ΔΗΜΟΣ ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΣ ΛΤΔ v. ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.70/2017, 23/6/2025
print
Τίτλος:
ΔΗΜΟΣ ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΣ ΛΤΔ v. ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.70/2017, 23/6/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.70/2017)

 

 

 23 Ιουνίου 2025

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

                               ΔΗΜΟΣ ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΣ ΛΤΔ,                              

 

Εφεσείουσα,

ν.

 

1.   ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

2.   S.P. SECURITON ALARM SYSTEMS LTD,

3.   ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΛΤΔ,

 

                             Εφεσίβλητων.

____________________

 

Μ. Χατζηλευτέρη για Γεώργιος Λ. Σαββίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Σ. Σωφρονίου, για τον Εφεσίβλητο 1.

Χρ. Ερωτοκρίτου (κα) για Ανδρέας Π. Ερωτοκρίτου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη 2.

Στ. Ματθαίου (κα) για Chrysses Demetriades & Co LLC, για την Εφεσίβλητη 3.

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Η Εφεσίβλητη 3 εταιρεία είχε αναλάβει ως ο κύριος εργολάβος την ανέγερση των γραφείων δικηγορικής εταιρείας στη Λεμεσό και, με συμβόλαιο υπεργολαβίας, ανέθεσε στην Εφεσείουσα εταιρεία την εκτέλεση των σχετικών ηλεκτρολογικών εργασιών.  Η Εφεσείουσα, ανέθεσε μέρος των ηλεκτρολογικών εργασιών, ήτοι την εγκατάσταση συστημάτων συναγερμού και ασφάλειας, στην Εφεσίβλητη 2 εταιρεία, εργοδότρια του Εφεσίβλητου 1, τεχνικού στα συστήματα συναγερμού και ασφαλείας.

 

Ο Εφεσίβλητος 1 τραυματίστηκε όταν έπεσε σε φρεάτιο βάθους ενός μέτρου στα υπό ανέγερση γραφεία, όπου είχε σταλθεί από την εργοδότρια του για να εγκαταστήσει ανιχνευτή καπνού.  Επρόκειτο για ανοικτό φρεάτιο στο βάθος δωματίου στον υπόγειο χώρο της οικοδομής, που θα παραδιδόταν στην Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, Α.Η.Κ., για χρήση ως ηλεκτρικός υποσταθμός.  Ο ανιχνευτής θα τοποθετείτο εντός του δωματίου του υποσταθμού. 

 

Οι ζημιές του Εφεσίβλητου 1 συμφωνήθηκαν και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου παρέμεινε ως το μόνο επίδικο ζήτημα ο καταμερισμός της ευθύνης, αποφάνθηκε ότι η Εφεσίβλητη 2 ουδεμία ευθύνη είχε, ότι η Εφεσίβλητη 3 είχε ευθύνη σε ποσοστό 20%, η Εφεσείουσα σε ποσοστό 60%, ενώ απέδωσε συντρέχουσα αμέλεια στον Εφεσίβλητο 1 σε ποσοστό 20%.

 

Οι ουσιώδεις περιστάσεις κάτω από τις οποίες επεσυνέβηκε η πτώση του Εφεσίβλητου 1 στο φρεάτιο, αναδύονται επαρκώς από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Το δωμάτιο του υποσταθμού ήταν συμπληρωμένο και θα παραδιδόταν στην Α.Η.Κ. αργότερα την ίδια ημέρα.  Ό,τι απέμενε ήταν η τοποθέτηση σε αυτό ανιχνευτή καπνού.  Το δωμάτιο είχε εμβαδό γύρω στα 35 τ.μ. και το φρεάτιο, μέσα στο οποίο έπεσε ο Εφεσίβλητος 1, βρισκόταν στο βάθος του, σε απόσταση 3-4 μέτρων από την πόρτα του δωματίου.  Είχε μήκος 1 μ. και πλάτος γύρω στα 9 μ., όσο και το πλάτος του δωματίου.  Όπως προειπώθηκε το βάθος του ήταν 1 μ..  Το δωμάτιο φωτιζόταν όταν η πόρτα ήταν ανοικτή, όχι όμως επαρκώς και δεν φωτιζόταν στο βάθος του.  Δεν υπήρχε καμιά σήμανση περί του κινδύνου.  Η πόρτα του δωματίου είχε λουκέτο και κλείδωνε.  Τα κλειδιά είχε ο Χάρης Θεμιστοκλέους, εργοδοτούμενος από την Εφεσίβλητη 3, πολιτικός μηχανικός στο έργο, ο οποίος τα παρέδωσε στον Χριστάκη Χριστοφή, επιστάτη ηλεκτρολόγο, υπάλληλο της Εφεσείουσας, από την προηγούμενη ημέρα.  Την πόρτα ξεκλείδωσε και άνοιξε ο Χριστοφή υποδεικνύοντας στον Εφεσίβλητο 1 πού θα τοποθετούσε τον ανιχνευτή .  Παρόλο που «η φωτεινότητα εντός του δωματίου ήταν πολύ λίγη» ο Εφεσίβλητος 1 εντόπισε το σημείο στην οροφή του δωματίου όπου θα τοποθετούσε τον ανιχνευτή.  Χρειαζόταν σκάλα, οπόταν και έστειλε τον συνάδελφο του που τον συνόδευε να φέρει μια.  Αναμένοντας, εντός του δωματίου, και ενώ στεκόταν 2½ - 3 μ. από την πόρτα, έκανε ένα βήμα προς τα πίσω για να έχει οπτική επαφή με το σημείο όπου θα εγκαθιστούσε τον ανιχνευτή και βρέθηκε στο κενό.  Επειδή το φρεάτιο ήταν στο βάθος του δωματίου, λόγω της «χαμηλής φωτεινότητας» δεν διακρινόταν.  Ο Χριστοφή γνώριζε την κατάσταση του δωματίου και την ύπαρξη του ακάλυπτου φρεατίου, ωστόσο δεν προειδοποίησε τον Εφεσίβλητο 1 για τον κίνδυνο, όπως και κανένας άλλος.  Ο Εφεσίβλητος δεν είχε ποτέ ξανά εισέλθει στο δωμάτιο του υποσταθμού και δεν γνώριζε για την ύπαρξη του φρεατίου.  Για το ακάλυπτο φρεάτιο γνώριζε και η Εφεσίβλητη 3 που το είχε κατασκευάσει.  Ο Θεμιστοκλέους ανέφερε ότι τα καπάκια είχαν αφαιρεθεί την προηγούμενη και το φρεάτιο είχε παραμείνει ακάλυπτο γιατί η απαίτηση της Α.Η.Κ. ήταν να είναι ακάλυπτο κατά την παράδοση του υποσταθμού.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη με έξι λόγους έφεσης.  Με το λόγο έφεσης 3 προσβάλλεται ως εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Χριστοφή θα επέβλεπε στην τοποθέτηση του ανιχνευτή καπνού από τον Εφεσίβλητο 1.

 

Πράγματι, καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι ο Χριστοφή θα επέβλεπε στην τοποθέτηση του ανιχνευτή.  Η επίβλεψη, που στο εργασιακό δίκαιο μπορεί να περιλαμβάνει ευρύ φάσμα αρμοδιοτήτων και ευθυνών, δεν προσδιορίστηκε εν προκειμένω σε τι αφορούσε.  Δεν ήταν όμως και ουσιώδες, αφού οι πρωτογενείς περιστάσεις στη βάση των οποίων το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε την ευθύνη της Εφεσείουσας, αναφέρονται με σαφήνεια στην απόφαση.  Είναι δεδομένες, εφόσον δεν αμφισβητείται η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων.  Είναι στη βάση αυτών που θα εξετάσουμε στη συνέχεια τον καταμερισμό της ευθύνης.  Ο λόγος έφεσης 3 κρίνεται επομένως αλυσιτελής και απορρίπτεται. 

Με το λόγο έφεσης 4 προσβάλλεται ως εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσίβλητη 3, παραδίδοντας τα κλειδιά του υποσταθμού στην Εφεσείουσα, της έδωσε σε μεγάλο βαθμό τον έλεγχο του.  Η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε μεγάλο βαθμό ελέγχου, δεν θεμελιωνόταν στο γεγονός της παράδοσης των κλειδιών, απογυμνωμένου από οτιδήποτε άλλο.  Το ζήτημα που εγείρει ο λόγος δεν μπορεί να εξεταστεί αυτοτελώς, παρά μόνο σε συνάρτηση με τις δεδομένες πρωτογενείς περιστάσεις στη βάση των οποίων προέκυψε ο καταμερισμός της ευθύνης.  Και σημασία θα έχει η κατάληξη ως προς την ευθύνη της Εφεσείουσας και όχι ο χαρακτηρισμός του βαθμού ελέγχου του χώρου.

 

Προχωρούμε στην εξέταση των λόγων έφεσης που αφορούν στον καταμερισμό της ευθύνης.  Σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας, το Εφετείο επεμβαίνει στον καταμερισμό ευθύνης μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου δηλαδή υπάρχει κάποιο λάθος αρχής ή όπου ο καταμερισμός της ευθύνης από το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν καταφανώς εσφαλμένος (Κλεάνθους κ.ά. ν. Ευαγγέλου (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1681, 1685, Σαμαρά κ.ά. ν. Πιπονίδου κ.ά. (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 629, 647) ή διαπιστώνεται πλάνη περί το νόμο ή τα ουσιώδη πραγματικά γεγονότα (Α.Η.Κ. κ.ά. ν Χριστοφόρου κ.ά. (2015) 1(Α) Α.Α.Δ. 193, 207).

  

Είναι η θέση της Εφεσείουσας ότι έπρεπε να μην απαλλαγεί κάθε ευθύνης η εργοδότρια του τραυματία εταιρεία (λόγος έφεσης 2), να είχε καταμεριστεί ποσοστό ευθύνης μεγαλύτερο του 20% στην κύρια εργολάβο εταιρεία (λόγος έφεσης 6) και συντρέχουσα αμέλεια πέραν του 20% στον τραυματία (λόγος έφεσης 1).  Εν κατακλείδι, ότι ο επιμερισμός στην ίδια ποσοστού ευθύνης 60% ήταν εσφαλμένος (λόγος έφεσης 5).

 

Σε σχέση με την Εφεσίβλητη 2, το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε από την Μιχαήλ ν. Ττουνιά κ.ά. (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 19, 25-6, ως προς την ευθύνη εργοδότη προς τους εργοδοτούμενους του και ειδικά όταν οι τελευταίοι αποστέλλονται για εργασία σε χώρους που δεν ανήκουν στον εργοδότη.  Μετέφερε στην απόφαση του το απόσπασμα που ακολουθεί, το οποίο θέτει το ορθό πλαίσιο:

 

«Σύμφωνα με το κοινό δίκαιο κάθε εργοδότης οφείλει στους εργοδοτουμένους του καθήκον να λαμβάνει κάθε εύλογη φροντίδα για την ασφάλεια τους. Το καθήκον του εργοδότη περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την εξασφάλιση ασφαλούς μέρους εργασίας, την εξασφάλιση και συντήρηση ικανοποιητικού εξοπλισμού και την εξασφάλιση ασφαλούς συστήματος εργασίας. Τα καθήκοντα του εργοδότη δεν τερματίζονται όταν οι εργοδοτούμενοι του αποστέλλονται για εργασία σε χώρο εργασίας που δεν ανήκει στον εργοδότη. Όμως ο βαθμός καθήκοντος του εργοδότη σε τέτοιες περιπτώσεις ποικίλλει ανάλογα με τις συνθήκες και εκείνο που απαιτείται από τον εργοδότη είναι να ασκήσει εύλογη φροντίδα, στην κάθε περίπτωση, ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Στις περιπτώσεις όπου η εργασία διεξάγεται σε χώρο που δεν βρίσκεται στην κατοχή και τον έλεγχο του εργοδότη, όπως στην προκείμενη περίπτωση, ο εργοδότης συνεχίζει να έχει ευθύνη προς τον εργοδοτούμενο του, να ασκήσει εύλογη φροντίδα για την ασφάλεια του, όμως εν όψει του ότι η στατική κατάσταση και η δομή του υποστατικού είναι εκτός του ελέγχου του και οποιαδήποτε ελαττώματα είναι πέραν της εξουσίας του να τα διορθώσει, η ευθύνη του περιορίζεται ανάλογα. Ο εργοδότης όμως παραμένει κάτω από το καθήκον της άσκησης εύλογης φροντίδας για την περιφρούρηση των εργοδοτουμένων του από κινδύνους τους οποίους μπορεί να προβλέψει και τους οποίους έχει την εξουσία να αποτρέψει (Δέστε M' Quilter v. Goulandris Bros Ltd [1951] SLT (Notes) 75 (Scottish Case))».

 

 

Έκαμε ακόμα χρήσιμη αναφορά σε μια παλιά έκδοση του συγγράμματος «Clerk & Lindsell on Torts», 7η έκδ., σελ.379,[1] όπου αναφέρεται ότι το γεγονός ότι ο χώρος εργασίας δεν είναι κάτω από τον έλεγχο του εργοδότη είναι μόνο ένας παράγοντας στην κρίση κατά πόσο η υποχρέωση για παροχή ασφαλούς χώρου εργασίας έχει ικανοποιηθεί.  Και πως, ενώ ο εργοδότης δεν έχει ευθύνη ως προς την ασφάλεια υποστατικών που κατέχονται από άλλους, οφείλει να παράσχει στους εργοδοτούμενους του σύστημα εργασίας κατάλληλο για τα εν λόγω υποστατικά.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε, εν προκειμένω, ότι η Εφεσίβλητη 2 δεν είχε καμιάς μορφής κατοχή του χώρου, ούτε οποιονδήποτε έλεγχο του.  Δεν γνώριζε για τον κίνδυνο που υπήρχε στο χώρο όπου θα εργαζόταν ο Εφεσίβλητος 1, ούτε μπορούσε να τον προβλέψει και να τον αποτρέψει.  Ούτε και θα αναμενόταν, όπως ανέφερε, να επισκεφθεί το χώρο για να βεβαιωθεί ότι στο δωμάτιο όπου θα τοποθετείτο ο ανιχνευτής δεν κρύβονταν κίνδυνοι.

 

Η Εφεσείουσα υποστήριξε ότι η τελευταία διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη, εισηγήθηκε μάλιστα ότι, ακόμα και αν δεν επισκεπτόταν το χώρο, θα μπορούσε η Εφεσίβλητη 2, με ένα τηλεφώνημα προς τον υπεύθυνο του εργοταξίου της Εφεσίβλητης 3, να μάθει λεπτομέρειες του υποσταθμού, πριν την άφιξη του Εφεσίβλητου 1 εκεί.

 

Στην Cook v. Square D Ltd [1992] I.C.R. 262, 272,[2] αφέθηκε ανοικτό το ενδεχόμενο να είναι λογικό για τον εργοδότη να επιθεωρήσει τον χώρο εργασίας που δεν ελέγχει, ώστε να ικανοποιηθεί ότι ο κάτοχος εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του αναφορικά με την ασφάλεια, όταν αριθμός εργοδοτούμενων του πρόκειται να εργαστούν σε τέτοιο χώρο ή έστω ένας ή δύο θα παραμείνουν εκεί για σημαντική περίοδο.  Εν προκειμένω, ακόμα και αν η Εφεσίβλητη 2 πραγματοποιούσε έλεγχο στα υπό ανέγερση γραφεία και στο χώρο του υποσταθμού, ακόμα και την προηγούμενη ημέρα, η διαπίστωση θα ήταν ότι το φρεάτιο ήταν καλυμμένο και δεν υφίστατο κανένας κίνδυνος.

 

Δεν βρίσκουμε κανένα λογικό έρεισμα ώστε, στις περιστάσεις της υπόθεσης, να μπορούσαμε να αποδεχθούμε την εισήγηση της Εφεσείουσας και δεν έχουμε καμιά δυσκολία στο να επιβεβαιώσουμε την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης για την απαλλαγή της Εφεσίβλητης 2 από κάθε ευθύνη, για τους λόγους που επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Επομένως, ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται. 

 

Στο συγκεκριμένο δωμάτιο ελλόχευε ένας μεγάλος κίνδυνος.  Ένα ακάλυπτο φρεάτιο συνιστά πάντοτε κίνδυνο, πολύ περισσότερο όταν βρίσκεται σε χώρο όπου ο φωτισμός είναι ανεπαρκής και δεν διακρίνεται το στόμιο του.  Υπό τις περιστάσεις, ήταν επικίνδυνο να εισέλθει κάποιος στο δωμάτιο αυτό.  Σημειώνουμε, πως από την μαρτυρία του Θεμιστοκλέους, που έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, προκύπτει ότι μετά που είχαν αφαιρεθεί τα καπάκια του φρεατίου την προηγούμενη ημέρα, τα οποία ήταν προσωρινά για σκοπούς ασφάλειας, τοποθετήθηκε λουκέτο στην πόρτα ώστε να μην μπορεί κάποιος να εισέλθει στον υποσταθμό.  Αυτό το στοιχείο, ότι δηλαδή δεν υπήρχε ελεύθερη πρόσβαση προς τον κίνδυνο, παρά μόνο διαμέσου κλειδωμένης πόρτας, κατέστησε την κατοχή των κλειδιών δεσπόζον στοιχείο σε σχέση με τον καταμερισμό της ευθύνης.  Η άλλη σημαντική παράμετρος ήταν ότι ο Χριστοφή, ο οποίος κρατούσε τα κλειδιά, ξεκλείδωσε την πόρτα και επέτρεψε πρόσβαση στο εσωτερικό του δωματίου στον Εφεσίβλητο 1, γνώριζε για την ύπαρξη του ανοικτού φρεατίου.  Και ο Θεμιστοκλέους, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία του, γνώριζε ότι ο Χριστοφή γνώριζε για το ανοικτό φρεάτιο.  Παραδίδοντας του τα κλειδιά θα μπορούσε να αναμένει ότι ο Χριστοφή, έχοντας γνώση του κινδύνου θα προειδοποιούσε κατάλληλα τον οποιονδήποτε στον οποίο θα επέτρεπε πρόσβαση στο δωμάτιο, ήταν όμως και προβλεπτό ενδεχόμενο ο Χριστοφή να ενεργούσε αμελώς.  Γνώριζε ο Θεμιστοκλέους και κατ’ επέκταση η Εφεσίβλητη 3 ότι εργαζόμενος θα εισερχόταν στο δωμάτιο για να εκτελέσει εργασία και άφησε ανοικτό το φρεάτιο. 

 

Η επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται στο περίγραμμα αγόρευσης της Εφεσείουσας, στην προσπάθεια της να μετακυλήσει τη μεγαλύτερη ευθύνη στην Εφεσίβλητη 3, με την εισήγηση ότι η ίδια θα έπρεπε να απαλλαχτεί πλήρως, δεν εδράζεται επί των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Υποστηρίζεται ότι ο Θεμιστοκλέους παρέδωσε τα κλειδιά στον Χριστοφή από την προηγούμενη ημέρα απερίσκεπτα και επιπόλαια, επειδή δεν ήθελε και βαριόταν να προσέλθει στην εργασία του την επομένη νωρίς, στις 07:00 για να ανοίξει την πόρτα του υποσταθμού.  Ότι ο Χριστοφή ουσιαστικά εξυπηρέτησε τον Θεμιστοκλέους αναλαμβάνοντας απλά να υποδείξει στον Εφεσίβλητο 1 πού θα έπρεπε να τοποθετήσει τον ανιχνευτή και ότι δεν γνώριζε ότι τα καπάκια του φρεατίου είχαν αφαιρεθεί.  Θέση ότι ο Χριστοφή ενήργησε εν προκειμένω ως αντιπρόσωπος του Θεμιστοκλέους, ούτε είχε δικογραφηθεί, ούτε προωθήθηκε πρωτόδικα.  Άλλωστε ό,τι με τη μαρτυρία του, που απορρίφθηκε, είχε υποστηρίξει ο Χριστοφή, ήταν ότι δεν ήταν αυτός που κρατούσε τα κλειδιά και ότι την πόρτα του υποσταθμού στον Εφεσίβλητο 1 άνοιξε ο Θεμιστοκλέους.  Και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Χριστοφή γνώριζε για το ανοικτό φρεάτιο δεν έχει προσβληθεί με την έφεση ως εσφαλμένο.  Υπενθυμίζουμε ότι η Εφεσίβλητη 2 ήταν υπεργολάβος της Εφεσείουσας.  Η Εφεσίβλητη 3, εργοδότρια του Θεμιστοκλέους είναι στην Εφεσείουσα που ανέθεσε το σύνολο των ηλεκτρολογικών εργασιών και ο Εφεσίβλητος 1, κληθείς στην οικοδομή για να τοποθετήσει τον ανιχνευτή, είναι τον Χριστοφή που έψαξε για να του υποδείξει πού θα τον τοποθετούσε.

 

Κατά τους ουσιώδεις χρόνους, η Εφεσείουσα, κατέχοντας δια του υπαλλήλου της Χριστοφή τα κλειδιά του δωματίου, είχε τον έλεγχο της πρόσβασης σε αυτό.  Ουδείς μπορούσε να κινδυνεύσει από πτώση στο ανοικτό φρεάτιο, εάν δεν του επέτρεπε ο Χριστοφή να εισέλθει σε αυτό ξεκλειδώνοντας την πόρτα.  Ο Χριστοφή γνώριζε για την ύπαρξη του ανοικτού φρεατίου και είχε καθήκον να προειδοποιήσει τον οποιονδήποτε στον οποίο θα επέτρεπε την είσοδο στο δωμάτιο.  Δεν το έπραξε.  Η παράλειψη του ήταν πολύ σοβαρή και κατ’ επέκταση η εκ προστήσεως ευθύνη της εργοδότριας του Εφεσείουσας πολύ μεγάλη.

 

Ορθά καθοδηγούμενο, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα της κατοχής και ελέγχου του χώρου όπου επεσυνέβηκε το ατύχημα.  Παρέπεμψε σε περαιτέρω απόσπασμα από την Μιχαήλ ότι (σελ.26):

 

«Όσον αφορά την ευθύνη του κατόχου, είναι θεμελιωμένο ότι ένας κάτοχος υποστατικού έχει, προς όλους τους νόμιμα ευρισκομένους στο υποστατικό του, το κοινό καθήκον φροντίδας το οποίο εξυπακούει ότι ο κάτοχος θα πρέπει να επιδεικνύει τέτοια φροντίδα όση υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης είναι εύλογη, ώστε να διασφαλίζει ότι το οποιοδήποτε νόμιμα ευρισκόμενο στα υποστατικά πρόσωπο θα είναι εύλογα ασφαλές κατά τη χρήση των υποστατικών, για τους σκοπούς για τους οποίους ευρίσκεται νόμιμα στο χώρο».

 

 

    Μνημόνευσε ακόμη απόσπασμα από την Αγγελίδης ν. Λούτσιου (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 200, 207, ότι:

 

«Όπως είναι θεμελιωμένο, κάτοχος ενός ακινήτου ή μέρος ακινήτου είναι το πρόσωπο που έχει επαρκή βαθμό ελέγχου του ακινήτου ώστε να του επιβάλλεται το καθήκον της επιμέλειας προς τα πρόσωπα που έρχονται ή βρίσκονται νόμιμα σ' αυτό. Ο βαθμός ελέγχου θεωρείται, εκ πρώτης όψεως, επαρκής αν είναι τέτοιος ώστε το άτομο που τον ασκεί να οφείλει να συνειδητοποιήσει ότι παράλειψη του να ασκήσει επιμέλεια μπορεί να καταλήξει σε βλάβη ή ζημιά προσώπου που έρχεται ή βρίσκεται στο ακίνητο (Δέστε: Wheat v. Lacon (E.) & Co. Ltd [1966] 1 Q.B. 335)».

 

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι την κατοχή ενός υποστατικού μπορεί να την έχουν πέραν του ενός προσώπου, οπόταν και όλοι έχουν καθήκον επιμέλειας σε επισκέπτη, ανάλογο του βαθμού ελέγχου που ασκεί ο κάθε ένας από αυτούς.  Παρέπεμψε στην D & G Icos Sicapi Ltd κ.ά. v. D & G Products Ltd κ.ά. (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2315, 2326, όπου ο κύριος εργολάβος του οικοδομικού έργου κρίθηκε ότι δεν είχε καμιά ευθύνη για την πτώση εργοδοτούμενου σε ανοικτό φρεάτιο, γιατί το συγκεκριμένο χώρο του εργοταξίου τον είχε παραδώσει στον υπεργολάβο του για την ανόρυξη φρεατίων.  Η ιδιότητά του ως γενικού εργολάβου δεν τον καθιστούσε υπεύθυνο, αφού την όλη διαδικασία όπως και το χώρο ήλεγχε ο υπεργολάβος.  Ο κύριος εργολάβος δεν είχε ικανοποιητικό βαθμό ελέγχου του συγκεκριμένου χώρου ώστε να μπορούσε να εξασφαλίσει την ασφάλεια εργοδοτούμενων εκεί. Ο υπεργολάβος που είχε την άμεση επίβλεψη και έλεγχο του χώρου, δεν ήταν ανάγκη να έχει ούτε τον απόλυτο έλεγχο, ούτε και τον αποκλειστικό έλεγχο για να θεωρείται κάτοχος.

 

Ως προς το ποσοστό συντρέχουσας αμέλειας του Εφεσίβλητου 1, η εισήγηση της Εφεσείουσας για απόδοση ποσοστού μεγαλύτερου του 20%, εδράζεται στη θέση ότι ήταν έμπειρος τεχνικός, είχε τύχει εκπαίδευσης ώστε να μπορεί να εκτιμά την ύπαρξη κινδύνων και ότι υπό τις περιστάσεις, δεν θα έπρεπε να εισέλθει στο δωμάτιο του υποσταθμού, προτού εξασφαλιστεί επαρκής φωτισμός, μάλιστα ότι προς τούτο θα έπρεπε να μεριμνήσει ο ίδιος.

 

Δεν επρόκειτο για εντελώς σκοτεινό δωμάτιο, ώστε να ήταν παράλογο να εισέλθει κάποιος σε αυτό.  Άλλωστε ο Εφεσίβλητος 1, η μαρτυρία του οποίου έγινε αποδεχτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε αναφέρει ότι είχε εντοπίσει τα καλώδια για τον ανιχνευτή, την εγκατάσταση του οποίου θα μπορούσε να διεκπεραιώσει με το φωτισμό που υπήρχε.  Είναι η φύση του κινδύνου, το ακάλυπτο δηλαδή φρεάτιο στο βάθος του δωματίου, που καθιστούσε την απουσία επαρκούς φωτισμού στοιχείο επίτασης του κινδύνου.

 

Στις περιστάσεις της υπόθεσης δεν βρίσκουμε ότι μπορεί να δικαιολογηθεί παρέμβαση μας ώστε να αποδοθεί στον Εφεσίβλητο ποσοστό ευθύνης μεγαλύτερο από αυτό στο οποίο κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.

 

Ούτε διαπιστώνουμε οτιδήποτε που θα μας επέτρεπε να καταλήξουμε ότι η Εφεσίβλητη 3 θα μπορούσε να είχε ευθύνη σε ποσοστό μεγαλύτερο από αυτό που της απέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ή η Εφεσείουσα σε ποσοστό μικρότερο.  Απορρίπτουμε και τους λόγους έφεσης 6 και 5, όπως και το λόγο έφεσης 4.   

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

€3.500 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. όπου υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσίβλητου 1, της Εφεσίβλητης 2 και της Εφεσίβλητης 3 ξεχωριστά και εναντίον της Εφεσείουσας.

 

 

 

 

                                                      Χ. Μαλαχτός, Δ

.

                                                      Ι. Ιωαννίδης, Δ.

 

                                                          Ε. Εφραίμ, Δ.



[1]   Βλ. «Clerk & Lindsell on Torts», 24η έκδ., Sweet & Maxwell 2023, παρ.12-22, σελ.916.

[2]  «Clerk & Lindsell on Torts», 24η έκδ., Sweet & Maxwell 2023, παρ.12-22, σελ.917, υποσημείωση 160.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο