G.K. THEONELL BUILDING & CONSTRUCTION LTD v. AIG EUROPE LTD, Πολιτική Έφεση Αρ.98/2017, 26/5/2025
print
Τίτλος:
G.K. THEONELL BUILDING & CONSTRUCTION LTD v. AIG EUROPE LTD, Πολιτική Έφεση Αρ.98/2017, 26/5/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.98/2017)

 

 

 26 Μαΐου 2025

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

 

G.K. THEONELL BUILDING & CONSTRUCTION LTD,

 

Εφεσείουσα,

 

 

ν.

 

 

AIG EUROPE LTD,

 

Εφεσίβλητης.

 

____________________

 

Ε. Ιωάννου (κα) για Μιχάλης Β. Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Α. Δημητριάδης με Φ. Χρίστου (κα), ασκούμενη δικηγόρο, για Κώστας Π. Δημητριάδης Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

____________________

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Η Εφεσείουσα, εργοληπτική εταιρεία, συνήψε  ασφαλιστήριο συμβόλαιο τύπου «Ασφαλιστήριο Κατά Παντός Κινδύνου Εργολάβων» («Contractors All Risks») με την Εφεσίβλητη, ασφαλιστική εταιρεία.  Η αρχική σύμβαση ανανεώθηκε μέχρι 31.12.2013 και για ποσό μέχρι €4.002.400.  Σύμφωνα με την αξίωση, η ασφάλιση αφορούσε στο ποσό της εργολαβίας και άλλες καλύψεις σε σχέση με το οικοδομικό έργο «Tivoli Square», που η Εφεσείουσα είχε αναλάβει να ανεγείρει.

 

Τον Μάρτιο του 2013, εντός της περιόδου ασφάλισης, επεσυνέβη η αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος, το γνωστό ως «κούρεμα των καταθέσεων».  Η Εφεσείουσα, που είχε κατατεθειμένα στη Λαϊκή Τράπεζα, σε πέντε λογαριασμούς, €1.800.206,96 για την υλοποίηση του οικοδομικού έργου, απώλεσε το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων της όταν οι καταθέσεις της απομειώθηκαν.  Θεώρησε το γεγονός ως κλοπή, την οποία και κατήγγειλε στην Αστυνομία και απαίτησε από την Εφεσίβλητη να καλύψει την απώλεια της αυτή, όπως και τη συναφή ζημιά €2.000.000 που, κατ’ ισχυρισμό, υπέστη, στη βάση ότι όφειλε να πληρώσει αποζημιώσεις σε τρίτους για παράβαση μεταξύ τους συμφωνιών και καθυστέρηση στη συμπλήρωση του προαναφερόμενου οικοδομικού έργου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι καμιά από τις ζημιές που η Εφεσείουσα ισχυριζόταν ότι είχε υποστεί, δεν καλυπτόταν από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο και απέρριψε την αξίωση της.  Ακόμα πως η κατ’ ισχυρισμό συνακόλουθη ζημιά των €2.000.000 δεν υποστηρίχθηκε με την προσφερθείσα μαρτυρία.  Προωθήθηκε με την κατάθεση της διευθύντριας της Εφεσείουσας άλλη αξίωση, σε σχέση με την αγορά ενός καταστήματος σε άλλο οικοδομικό έργο, για άλλο ποσό και αυτή ανεπαρκώς και που, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε, δεν ήταν καν δικογραφημένη.  Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη με έξι λόγους έφεσης[1] τους οποίους θα εξετάσουμε μαζί.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με παραπομπές σε σχετική νομολογία, ορθά ανέφερε ότι η ερμηνεία ενός εγγράφου είναι θέμα νομικό που αποφασίζεται από το δικαστήριο.

 

Το επίδικο ασφαλιστήριο έγγραφο κάλυπτε δύο ειδών ζημιές.  Το «Μέρος 1 - Υλική Ζημιά» («Material Damage») κάλυπτε συγκεκριμένες υλικές ζημιές και φυσικές απώλειες, ενώ το «Μέρος 2 - Ευθύνη Έναντι Τρίτου» («Third Party Liability») κάλυπτε οποιαδήποτε ποσά που η Εφεσείουσα θα καθίστατο κατά νόμο υπεύθυνη να καταβάλει  σε τρίτους, λόγω συγκεκριμένων αιτιών.

 

Η κάλυψη αναφορικά με υλική ζημιά αφορούσε αντικείμενα που αναφέρονταν σε «Πίνακα» («Schedule») ή οποιοδήποτε τμήμα τους, που θα είχε υποστεί οποιαδήποτε απρόβλεπτη και αιφνίδια φυσική απώλεια ή ζημιά από οποιαδήποτε αιτία.  Ο Πίνακας ήταν στα αγγλικά και αναφερόταν σε: «1. Contract Works (permanent and temporary works, including all materials to be incorporated herein) 2. Construction Plant and Equipment» και αφορούσε στην κατασκευή κατοικιών στη Μουτταγιάκα στη Λεμεσό.  Στο «Contract Works» αναφερόταν: «1.1 Contract Price» και καταγραφόταν το ποσό του συμβολαίου, και «1.2 Materials or Other Items Supplied by the Principal».

 

Η Εφεσείουσα υποστήριξε ενώπιον μας ότι η αναφορά σε «Contract Price» είχε ξεκάθαρο νόημα και θα έπρεπε να ερμηνευτεί ότι συνιστά ασφάλιση του ποσού που θα κόστιζε το έργο, όπως εν προκειμένω οι τραπεζικές της καταθέσεις που προορίζονταν για την αποπεράτωση του έργου.  Δεν συμφωνούμε.  Η αναφορά περιλαμβανόταν στο «Contract Works» και απλά καθόριζε το όριο κάλυψης της ασφάλισης.

 

    Η ευθύνη έναντι τρίτου, αφορούσε σε αποζημιώσεις που η Εφεσείουσα θα καθίστατο υπεύθυνη να καταβάλει λόγω «(α) τυχαίας σωματικής βλάβης ή ασθένειας τρίτων μερών (θανατηφόρων ή μη), (β) τυχαίας απώλειας ή ζημιάς σε περιουσία που ανήκει σε τρίτα μέρη που επέρχονται σε άμεση σχέση με την κατασκευή ή ανέγερση των αντικειμένων που ασφαλίζονται δυνάμει του Μέρους 1 και που συμβαίνουν στο εργοτάξιο ή στη γύρω περιοχή του κατά την περίοδο της κάλυψης».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στην Χριστοδούλου κ.ά. ν. Κεντρ. Τράπ. της Κύπρου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 427, 449, εξήγησε ότι η σχέση Εφεσείουσας και Λαϊκής Τράπεζας ήταν σχέση πιστωτή και οφειλέτη, για να καταλήξει ότι η απομείωση των καταθέσεων της Εφεσείουσας δεν στοιχειοθετούσε κλοπή.  Η συνακόλουθη της απομείωσης απώλεια της Εφεσείουσας ήταν αμιγώς οικονομική ζημιά.  Δεν συνιστούσε υλική ζημιά ή φυσική απώλεια και δεν καλυπτόταν, ούτε αυτή, από το ασφαλιστήριο. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην Pilkington  United Kingdom Limited v. CGU Insurance Plc [2004] EWCA Civ 23, όπου αποφασίστηκε ότι η λέξη ζημιά («damage») αναφέρεται συνήθως σε αλλαγή της φυσικής κατάστασης ενός υλικού αντικειμένου και στην Coven Spa v. Hong Kong Chinese Insurance Co (1999) Lloyd's Rep. I.R. 565, όπου κρίθηκε ότι η πρόνοια στο ασφαλιστήριο «all risks of loss or damage to the subject-matter insured» δεν κάλυπτε την περίπτωση ζημιάς καθαρά οικονομικής φύσεως και ότι αποτελούσε προϋπόθεση κάλυψης δυνάμει ενός «all risks» ασφαλιστηρίου, η αξιούμενη ζημιά να ήταν φυσική.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στους λογαριασμούς της Εφεσείουσας στη Λαϊκή Τράπεζα, είχε αναφέρει ότι, σε κάθε περίπτωση, δυνάμει της παρ.(η) του Μέρους 1 του συμβολαίου, «Ειδικές Εξαιρέσεις του Μέρους 1», η Εφεσίβλητη δεν θα είχε ευθύνη για: «απώλεια ή ζημιά σε φακέλους, σχέδια, λογαριασμούς, τιμολόγια, χρήματα, γραμματόσημα, μεταβιβαστικά έγγραφα, αποδεικτικά χρέους, γραμμάτια, αξιόγραφα, επιταγές».  Η αναφορά σε «λογαριασμούς» δεν αφορούσε τραπεζικούς λογαριασμούς, αλλά έγγραφα λογαριασμών, δηλαδή αντικείμενα σε χώρους της Εφεσείουσας, όπως κάθε άλλο που αναφερόταν στη συγκεκριμένη παράγραφο.  Ακόμα όμως και εάν επρόκειτο για κλοπή χρημάτων, δηλαδή χαρτονομισμάτων, από τους χώρους της Εφεσείουσας και τεκμηριωνόταν φυσική απώλεια, θα ίσχυε η εξαίρεση.

 

    Οι τραπεζικοί λογαριασμοί ήταν ζήτημα εντελώς άσχετο με την κάλυψη που παρείχε το επίδικο ασφαλιστήριο έγγραφο, ώστε να εγειρόταν καν ζήτημα εξαίρεσης τους.  Και η θέση της Εφεσείουσας ότι το ασφαλιστήριο έγγραφο δεν εμπεριείχε εξαίρεση αναφορικά με τραπεζικούς λογαριασμούς, ορθή μεν, επιβεβαιώνει ότι ήταν πέρα από κάθε λογική προσδοκία ότι το επίδικο ασφαλιστήριο έγγραφο μπορούσε να καλύπτει απώλεια καταθέσεων σε τράπεζες.  Η απώλεια καταθέσεων σε τράπεζες δεν ήταν υλική ή φυσική ζημιά που καλυπτόταν, για να εγειρόταν ποτέ ζήτημα εξαίρεσης του κινδύνου απώλειας των κατατεθειμένων ποσών.

 

Η Εφεσείουσα υποστήριξε ότι το ασφαλιστήριο καθορίζει κατά τρόπο εξαντλητικό τις εξαιρέσεις, για να εισηγηθεί ότι, εφόσον η απώλεια κατατεθειμένων χρημάτων στην τράπεζα δεν εξαιρείτο ρητά, καλυπτόταν.  Εκλαμβάνει η Εφεσείουσα ότι η κάλυψη «… Κατά Παντός Κινδύνου …» («All Risks») κάλυπτε τα πάντα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στο σύγγραμμα των R. Hogarth, A. Anderson και S. Goldring, «Insurance Law for the Construction Industry», 2η έκδ., Oxford 2008, ως προς τα χαρακτηριστικά τέτοιων συμβολαίων:

 

«6-01 Project and contractor's all-risks and public liability insurance policies are the insurance response to accidents and delays on site and are a collection of two distinct types of cover, frequently written within one overall policy. They cover physical damage

 

a)   To the contract works and sometimes delay, at first-party risks and

 

b)   To neighbouring property, to third-party belongings and to    people, which are the risks of liability to third parties inherent in construction activities».

 

 

«6-71 The use of the word physical” in this context to describe the loss or damage means that pure financial loss (diminution in value of the insured property, loss of profits, or loss of goodwill) will not trigger an indemnity under the material damage section».

 

 

 

Και ως προς τη σημασία της περιγραφής «all-risks»:

 

 

«6-93 Cover under the material damage section of a project policy or contractor's all-risks policy will be provided on an all-risks basis. This means that cover will be provided for physical loss or damage to the insured property arising from any cause whatsoever unless that cause is specifically excluded by the terms of the policy».

 

 

«Κατά Παντός Κινδύνου», «All Risks», έχει το νόημα που εξηγείται στην παρ.6-93 πιο πάνω με τη φράση «arising from any cause whatsoever».  Το ασφαλιστήριο δεν ασφαλίζει τα πάντα, αλλά τα αντικείμενα που ασφαλίζει τα ασφαλίζει κατά παντός κινδύνου, π.χ. από κλοπή, φωτιά, σεισμό κ.λπ..

 

Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά διαπίστωσε ότι οι συμβατικές υποχρεώσεις της Εφεσείουσας προς τους πελάτες, συνεργάτες και αντισυμβαλλόμενους της, ουδεμία σχέση είχαν με τις ζημιές που κάλυπτε το Μέρος 2 του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

 

Καταλήγουμε ότι το βασικό συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι ζημιές της Εφεσείουσας δεν καλύπτονταν από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, ούτε αυθαίρετο, ούτε εσφαλμένο ήταν.  Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.

 

Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι η απόδειξη φυσικής απώλειας ή ζημιάς από την Εφεσείουσα ήταν προαπαιτούμενο για να μετατεθεί το βάρος απόδειξης στους ώμους της Εφεσίβλητης ότι η ζημιά εξαιρείτο από την παρεχόμενη κάλυψη.  Παρέπεμψε και σε σχετικό απόσπασμα από το «Insurance Law for the Construction Industry» σύμφωνα με το οποίο:

«6.94  Once the Insured has proved that there has been physical loss or damage to insured property, it will be for the Insurers to prove that the cause of the loss or damage was an excluded cause. If the Insurers are unable to do this, the Insured will be entitled to an indemnity».

 

 

Ο συναφής λόγος έφεσης 6 απορρίπτεται.

 

Η αξίωση της Εφεσείουσας είχε δύο πτυχές.  Η κατ’ ισχυρισμό ζημιά στη βάση υποχρέωσης αποζημίωσης τρίτων, δεν ήταν αυτόνομη αλλά προωθήθηκε ως συνέπεια της απομείωσης των καταθέσεων της Εφεσείουσας στη Λαϊκή Τράπεζα.  Επομένως, η επιτυχία της αξίωσης αναφορικά με την απώλεια των κατατεθειμένων ποσών, ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορεί να εξεταστεί η ζημιά εκείνη.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία των μαρτύρων της Εφεσείουσας και δικαιολογημένα κατέληξε ότι ήταν γενική, αόριστη και ασαφής ως προς τα επίδικα θέματα με αξιώσεις να διαφοροποιούνται και να προστίθενται άλλες μη δικογραφημένες.  Οι διαπιστώσεις του ότι οι δύο μάρτυρες της Εφεσείουσας, η διευθύντρια της και η διευθύντρια συνεργαζόμενης εταιρείας, δεν γνώριζαν τα γεγονότα της υπόθεσης, αυτοσχεδίαζαν, ανασκεύαζαν προηγούμενες δηλώσεις τους και αδυνατούσαν να δώσουν πειστικές ή επαρκείς ή καθόλου εξηγήσεις σε καίρια ερωτήματα, ήταν όχι μόνο δικαιολογημένες, αλλά αναπόφευκτες όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης.  Ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.

 

Οι δικογραφημένες κατ’ ισχυρισμό ζημιές τους, πέραν της απώλειας των καταθέσεων τους, δεν είχαν αποδειχθεί και η διαπίστωση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή.  Ο σχετικός λόγος έφεσης 3 επίσης απορρίπτεται. 

 

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ήταν σε διαζευκτική βάση, όπως εισηγείται η Εφεσείουσα.  Η πρωτόδικη κατάληξη ήταν ότι καμιά από τις δικογραφημένες ζημιές δεν καλυπτόταν από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο και ότι σε κάθε περίπτωση οι επακόλουθες της απομείωσης των καταθέσεων ζημιές δεν είχαν αποδειχθεί.  Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.

 

Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν πλήρως αιτιολογημένη, αντίθετα με τα όσα υποστηρίζονται με το λόγο έφεσης 7, ο οποίος επίσης απορρίπτεται.

 

Η έφεση είναι εντελώς αβάσιμη, όπως εντελώς αβάσιμη ήταν και η προβληθείσα με την αγωγή αξίωση.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

€4.500 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον της Εφεσείουσας.

 

 

 

 

 

                                                      Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

 

                                                      Ι. Ιωαννίδης, Δ.

                                                             

 

                                                      Ε. Εφραίμ, Δ.

 

 

 

 



[1]   Υπήρχαν επτά λόγοι έφεσης, όμως ο λόγος έφεσης 5 έχει αποσυρθεί.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο