ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ v. MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD, Πολιτική Έφεση Αρ.386/2016, 5/6/2025
print
Τίτλος:
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ v. MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD, Πολιτική Έφεση Αρ.386/2016, 5/6/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.386/2016)

 

 

 5 Ιουνίου 2025

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ,

 

Εφεσείων,

ν.

 

MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD,

 

                             Εφεσίβλητης.

 

____________________

 

Α. Κασιανής με Μ. Βασιλείου (κα) για Ανδρέας Μαθηκολώνης & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

Ζ. Ζαχαρίου για Τσίτσιος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.

____________________

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Η αξίωση της Εφεσίβλητης τράπεζας εδραζόταν σε συμφωνία ημερ.26.11.2008 για την ενοικιαγορά τεσσάρων οχημάτων, με εγγυητή τον Εφεσείοντα, που ήταν ο Εναγόμενος 3 στην αγωγή.  Εναντίον του ενοικιαστή, Εναγόμενου1 και της άλλης εγγυήτριας, Εναγόμενης 2, είχε εκδοθεί, ερήμην τους απόφαση την 8.12.2011.  Επομένως, η εκδοθείσα την 28.9.2016 προσβαλλόμενη απόφαση αφορούσε μόνο στον Εφεσείοντα.  Ο Εφεσείων είχε πρωτόδικα υποστηρίξει ότι η εγγύηση ήταν παράνομη, άκυρη και ανεφάρμοστη και πως, σε κάθε περίπτωση, για λόγους που επικαλέστηκε, είχε απαλλαγεί κάθε ευθύνης.  Με Ανταπαίτηση, αξίωνε συναφείς δηλώσεις του Δικαστηρίου.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα, όπως τα διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν τα ακόλουθα:  Ο Εναγόμενος 1 είχε ζητήσει από την Τράπεζα χρηματοδότηση ύψους €50.000, οπόταν και πληροφορήθηκε από υπάλληλο της (Μ.Ε.2) για τη δυνατότητα σύναψης σύμβασης ενοικιαγοράς με αντικείμενα της ιδιοκτησίας του.  Αφού λοιπόν πώλησε τέσσερα δικά του αυτοκίνητα στην Τράπεζα για το συνολικό ποσό των €50.000, το οποίο και εισέπραξε, συμβλήθηκε με την Τράπεζα για την ενοικίαση τους με όρους ενοικιαγοράς, με δικαίωμα αγοράς, με τιμή ενοικιαγοράς €66.606,76.  Την τήρηση των συμπεφωνημένων από τον Εναγόμενο 1 εγγυήθηκαν η Εναγόμενη 2 και ο Εφεσείων.  Η αξίωση εναντίον τους προέκυψε λόγω της μη καταβολής των μηνιαίων δόσεων που ο Εναγόμενος 1 όφειλε να καταβάλλει και τερματισμού της συμφωνίας ενοικιαγοράς από την Τράπεζα, την 15.2.2011.  Η εναντίον του Εφεσείοντα απόφαση ήταν για €61.874,03 με νόμιμο τόκο επί του ποσού των €62.314,03 από την 15.2.2011 μέχρι εξοφλήσεως, όπως και εναντίον των υπολοίπων.

 

Με 18 λόγους έφεσης, ο Εφεσείων αμφισβητεί σχεδόν κάθε πτυχή της πρωτόδικης απόφασης.  Οι λόγοι που αφορούν στην αξιολόγηση και κρίση ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων θα μας απασχολήσουν πρώτα.  Οι λόγοι έφεσης 1-5 και 7 αφορούν στην μαρτυρία του Εφεσείοντα, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε.  Ο πρώτος είναι γενικός και παραπέμπει στους υπόλοιπους.

 

Με το λόγο έφεσης 2, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αντινομικά αποφάσισε ότι η μαρτυρία του Εφεσείοντα ήταν ασυμβίβαστη με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του.  Ο λόγος περιορίζεται σε μια μόνο πτυχή της μαρτυρίας του.  Η δικογραφημένη θέση του Εφεσείοντα αναφορικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των τεσσάρων αυτοκινήτων που ήταν τα αντικείμενα της σύμβασης ενοικιαγοράς ήταν ότι όλα ή κάποια από αυτά ουδέποτε μεταβιβάστηκαν στην Τράπεζα και ουδέποτε κατέστησαν ιδιοκτησία της.  Δικογράφησε ακόμη ότι αγνοούσε τους ιδιοκτήτες και κατόχους των τεσσάρων αυτοκινήτων.

 

Κατά τη δίκη, ο Εφεσείων παρουσίασε πιστοποιητικό από το Τμήμα Οδικών Μεταφορών από το οποίο προέκυπτε ότι τα τρία από τα τέσσερα αυτοκίνητα που απετέλεσαν το αντικείμενο της ενοικιαγοράς, είχαν μεταβιβαστεί στην Τράπεζα από την 25.11.2008, δηλαδή την προηγούμενη ημέρα της συνομολόγησης της συμφωνίας ενοικιαγοράς και μόνο το ένα την 26.11.2008 που υπογράφηκε η συμφωνία.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι αυτή η μαρτυρία ήταν ασυμβίβαστη με τη δικογραφημένη θέση του Εφεσείοντα.  Η θέση του Εφεσείοντα ότι το εν λόγω πιστοποιητικό εξασφάλισε την 7.10.2015, όπως αναγραφόταν και στο ίδιο το πιστοποιητικό, δηλαδή σε χρόνο μεταγενέστερο της καταχώρισης του δικογράφου της Υπεράσπισης του, δεν ήταν σχετική ως προς την ορθότητα της διαπίστωσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Επομένως, ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.

 

Ο Εφεσείων χαρακτήρισε την επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς ως εικονική.  Ότι επρόκειτο για συγκεκαλυμμένη συμφωνία δανείου «υπό τον μανδύα της ενοικιαγοράς», όπου δεν υπήρχε πρόθεση από τους συμβαλλόμενους ώστε αυτή να λειτουργήσει ως μια γνήσια και έγκυρη συμφωνία ενοικιαγοράς.  Με το λόγο έφεσης 11 προσβάλλει ως εσφαλμένη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην την κρίνει, για τους πιο πάνω λόγους, άκυρη.

 

Με το λόγο έφεσης 5, ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη θέση του ότι η επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς ήταν παράνομη στη βάση του ότι τα τρία από τα τέσσερα αυτοκίνητα που αφορούσε, ήταν ήδη ιδιοκτησία της Τράπεζας κατά το χρόνο κατάρτισης της.  Το ίδιο ζήτημα εγείρεται και με το λόγο έφεσης 13.

 

Στη Λαϊκή Κυπρ. Τρ. (Χρημ.) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1432, 1436-7, εξηγήθηκαν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά μιας σύμβασης ενοικιαγοράς.  Κρίνουμε σκόπιμο να μεταφέρουμε το άκρως διαφωτιστικό απόσπασμα που ακολουθεί:

 

«Τέτοια σύμβαση εξυπακούει πως ο χρηματοδότης, όπως ήταν εν προκειμένω οι εφεσείοντες, είναι ιδιοκτήτης του αντικειμένου. Ως ο ιδιοκτήτης, λοιπόν, συμφωνεί να το ενοικιάσει στον αντισυμβαλλόμενο στον οποίο αναγνωρίζεται δυνατότητα, εφόσον τηρήσει τους όρους της ενοικίασης, να το αγοράσει. Για όσο διαρκεί η πρώτη σχέση, εκείνη της ενοικίασης, το αντικείμενο παραμένει υπό την κυριότητα του χρηματοδότη. Η δε αγορά του αυτοκινήτου από τον αντισυμβαλλόμενο στο τέλος, συνήθως με την καταβολή κάποιου μικρού ποσού, επιπρόσθετου προς τα συμφωνηθέντα μισθώματα, αποτελεί δικαίωμα και όχι υποχρέωσή του. Ο τρόπος απόκτησης της κυριότητας του αντικειμένου από τους χρηματοδότες δεν είναι εξ ορισμού ουσιώδους σημασίας για τη φύση της συναλλαγής ως ενοικιαγοράς. Το σύνηθες είναι να την αποκτούν από τον έμπορο του αντικειμένου καταβάλλοντας το τίμημά του, πλην της  προκαταβολής όπου υπάρχει τέτοια. Και να συνάπτουν στη συνέχεια σύμβαση ενοικιαγοράς με τον πελάτη του εμπόρου, με προοπτική την τελική μεταβίβαση της κυριότητας σε αυτόν. Δεν αποκλείεται όμως να ανήκε αρχικά το αυτοκίνητο στον ίδιον τον ενοικιαγοραστή. Όπως στην περίπτωση της Υοrkshire Railway Wagon Company v. Maclure [1882] 21 Ch.D. 309: Εταιρεία πώλησε περιουσιακά στοιχεία της σε άλλη, είσπραξε το τίμημα για να καλύψει τις ανάγκες της και συνήψε μαζί της σύμβαση ενοικιαγοράς με την οποία ενοικίασε τα ίδια περιουσιακά στοιχεία, προς επαναγορά τους στο τέλος. Αποφασίστηκε πως η αρχική πώληση που οδήγησε στη μεταβίβαση της κυριότητας ήταν πραγματική και πως, συνεπώς, η σύμβαση ενοικιαγοράς που συνάφθηκε στη συνέχεια, ήταν γνήσια.  Όπως δε εξηγήθηκε στην Eastern Distributors v. Goldring [1957] 2 All E.R. 525, δεν υπάρχει οτιδήποτε που να εμποδίζει ιδιοκτήτη οχήματος από του να το πωλήσει σε χρηματοδοτικό οργανισμό, να εισπράξει το τίμημα και να το επιστρέψει με δόσεις.  Και νοουμένου ότι η πώληση είναι γνήσια και όχι πλασματική, απολήγει ισχυρή η σύμβαση ενοικιαγοράς που την ακολουθεί. Εννοείται, όσο και αν στόχος ήταν, σε τελική ανάλυση, ο δανεισμός χρημάτων με ασφάλεια το αντικείμενο της πώλησης – ενοικιαγοράς».

 

 

Σημασία επομένως είχε ότι ο Εφεσείων, με το τεκμήριο που παρουσίασε, επιβεβαίωνε ότι κατά τη συνομολόγηση της συμφωνίας ενοικιαγοράς τα αντικείμενα ήταν ιδιοκτησία της Τράπεζας, ώστε να μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενα μιας έγκυρης σύμβασης ενοικιαγοράς, όπως εξηγείται στην Κωνσταντίνου.  Εφόσον τα αυτοκίνητα ήταν προηγουμένως ιδιοκτησίας του Εναγόμενου 1, ό,τι απαιτείτο ήταν να προηγηθεί «γνήσια και όχι πλασματική» πώληση τους στην Τράπεζα και αυτό, πέραν της άλλης μαρτυρίας, επιβεβαιώθηκε με τον πλέον επίσημο τρόπο, με την παρουσίαση, από τον Εφεσείοντα, του σχετικού πιστοποιητικού του Τμήματος Οδικών Μεταφορών.

 

Στην Marfin Popular Bank Public Co. Ltd ν. Μιχαήλ (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 41, η εικονικότητα της σύμβασης ενοικιαγοράς συναρτήθηκε με το γεγονός ότι αντικείμενο της σύμβασης ήταν ανύπαρκτη συναλλαγή.  Δεν υφίσταντο τα αντικείμενα που φέρονταν να αποτελούσαν το αντικείμενο της σύμβασης ενοικιαγοράς.  Εν προκειμένω, τα αντικείμενα ήταν υπαρκτά.  Επρόκειτο για τέσσερα συγκεκριμένα αυτοκίνητα.  Δεν έχει σημασία ότι αυτό που ήθελε ο Εναγόμενος 1 ήταν χρηματοδότηση και όχι να αποκτήσει με όρους ενοικιαγοράς τα τέσσερα αυτοκίνητα.  Καταρτίστηκε μια νόμιμη συμφωνία ενοικιαγοράς που επέφερε το οικονομικό αποτέλεσμα που ήθελε ο Εναγόμενος 1.  Η συμφωνία εμπεριείχε όλα τα στοιχεία μιας  έγκυρης σύμβασης ενοικιαγοράς και δεν ήταν εικονική. 

 

Στο περίγραμμα αγόρευσης του, ο Εφεσείων επιχειρεί να εισαγάγει τη θέση ότι τα τρία αυτοκίνητα που είχαν εγγραφεί στο όνομα της Τράπεζας την 25.11.2008 ήταν ήδη αντικείμενα άλλης συμφωνίας ενοικιαγοράς.  Τέτοια θέση δεν μπορεί να εξεταστεί, εφόσον δεν καλύπτεται από κανένα από τους λόγους έφεσης.  

 

Οι λόγοι έφεσης 5, 11 και 13 απορρίπτονται.

 

Με το λόγο έφεσης 3 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της θέσης του Εφεσείοντα ότι η Τράπεζα μέσω των υπαλλήλων της τον παραπλάνησε και προέβη σε ψευδείς παραστάσεις προς αυτόν, αφού και η δική του εκδοχή ήταν ότι δεν είχε έρθει σε επαφή με κανένα υπάλληλο της Τράπεζας.

 

Η επιχειρηματολογία του Εφεσείοντα για να διαταράξει το αναπόδραστο από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εντελώς ανυπόστατη.  Υποστήριξε ότι εφόσον δεν υπέγραψε την εγγύηση σε κάποιο κατάστημα της Τράπεζας, όπου θα ετύγχανε ενημέρωσης, προέκυπταν παραστάσεις και παραπλάνηση με την αποσιώπηση και απόκρυψη γεγονότων.  Ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.

 

Με το λόγο έφεσης 4 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αντινομικά δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Εφεσείοντα αναφορικά με την αφερεγγυότητα του Εναγόμενου 1 και τις καθυστερήσεις που παρουσιάζονταν στους λογαριασμούς του με την Τράπεζα.  Εφόσον ο Εναγόμενος 1, ο μισθωτής, ήταν αφερέγγυος, η Τράπεζα θα έπρεπε να τον είχε, ως εγγυητή, ενημερώσει σχετικά.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τα δύο έγγραφα που παρουσίασε ο Εφεσείων για να υποστηρίξει την θέση του αυτή.  Παρατήρησε ότι το πρώτο αφορούσε σε υποχρεώσεις μιας εταιρείας και όχι του Εναγόμενου 1 προσωπικά, ενώ το δεύτερο έγγραφο που αφορούσε στον ίδιο τον Εναγόμενο 1 απεκάλυπτε μια μόνο καθυστέρηση σε σχέση με κάποια οφειλή του, που, όπως ο ίδιος ο Εφεσείων αποδέχτηκε, είχε τακτοποιηθεί μια ημέρα μετά.  Ο λόγος έφεσης 4 επίσης απορρίπτεται.

 

Με το λόγο έφεσης 6, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει το αίτημα του Εφεσείοντα για κλήτευση της Χ. Λοϊζιά, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 26 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9, όπως έχει τροποποιηθεί.

Ο Ν. Μαρούλλης (Μ.Ε.2) ήταν ο υπάλληλος της τράπεζας οποίος είχε επιληφθεί τα σχετικά με την κατάρτιση της επίδικης συμφωνίας.  Είχε καταθέσει ότι ο Εναγόμενος 1 του ζήτησε να του δώσει τη συμφωνία ενοικιαγοράς για να την πάρει ο ίδιος στον Εφεσείοντα για να την υπογράψει.  Όπως του είχε αναφέρει, ο Εφεσείων βρισκόταν στο κατάστημα πώλησης αυτοκινήτων «Παναγιώτης Λιμνιώτης».  Ανέφερε ο Μ.Ε.2 ότι τηλεφώνησε στην Λοϊζιά, την οποία γνώριζε ως υπάλληλο στο συγκεκριμένο κατάστημα, και της ζήτησε να υπογράψει ως μάρτυρας της υπογραφής του Εφεσείοντα.  Η Λοϊζιά δεν είχε πρόβλημα να υπογράψει.  «Έτσι και έγινε» ανέφερε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα στη βάση ότι ο Μ.Ε.2 δεν είχε μεταφέρει εξ ακοής μαρτυρία, δηλαδή κάποια δήλωση της Λοϊζιά.

 

Η θέση του Εφεσείοντα ήταν ότι πράγματι την εγγύηση υπέγραψε στο κατάστημα πώλησης αυτοκινήτων «Παναγιώτης Λιμνιώτης» παρουσία της Λοϊζιά, αλλά σε ημερομηνία προηγούμενη της 26.11.2008 που αναγραφόταν στη συμφωνία και ότι αυτή ήταν κατά μεγάλο της μέρος ασυμπλήρωτη. 

 

Ενώπιον μας, ο Εφεσείων επιχειρηματολόγησε ότι ο Μ.Ε.2 μετέφερε εξ ακοής μαρτυρία ως προς την αποδοχή της Λοϊζιά να υπογράψει ως μάρτυρας και ότι «Η υπογραφή της ιδίας, στην απουσία του Μ.Ε.2, αποτελούσε από μόνο του γεγονός το οποίο μεταφέρθηκε υπό μορφή εξ ακοής στο Δικαστήριο».  Η μαρτυρία της, ανέφερε, ήταν αναγκαία και ουσιώδης για την ημέρα και τόπο που υπέγραψε ο ίδιος και κατά πόσο η συμφωνία ήταν συμπληρωμένη, όπως είχε καταθέσει ο Μ.Ε.2, ή ο Εφεσείων είχε υπογράψει εν λευκώ.

 

    Το άρθρο 26 του Κεφ.9 προνοεί ότι:

 

«Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοσδήποτε διάδικος προσάγει εξ ακοής μαρτυρία και δεν κλητεύει ως μάρτυρα στη διαδικασία το πρόσωπο, το οποίο είχε προβεί στην αρχική δήλωση, τότε οποιοσδήποτε άλλος διάδικος δύναται, με την άδεια του Δικαστηρίου, πριν ο διάδικος που έχει προσάξει την εξ ακοής μαρτυρία κλείσει την υπόθεσή του, να κλητεύει το εν λόγω πρόσωπο για να το αντεξετάσει σε σχέση με την αρχική του δήλωση:»

 

 

Για την ενεργοποίηση του άρθρου 26, προϋπόθεση είναι η διαπίστωση μαρτυρίας, που αναφέρεται ως η «αρχική δήλωση», που έχει μεταφερθεί στο δικαστήριο με τρόπο άλλο από την ενώπιον του δικαστηρίου κατάθεση ως μάρτυρα του προσώπου που προέβηκε στην αρχική δήλωση.  Ότι η Λοϊζιά απάντησε θετικά στην πρόταση του Μ.Ε.2 δεν ήταν μαρτυρία εξ ακοής, αλλά πρωτογενής μαρτυρία του Μ.Ε.2 ο οποίος ήταν ο λήπτης της απάντησης της.  Τίποτε άλλο που ενδεχομένως ειπώθηκε από τη Λοϊζιά, δεν μετέφερε με τη μαρτυρία του ο Μ.Ε.2, ώστε να μπορούσαν να ενεργοποιηθούν οι διατάξεις του άρθρου 26.  Εφόσον ο Εφεσείων θεωρούσε τη μαρτυρία της Λοϊζιά σημαντική για την υπεράσπιση του, μπορούσε να την καλέσει ο ίδιος ως μάρτυρα στην συνέχεια.  Ο λόγος έφεσης 6 απορρίπτεται.

 

Ο λόγος έφεσης 7 αναφέρεται στην απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας του Εφεσείοντα, διασυνδέοντας το εύρημα του με την απόρριψη του αιτήματος του για κλήτευση της Λοϊζιά.  Στην ουσία ότι στερήθηκε της ευκαιρίας να υποδείξει μέσω της μαρτυρίας της Λοϊζιά ότι οι δικές του θέσεις ανταποκρίνονταν στα πραγματικά γεγονότα.  Μετά την απόρριψη του λόγου έφεσης 6, εκπίπτει και ο λόγος έφεσης 7, ο οποίος επίσης απορρίπτεται.  Η απόρριψη όλων των λόγων που σχετίζονται με την κρίση της αξιοπιστίας του Εφεσείοντα, οδηγεί και στην απόρριψη του γενικού λόγου έφεσης 1.

 

Όπως προειπώθηκε, ο Μαρούλλης ήταν ο υπάλληλος της Τράπεζας οποίος είχε επιληφθεί τα σχετικά με την κατάρτιση της επίδικης συμφωνίας.  Η αποδοχή της μαρτυρίας του προσβάλλεται με το λόγο έφεσης 9.  Με την αιτιολογία του λόγου επισημαίνονται δύο ζητήματα.  Το πρώτο αφορά στη θέση ότι προσπάθησε να αποκρύψει από το Δικαστήριο ότι την ίδια ημέρα που καταρτίστηκε η επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς είχε καταρτιστεί ακόμη μία, πάλι για ποσό €50.000,  «που ήταν με βάση τη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου στην ολότητα της πλήρως συνδεδεμένη με την επίδικη ειδικότερα σε ότι αφορά τον τρόπο που παραπλανήθηκε και εξαπατήθηκε ο Εφεσείων».  Το δεύτερο αφορά στη θέση του ότι οι πωλήσεις των τεσσάρων αυτοκινήτων προς την Τράπεζα έγιναν την 26.11.2008, ενώ το Πιστοποιητικό του Τμήματος Μεταφορών αναφερόταν σε ημερομηνία 25.11.2008.  Αμφότερα τα ζητήματα έχουν εξεταστεί.  Δεν προκύπτει οτιδήποτε που θα μπορούσε, στη βάση τους, να πλήξει το πρωτόδικο εύρημα περί της αξιοπιστίας του μάρτυρα.  Ο λόγος έφεσης 9 απορρίπτεται.

 

Με το λόγο έφεσης 10 υποβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λανθασμένα και αντινομικά ευρήματα, με υπόβαθρο την εσφαλμένη, κατά τον Εφεσείοντα, αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας.  Μετά και την απόρριψη όλων των λόγων που αφορούν στην αξιολόγηση των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο λόγος έφεσης 10 απορρίπτεται άνευ εταίρου.

Με το λόγο έφεσης 12 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα δεν έκρινε ότι η Τράπεζα είχε υπερεκτιμήσει τα αυτοκίνητα αντικείμενα της συμφωνίας ενοικιαγοράς.  Ο Εφεσείων ισχυριζόταν ότι η αξία τους στη σύμβαση ενοικιαγοράς καθορίστηκε στη βάση του ποσού της χρηματοδότησης που ήθελε ο Εναγόμενος 1, ενώ η πραγματική τους αξία ήταν πολύ πιο μικρή.  Η θέση του εδράζεται στα όσα εγείρει με το λόγο έφεσης 8, που αφορά στη μαρτυρία του εκτιμητή μηχανοκίνητων οχημάτων που κάλεσε ο Εφεσείων για να καταθέσει αναφορικά με την αξία των αντικειμένων της επίδικης σύμβασης ενοικιαγοράς.  Ο μάρτυρας εκτιμητής είχε κάμει «γενικά καλή εντύπωση» στο πρωτόδικο Δικαστήριο, που έκρινε τη μαρτυρία του ως αμερόληπτη και αντικειμενική.  Ανέφερε: «Δεν την απορρίπτω ως αναξιόπιστη, όμως, για τους λόγους που θα αναφέρω στη συνέχεια, δεν θα την αποδεχθώ για λόγους ανακρίβειας».  Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο εκτιμητής δεν είχε αναφέρει στις εκθέσεις του τις αρχές από τις οποίες κατευθύνθηκε, ούτε πώς αυτές εφαρμόστηκαν.  Βασίστηκε σε προηγούμενες εκτιμήσεις του και διαφημιστικά πωλήσεων αυτοκινήτων περιοδικά, που δεν παρουσιάστηκαν.

 

Έχουμε διεξέλθει τις εκτιμήσεις που παρουσιάστηκαν.  Πρόκειται για μονοσέλιδα έγγραφα, όπου αναγράφονται τα στοιχεία του αυτοκινήτου και μια τιμή.  Καμιά πληροφόρηση δεν καταγράφεται σε σχέση με την πραγματική κατάσταση του αυτοκινήτου.  Προδήλως ο εκτιμητής δεν είχε στη διάθεση του τέτοια στοιχεία, εφόσον η εργασία του ανατέθηκε το 2016 και αφορούσε στην αγοραία αξία των αυτοκινήτων το 2008. 

 

Ο Εφεσείων στην επιχειρηματολογία του προβαίνει σε αντιπαραβολή της μαρτυρίας του εκτιμητή του με τη μαρτυρία του Μαρούλλη, που δεν ήταν ειδικός και είχε υπολογίσει την αξία τους στη βάση της εμπειρίας του από αγορές παρόμοιων αυτοκινήτων, βασιζόμενος σε πληροφόρηση από τον Εναγόμενο 1 ως προς την ηλικία τους και τις περιγραφές του, χωρίς να δει τα αυτοκίνητα. 

 

Ωστόσο, δεν ήταν ζήτημα σύγκρισης ή προτίμησης της μιας μαρτυρίας από την άλλη.  Δεν μπορούσε να αποδοθεί βαρύτητα στη μαρτυρία του εκτιμητή, επειδή εμπεριείχε κάποια στοιχεία που απουσίαζαν από τη μαρτυρία του μάρτυρα της άλλης πλευράς επί του προκειμένου.  Βρίσκουμε ότι η μη αποδοχή της μαρτυρίας του εκτιμητή ήταν κατάληξη στην οποία δικαιολογημένα μπορούσε να αχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση των ενώπιον του δεδομένων και δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε που θα μας επέτρεπε να επέμβουμε στην κρίση του.  Ο λόγος έφεσης 8 και κατ’ ακολουθία ο λόγος έφεσης 12 απορρίπτονται.

 

Με το λόγο έφεσης 15, ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να απαλλαχτεί από εγγυητής, στη βάση ότι με την αποδέσμευση από την Εφεσίβλητη δύο αυτοκινήτων αντικειμένων της σύμβασης ενοικιαγοράς, αυτή τερματίστηκε και έπαυσε να ισχύει.  Ο Εφεσείων είχε προσυπογράψει τις σχετικές αιτήσεις του Εναγόμενου 1 πρωτοφειλέτη προς την Τράπεζα όπου αναφερόταν ότι: «ρητά διακηρύττουμε και αναγνωρίζουμε ότι με την έγκριση της αίτησης μας αυτής, δεν επηρεάζονται τα δικαιώματα και/ή συμφέροντα της Εταιρείας σας που πηγάζουν από το εν λόγω συμβόλαιο ενοικιαγοράς».  Επομένως, και ο λόγος έφεσης 15 απορρίπτεται.

 

Ο Εφεσείων επικαλείται διατάξεις του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149 και των περί Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμων του 2003 έως 2006,[1] υποστηρίζοντας ότι, κατ’ εφαρμογή τους, θα έπρεπε να είχε απαλλαχτεί από την εγγύηση.

 

Το άρθρο 93 του Κεφ.149, διαλαμβάνει ότι:

 

«Σύμβαση μεταξύ πιστωτή και πρωτοφειλέτη με την οποία ο πιστωτής προβαίνει σε συμβιβασμό με τον πρωτοφειλέτη, ή υπόσχεται να δώσει παράταση του χρόνου εκπλήρωσης ή να μην εναγάγει τον πρωτοφειλέτη, απαλλάσσει τον εγγυητή από κάθε ευθύνη, εκτός αν ο εγγυητής συγκατατίθεται στη σύναψη της σύμβασης αυτής».

 

 

 

    Ο Εφεσείων δεν επικαλέστηκε οιαδήποτε τέτοια σύμβαση μεταξύ της Τράπεζας και του Εναγόμενου 1 και η επιχειρηματολογία του εδράζεται στην, κατά τη θέση του, υπέρμετρη καθυστέρηση που επέδειξε η Τράπεζα στο να τερματίσει τη σύμβαση ενοικιαγοράς, που επηρέασε τα δικαιώματα του.  Επομένως, δεν υφίστατο το πραγματικό υπόβαθρο για την εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 93 του Κεφ.149.  Ο συναφής λόγος έφεσης 14 απορρίπτεται.

 

    Το άρθρο 97 του Κεφ.149 διαλαμβάνει ότι:

 

«Αν ο πιστωτής τελέσει πράξη ασυμβίβαστη με τα δικαιώματα του εγγυητή, ή παραλείψει να τελέσει πράξη η οποία επιβάλλεται από τις υποχρεώσεις του προς τον εγγυητή, και συνεπεία αυτού παραβλάπτεται η τελική ικανοποίηση του ίδιου του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη, ο εγγυητής απαλλάσσεται».

 

 

    Εγείρονται τρία ζητήματα.  Το πρώτο αφορά στο γεγονός ότι η Τράπεζα δεν είδε και δεν ήλεγξε τα τέσσερα αυτοκίνητα αντικείμενα της σύμβασης ενοικιαγοράς.  Το δεύτερο αφορά στο ότι δεν εξασφαλίστηκε η παρουσία του Εφεσείοντα σε κατάστημα της Τράπεζας για να υπογράψει, όπου θα είχε την ευκαιρία να υποβάλει ερωτήσεις σχετικά με τη συμφωνία.  Το τρίτο αφορά στο ζήτημα της αποδέσμευσης των δύο αυτοκινήτων και επιβάρυνσης άλλων πολύ χαμηλής αξίας.

 

    Δεν έχει ο Εφεσείων εξηγήσει με ποιο τρόπο παραβλάπτεται η τελική ικανοποίηση του ίδιου από τον πρωτοφειλέτη.  Ο συναφής λόγος έφεσης 16 επίσης απορρίπτεται.

 

Ο Εφεσείων παρέπεμψε στα άρθρα 5 και 12 των περί Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμων του 2003 έως 2006.  Το άρθρο 5 αναφέρεται σε ενημέρωση του προτιθέμενου εγγυητή για λεπτομέρειες της συμφωνίας δανείου και στοιχεία που αφορούν τον πρωτοφειλέτη, ενώ το άρθρο 12 αναφέρεται σε ενημέρωση του εγγυητή για κάθε καθυστέρηση καταβολής τριών τουλάχιστον δόσεων ή αθέτηση από τον πρωτοφειλέτη οποιασδήποτε άλλης υπόσχεσης ή υποχρέωσης του δυνάμει της συμφωνίας δανείου.  Σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 2 των Νόμων, συμφωνία δανείου περιλαμβάνει συμφωνία ενοικιαγοράς.

 

Ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε την εισήγηση του αυτή.  Τέτοιο ζήτημα δεν εγειρόταν στο δικόγραφο του, δεν είχε καταστεί επίδικο ζήτημα και επομένως δικαιολογημένα δεν απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Ο λόγος έφεσης 17 απορρίπτεται.

 

Ο λόγος έφεσης 18 απλά παραπέμπει στους προηγούμενους χωρίς να εγείρει οτιδήποτε άλλο.  Και αυτός απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

€3.500 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.

 

 

   

                                                      Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                      Ι. Ιωαννίδης, Δ.

                                                                  

                                                          Ε. Εφραίμ, Δ.

 



[1]    Σήμερα οι περί Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμοι του 2003 έως 2015.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο