
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(i-Justice)
(Πολιτική Έφεση Αρ. 4/2025)
23 Ιουνίου 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 27/2025.
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (N. 33/1964)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TOY SABBAG OUDAY ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟ 14/60, ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΜΕΧΡΙ 1991, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΝ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε., ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟ, ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΚ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΠΗΚΟΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ Ή ΤΩΝ ΑΠΑΤΡΙΔΩΝ ΩΣ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ, ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΝΙΑΙΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ Ή ΓΙΑ ΤΑ ΑΤΟΜΑ ΠΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥΝΤΑΙ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΑΡΕΧΟΜΕΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ ΝΟΜΟ (ΚΕΦ. 105) ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2008/115/ΕΚ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΟΙΝΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΔΙΑΜΕΝΟΝΤΩΝ ΥΠΗΚΟΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ-
1. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
2. ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
3. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΝ SABBAG OUDAY ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5(1) ΚΑΙ (4) ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε., ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 21 ΚΑΙ 29 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 33 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2011/95/ΕΚ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΩΝ ΥΠΗΚΟΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ Ή ΤΩΝ ΑΠΑΤΡΙΔΩΝ ΩΣ ΔΙΚΑΙΟΥΧΩΝ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ, ΓΙΑ ΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ Ή ΓΙΑ ΤΑ ΑΤΟΜΑ ΠΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥΝΤΑΙ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΑΡΕΧΟΜΕΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ, ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 14 ΚΑΙ ΚΑΤ΄ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 18ΠΣΤ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤ΄ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 13, 15 ΚΑΙ 16 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2008/115/ΕΚ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΟΙΝΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΔΙΑΜΕΝΟΝΤΩΝ ΥΠΗΚΟΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ
_________________
Ν. Χαραλαμπίδου (κα) για Νικολέττα Χαραλαμπίδου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Ρ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Ε. Ιωάννου (κα), Δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία, με την οποία απέρριψε την αίτηση του Εφεσείοντα για έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus Ad Subjiciendum για να αφεθεί ελεύθερος.
Ο Εφεσείων είναι Σύρος. Την 11.9.2020 του παραχωρήθηκε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και έλαβε άδεια παραμονής στη Δημοκρατία η οποία εξέπνευσε την 25.1.2023. Την 31.3.2023 καταδικάστηκε από Κακουργιοδικείο σε 3½ χρόνια φυλάκιση και αποφυλακίστηκε την 2.11.2024. Εν τω μεταξύ, την 23.9.2024 η Υπηρεσία Ασύλου εισηγήθηκε την ανάκληση του καθεστώτος του. Στη βάση της καταδίκης του, την 21.10.2024 κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης και, αυθημερόν, εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα απέλασης και κράτησης με σκοπό την απέλαση. Το διάταγμα κήρυξης του ως απαγορευμένου μετανάστη ακυρώθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο την 22.1.2025, στη βάση του ότι είχε εκδοθεί δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ.105, ενώ εφαρμογής θα έπρεπε να είχαν τύχει οι ευνοϊκότερες για τον Εφεσείοντα διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν.6(Ι)/2000.[1] Η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης του παραπέμφθηκε προς εκδίκαση στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, Δ.Δ.Δ.Π.. Ενώπιον του Δ.Δ.Δ.Π. εκκρεμούσε ήδη προσφυγή σε σχέση με το διάταγμα απέλασης του Εφεσείοντα. Το διάταγμα απέλασης του ακυρώθηκε την 7.2.2025 από το Δ.Δ.Δ.Π., ενώ σε σχέση με το διάταγμα κράτησης, το Δ.Δ.Δ.Π. αποφάνθηκε πως δεν είχε αρμοδιότητα.[2] Το διάταγμα απέλασης του Εφεσείοντα ακυρώθηκε για δύο λόγους. Πρώτον, καθότι είχε εκδοθεί χωρίς προηγουμένως να παρασχεθεί η ευκαιρία στον Εφεσείοντα να προβεί σε παραστάσεις, κατά παράβαση του άρθρου 29(2)(α) του Ν.6(Ι)/2000. Και δεύτερον, καθότι η διοίκηση πεπλανημένα αποφάνθηκε ότι η καταδίκη του Εφεσείοντα σε σοβαρό αδίκημα ήταν, από μόνη της, αρκετή προκειμένου να εκδοθεί εναντίον του διάταγμα απέλασης, παραγνωρίζοντας την υποχρέωση για εξατομικευμένη αξιολόγηση των δεδομένων της περίπτωσης του, παραβιάζοντας έτσι το άρθρο 29(1)(β) του Ν.6(Ι)/2000.
Κατά το χρόνο καταχώρισης της αίτησης του Εφεσείοντα για Habeas Corpus, την 11.2.2025, βρισκόταν σε ισχύ το διάταγμα κράτησης του ημερ.21.10.2024, έστω και αν το διάταγμα απέλασης, που ήταν το υπόβαθρο για την έκδοση του, είχε από 7.2.2025 ακυρωθεί. Σε κάθε περίπτωση, κατά το χρόνο έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης την 10.3.2025, το διάταγμα κράτησης ημερ.21.10.2024 δεν ήταν σε ισχύ, αφού από 13.2.2025 είχε εκδοθεί νέο.
Κατά τη συζήτηση της έφεσης, ενημερωθήκαμε, από τη δικηγόρο του Εφεσείοντα και την εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα, ότι μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης την 10.3.2025, το διάταγμα κράτησης ημερ.13.2.2025, στη βάση του οποίου κρατείτο ο Εφεσείων, ακυρώθηκε και εκδόθηκαν την 25.4.2025 νέα διατάγματα απέλασης και κράτησης του, πάντα για σκοπούς απέλασης. Επομένως, σήμερα ο Εφεσείων κρατείται δυνάμει διατάγματος κράτησης ημερ.25.4.2025, που δεν υφίστατο κατά τον χρόνο έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εκτίμησε ότι το ζήτημα που είχε για να αποφασίσει ήταν κατά πόσο η διάρκεια της κράτησης του Εφεσείοντα από 21.10.2024 δεν ήταν εύλογη. Περαιτέρω, ορθά διακρίβωσε ότι η ενώπιον του περίπτωση αφορούσε δικαιούχο συμπληρωματικής προστασίας, εναντίον του οποίου είχαν εκδοθεί διατάγματα απέλασης δυνάμει του άρθρου 29(1) του Ν.6(Ι)/2000 και, για σκοπούς της απέλασης, διατάγματα κράτησης δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ.105.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού κατέγραψε όλα τα γεγονότα της υπόθεσης αποφάνθηκε ότι το χρονικό διάστημα που είχε παρέλθει δεν ήταν, υπό τις περιστάσεις, τέτοιας διάρκειας που να υποδηλοί είτε εγκατάλειψη του σκοπού για τον οποίο κρατείτο ο Εφεσείων, είτε παράλειψη προώθησης του με τη δέουσα επιμέλεια, ούτε και εντόπισε παραβίαση των όποιων δικαιωμάτων του Εφεσείοντα. Ανέφερε ότι έχοντας υπόψη την εξέλιξη των γεγονότων που περιέβαλλαν την περίπτωση, τον τρόπο δράσης των αρμοδίων αρχών της Δημοκρατίας σε συνάρτηση με τη συμπεριφορά του ιδίου του Εφεσείοντα, καθώς και το χρόνο που είχε μέχρι την έκδοση της απόφασης του διαρρεύσει, τέσσερις περίπου μήνες, δεν διαπιστωνόταν ότι η διάρκεια της κράτησης του Εφεσείοντα είχε εκφύγει του εύλογου χρονικού διαστήματος.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη με πέντε λόγους έφεσης.
Ο λόγος έφεσης 4, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση του Εφεσείοντα ότι δεν είχε οποιοδήποτε άλλο αποτελεσματικό ένδικο μέσο σε σχέση με τη συνεχιζόμενη κράτηση του, είναι εντελώς αβάσιμος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε ότι τόσο το Διοικητικό Δικαστήριο όσο και το Δ.Δ.Δ.Π. είχαν αποφανθεί ότι δεν είχαν δικαιοδοσία να εκδικάσουν τη νομιμότητα της έκδοσης του διατάγματος κράτησης ημερ.21.10.2024. Δεν εναπόκειτο στο πρωτόδικο Δικαστήριο να συμβουλεύσει τον Εφεσείοντα ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το ένδικο μέσο της έφεσης ώστε να επιλυθεί το ζήτημα της καθ’ ύλη αρμοδιότητας για έλεγχο της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης του. Αυτό που ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ότι ο Εφεσείων εκρατείτο πλέον στη βάση διατάγματος κράτησης ημερ.13.2.2025 και, το ουσιαστικότερο, προχώρησε να εξετάσει και εξέτασε την αίτηση του Εφεσείοντα επί της ουσίας της. Το παράπονο του Εφεσείοντα είναι επομένως και ατελέσφορο. Ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.
Με το λόγο έφεσης 5, αποδίδεται εσφαλμένη προσέγγιση στο πρωτόδικο Δικαστήριο επειδή έλαβε υπόψη του τα διατάγματα απέλασης και κράτησης που εκδόθηκαν την 13.2.2025. Η επιχειρηματολογία του Εφεσείοντα εστιάζεται στο ότι επεδίωκε την απελευθέρωση του από την κράτηση που εδραζόταν στο διάταγμα κράτησης του ημερ.21.10.2024, που είχε εκδοθεί για σκοπούς απέλασης του. Εφόσον το διάταγμα απέλασης του είχε από 7.2.2025 ακυρωθεί, η αίτηση του, αναφέρει, θα έπρεπε να επιτύχει.
Παρά την ακύρωση του διατάγματος απέλασης ημερ.21.10.2024 στις 7.2.2025, το διάταγμα κράτησης ημερ.21.10.2024 δεν ακυρώθηκε και παρέμενε σε ισχύ. Η κράτηση όμως του Εφεσείοντα στη βάση του δεν δικαιολογείτο πλέον να διαρκεί. Δεν υφίστατο διάταγμα απέλασης την υλοποίηση του οποίου θα εξυπηρετούσε η κράτηση. Εφόσον η αίτηση Habeas Corpus που καταχωρίστηκε την 11.2.2025, ήταν δυνατό να εκδικαστεί αμέσως, θα έπρεπε να διατασσόταν όπως ο Εφεσείων αφεθεί ελεύθερος. Μέχρι όμως να ακουστεί η αίτηση και να εκδοθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, υπήρξε διαφοροποίηση των δεδομένων με την έκδοση, δύο ημέρες μετά, των διαταγμάτων απέλασης και κράτησης του Εφεσείοντα ημερ.13.2.2025.
Σε άλλες διαδικασίες οι μετέπειτα εξελίξεις ίσως να μην είχαν σημασία, όμως η διαδικασία της αίτησης Habeas Corpus έχει τις ιδιαιτερότητες της, όπως σπεύδουμε να εξηγήσουμε.
Το Habeas Corpus είναι προνοµιακή διαδικασία για την εξασφάλιση της ελευθερίας του πολίτη, που παρέχει αποτελεσµατικό µέσο άµεσης απελευθέρωσης από παράνοµη ή αδικαιολόγητη κράτηση (Δημητράκης Χ"Σάββα (1993) 1 Α.Α.Δ. 102, 106-7). Προσφέρει τη δυνατότητα στον πολίτη να αµφισβητήσει τη νοµιµότητα της κράτησης του και είναι µια θεραπεία η οποία επικεντρώνεται στο πρόσωπο που τελεί υπό κράτηση (Ζανάς (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1156, 1162-3). Δεν μπορεί να λάβει τη μορφή διακήρυξης σε σχέση με συγκεκριμένα γεγονότα και μόνο ή με αναφορά σε καθορισμένη χρονική περίοδο. Με την έκδοση του εντάλματος το πρόσωπο απελευθερώνεται αμέσως. Στην Φενερίδης ν. Αρχηγού Αστυνομίας κ.ά. (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1461, 1464, αναφέρθηκε ότι: «σκοπός του εντάλματος habeas corpus είναι η εξασφάλιση της απόλυσης από παράνομη κράτηση. Δεν προορίζεται για την απόδοση ευθύνης με στόχο είτε την επιδίκαση αποζημίωσης είτε την επιβολή κυρώσεων. Η διαδικασία για habeas corpus έχει ως βάση ή ακόμα και ως δικαιοδοτικό έρεισμα το γεγονός αυτό καθαυτό της κράτησης. Που σημαίνει ότι όπου η κράτηση τερματίζεται, η αίτηση για έκδοση του εντάλματος καθίσταται άνευ αντικειμένου». (βλ. επίσης Gomma Sami Ahmet κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 572, 575-6). Στην αγγλική υπόθεση Ex parte Whitehead [1957] Crim. L.R. 114, αποφασίστηκε ότι δεν εκδίδεται ένταλμα Habeas Corpus μετά που ο αιτητής έχει αφεθεί ελεύθερος. Από πιο παλιά, στην Barnardo v. Ford [1892] A.C. 326, 333, είχε απορριφθεί η προσέγγιση ότι θα μπορούσε μετά τη λήξη μιας κράτησης, που διαπιστώνεται παράνομη, να εκδοθεί ένταλμα Habeas Corpus, ώστε να επιβεβαιωθεί η εξουσία του Δικαστηρίου προς εκείνο που παράνομα κατακράτησε τον αιτητή. Αναφέρθηκε ότι η διαδικασία δεν στοχεύει στην τιμωρία της παράνομης κράτησης.
Όπως όμως η, μετέπειτα της καταχώρισης της σχετικής αίτησης, απελευθέρωση του αιτητή καθιστά την αίτηση άνευ αντικειμένου και υποκείμενη σε απόρριψη, όσο δίκαιο και αν μπορούσε να είχε ο αιτητής και όσο και αν τα δικαιώματα του είχαν καταπατηθεί, κατά τον ίδιο τρόπο, η μεταγενέστερη διαταγή κράτησης του μπορεί να σημαίνει ότι δεν μπορεί να διαταχθεί η απελευθέρωση του, όσο δικαιολογημένη και αν ήταν η αίτηση του κατά την καταχώριση της. Το πιο απλό παράδειγμα είναι η περίπτωση όπου την επομένη της καταχώρισης δικαιολογημένης αίτησης του για Habeas Corpus, ο αιτητής καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης. Δεν νοείται να εκδοθεί ένταλμα Habeas Corpus για να αφεθεί ο καταδικασθείς ελεύθερος.
Ορθά λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέδωσε ένταλμα Habeas Corpus για να διακηρύξει ότι από 7.2.2025 μέχρι 13.2.2025 ο Εφεσείων κρατείτο χωρίς νόμιμη δικαιολογία και ορθά έλαβε υπόψη του τα διατάγματα απέλασης και κράτησης του Εφεσείοντα που εκδόθηκαν την 13.2.2025. Ο λόγος έφεσης 5 απορρίπτεται.
Με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, τους οποίους θα εξετάσουμε μαζί, αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα απέδωσε στον Εφεσείοντα έλλειψη συνεργασίας, ότι αυθαίρετα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διάρκεια της κράτησης του ήταν δικαιολογημένη και, εν κατακλείδι, ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν αναιτιολόγητη.
Υποστηρίζει ο Εφεσείων ότι εσφαλμένα του αποδόθηκε έλλειψη συνεργασίας επειδή δεν εισηγήθηκε χώρα στην οποία επιθυμεί να απελαθεί και γιατί προωθεί διάφορες δικαστικές διαδικασίες. Δεν προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση ότι η απουσία εκ μέρους του τέτοιας εισήγησης ήταν παράμετρος που λήφθηκε υπόψη. Καθ’ όσον αφορά στις δικαστικές διαδικασίες, δεν διαπιστώνουμε την προσέγγιση που εισηγείται ο Εφεσείων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν χαρακτήρισε τις επιλογές του Εφεσείοντα να προωθήσει διάφορες δικαστικές διαδικασίες ως έλλειψη συνεργασίας. Αντίθετα, έσπευσε να σημειώσει πως ο Εφεσείων είχε κάθε δικαίωμα να καταχωρίσει τις σχετικές προσφυγές. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε τις δικαστικές διαδικασίες που είχαν προκύψει όχι ως επιλήψιμες συμπεριφορές του Εφεσείοντα, αλλά ως γεγονότα που επενεργούσαν ανασταλτικά στις όποιες ενέργειες της Δημοκρατίας για την πραγμάτωση της απέλασης του. Και αυτή ήταν η αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης. Όπως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, αυτό που είχε αντιτείνει ο ομνύων προς υποστήριξη της ένστασης της Δημοκρατίας, Λειτουργός στο Τμήμα Μετανάστευσης, ήταν ότι ο λόγος που δεν είχε επιτευχθεί η απέλαση του Εφεσείοντα «εντοπίζεται σε λόγους που αφορούν τον ίδιο τον Αιτητή».
Ό,τι παραμένει προς εξέταση είναι κατά πόσο η αιτιολογία ήταν έγκυρη ή το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η διάρκεια της κράτησης ήταν δικαιολογημένη ήταν αυθαίρετο, όπως προβάλλεται με το λόγο έφεσης 2.
Η κράτηση για σκοπούς απέλασης πρέπει να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και δικαιολογείται μόνο εφόσον οι αρχές λαμβάνουν ενέργειες για την πραγμάτωση της απέλασης και επιδεικνύουν τη δέουσα επιμέλεια. Νοείται ότι πρέπει να υπάρχει εύλογη προοπτική ευόδωσης της απέλασης. Η επιχειρηματολογία του Εφεσείοντα ήταν διττή. Υποστήριξε ότι δεν υφίσταται εύλογη προοπτική απέλασης, σημειώνοντας ότι δεν είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία ότι η Τουρκία που έχει καθοριστεί ως η χώρα όπου θα απελαθεί ο Εφεσείων τον αποδέχεται. Υποστήριξε περαιτέρω ότι η αναστολή της διαδικασίας απέλασης λόγω των δικαστικών διαδικασιών, δεν απαλλάσσει τις αρχές από την υποχρέωση τους να λάβουν προκαταρκτικές ενέργειες, προκειμένου να επιτευχθεί η απέλαση του Εφεσείοντα μόλις ολοκληρωθούν, ανεπιτυχώς για τον Εφεσείοντα, οι δικαστικές διαδικασίες.
Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της ιδιαίτερων γεγονότων. Η θέση που εξέτασε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ότι ο λόγος που δεν είχε επιτευχθεί η απέλαση του Εφεσείοντα ήταν οι σχετικές εκκρεμοδικίες. Υπήρχε κατά την έκδοση της απόφασης σε ισχύ διάταγμα κήρυξης του Εφεσείοντα ως απαγορευμένου μετανάστη, διάταγμα απέλασης του και διάταγμα κράτησης του. Η νομιμότητα τους τεκμαίρετο, όπως υπέδειξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Περαιτέρω, υπήρχε εκκρεμοδικία σε σχέση με το διάταγμα κήρυξης του Εφεσείοντα ως απαγορευμένου μετανάστη ημερ.13.2.2025[3] και σε σχέση με το διάταγμα απέλασης του ημερ.13.2.2025,[4] σε προσφυγές που ο Εφεσείων καταχώρισε την 26.2.2025. Δηλαδή το διάταγμα στη βάση του οποίου θα μπορούσε να απελαθεί τελούσε υπό αμφισβήτηση και δεν μπορεί ο Εφεσείων να παραπονείται γιατί δεν διενεργείτο η απέλαση του προτού αποφασιστεί η σχετική προσφυγή του. Στο μεσοδιάστημα, εφόσον είχε κριθεί ότι ο Εφεσείων συνιστούσε κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία, δεν θα μπορούσε να είχε αφεθεί ελεύθερος, όπως θα ήθελε. Επομένως η πρωτόδικη απόφαση δεν ήταν αυθαίρετη, αλλά εδραζόταν στα ιδιαίτερα περιστατικά της περίπτωσης του Εφεσείοντα, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο λήψης της απόφασης.
Η δικηγόρος του Εφεσείοντα μας κάλεσε όπως λάβουμε υπόψη όχι μόνο το χρόνο που είχε διαρκέσει η κράτηση του πελάτη της μέχρι την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, αλλά και τον περαιτέρω χρόνο που θα έχει διαρρεύσει από την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης μέχρι και την έκδοση απόφασης στην παρούσα, δηλαδή μέχρι σήμερα.
Η έφεση είναι το ένδικο μέσο με το οποίο προσβάλλεται η ορθότητα μιας δικαστικής απόφασης. Η ορθότητα της δικαστικής απόφασης κρίνεται στη βάση του νομικού και πραγματικού υπόβαθρου που έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά την πρωτόδικη κρίση. Δεν προσμετρά οποιοδήποτε χρονικό διάστημα μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης. Εφόσον κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατό, θα δημιουργείτο η παραδοξότητα η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης να εξαρτάται από το χρόνο που χρειάστηκε το Ανώτατο Δικαστήριο στη δευτεροβάθμια του δικαιοδοσία για να εκδώσει απόφαση.
Εφόσον η διάρκεια της κράτησης του Εφεσείοντα, με τα δεδομένα όπως προέκυπταν κατά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, ήταν δικαιολογημένη, η θέση του ότι η πάροδος του χρόνου έκτοτε κατέστησε την κράτηση του παράνομη, μπορούσε να αποτελέσει ζήτημα εξέτασης μόνο πρωτοδίκως, δηλαδή με νέα αίτηση Habeas Corpus, αλλά όχι μέσω έφεσης κατά της απόφασης στην πρώτη αίτηση.
Και ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε, αφού θα είχε λάβει υπόψη του τα διατάγματα που εκδόθηκαν την 13.2.2025, μετά την καταχώριση της αίτησης για Habeas Corpus, να εξετάσει τη νομιμότητα της διάρκειας της κράτησης, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να εξετάσει την κράτηση που εδράζεται στο διάταγμα ημερ.25.4.2025 και αφορά σε χρονική περίοδο που έπεται της πρωτόδικης απόφασης. Το αποτέλεσμα είναι ότι, σε κάθε περίπτωση, η κράτηση του Εφεσείοντα σήμερα, στη βάση του διατάγματος ημερ.25.4.2025, δεν θα μπορούσε να εξεταστεί σε δεύτερο βαθμό, χωρίς να είχε προηγηθεί η εξέταση της σε πρώτο βαθμό.
Η έφεση απορρίπτεται.
Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της διαδικασίας και ότι ο Εφεσείων τελεί υπό κράτηση, δεν εκδίδεται διαταγή ως προς τα έξοδα της έφεσης.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
Ε. Εφραίμ, Δ.
[1] S.O., Υπόθ. Αρ.1500/2024(Κ), ημερ.22.1.2025.
[2] S.O., Υπόθ. Αρ. Δ.Α. 8/2024, ημερ.7.2.2025.
[3] Υπόθ. Αρ.218/2025, Διοικητικού Δικαστηρίου. Μετά την πρωτόδικη απόφαση, την 31.3.2025 επιφυλάχθηκε απόφαση.
[4] Υπόθ. Αρ. Δ.Α.1/2025, Δ.Δ.Δ.Π.. Έχει αποσυρθεί μετά την έκδοση νέου διατάγματος απέλασης του Εφεσείοντα ημερ.25.4.2025. Σήμερα εκκρεμεί η Υπόθ. Αρ. Δ.Α.2/2025, Δ.Δ.Δ.Π., αναφορικά με το διάταγμα απέλασης ημερ.25.4.2025, ως επίσης η Υπόθ. Αρ.486/2025, Διοικητικού Δικαστηρίου, αναφορικά με το διάταγμα κήρυξης του Εφεσείοντα ως απαγορευμένου μετανάστη ημερ.25.4.2025.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο