς και/ή εκδόθηκε κατά πρόδηλη πλάνη ως προς το Νόμο καθότι δεν κατεδείχθη στην ίδια την αίτηση το κατεπείγον της εκδόσεως του διατάγματος.
Στ. Δεν υφίσταται εναλλακτικό ένδικο και/ή συντρέχουν εξαιρετικές και ιδιάζουσες περιστάσεις και/ή έχουν παραβιασθεί οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης ούτως ώστε να δικαιολογείται η χορήγηση της αιτούμενης θεραπείας.»
Η παράθεση ουσιαστικών γεγονότων που περιβάλλουν την υπό συζήτηση υπόθεση και της εξέλιξης τους, ως αυτά καταγράφονται στην ένορκη δήλωση του Αιτητή και προκύπτουν από τα στοιχεία που παρατίθενται σε αυτήν, κρίνεται ότι θα εξυπηρετούσε, καθιστώντας ευχερέστερη την αντίληψη των περιστατικών που περιβάλλουν την περίπτωση, αλλά και την κατανόηση των ειδικότερων ζητημάτων που προκρίνονται και απασχολούν στην παρούσα.
Ως προτάσσεται στην σχετική Έκθεση και την Ένορκη Δήλωση του Αιτητή που συνοδεύουν την υπό συζήτηση αίτηση, το κατώτερο Δικαστήριο στο πλαίσιο της αγωγής Αρ.234/2025, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, κατόπιν μονομερούς αίτησης, ημερ. 11.04.2025, εξέδωσε το εκκαλούμενο διάταγμα, ημερ. 14.04.2025. Το τελευταίο, έχοντας οριστεί επιστρεπτέο στις 30.04.2025, επιδόθηκε στον Αιτητή στις 16.04.2025. Είχε προηγηθεί, το 2009, η ενοικίαση από μέρους του Αιτητή του καταστήματος επί του περιγραφόμενου στο ως άνω διάταγμα τεμαχίου 143, στα Λειβάδια Λάρνακας, που εφάπτεται κτιρίου που είχε ανεγερθεί κατά ή περί το έτος 1960 στο περιγραφόμενο τεμάχιο 142 στο ως άνω διάταγμα. Το 2021, η Λαϊκή Υπεραγορά Στέλιος Ανδρέου Λτδ (ενάγουσα στην αγωγή Αρ.234/2025) κατέστη εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του ως άνω ακινήτου, με την οποία ο Αιτητής υπέγραψε νέα συμφωνία ενοικίασης του καταστήματος, ως κατάστημα για παροχή υπηρεσιών στοιχήματος, κλάσης Α. Στην εξέλιξη του χρόνου ο Αιτητής ενημερώθηκε από τους δικηγόρους της ως άνω εταιρείας ότι το κτίριο στο οποίο βρίσκεται το συγκεκριμένο κατάστημα θα κατεδαφιζόταν και ότι εξασφαλίστηκε προς τούτο σχετική άδεια κατεδάφισης, ζητώντας του να εγκαταλείψει το ακίνητο. Ο ίδιος αρνήθηκε, αντιτάσσοντας ότι η ενοικίαση ανανεώθηκε, προσφέροντας κατά καιρούς στην ιδιοκτήτρια, με διάφορους τρόπους, τα οφειλόμενα ενοίκια, αφού η τελευταία αρνείτο να τα εισπράττει. Στις 04.02.2025, και 18.02.2025, οι δικηγόροι της ως άνω εταιρείας απέστειλαν στον ίδιο επιστολές, ζητώντας την παράδοση του ακινήτου, προφασιζόμενοι επικινδυνότητα του κτιρίου λόγω ακαταλληλότητας, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν κάτοικοι και διερχόμενοι. Ο ίδιος αντέδρασε, υποδεικνύοντας πως ουδέποτε στο παρελθόν είχε προβληθεί ζήτημα επικινδυνότητας του κτιρίου, υποστηρίζοντας μέσω επιστολής του δικηγόρου του, ημερ. 24.02.2025, ότι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί αποτελούσαν προφάσεις για να επιτύχουν οι ιδιοκτήτες ανάκτηση του μίσθιου. Στην εν λόγω επιστολή, επισυνάφθηκε πιστοποιητικό οπτικού ελέγχου από αρχιτέκτονα, με το οποίο δηλωνόταν πως «στο κατάστημα δεν παρατηρούνταν εμφανή προβλήματα στο φορέα». Στο μεταξύ, η ως άνω εταιρεία, στην οποία απεστάλησαν επιταγές προς εξόφληση οφειλόμενων ενοικίων, αρνήθηκε να συγκατατεθεί προς την Εθνική Αρχή Στοιχημάτων για τη λειτουργία του καταστήματος το έτος 2025. Ο ίδιος, στην προσπάθεια του να μετριάσει την ζημιά του, μετέφερε την επιχείρηση του αλλού. Ούτε προσπάθεια του να βρει επενδυτές για δημιουργία καφετέριας στο χώρο, είχε επιτυχία. Στις 27.03.2025 καταχώρησε την αίτηση Αρ.4/2025, στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λάρνακας – Αμμοχώστου, ζητώντας την προστασία του Δικαστηρίου, με την ως άνω εταιρεία να προωθεί αίτηση, μέσω της οποίας επιζητούσε διάταγμα που να αναγνωρίζει την καθ’ ύλη αναρμοδιότητα του εν λόγω Δικαστηρίου να επιληφθεί της αίτησης Αρ.4/2025.
Στις 16.04.2025, επιδόθηκε στον ίδιο το εκκαλούμενο διάταγμα ημερ. 14.04.2025, συνοδευόμενο μόνο με την απαίτηση της αγωγής Αρ.234/2025 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του Αιτητή, παραπέμποντας στην εξέλιξη των γεγονότων και το περιεχόμενο του διατάγματος, σημείωσε το γεγονός ότι η αίτηση, ημερ. 11.04.2025, δυνάμει της οποία εκδόθηκε το εκκαλούμενο διάταγμα, ουδέποτε του επιδόθηκε. Υποδεικνύοντας παράλληλα ότι στο προστακτικό διάταγμα, ημερ. 14.04.2025, δεν αναφέρεται χρόνος εντός του οποίου ο ίδιος οφείλει να συμμορφωθεί, παρά μόνο αναφέρεται η λέξη «αμέσως», υποστηρίζει ταυτόχρονα ότι αυτό, στη βάση των στοιχείων της υπό συζήτηση περίπτωσης, ορίστηκε επιστρεπτέο σε χρόνο πέραν του αναγκαίου κατά παραβίαση του άρθρου 9 (3) του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Η ως άνω εταιρεία υποδεικνύεται από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην μονομερή αίτηση, ως η πλευρά του Αιτητή κατάφερε να έχει πρόσβαση σε αυτή μετά από παρέμβαση του Πρωτοκολλητείου, φαίνεται να δημιούργησε μια πλασματική κατάσταση κατεπείγοντος, αφού κατόπιν παράκλησης των δικηγόρων της, τον Απρίλιο του 2005, λειτουργός του Επαρχιακού Οργανισμού Αυτοδιοίκησης Λάρνακας (ΕΟΑΛ), επισκέφθηκε το χώρο, εκδίδοντας, στις 07.04.2025, σχετική πιστοποίηση για την επικινδυνότητα του κτιρίου. Τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, υποστηρίζει, συνιστούν εξαιρετικές περιστάσεις ώστε να δικαιολογείται η χορήγηση της αιτούμενης άδειας ακόμη και στην περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι παρέχεται εναλλακτικό ένδικο μέσο.
Τα προνομιακά εντάλματα, ως κατάλοιπο της εξουσίας του Ανώτατου Δικαστηρίου για έλεγχο των κατώτερων Δικαστηρίων χορηγούνται κατ’ εξαίρεση. Άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, παρέχεται όπου από το πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου διαφαίνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (βλ. σύγγραμμα Πέτρου Αρτέμη, «Προνομιακά Εντάλματα Αρχές και Υποθέσεις», σελ. 109 κ.επ., Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Perrella (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298 και Ευδόκας (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 3018).
Η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα, δεν έχει ως αντικείμενο την ορθότητα των αποφάσεων κατώτερων Δικαστηρίων, ή τον τρόπο άσκησης της διακριτικής τους ευχέρειας (Αναφορικά με την Αίτηση του Νεόφυτου Ηλία, (1997) 1 Α.Α.Δ. 869). Μια προνομιακή διαδικασία ως η υπό συζήτηση, δεν συνιστά υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας ούτε μπορεί να αφεθεί να χρησιμοποιηθεί ως έφεση υπό μεταμφίεση για τον έλεγχο της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων Δικαστηρίων. Ακόμη και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, ως κατ’ επανάληψη έχει διακηρυχθεί, όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, τέτοια άδεια δεν δίδεται, εκτός και αν καταδειχθούν, με επάρκεια, εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον πιο πάνω κανόνα (Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, xxx Μαρκίδης κ.α (2004) 1 Α.Α.Δ. 552, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Devel Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535 Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α. (2012)1 Α.Α.Δ. 878).
Παραπονείται η πλευρά του Αιτητή για την έκδοση του εκκαλούμενου διατάγματος, υποστηρίζοντας ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση, δεν έχει καταδειχθεί το κατ’ επείγον για την μονομερή έκδοση του. Διαχρονική είναι η τοποθέτηση της νομολογίας για την αναγκαιότητα επίκλησης των προνοιών που παρέχουν την ευχέρεια έκδοσης ex-parte διαταγμάτων και κατά παρέκκλιση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, κατ’ εξαίρεση, και τον αναγκαίο προβληματισμό που πρέπει να διακατέχει τα Δικαστήρια πριν την έκδοση τέτοιων διαταγμάτων. Στην υπό συζήτηση περίπτωση, δεν παραβλέπω το γεγονός ότι σε σχέση με το ζήτημα της ανάληψης κατοχής του συγκεκριμένου καταστήματος, υπήρχε σχετική επιστολογραφία και τοποθετήσεις των μερών. Ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι μόλις στις 07.04.2025, παρουσιάζεται να παραλήφθηκε από την πλευρά της ιδιοκτήτριας εταιρείας, επιστολή εκ μέρους του Επαρχιακού Οργανισμού Αυτοδιοίκησης Λάρνακας (ΕΟΑΛ), σύμφωνα με την οποία κατόπιν επιτόπιας επίσκεψης και επιθεώρησης, αυτή θεωρήθηκε «άκρως επικίνδυνη και ετοιμόρροπη και χρήζει άμεσης κατεδάφισης για λόγους δημόσιας ασφάλειας». Εξέλιξη που κρίθηκε αρκετή από το κατώτερο Δικαστήριο, ενώπιων του οποίου τέθηκε το ζήτημα, για να ενεργοποιήσει τη σχετική διαδικασία, αποτέλεσμα της οποίας ήταν ή έκδοση του εκκαλούμενου διατάγματος.
Είναι γεγονός ότι το Μέρος 38.1(5) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, που ουσιαστικά αντιστοιχεί με τη Δ.34 Θ.5 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, αναφέρεται στη σαφήνεια με την οποία το διάταγμα του Δικαστηρίου θα πρέπει να καθορίζει τον χρόνο εντός του οποίου θα πρέπει να γίνει οτιδήποτε στο Διάταγμα ορίζεται ότι πρέπει να γίνει. Ως κατ’ επανάληψη έχει υποδειχθεί από την νομολογία, με ανάλογη παραπομπή στην αντίστοιχη Δ.34 Θ.5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός του χρόνου εντός του οποίου θα πρέπει να συμμορφωθεί το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται. Νικολαίδου v. Αττίπα κ.α. (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1620, Μάρτης (2007) 1(α) Α.Α.Δ. 92 και Κτηματικές Επιχειρ. Ανδρέα Ευριπ. Διογένους Λτδ (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 224.
Ως υπέδειξε ο Κωνσταντινίδης, Δ., στην Νικολαΐδου (ανωτέρω):
«… Η απαίτηση για προσδιορισμό χρόνου σύμφωνα με τη Δ.34 θ.5 τίθεται με δοσμένη τη δυνατότητα εκτέλεσης του διατάγματος. Απαιτείται ρητά να προσδιορίζεται ο χρόνος ή ο χρόνος μετά την επίδοση της απόφασης ή του διατάγματος μέσα στον οποίο η πράξη πρέπει να τελεστεί και δεν μπορεί να θεωρείται ότι αυτό ικανοποιείται απλώς επειδή το διάταγμα ή η απόφαση δεν τελούν υπό αναστολή εκτέλεσης.
Η αγγλική O.41 r.5, πριν την τροποποίησή της ήταν όμοια, κάλυπτε και διατάγματα όπως το συζητούμενο, και, όπως προκύπτει από τη νομολογία στην οποία παραπέμπει η Annual Practice του 1958 σελ. 954 κ.επ., ερμηνεύθηκε και εφαρμόστηκε με αυτό τον τρόπο. Εξηγείται συναφώς πως ενώ η διαταγή δεν καθίσταται αναποτελεσματική (ineffectual) χρειάζεται, για να είναι δυνατό να εφαρμοστεί (enforced) να οριστεί χρόνος με διαδικασία που καθορίζεται. (Βλ. Needham ν. Needham [1842] 1 Hare 633, Gilbert v. Endean [1878] 9 Ch. D. at p. 266, In re Wilde [1910] W.N. (Weekly Notes) 128, Townend v. Townend [1906] 93 LT. 680 and Re Tuck [1906] 1 Ch. D. 692). Αναγνωρίστηκε πως η διαταγή για άμεση (forthwith) τέλεση της πράξης αποτελεί επαρκή προσδιορισμό του χρόνου και συζητήθηκε το χρονικό διάστημα το οποίο, κατά περίπτωση, αυτό εξυπονοεί. (βλ. Thomas v. Nokes [1868] LR. 6 Eq. 521, Halford v. Hardy [1900] 81 L.T. 721 και Lowe v. Fox [1885] 15 Q.B.D. 667). Είναι σαφές όμως πως αυτός ο προσδιορισμός πρέπει να διατυπώνεται στο διάταγμα ή στην απόφαση και δεν προκύπτει μόνο επειδή εκδίδεται απόφαση ή διάταγμα χωρίς αναστολή εκτέλεσης »
Στην υπό συζήτηση περίπτωση, το κατώτερο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να προσδιορίσει το χρόνο εντός του οποίου ο Αιτητής θα έπρεπε να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια. Καθόρισε, κινούμενο στο πλαίσιο της διακριτικής του εξουσίας και, προφανώς στη βάση όσων τέθηκαν υπόψη του, ότι τούτο θα πρέπει να γίνει άμεσα. Ως θέμα αρχής, η διαταγή για άμεση τέλεση μιας πράξης, θα μπορούσε υπό τις περιστάσεις μιας υπόθεσης, να αποτελεί επαρκή προσδιορισμό του χρόνου. Είναι, βέβαια, ζήτημα διαφορετικό, αν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, η επιλογή αυτή αναφορικά με το χρόνο εντός του οποίου θα πρέπει να εκτελεστεί μια ενέργεια, αποδεικνύεται προβληματική, σε βαθμό που να δικαιολογεί παρέμβαση του Δικαστηρίου, ως η αιτούμενη στην παρούσα.
Των ως άνω λεχθέντων, δεν διαφοροποιείται ασφαλώς η καλά εδραιωμένη νομολογία σύμφωνα με την οποία ο προσδιορισμός του χρόνου εντός του οποίου κάποιος θα πρέπει να συμμορφωθεί ή να ενεργήσει, θα πρέπει να είναι τέτοιος, ώστε, αφενός να μην παραβιάζεται το άρθρο 9(3) του Κεφ. 6 και αφετέρου, να παρέχεται η δυνατότητα στον καθ’ ου η αίτηση να ακουστεί ή να καταχωρήσει ένσταση, πριν από την ημερομηνία που καλείται να συμμορφωθεί (Θεοφάνους 2010 1(Α) Α.Α.Δ. 234, BP Cyprus Ltd 1996 1(B) Α.Α.Δ. 861 και Αναφορικά με την αίτηση της BEDDINGTON HOLDINGS LTD, Πολ. Αίτ. 161/2017, 15.11.2017 και Αναφορικά με την αίτηση της FINVISION HOLDINGS LTD, Πολ. Αίτ. Αρ. 44/2015, 16.05.2018).
Το Ανώτατο Δικαστήριο, στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Λτδ 1999 1(Β) Α.Α.Δ. 1010 αναλύοντας το άρθρο 9(3) του Κεφ. 6, υποδεικνύοντας ότι η ισχύς ενός προσωρινού διατάγματος δεν μπορεί να υπερβαίνει τα χρονικά περιθώρια που αυτό θέτει, σημείωσε μεταξύ άλλων ότι:
«Το έργο του δικαστηρίου αναφορικά με τον καθορισμό του χρόνου που είναι "αναγκαίος" ώστε να δοθεί ο λόγος και στην άλλη πλευρά, είναι, όπως σαφώς προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου 9(3), διαπιστωτικό. Το διάταγμα διατηρεί την ισχύ του μόνο εφόσον δεν εκτείνεται χρονικά πέραν του διαπιστωθέντος ως αναγκαίου χρόνου. Η διαπίστωση γίνεται στη βάση των στοιχείων της κάθε περίπτωσης με αναφορά στο πόσο σύντομα μπορεί να γίνει η επίδοση και πόσο σύντομα μπορεί η άλλη πλευρά να εμφανιστεί και να ενστεί. Μια τέτοια διαπίστωση είναι βέβαια το αποτέλεσμα κρίσης. Η οποία ωστόσο εντάσσεται σε στενά όρια αφού έχει ως μόνο κριτήριο το "αναγκαίο". Η διάταξη δεν επιτρέπει τον ορισμό του διατάγματος επιστρεπτέου σε ό,τι το δικαστήριο θα θεωρούσε ως εύλογο χρόνο οπότε θα επιτρεπόταν να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες, όπως το ενδεχομένως βαρύ δικαστικό πρόγραμμα σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διατάγματος.
Στην προκείμενη περίπτωση η ταυτότητα της Τράπεζας ως εναγόμενης με έδρα τη Λευκωσία καθιστούσε αυτόδηλη τη δυνατότητα επίδοσης αμέσως. Για την ετοιμασία του διατάγματος θα χρειαζόταν βέβαια χρόνος. Ενόψει όμως της φύσης του διατάγματος και των δραστικών του επιπτώσεων θα πρέπει να εκληφθεί πως το δικαστήριο δεν μπορούσε παρά να μεριμνήσει ώστε να ετοιμαστεί το διάταγμα αμέσως. Το ότι εν τέλει επιδόθηκε σε δύο ημέρες δεν ήταν τυχαίο αντικατόπτριζε αυτή την πραγματικότητα.
Είναι φανερό ότι ο χρόνος των τριών εβδομάδων που το διάταγμα ορίστηκε επιστρεπτέο, υπερέβαινε, και κατά πολύ μάλιστα, τον προβλεπόμενο στο άρθρο 9(3) ως αναγκαίο χρόνο αφού στο χρόνο επίδοσης δεν θα αναμέναμε να χρειαζόταν εδώ να προστεθεί χρόνος πέραν των τεσσάρων ημερών για να μπορέσει να εμφανιστεί και να ενστεί η Τράπεζα. Προέκυπτε λοιπόν σφάλμα νομικό κι αυτό διακρινόταν στην όψη του παρουσιασθέντος πρακτικού το οποίο δεν χρειαζόταν να συνίσταται σε ο,τιδήποτε πέραν του διατάγματος και του κλητηρίου εντάλματος στο οποίο αναγραφόταν ο τίτλος της αγωγής, το όνομα και η διεύθυνση της Τράπεζας.»
Στην υπό συζήτηση περίπτωση, ο καθορισμός του χρόνου εκτέλεσης της πράξης που το διάταγμα ορίζει «αμέσως», με τον ταυτόχρονο ορισμό του μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος επιστρεπτέου σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, φαίνεται να καταστρατηγεί τις πρόνοιες του άρθρο 9(3) του Κεφ. 6, πλήττοντας παράλληλα τη δυνατότητα του Αιτητή να ακουστεί ή να ενστεί πριν από την ημερομηνία που επιβάλλεται η συμμόρφωση του με το διάταγμα. Παρεμβάλλεται ότι το ως άνω διάταγμα εκδόθηκε στις 14.04.2025, συντάχθηκε στις 15.04.2025 και επιδόθηκε στις 16.04.2025, πραγματικότητα που καταδεικνύει την ευκολία εντοπισμού του καθ’ ου η αίτηση, με την πλευρά του οποίου, άλλωστε, η ιδιοκτήτρια εταιρεία διατηρούσε επαφή και αντάλλασσε θέσεις για το ζήτημα της κατοχής και παράδοσης του καταστήματος. Ορατός είναι ο κίνδυνος, να επέλθουν για τον Αιτητή δραστικές συνέπειες, πριν του δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί ή να ενστεί κατά την ημερομηνία που το διάταγμα ορίστηκε επιστρεπτέο, σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο.
Ως υποδείχτηκε στις υποθέσεις Θεοφάνους (ανωτέρω) και Αναφορικά με την αίτηση της FINVISION HOLDINGS LTD (ανωτέρω) τα πιο πάνω αποτελούν εξαιρετικές περιστάσεις δυνάμενα να δικαιολογήσουν την αιτούμενη παρέμβαση του Δικαστηρίου.
Έχοντας πάντα κατά νου ότι σε αυτό το στάδιο το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της αίτησης, ούτε εξετάζει την υπόθεση σε βάθος, παρά μόνο αν από το μαρτυρικό υλικό που τίθεται ενώπιον του υπάρχει συζητήσιμο θέμα που να δικαιολογεί τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας (Ιn Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41), βρίσκω ότι, εκ πρώτης όψεως πάντα, η έκδοση του εγκαλούμενου Διατάγματος, στο πλαίσιο αίτησης που προωθήθηκε μονομερώς, αποκαλύπτει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση αναφορικά με τους λόγους (Α) και (Β), ως αυτοί προβάλλονται στην Έκθεση που συνοδεύει την αίτηση.
Συνακόλουθα των πιο πάνω, συνεκτιμώντας όσα έχουν τεθεί υπόψιν του Δικαστηρίου κατά τον τρόπο και στην έκταση που τούτο απαιτείται σε αιτήσεις του είδους, δίδεται άδεια στους Αιτητές για καταχώριση διά κλήσεως αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari σε σχέση με το διάταγμα ημερομηνίας 16.4.2024 ως το (Α) και (β) της Έκθεσης που συνοδεύει την αίτηση.
Η διά κλήσεως αίτηση να καταχωριστεί εντός 10 ημερών από σήμερα και να επιδοθεί στους Καθ’ ων η Αίτηση, τουλάχιστον τρεις (3) ημέρες πριν από την ημερομηνία ορισμού της.
Εν πάση περιπτώσει, αφού καταχωριστεί η διά κλήσεως αίτηση, δίδονται οδηγίες όπως οριστεί στις 21.05.2024 και ώρα 8:30.
Είναι γεγονός ότι σε πλείστες των περιπτώσεων, η παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης διά κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, αναφορικά με προστακτικό διάταγμα, συνοδεύεται με διάταγμα αναστολής του περί ου ο λόγος προστακτικού διατάγματος. Ωστόσο, το αξίωμα ότι η κάθε περίπτωση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών δεν είναι κενό περιεχομένου. Στην υπό συζήτηση περίπτωση, ως έχει τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου, ο Αιτητής έχει ήδη εγκαταλείψει το κατάστημα. Προσπάθεια του να το εκμεταλλευτεί, με διαφορετικό τρόπο (ως καφετέρια), επίσης δεν έχει καρποφορήσει. Παράλληλα, είναι δεδομένη η έκδοση, από μακρού χρόνου, διατάγματος κατεδάφισης ολόκληρου του κτιρίου, ενώ ως αποτέλεσμα πρόσφατης, επιτόπιας επίσκεψης και επιθεώρησης εκ μέρους του Επαρχιακού Οργανισμού Αυτοδιοίκησης Λάρνακας (ΕΟΑΛ), το υποστατικό χαρακτηρίστηκε ως άκρως επικίνδυνη και ετοιμόρροπη οικοδομή, που χρήζει άμεσης κατεδάφισης για λόγους δημόσιας ασφάλειας.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, με δεδομένη πάντα τη δυνατότητα χρηματικής αποκατάστασης του Αιτητή σε περίπτωση που αποδείξει οποιαδήποτε ζημιά στην εξέλιξη των πραγμάτων, ως αποτέλεσμα της έκδοσης του διατάγματος, στην υπό συζήτηση περίπτωση, δεν κρίνεται σκόπιμη η έκδοση διατάγματος αναστολής του εκκαλούμενου διατάγματος ως η αίτηση.
Τα έξοδα της παρούσας, θα είναι έξοδα στην πορεία της αίτησης με κλήση.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο