ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ J. D. M. ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI, Πολιτική Έφεση Αρ. 10/2025, 31/7/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ J. D. M. ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI, Πολιτική Έφεση Αρ. 10/2025, 31/7/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10/2025)

                                                                                                          (i-justice)

 

 31 Ιουλίου, 2025

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 15/2025.

ΥΠΟ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ:

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡA 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ J. D. M. ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI

KAI

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 3/12/2024 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΙΩΝ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 27, 28 ΚΑΙ 29 ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 155 ΚΑΙ 29(3) ΤΟΥ Ν.29(Ι)/1977.

______________________________________________________________

 

 

Τ. Τελιανίδου (κα) για Χ. Τιμοθέου & Λ. Νεοφύτου, για τον Εφεσείοντα.

 

Π. Ευθυβούλου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Β. Μπίσσα, Δικηγόρο της Δημοκρατίας Α΄ και Ν. Ζησίμου (κα), ασκούμενη δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

___________________________________________________

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

___________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Στις 3/12/2024 Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (εφεξής το «Κατώτερο Δικαστήριο») εξέδωσε Ένταλμα Έρευνας υποστατικού/μάντρας που βρίσκεται σε αγροτική περιοχή του χωριού Κοίλη της επαρχίας Πάφου (προσδιορίζεται με τις συντεταγμένες του) και την οποία διαχειρίζεται ο Εφεσείων, στη βάση όσων είχαν τεθεί υπόψη του με ένορκη μαρτυρία, ότι υπήρχε εύλογη υποψία ότι αυτή χρησιμοποιείται παράνομα για τη φύλαξη ελεγχόμενων φαρμάκων τάξεως Α΄ και Β΄.

Ο Εφεσείων αντιδρώντας στην πιο πάνω εξέλιξη, προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτοβάθμια του δικαιοδοσία (εφεξής το «πρωτόδικο Δικαστήριο») προς εξασφάλιση άδειας για καταχώριση Αίτησης με κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, προς ακύρωση του ως άνω Εντάλματος Έρευνας.

 

Αδελφός Δικαστής ο οποίος επελήφθη της μονομερούς αίτησης για παροχή άδειας την ενέκρινε με την Απόφαση του, ημερ. 22/1/2025, στη βάση του ότι υπήρχε συζητήσιμο ζήτημα ότι δεν είχε τεθεί ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου μαρτυρία που να στοιχειοθετεί «εύλογη αιτία να πιστεύεται» ότι στη μάντρα υπήρχε οτιδήποτε σε σχέση με το οποίο είχαν διαπραχθεί τα υπό διερεύνηση αδικήματα ή που θα παρείχε απόδειξη ως προς τη διάπραξή τους. Ακολούθησε η καταχώριση Αίτησης δια κλήσεως. Ο αδελφός Δικαστής, αφού άκουσε τους ευπαίδευτους συνηγόρους των διαδίκων, απέρριψε, τελικώς, την αίτηση με την Απόφαση του ημερ. 13/3/2025, καταλήγοντας ότι η μαρτυρία η οποία είχε τεθεί ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου ήταν επαρκής και μπορούσε να δημιουργήσει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στην επίδικη μάντρα υπήρχε οτιδήποτε σε σχέση με το οποίο είχαν διαπραχθεί τα υπό διερεύνηση αδικήματα ή που θα παρείχε απόδειξη ως προς τη διάπραξή τους. Και ότι, συνεπακόλουθα, λογικά και δικαιολογημένα το Κατώτερο Δικαστήριο είχε εκδώσει το επίδικο Ένταλμα Έρευνας.   

 

Είναι την ορθότητα αυτής της Απόφασης που ο Εφεσείων προσβάλλει με την παρούσα Έφεση.

 

Η ως άνω απόφαση προσβάλλεται από τον Εφεσείοντα στη βάση ενός Λόγου Έφεσης. Συγκεκριμένα, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και τελώντας υπό πλάνη σε σχέση με τις εφαρμοστέες αρχές, απέρριψε την αίτηση, αφού ο εκδώσας το Ένταλμα Έρευνας Δικαστής δεν θα μπορούσε να είχε ικανοποιηθεί, στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του, ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις έκδοσής του.

 

 Για σκοπούς πληρότητας της παρούσας, παραθέτουμε, αδρομερώς, τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση, ως αυτά αναδύονται από τον Όρκο που συνόδευε το αίτημα της Αστυνομίας ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου για την έκδοση του σχετικού Εντάλματος Έρευνας.

 

Στις 29/11/2024 λήφθηκε πληροφορία στην ΥΚΑΝ, σύμφωνα με την οποία ο Ύποπτος 1 ασχολείται με την αποθήκευση και διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών τις οποίες φυλάττει στο διαμέρισμα του, καθώς και σε «υποστατικό/μάντρα σε άγνωστη τοποθεσία».

 

Στη βάση αυτής της πληροφορίας ακολούθησε τις επόμενες μέρες διακριτική παρακολούθηση του Υπόπτου 1. Στις 30/11/2024 ο               Ύποπτος 1 θεάθηκε δύο φορές να συναντάται με τον Αιτητή, ο οποίος περιγράφεται ως ο Ύποπτος 2, αρχικά στην οικία του Αιτητή και στη συνέχεια στην οικία του Υπόπτου 1. Οι δύο συναντήθηκαν επίσης στις 2/12/2024 σε συγκεκριμένη περιοχή στην Πάφο. Την ίδια μέρα, 2/12/2024, ο Ύποπτος 1 θεάθηκε να μεταβαίνει και να εισέρχεται στην επίδικη μάντρα. Παρέμεινε σε αυτή για κάποιο χρονικό διάστημα και στη συνέχεια αναχώρησε. Αργότερα, την ίδια μέρα, ο Ύποπτος 1 και ο Αιτητής συναντήθηκαν εκ νέου στην οικία του Αιτητή. Την επομένη, 3/12/2024, νωρίς το πρωί, η ώρα 05:10, ο Ύποπτος 1 θεάθηκε να εξέρχεται από την οικία του και να επιβιβάζεται σε αυτοκίνητο, όχι εκείνο που χρησιμοποιεί πάντα, αλλά εκείνο που είχε χρησιμοποιήσει την προηγούμενη μέρα για να μεταβεί στη μάντρα. Μετέβηκε σε χώρο στάθμευσης στην Πάφο, όπου και στάθμευσε. Ως αναφέρεται στον Όρκο, «λόγω όμως του σκότους χάθηκε η οπτική επαφή μαζί του, ενώ το όχημα του συνεχίστηκε να παρακολουθείται διακριτικά». Η ώρα 06:10 θεάθηκε άλλο αυτοκίνητο, το οποίο αναγνωρίστηκε ως το αυτοκίνητο που ο Αιτητής χρησιμοποιούσε για όλες του τις μετακινήσεις, να σταθμεύει δίπλα από το αυτοκίνητο του Υπόπτου 1 και ο Ύποπτος 1 να εξέρχεται από τη θέση του συνοδηγού, να ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου του Αιτητή, να παίρνει μια σακούλα σκουπιδιών και αφού την τοποθέτησε στο χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου του να αναχωρεί από το μέρος. Η ώρα 06:25 το αυτοκίνητο του Υπόπτου 1 ανακόπηκε από την Αστυνομία. Ο Ύποπτος 1 παραδέχθηκε ότι είχε στη σακούλα κάνναβη. Επρόκειτο για ποσότητα 4 κιλών και 820 γραμμαρίων. Ο Ύποπτος 1 συνελήφθη. Μετά τη σύλληψη του Υπόπτου 1 η μάντρα τέθηκε υπό διακριτική παρακολούθηση και η ώρα 10:10 θεάθηκε ο Αιτητής να εισέρχεται σε αυτήν, όπου και ανακόπηκε για έλεγχο.

 

Ήταν η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου για τον Εφεσείοντα ότι, με βάση τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, προέκυπτε ότι η παρακολούθηση του Υπόπτου 1 ήταν περιστασιακή ενώ, σε ό,τι αφορά την επίσκεψη του στην μάντρα στις 2/12/2024, επεσήμανε ότι δεν καταγράφετο η συμπεριφορά του, δηλ. αν κρατούσε κάτι ο ίδιος κατά την είσοδο και έξοδο του από την μάντρα. Σε ό,τι δε αφορά την επίσκεψη του Εφεσείοντα στην μάντρα την επόμενη μέρα, στις 3/12/2024, μετά τη σύλληψη του Υπόπτου 1,  τόνισε  το  γεγονός ότι δεν είχε αναφερθεί οτιδήποτε το επιλήψιμο κατά τον έλεγχο που του έγινε. Υπό αυτά τα δεδομένα, ήταν η θέση της ότι το περιεχόμενο του Όρκου δεν δημιουργούσε εύλογη υποψία διασύνδεσης της μάντρας με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και τα αναζητούμενα, από την Αστυνομία, τεκμήρια.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα υποστήριξαν ότι, με βάση τα στοιχεία και γεγονότα που είχαν τεθεί ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου, συνολικά εκτιμώμενα και όχι αποσπασματικά, ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι μπορούσαν να δημιουργήσουν, στο βαθμό που απαιτείται, υποψία ότι στην επίδικη μάντρα, ενδεχομένως, να αποκρύβονταν ναρκωτικά ή οτιδήποτε άλλο σχετίζετο με την υπό διερεύνηση υπόθεση.

 

Το επίδικο Ένταλμα εκδόθηκε δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και του Άρθρου 29(3) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, Ν. 29/1977, στη βάση της ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου μαρτυρίας για το ότι υπήρχε εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στη μάντρα φυλάσσονταν ναρκωτικά και άλλα τεκμήρια που σχετίζονταν με την εμπορία και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών.

 

Η εξουσία προς έκδοση εντάλματος έρευνας παρέχεται από το Άρθρο 27 του Κεφ. 155 νοουμένου ότι πληρούνται οι καθοριζόμενες σε αυτό προϋποθέσεις. Αποτελεί προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσεως η ύπαρξη εύλογης αιτίας συναρτώμενης προς πράγματα, στην ανεύρεση και παραλαβή των οποίων στοχεύει το ένταλμα έρευνας (βλ. «Σύνδεσμος για Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα» (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1014).

 

Με βάση τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 27 η δικαιοδοσία για έκδοση εντάλματος έρευνας για ανεύρεση και κατάσχεση «τέτοιων πραγμάτων», ενεργοποιείται όταν υπάρχει εύλογη αιτία πως σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει: 

 

·        «οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε ή

·        οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή

·        οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος[1] 

 

Παρεμβάλλεται ότι σε σχέση με ναρκωτικά και ελεγχόμενα φάρμακα, παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης εντάλματος έρευνας και κατά τον τρόπο και υπό τις προϋποθέσεις που θέτει ο περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμος του 1977, Ν. 29/1977, μέσω του             Άρθρου 29.

 

Επομένως, το Δικαστήριο εκδίδοντας ένταλμα έρευνας θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει λογική αιτία για την είσοδο και έρευνα συγκεκριμένου υποστατικού με σκοπό την αναζήτηση αντικειμένων ή πραγμάτων που συνδέονται ή που παρέχουν μαρτυρία για αξιόποινες πράξεις. Η ικανοποίηση του Δικαστηρίου ως προς την ύπαρξη εύλογης υποψίας είναι με την έννοια ότι η υποψία πρέπει να είναι εύλογη υπό το φως της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του και όχι για την εκ πρώτης όψεως στοιχειοθέτηση, στη βάση της μαρτυρίας αυτής, κάθε συστατικού στοιχείου του διερευνώμενου αδικήματος (βλ. CPS Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2016) 1 Α.Α.Δ. 652). Ο όρος «υποψία», δεν παραπέμπει σε μαρτυρία ικανή προς απόδειξη του αδικήματος· πόρρω απέχει από αυτή (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Δρ. Η.Π., Πολιτική Έφεση Αρ. 256/2021, ημερ. 28/2/2023, ECLI:CY:AD:2023:A69)[2]. Βέβαια, η διαθέσιμη μαρτυρία πρέπει να είναι, ευλόγως, ικανή για τον πιο πάνω σκοπό. Το ζητούμενο, εν προκειμένω, ήταν κατά πόσο αποκαλύπτετο μαρτυρία που να στοιχειοθετεί, σε αυτό το στάδιο, εύλογη πιθανότητα σε σχέση με το αναφερόμενο υποστατικό. Όπως καταγράφεται στο Σύγγραμμα του Γεώργιου Μ. Πική, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Δεύτερη Αναθεωρημένη Έκδοση, σελ. 69, με αναφορά στις πρόνοιες του Άρθρου 27 του Κεφ. 155, «η πιθανότητα ύπαρξης οποιουδήποτε τεκμηρίου στα υποστατικά, συνδεόμενου με τη διάπραξη του αδικήματος, αποτελεί ικανοποιητικό λόγο για την έκδοση εντάλματος.» Περί πιθανότητας, λοιπόν, ο λόγος, η οποία, ασφαλώς, πρέπει να είναι εύλογη υπό τις περιστάσεις. Το επίπεδο που χρειάζεται, επομένως να ικανοποιηθεί είναι το ελάχιστο από απόψεως μαρτυρίας (βλ. CPS Freight Services Ltd (ανωτέρω))[3]. Όπως, δε τονίσθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Α.Γ., Πολιτική Έφεση Αρ. 15/2024, ημερ. 17/10/2024, «χαμηλό είναι το ύψος του πήχη που πρέπει να υπερπηδηθεί για τη δημιουργία σχετικής και εύλογης υπόνοιας και υποψίας προς τούτο, ως κατ’ επανάληψη έχουν ερμηνευτεί οι πρόνοιες του Άρθρου 27 του Κεφ. 155».

 

Όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το κριτήριο που απασχολεί κατά το αναθεωρητικό στάδιο περιορίζεται στο ερώτημα κατά πόσο ο εκδώσας το ένταλμα Δικαστής θα μπορούσε να ικανοποιηθεί στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του για την ύπαρξη εύλογων λόγων να πιστεύεται ότι τα αναζητούμενα θα εντοπίζονταν στα υποστατικά των οποίων επιδιωκόταν η έρευνα και θα παρείχαν βοήθεια στη στοιχειοθέτηση αδικήματος. Το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν αντικαθιστά την κρίση του εκδώσαντος το ένταλμα έρευνας δικαστή με τη δική του                  (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας Ο.Π.Α.Π. Κύπρου Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 133/2018, ημερ. 17/12/2018). Ο ρόλος του Δικαστή που καλείται να αναθεωρήσει το ένταλμα δεν είναι να υποκαταστήσει υποκειμενικά το Δικαστή που το εξέδωσε, αλλά να διαπιστώσει κατά πόσο υπήρχε, εν πάση περιπτώσει, επαρκής μαρτυρία ώστε εύλογα να εκδόθηκε το ένταλμα (Garofoli v. Q. [1990] 2 S.C.R. 1421, R. ν. Araujo, 2000 SCC 65, R. v. Morelli [2010] 1 S.C.R. 253)[4].

 

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία ενώπιον του Kατώτερου Δικαστηρίου ήταν επαρκής και μπορούσε να δημιουργήσει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στην επίδικη μάντρα υπήρχε οτιδήποτε σε σχέση με το οποίο είχαν διαπραχθεί τα υπό διερεύνηση αδικήματα ή που θα παρείχε απόδειξη ως προς τη διάπραξη τους, βασίστηκε στο ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Η διασύνδεση της μάντρας, με τα αδικήματα της παράνομης κατοχής και εμπορίας ναρκωτικών, εδράζεται αφ' ενός στη μαρτυρία ότι την προηγούμενη ημέρα ο ύποπτος 1 την είχε επισκεφτεί και αφετέρου στη μαρτυρία ότι, μετά το περιστατικό της ανακοπής του αυτοκινήτου του ύποπτου 1, την επισκέφθηκε και ο Αιτητής.  Η επίσκεψη του τελευταίου ήταν λίγες ώρες μετά τη σύλληψη του υπόπτου 1 από την Αστυνομία.  Ο ύποπτος 1 είχε χρησιμοποιήσει το ίδιο αυτοκίνητο που οδηγούσε όταν ανακόπηκε από την Αστυνομία κατά την επίσκεψη του στη μάντρα.  Τη σακούλα θεάθηκε να παραλαμβάνει λίγο πριν την ανακοπή του αυτοκινήτου του από το αυτοκίνητο του Αιτητή.  Είναι στη βάση της μαρτυρίας αυτής που η μάντρα υπεισέρχεται [στην] εικόνα των υπό διερεύνηση αδικημάτων ως πιθανός χώρος όπου φυλάσσονταν ναρκωτικές ουσίες ή οτιδήποτε σε σχέση με το οποίο είχαν διαπραχθεί τα υπό διερεύνηση ποινικά αδικήματα ή που θα παρείχε απόδειξη ως προς τη διάπραξη τους.» 

 

 

Η πιο πάνω προσέγγιση μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους.

 

Στην υπό συζήτηση περίπτωση, με βάση το περιεχόμενο του Όρκου που παρουσιάστηκε προκειμένου να καταστεί δυνατή η έκδοση του υπό αναφορά Εντάλματος Έρευνας, τέθηκαν από την Αστυνομία γεγονότα και μαρτυρία τα οποία προέκυπταν από τη διακριτική παρακολούθηση των κινήσεων του Υπόπτου 1, που διενεργήθη μετά την εξασφάλιση κάποιας πληροφορίας. Από τον Όρκο προέκυπτε ότι στις 2/12/2024 ο Ύποπτος 1 είχε μεταβεί στην επίδικη μάντρα, όχι με το αυτοκίνητο που χρησιμοποιούσε για όλες του τις μετακινήσεις, αλλά με άλλο. Την επομένη ημέρα, δηλ. στις 3/12/2024, στο πλαίσιο ανακοπής από την Αστυνομία,  αφού εντοπίζεται ο Ύποπτος 1 να οδηγεί το ίδιο αυτοκίνητο που είχε χρησιμοποιήσει για να μεταβεί στη μάντρα την προηγούμενη μέρα έχοντας εντός αυτού περί τα 5 κιλά κάνναβη, τα οποία πήρε από το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα, συλλαμβάνεται. Μετά τη σύλληψη του Υπόπτου 1, ο Εφεσείων εντοπίζεται να μεταβαίνει στην επίδικη μάντρα. Ο «ρόλος» της μάντρας «αναδύεται» και «αναδεικνύεται» στην εξέλιξη των πραγμάτων, κατά το χρόνο και τον τρόπο που αυτά διαδραματίζονται. Με δεδομένο ότι τη μάντρα την είχε επισκεφθεί ο Ύποπτος 1 την προηγούμενη μέρα της ανακοπής του, χρησιμοποιώντας άλλο όχημα από αυτό που συνήθως χρησιμοποιεί, ενώ παράλληλα, λίγες ώρες μετά την ανακοπή του, την επισκέφθηκε ο Εφεσείων, η μάντρα ως πιθανός χώρος φύλαξης ναρκωτικών ουσιών ή οτιδήποτε σε σχέση με το οποίο είχαν διαπραχθεί τα υπό διερεύνηση αδικήματα, εύλογα υπεισέρχετο στην εικόνα.

 

Υπό αυτά τα δεδομένα και σε συνάρτηση και με τις εφαρμοζόμενες σε αιτήσεις του είδους αρχές, η πιο πάνω μαρτυρία, ως ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν επαρκής ώστε να δημιουργήσει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στην επίδικη μάντρα υπήρχε οτιδήποτε σε σχέση με το οποίο είχαν διαπραχθεί τα υπό διερεύνηση αδικήματα ή που θα παρείχε απόδειξη ως προς τη διάπραξή τους.

 

Στη βάση όλων όσων έχουν αναφερθεί πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος για παρέμβαση μας προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.

 

Ως εκ τούτου, η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

                                                   Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

 

 

                                                   Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.    

 

 

                                                   Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.



[1] Δέστε το Άρθρο 27 του Κεφ. 155.

[2] Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Chong Fook Kam [1970] Α.C. 942 (P.C.), στη σελίδα 948, «Suspicion in its ordinary meaning is a state of conjecture or surmise where proof is lacking:  'I suspect but I cannot prove.'.  Suspicion arises at or near the starting point of an investigation of which the obtaining of prima facie proof is the end.". 

 

[3] Όπως αναφέρθηκε στην Αγγλική υπόθεση Commissioner of Police for the Metropolis v. Raissi [2008] ΕWCA Civ 1237:  «The threshold for the existence of reasonable grounds fοr suspicion is low: see e.g. Dumbell v. Roberts [1944] 1 All ER 326 per Scott LJ where he said at page 329 A-B "the requirement is very limited"».

 

[4] Δέστε την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του ΧΧΧ, Πολιτική Αίτηση Αρ. 13/2021, ημερ. 5/2/2021.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο