ΑΝΤΡΕΑΣ Μ. ΠΑΠΑ v. LAGROME TRADING LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ. 423/2016, 3/6/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΤΡΕΑΣ Μ. ΠΑΠΑ v. LAGROME TRADING LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ. 423/2016, 3/6/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 423/2016)

 

 

 3 Ιουνίου, 2025

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

 

 

ΑΝΤΡΕΑΣ Μ. ΠΑΠΑ,

 

 

 

 

Εφεσείων/Εναγόμενος,

 

ν.

 

 

LAGROME TRADING LIMITED,

 

 

 

 

Εφεσίβλητων/Εναγόντων.

 

 

______________________________________________________________

 

  

    Β. Αντωνίου για Χ. Μάρκου & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

 

Μ. Κακουλλή (κα) για Ανδρέας Σάββα & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.

 

______________________________________________________________

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

______________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση Έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της Απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (εφεξής το πρωτόδικο Δικαστήριο), ημερ. 27/10/2016, με την οποία, στο πλαίσιο της Αγωγής αρ. 2149/2011, επιδίκασε υπέρ της Ενάγουσας (εφεξής Εφεσίβλητης) και σε βάρος του Εναγόμενου (εφεξής Εφεσείοντα) το ποσό των €900, πλέον τόκο και έξοδα.

 

Η Εφεσίβλητη Εταιρεία που ασχολείται με την εμπορία και πώληση διαφόρων τύπων ελαστικών, μηχανημάτων, εξοπλισμού οχημάτων και άλλων συναφών ειδών, μέσω του Ειδικώς Οπισθογραφημένου Κλητηρίου Εντάλματος που καταχώρισε στην ως άνω αγωγή, αξίωνε το ποσό των €961.99 – το οποίο κατά την ακροαματική διαδικασία περιόρισε στο ποσό των €900 – ως «υπόλοιπον βάσει καταστάσεως λογαριασμού και/ή υπόλοιπον βάσει τιμολογίων και/ή υπόλοιπον συμφωνηθείσης και/ή λογικής αξίας εμπορευμάτων πωληθέντων και παραδοθέντων εις τον εναγόμενο … και/ή υπόλοιπο βάσει συμφωνίας και/ή ως οφειλόμενον δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού …. και/ή δια πώληση και παράδοση εμπορευμάτων έναντι λογικής και/ή συμφωνημένης αξίας». Ως προέβαλε, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της Εφεσίβλητης, ο Εφεσείων ουδέν ποσό πλήρωσε εξακολουθώντας να οφείλει το αναφερόμενο ποσό.

 

Ο Εφεσείων μέσω της Υπεράσπισης που καταχώρισε, αρνούμενος τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της Εφεσίβλητης παραδέχθηκε ότι στις 2/3/2001 αγόρασε από την Εφεσίβλητη τα εμπορεύματα που αναφέρονται στο τιμολόγιο υπ’ αρ. 20354 αντί του ποσού των ΛΚ539 και κανένα άλλο εμπόρευμα. Όπως υποστηρίζει, τα εν λόγω εμπορεύματα, τροχοί λαστίχων, απεδείχθησαν ακατάλληλα για τις ανάγκες του και αμέσως μετά κάλεσε την Εφεσίβλητη όπως πάρουν πίσω τα εν λόγω εμπορεύματα σύμφωνα με προφορική δέσμευση της Εφεσίβλητης. Όπως προέταξε, τα εμπορεύματα παρέμειναν «σχεδόν αχρησιμοποίητα» και η Εφεσίβλητη απεδέχθη το αίτημα του ιδίου. Ο ίδιος δεν ήτο σε θέση να γνωρίζει αν εξόφλησε τα εν λόγω εμπορεύματα και αν πλήρωσε οποιαδήποτε ποσά έναντι αυτών. Εν πάση περιπτώσει, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει ρητής πρόνοιας του πιο πάνω αναφερόμενου τιμολογίου, η Εφεσίβλητη στερείτο οποιουδήποτε αγώγιμου δικαιώματος εναντίον του. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, ο Εφεσείων προέβαλε ότι και αν ακόμη χρωστούσε το αναφερόμενο ποσό, κατά/ή περί την 29/11/2010, η Εφεσίβλητη και ο ίδιος δυνάμει της δέσμευσης της Εφεσίβλητης που αναφέρθηκε ανωτέρω και/ή νέας συμφωνίας μεταξύ τους, αποφάσισαν όπως ακυρώσουν την εν λόγω συμφωνία δια της επιστροφής υπό του Εφεσείοντα και την παραλαβή από την Εφεσίβλητη των επίδικων εμπορευμάτων, με αντάλλαγμα την εξάλειψη οιουδήποτε χρέους του Εφεσείοντα προς την Εφεσίβλητη. Όπως περαιτέρω προβάλλεται, η νέα αυτή συμφωνία εξετελέσθη στις 17/12/2010, δια της παραλαβής από το κατάστημα του Εφεσείοντα από την Εφεσίβλητη των επίδικων εμπορευμάτων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ανέλυσε και αξιολόγησε την προσαχθείσα ενώπιον του μαρτυρία κατέληξε ότι η μαρτυρία του γραμματέα και μετόχου της Εφεσίβλητης, Μ.Ε.1, συνιστούσε την πραγματική βάση για την εξέταση της απαίτησης, απορρίπτοντας εξ ολοκλήρου την εκδοχή που είχε προβάλει ο Εφεσείων, πλην κάποιων σημείων που συμβάδιζαν με την εκδοχή του Μ.Ε.1.

 

Ο Εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης Απόφασης με έξι Λόγους Έφεσης.

 

Μέσω του 1ου Λόγου Έφεσης προσβάλλει ως λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε εγείρει στην Υπεράσπιση του το ζήτημα της εκχώρησης του δικαιώματος της Εφεσίβλητης σε τραπεζικό ίδρυμα για είσπραξη χρέους, ενώ με το 2ο Λόγο Έφεσης, το συμπέρασμα ότι δεν αποδεικνύετο συμφωνία εκχώρησης της οφειλής σε τραπεζικό ίδρυμα. Μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης, προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τις αρχές που διέπουν το θέμα της εκχώρησης ώστε να απορρίψει την αγωγή εναντίον του Εφεσείοντα. Με τον 4ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ως λανθασμένη η απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας του Εφεσείοντα ως αναξιόπιστης αναφορικά με τον ισχυρισμό του ότι τον Αύγουστο του 2001 είχε αντικαταστήσει τα δύο λάστιχα που αγόρασε από την Εφεσίβλητη. Μέσω του 5ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ένορκη μαρτυρία του Εφεσείοντα, ότι τα λάστιχα είχαν φθαρεί από τους πρώτους μήνες χρήσης, ερχόταν σε αντίθεση με το δικογραφημένο ισχυρισμό του στην Υπεράσπιση ότι τα λάστιχα ήταν «σχεδόν αχρησιμοποίητα». Με τον 6ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την προδικαστική ένσταση που είχε εγερθεί στην Υπεράσπιση του Εφεσείοντα και αφορούσε την καθυστέρηση που είχε παρέλθει και τον αρνητικό επηρεασμό που αυτή προκάλεσε στη μαρτυρία και στη δίκη γενικότερα.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι με τις γραπτές αγορεύσεις, τις οποίες υιοθέτησαν, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους.

 

Έχουμε εξετάσει με προσοχή τις αναφορές, τις τοποθετήσεις, τα επιχειρήματα και όλες τις εισηγήσεις που έχουν προβληθεί αναφορικά με τα ζητήματα που εγείρονται στο πλαίσιο της παρούσας.

 

Ο 1ος Λόγος Έφεσης περιστρέφεται γύρω από το κατά πόσο ήταν ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε δικογραφηθεί στην Υπεράσπιση το εγερθέν, κατά την ακροαματική διαδικασία, από την πλευρά του Εφεσείοντα ζήτημα της εκχώρησης σε τραπεζικό ίδρυμα του δικαιώματος της Εφεσίβλητης να εισπράξει. Συγκεκριμένα ο Εφεσείων είχε ισχυριστεί κατά την ένορκη του μαρτυρία ότι η Εφεσίβλητη δεν είχε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του λόγω του ότι, δυνάμει συμφωνίας, είχε εκχωρήσει το δικαίωμα της να εισπράξει το ποσό του επίδικου τιμολογίου στην Ελληνική Τράπεζα (Φάκτορς) Λτδ με αποτέλεσμα η εν λόγω Τράπεζα να ήταν η μόνη που μπορούσε να εισπράξει το ποσό.

 

Στην παράγραφο 3(δ) της Υπεράσπισης προβάλλετο ότι «δυνάμει ρητής πρόνοιας του εν λόγω τιμολογίου οι ενάγοντες στερούνται οποιουδήποτε αγώγιμου δικαιώματος εναντίον του εναγομένου».  Μπορεί στον εν λόγω δικογραφικό ισχυρισμό να μην καταγράφεται ούτε να εξειδικεύεται ρητά το ζήτημα της εκχώρησης, ωστόσο, δεδομένης της παραπομπής σε σχετική πρόνοια επί του αναφερόμενου τιμολογίου, δεν θεωρούμε ότι το ζήτημα της εκχώρησης δεν καλύπτετο δικογραφικά. Η ως άνω κατάληξη, ωστόσο, δεν εξαντλεί το ζήτημα. Γεγονός παραμένει ότι το ζήτημα της εκχώρησης ή μη της οφειλής σε τραπεζικό ίδρυμα, απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με το τελευταίο να επισημαίνει ότι:

 

«Δεν αποδεικνύεται ότι έγινε συμφωνία εκχώρησης της οφειλής στην τράπεζα κατά την παράδοση των λαστίχων μόνο επειδή αυτό αναγράφεται στο κάτω μέρος του τιμολογίου, τεκμήριο 4. Δεν υπάρχει ολοκληρωμένη γραπτή συμφωνία που να ξεκαθαρίζει επ' ακριβώς τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών, ήταν μία προφορική συμφωνία για πώληση συγκεκριμένων αγαθών στον εναγόμενο και αυτά τα αγαθά περιγράφονται λεπτομερώς στο τιμολόγιο. Συνεπώς, μπορώ να αποδεχτώ την προφορική και αξιόπιστη συμφωνία του ΜΕ1 για να εξάξω συμπέρασμα σε σχέση με την πραγματική συνεννόηση μεταξύ των μερών.»

 

 

Η πιο πάνω προσέγγιση είναι ορθή. Όπως προσφάτως επαναλάβαμε στην υπόθεση Παρσών Γ. Παρσών ν. M & M Decoration Centre Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. 161/2015, ημερ. 30/4/2025, τα τιμολόγια δεν μπορεί να θεωρηθούν ανεξάρτητη συμφωνία και βάση αγωγής. Ως τέθηκε στη Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 339, με παραπομπή στον Halsbury΄s Laws of England, 3η έκδ., τόμος 24, σελ. 171, αποτελούν τον έγγραφο λογαριασμό μεταξύ των διαδίκων, σε σχέση με προϊόντα παραδοθέντα στον αγοραστή, με αναφορά στην τιμή ή τη χρέωση. Ούτε έχουν, από μόνα τους, αποδεικτική δύναμη και αξία, αφού θα πρέπει να συνεκτιμηθούν με την υπόλοιπη μαρτυρία (Palatino Developm. Ltd v. Telectronics Com. Ltd (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 962, Demil Imports Exp. Ltd v. Ζ. Η. Κωνσταντινίδης Λτδ (2011) 1(Α) Α.Α.Δ 462, Χριστοδούλου v. Mocassino Shoes Ltd (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 294 και Phipson on Evidence 12th ed. Par. 1878).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας, για τους λόγους που κατέγραψε στην Απόφαση του, κρίνει τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 αξιόπιστη και εκείνη του Εφεσείοντα αναξιόπιστη ως προς την πραγματική συνεννόηση των μερών κατά τη συναλλαγή τους, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ουδέποτε υπήρχε μεταξύ των μερών συμφωνία ότι η οφειλή επρόκειτο να εκχωρηθεί σε τρίτο άτομο για την είσπραξη χρέους.

 

Δεδομένου ότι μέρος της αιτιολογίας του 2ου Λόγου Έφεσης σε συνάρτηση και με την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε από μέρους του Εφεσείοντα άπτεται της αξιολόγησης μαρτυρίας, αυτό φέρνει στο προσκήνιο τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της αξιοπιστίας και την εξουσία του Εφετείου να επέμβει στην πρωτόδικη κρίση αναφορικά με το εν λόγω ζήτημα. Αρκεί να υπομνήσουμε την πάγια νομολογία με βάση την οποία η αξιολόγηση των μαρτύρων αποτελεί κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βλέπει και παρακολουθεί τους μάρτυρες ενώ καταθέτουν, με αποτέλεσμα να πλεονεκτεί έναντι του Εφετείου. Γι' αυτό χρειάζονται ισχυροί λόγοι ανατροπής σε διαπιστώσεις γεγονότων, στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. Ιωακείμ v. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996  και Fereos Ltd v. Brothers Tobacco Inc (1997) 1 Α.Α.Δ. 378) και μόνο εκεί όπου τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάνει τα ευρήματα που έκανε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλ., μεταξύ άλλων, την υπόθεση Μιχαηλίδης v. Οικονομίδης, Πολιτική Έφεση αρ. 94/2013, ημερ. 30/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D288).

 

Ο Εφεσείων είναι το μέρος που φέρει το βάρος να πείσει το Εφετείο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε με το να πιστέψει το μάρτυρα της Εφεσίβλητης κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας.

Έχουμε εξετάσει με προσοχή τις θέσεις του Εφεσείοντα επί του ζητήματος. Στην υπό συζήτηση περίπτωση, δεν παρατηρείται οτιδήποτε μεμπτό στον τρόπο κατά τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε, στάθμισε και αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία και στοιχεία. Αντιθέτως, κρίνουμε ότι ήταν καθ' όλα επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα ευρήματα αξιοπιστίας στα οποία προέβη και να καταλήξει, ως προς τα ουσιώδη γεγονότα, στα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε.

 

Κατ’ ακολουθίαν όλων των πιο πάνω ο 2ος Λόγος Έφεσης αποτυγχάνει και, συνεπώς, απορρίπτεται. Ενόψει της απόρριψης του 2ου Λόγου Έφεσης, ο 3ος Λόγος Έφεσης έχει καταστεί πλέον άνευ σημασίας.

 

Με τον 4ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ως λανθασμένη η απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας του Εφεσείοντα ως αναξιόπιστη αναφορικά με τον ισχυρισμό του ότι τον Αύγουστο του 2001 είχε αντικαταστήσει τα δύο λάστιχα που αγόρασε από την Εφεσίβλητη.

 

Αναλύοντας και αιτιολογώντας την αξιολογική του κρίση με την οποία απέρριψε την εκδοχή του Εφεσείοντα, ότι είχε αναγκαστεί στις 7/8/2001 να αγοράσει νέα λάστιχα προς αντικατάσταση των λαστίχων της Εφεσίβλητης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε, μεταξύ άλλων και τα εξής:

 

«Για να τεκμηριώσει την θέση ότι τα λάστιχα δεν ήταν καλά για πρώτη φορά μετά από δεκαπέντε χρόνια ανέφερε ότι είχε αγοράσει νέα λάστιχα για να αντικαταστήσει τα λάστιχα που αγόρασε από τους ενάγοντες τον Μάρτιο 2001 κατά τον Αύγουστο 2001. Παρουσίασε ένα φωτοαντίγραφο εγγράφου που ομοιάζει με τιμολόγιο αγοράς που έγινε κατ' ισχυρισμό του εναγόμενου τον Αύγουστο 2001. Αυτό το έγγραφο δεν είχε καμία υπογραφή αλλά όταν ρωτήθηκε ο εναγόμενος να αναφέρει κατά πόσο αυτό το έγγραφο είχε υπογραφή, χωρίς βέβαια να βλέπει εκείνη την στιγμή το έγγραφο, αρχική του θέση ήταν ότι το έγγραφο ήταν υπογεγραμμένο. Όταν το κοίταξε καλά και αντιλήφθηκε ότι δεν υπήρχαν υπογραφές επί του εγγράφου προσάρμοσε την εκδοχή του και ανέφερε ότι το έγγραφο δεν είχε υπογραφές διότι πληρώθηκε το τιμολόγιο από την ίδια ημέρα. Τον ρώτησε ο                             κ. Ευσταθίου να αναφέρει ποιο ήταν το συνεργείο που τοποθέτησε τα λάστιχα στο ανυψωτικό μηχάνημα του εναγομένου και αυτός απάντησε κάποιο συνεργείο στην Λευκωσία που δεν θυμάται. Αργότερα κατά την αντεξέταση δεν τον βόλευε αυτή η απάντηση και προσάρμοσε την εκδοχή του λέγοντας ότι τα λάστιχα είχαν εφαρμοσθεί την στιγμή της αγοράς τους στο συνεργείο του Φραγκεσκίδη. Έχω σοβαρές επιφυλάξεις για την γνησιότητα του εγγράφου αυτού ενόψει του γεγονότος ότι παρουσιάσθηκε ως φωτοτυπία και επειδή ο εναγόμενος δεν έδωσε πειστικές εξηγήσεις γιατί δεν έφερε το πρωτότυπο.»

 

 

Έχοντας μελετήσει με προσοχή την πρωτόδικη Απόφαση σε συνδυασμό με την προσαχθείσα μαρτυρία στο σύνολο της, υπό το φως των όσων προβάλλονται από τον Εφεσείοντα, διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε καλούς και πειστικούς λόγους για τους οποίους έκρινε τον Εφεσείοντα αναξιόπιστο και σε σχέση με την πιο πάνω πτυχή της μαρτυρίας του. Έχοντας ήδη παραθέσει τις αρχές στη βάση των οποίων είναι δυνατή η επέμβαση του Εφετείου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν βλέπουμε πώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα δικαιολογείτο η παρέμβαση μας στην ως άνω προσέγγιση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και στη σχετική κρίση του.

 

Ως εκ τούτου ο 4ος Λόγος Έφεσης αποτυγχάνει και, συνεπώς, απορρίπτεται.

 

Μέσω του 5ου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ένορκη μαρτυρία του Εφεσείοντα, ότι τα λάστιχα είχαν φθαρεί από τους πρώτους μήνες χρήσης, ερχόταν σε αντίθεση με το δικογραφημένο ισχυρισμό του στην Υπεράσπιση ότι τα λάστιχα ήταν «σχεδόν αχρησιμοποίητα».

 

Ο Εφεσείων στην Υπεράσπιση του, ειδικότερα στην παράγραφο 3(γ), είχε προβάλει ότι τα εμπορεύματα «παρέμειναν σχεδόν αχρησιμοποίητα», ενώ στην παράγραφο 3 της Γραπτής του Δήλωσης, ανέφερε ότι «Μετά από ορισμένη χρήση τα εν λόγω λάστιχα απεδείχθησαν ελαττωματικά..». Κατά την αντεξέταση του είχε αναφέρει ότι «Τα λάστιχα άρχισαν να φαγώνονται από τον πρώτο μήνα. Το χρονικό διάστημα που ήταν πάνω τα λάστιχα, από τον Μάρτιο 2001 μέχρι Αύγουστο 2001, φαίνεται στο τιμολόγιο που αγόρασα            4 λάστιχα και έβαλα μετά». Όπως συναφώς προέκυψε από την ίδια τη μαρτυρία του Εφεσείοντα, τα λάστιχα που είχε αγοράσει από την Εφεσίβλητη είχαν χρησιμοποιηθεί για περίοδο πέντε μηνών. Ως ορθά επισημαίνεται από την Εφεσίβλητη στο περίγραμμα Αγόρευσης της, η χρήση των ελαστικών για πέντε συνεχείς μήνες, κάθε άλλο παρά τα καθιστά «σχεδόν αχρησιμοποίητα». Η θέση των ευπαιδεύτων συνηγόρων του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε τη χρήση της λέξης «αχρησιμοποίητα», αφενός γιατί ο Εφεσείων «εννοούσε» ότι ο ίδιος δεν τα είχε χρησιμοποιήσει αρκετά και αφετέρου γιατί τα εν λόγω λάστιχα προορίζονταν για χρήση πολλών ετών ενώ αυτός τα χρησιμοποίησε μόνο για περίοδο πέντε μηνών, με κάθε σεβασμό, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

 

Συνακόλουθα ο 5ος Λόγος Έφεσης αποτυγχάνει και, συνεπώς, απορρίπτεται.

 

Με τον 6ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την προδικαστική ένσταση που είχε εγερθεί στην Υπεράσπιση του Εφεσείοντα και αφορούσε την καθυστέρηση που είχε παρέλθει και τον αρνητικό επηρεασμό που αυτή προκάλεσε στη μαρτυρία και στη δίκη γενικότερα.

 

Με βάση την αιτιολογία που υποστηρίζει τον πιο πάνω  Λόγο Έφεσης σε συνάρτηση και με την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε στο περίγραμμα Αγόρευσης του Εφεσείοντα, καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ανάμεσα στα άλλα, παράλειψη να εξετάσει ζήτημα κατάχρησης της διαδικασίας λόγω της μεγάλης καθυστέρησης που σημειώθηκε στη διεκδίκηση αγώγιμου δικαιώματος από μέρους της Εφεσίβλητης.

 

Δεν συμπλέουμε με την πιο πάνω θέση. Κατ’ αρχάς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε ποσώς να αναγνωρίσει το γεγονός ότι, στην υπό συζήτηση περίπτωση, είχε παρέλθει, ως χαρακτηριστικά ανέφερε, «υπέρμετρος» χρόνος από τη γέννηση του αγώγιμου δικαιώματος εναντίον του Εφεσείοντα για ποσό που δεν υπερέβαινε τα €1000. Στη συνέχεια, ασχολούμενο με το ειδικότερο αυτό ζήτημα της καθυστέρησης, παραπέμποντας στην τεθείσα υπόψη του μαρτυρία, ως τούτη έγινε αποδεχτή, επεσήμανε ότι η καθυστέρηση οφείλετο στη συνεχή πίστωση χρόνου που ο Εφεσείων ζητούσε για να εξοφλήσει το χρέος του και τις διαβεβαιώσεις που έδινε ότι θα πλήρωνε το μικρό ποσό που όφειλε στην Εφεσίβλητη εταιρεία. Και ότι μεταγενέστερα επινόησε την εκδοχή ότι τα λάστιχα ήταν ελαττωματικά για να αποφύγει την πληρωμή του χρέους. Είναι σαφές από τη διενεργηθείσα αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας ότι η βάση πάνω στην οποία οικοδόμησε το επιχείρημα του ο Εφεσείων για να επικαλεσθεί κατάχρηση διαδικασίας, ήτοι ότι είχε δοθεί η εντύπωση ότι το χρέος δεν θα διεκδικείτο, δεν υφίστατο.  Υπό αυτές τις συνθήκες, εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι «διαγραφή» της απαίτησης «θα ήταν άδικο διότι θα επιβράβευε τον εναγόμενο ο οποίος για χρόνια έχει αποφύγει να πληρώσει το χρέος του για αγαθά που του πώλησαν και παρέδωσαν οι ενάγοντες».

 

Ούτε η θέση του Εφεσείοντα ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την ύπαρξη αντιφάσεων στη μαρτυρία του ήταν «αποσπασματική και επί μέρους αντίκρυση της μαρτυρίας» και ότι, αν υπήρξαν αντιφάσεις, αυτές ήταν επουσιώδεις και απότοκο, ουσιαστικά, του γεγονότος της παρέλευσης μεγάλου χρόνου ώστε να μη δικαιολογείται η μη αποδοχή της μαρτυρίας του, μας βρίσκει σύμφωνους. Ήδη έχουμε πιο πάνω αναφερθεί στον τρόπο κατά τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε, στάθμισε και αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία και δεν έχουμε διαπιστώσει οτιδήποτε το μεμπτό που να δικαιολογεί την παρέμβαση μας.

 

Όσον δε αφορά  το επιχείρημα περί απώλειας μαρτυρίας που ο Εφεσείων προέβαλε στην αιτιολογία του υπό εξέταση Λόγου Έφεσης, αυτό βασίστηκε απλώς στο γεγονός της ύπαρξης από μέρους του αντιφάσεων χωρίς, ωστόσο, να συσχετισθεί με συγκεκριμένο πραγματικό υπόβαθρο με αποτέλεσμα το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς να καταλήξει ότι δεν είχε, εν προκειμένω, απωλεσθεί μαρτυρία της υπόθεσης.

 

Ως εκ των ανωτέρω ο 5ος Λόγος Έφεσης δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και, συνεπώς, απορρίπτεται.

 

Ως αποτέλεσμα των όσων πιο πάνω έχουν αναφερθεί, η Έφεση αποτυγχάνει και, συνεπώς, απορρίπτεται. Επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και σε βάρος του Εφεσείοντα έξοδα ύψους €1400, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

 

                                      Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                      Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο