
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9(3)(γ) ΤΟΥ Ν. 33/1964
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ
(Αίτηση Αρ. 19/2025)
7 Ιουλίου, 2025
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΡΥΔΑ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ Ε190/2019, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 26/02/2025, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Μεταξύ:
ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΡΥΔΑ
Εφεσείοντα στο Εφετείο,
ΚΑΙ
ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΡΥΔΑ
Εφεσίβλητης στο Εφετείο.
______________________________________________
Λ. Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Αιτήτρια.
Ελένη Βραχίμη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Καθ’ου η Αίτηση.
____________________________________________________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
____________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Η Αιτήτρια/Εφεσίβλητη στην αναφερόμενη στον τίτλο Πολιτική Έφεση Ε190/2019, στην οποία εκδόθηκε Απόφαση από το Εφετείο στις 26/2/2025, καταχώρισε την υπό κρίση Αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, επιζητώντας άδεια για να υποβάλει αίτηση δυνάμει του Άρθρου 9(3)(γ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων 1964 έως (3) του 2023 (εφεξής «ο Νόμος»).
Η πιο πάνω Απόφαση εκδόθηκε σε έφεση κατά της πρωτόδικης Aπόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερ. 3/9/2019, δια της οποίας οριστικοποιήθηκαν προσωρινά διατάγματα τα οποία η Αιτήτρια/Εφεσίβλητη είχε εξασφαλίσει μονομερώς σε βάρος του Καθ’ου η Αίτηση/Εφεσίβλητου.
Το Εφετείο με την Απόφαση του αποδέχτηκε τον πρώτο Λόγο Έφεσης με τον οποίο προβάλλετο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε παραλείψει να ακυρώσει τα διατάγματα λόγω παράβασης της υποχρέωσης της Αιτήτριας/Εφεσίβλητης για πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων και ότι εσφαλμένα είχε κρίνει ότι δεν υπήρχε τέτοια παράλειψη. Ενόψει της επιτυχίας του εν λόγω Λόγου Έφεσης έκρινε ότι δεν χρειαζόταν η εξέταση των υπολοίπων Λόγων Έφεσης και παραμέρισε την πρωτόδικη Απόφαση.
Μετά την έκδοση της Απόφασης του Εφετείου ακολούθησε η καταχώριση από την Αιτήτρια της παρούσας Αίτησης, με την οποία ζητά άδεια για την εκδίκαση νομικών θεμάτων που, όπως αναφέρεται, προκύπτουν από την Απόφαση του Εφετείου, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου.
Ο Καθ’ου η Αίτηση καταχώρισε Ένσταση στη βάση του ότι δεν προβάλλεται νομικό θέμα το οποίο να εντάσσεται σε οποιοδήποτε από τους λόγους του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου 33/1964 για τους οποίους θα μπορούσε να δοθεί άδεια.
Το Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου προνοεί ότι, από την 1η Ιουλίου 2023, το Ανώτατο Δικαστήριο:
«αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αιτήσεως, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας πολιτικής ή ποινικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου και συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου, κατά την υπ' αυτού ενασκουμένη πολιτική ή ποινική δικαιοδοσία:
Νοείται ότι, η συμφώνως των πιο πάνω, υποβαλλομένη αίτηση δέον να προσδιορίζει σαφώς τα προκύπτοντα από την οικεία απόφαση νομικά θέματα, ως και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία τα υποστηρίζοντα το αίτημα, προκειμένου το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσο θα παραχωρήσει την απαιτούμενη άδεια:
Νοείται περαιτέρω ότι, σε τέτοια περίπτωση η απόφαση του Εφετείου αντικαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Zutphen κ.ά., Αρ. Αίτησης 2/2023, ημερ. 30/1/2024:
«Προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου ότι η δικαιοδοσία αφορά στην επίλυση νομικών θεμάτων. Τα νομικά αυτά θέματα πρέπει να προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου. Περαιτέρω, τα νομικά αυτά θέματα πρέπει να συναρτώνται:
- με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας, ή
- με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή
- με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, ή
- ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας, ή
- ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου.
Και η αίτηση για άδεια πρέπει να προσδιορίζει σαφώς τα νομικά αυτά θέματα και επίσης να προσδιορίζει τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία που υποστηρίζουν το αίτημα.»
Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Δομίνικου Κολλίτση (Δ.Β.Γ.Κ) v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αίτηση Αρ. 10/2024, ημερ. 11/9/2024, το Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου προβλέπει τη δυνατότητα παροχής άδειας για εκδίκαση σε τρίτο βαθμό νομικών ζητημάτων που σαφώς χρήζουν είτε νέας ερμηνείας κατ' απόκλιση από την υπάρχουσα νομολογία, είτε ορθής ερμηνείας όπου η μέχρι στιγμής ερμηνεία δεν είναι σαφής, είτε σαφήνειας όπου υπάρχουν αντικρουόμενες αποφάσεις, είτε αφορά θέμα δημοσίου συμφέροντος.
Στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 2023, με τον Κανονισμό 9(2)(α)(iv) προβλέπεται ότι για τη χορήγηση άδειας επισυνάπτεται έκθεση Νομικών Θεμάτων που προκύπτουν από την Απόφαση του Εφετείου, σε ξεχωριστές αριθμημένες παραγράφους και ξεχωριστή αιτιολογία για το κάθε ένα, ενώ στον Κανονισμό 9(2)(β) αναφέρεται ότι στην αίτηση παρατίθενται οι λόγοι για τους οποίους πρέπει να χορηγηθεί άδεια. Περαιτέρω, ο Κανονισμός 14(1)(α) προβλέπει ότι, όπου το Δικαστήριο χορηγεί άδεια, η έκθεση Νομικών Θεμάτων θα αποτελεί το έγγραφο στη βάση του οποίου θα διεξάγεται η ακρόαση. Όπως είχαμε την ευκαιρία να επισημάνουμε σε πρόσφατες Αποφάσεις μας, αυτό σημαίνει ότι το νομικό ζήτημα πρέπει να είναι διατυπωμένο με τρόπο ώστε να καθίσταται ευχερής η εξέταση του ως έχει.
Η πρώτη επιφύλαξη του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου απαιτεί όπως η αίτηση προσδιορίζει σαφώς τα Νομικά Θέματα που προκύπτουν από την Απόφαση του Εφετείου, καθώς επίσης τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία που τα υποστηρίζουν.
Στην Έκθεση Νομικών Θεμάτων που επισυνάπτεται στην Αίτηση για άδεια καταγράφονται δύο «Νομικά Ζητήματα», τα οποία συνοδεύονται από αιτιολογία. Κρίνεται σκόπιμη η μεταφορά των εν λόγω «Νομικών Ζητημάτων», αυτούσια, χωρίς την αιτιολογία που τα συνοδεύει:
Κατά πόσο δικαστήριο το οποίο εξετάζει αίτηση για την οριστικοποίηση προσωρινού διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς, υποχρεούται να εξετάσει το ζήτημα της απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων πριν να αποφασίσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60).
Δεύτερο Νομικό Ζήτημα
Κατά πόσο το Εφετείο δύναται να αναθεωρήσει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου για άλλο λόγο πέραν των δύο καθορισμένων από την νομολογία περιπτώσεων ήτοι (α) όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσια που παρέχεται από το νόμο και (β) όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία όπως είναι η περίπτωση απόφασης στην οποία δεν θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις παροχής άδειας στη βάση του Άρθρου(3)(γ) του Νόμου. Έχουμε προς τούτο με προσοχή εξετάσει τις θέσεις, αναφορές και εισηγήσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των δύο πλευρών, όπως αυτές προωθήθηκαν μέσω των Γραπτών τους Αγορεύσεων.
Μέσω του 1ου Νομικού Θέματος ό,τι προτάσσεται από πλευράς Αιτήτριας είναι ότι «η απόφαση του Εφετείου αποτελεί διαφοροποίηση από την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που προνοεί ότι το ζήτημα της απόκρυψης ουσιωδών στοιχείων συνιστά εξ αντικειμένου ουσιώδους σημασίας στοιχείο για την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας του Δικαστηρίου» και ότι «στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας και παρόλη την απόδειξη ουσιαστικής μη αποκάλυψης που δικαιολογεί την άμεση ακύρωση του διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς το δικαστήριο δύναται να διατάξει την συνέχιση της ισχύος του ή να εκδώσει νέο διάταγμα υπό όρους».
Είναι σημαντικό εξαρχής να επισημάνουμε ότι η αναφορά στο περιεχόμενο του 1ου Νομικού Θέματος σε «διαφοροποίηση από την πάγια νομολογία» δεν θα πρέπει να αφεθεί να προκαλέσει σύγχυση ή εντυπώσεις, ότι δηλαδή, το εν λόγω Νομικό Θέμα συναρτάται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Κ. Καντούνα, Αρ. 40/2024, ημερ. 6/2/2025). Όπως επεξηγήθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των 1. Μ. Γαβριηλίδη κ.ά., Αίτηση Αρ. 2/2024, ημερ. 11/11/2024, ζήτημα διαφοροποίησης πάγιας νομολογίας προκύπτει όταν το Εφετείο εφάρμοσε την πάγια νομολογία αλλά ο αιτητής εισηγείται ότι αυτή δικαιολογείται να διαφοροποιηθεί. Όπως ορθά επισημαίνεται και από πλευράς των ευπαιδεύτων συνηγόρων του Καθ’ου η Αίτηση, στην υπό συζήτηση περίπτωση, ό,τι στην πραγματικότητα επικαλείται η Αιτήτρια είναι ότι το Εφετείο δεν ακολούθησε τη νομολογία και, ως εκ τούτου, η Απόφαση του είναι εσφαλμένη. Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Καντούνα (ανωτέρω): «Όταν το Εφετείο σφάλλει γιατί παραγνωρίζει και δεν ακολουθεί την πάγια νομολογία, κάτι που δεν πρέπει να συμβαίνει, δεν εγείρεται κανένα νομικό ζήτημα συναρτώμενο με διαφοροποίηση της πάγιας νομολογίας. Απλώς η απόφαση του Εφετείου είναι εσφαλμένη».
Όσον αφορά το 2ο Νομικό Θέμα, η Αιτήτρια αφού αναφέρεται στην απόφαση του Εφετείου σύμφωνα με την οποία κρίθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της μη αποκάλυψης και ότι η παράλειψη αποκάλυψης συγκεκριμένου στοιχείου ήταν ουσιώδης και θα μπορούσε, αν αυτό αποκαλύπτετο, να επηρεάσει την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά το μονομερές στάδιο, επεσήμανε ότι το Εφετείο, ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση και ακυρώνοντας τα εκδοθέντα διατάγματα επενέβη στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια. Κατά την Αιτήτρια, με δεδομένο ότι οι περιπτώσεις επέμβασης του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι περιορισμένες, το Εφετείο, στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρόπο που αποφάσισε, τις έχει «διευρύνει». Όπως συγκεκριμένα τέθηκε από πλευράς Αιτήτριας, «με την απόφαση του το Εφετείο έχει ουσιαστικά διευρύνει το αυστηρό πλαίσιο που έχει θεσπιστεί στην απόφαση Αρέστη (ανωτέρω) παρεμβαίνοντας στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής ευχέρειας για λόγο που δεν εμπίπτει στις δύο περιπτώσεις που έχουν θεσπιστεί από τη νομολογία» και ότι «το Εφετείο έχει θέσει υποκειμενικό κριτήριο επέμβασης στον τρόπο εξάσκησης της διακριτικής ευχέρειας».
Είναι σαφές ότι μέσω των όσων πιο πάνω προβάλλονται εκείνο που στην πραγματικότητα διατυπώνεται από μέρους της Αιτήτριας είναι η διαφωνία της με την Απόφαση του Εφετείου εις το ότι δεν εφάρμοσε, στην υπό συζήτηση περίπτωση, όπως είναι ο ισχυρισμός της Αιτήτριας, τη νομολογία που καθορίζει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το Εφετείο δύναται να επέμβει στην άσκηση διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως αυτή αποκρυσταλλώθηκε στην υπόθεση Αρέστη v. Hλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984 και υιοθετήθηκε μεταγενέστερα σε σειρά άλλων υποθέσεων. Είναι χαρακτηριστική επί τούτου η πιο κάτω αναφορά που γίνεται στο πλαίσιο παράθεσης των λόγων για τους οποίους πρέπει να χορηγηθεί η άδεια:
«Το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η διακριτική του ευχέρεια ασκήθηκε με το συγκεκριμένο τρόπο. Ασκώντας την εξουσία που του παρέχει ο νόμος, αποφασίζει υπέρ ή εναντίον της χορήγησης της θεραπείας. Νοουμένου ότι η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου ασκήθηκε σύμφωνα με το νόμο, το Εφετείο δεν θα παρέμβει έστω και αν το ίδιο ενδεχομένως να ασκούσε διαφορετικά τη διακριτική του ευχέρεια. Το Εφετείο θα παρέμβει μόνο αν κρίνει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια όπως, για παράδειγμα, όπου καθοδηγήθηκε λανθασμένα στο νόμο ή παρερμήνευσε τα γεγονότα, ή έλαβε υπόψη γεγονότα που δεν έπρεπε ή παρέλειψε να λάβει υπόψη ουσιώδη γεγονότα.»
Εν ολίγοις, ό,τι αποδίδεται στο Εφετείο είναι λανθασμένη προσέγγιση και απόκλιση από τη νομολογία.
Δεδομένων των πιο πάνω, ό,τι επιχειρείται και ό,τι αξιώνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο είναι καινούρια κρίση και μια δεύτερη ευκαιρία επί των γεγονότων της υπόθεσης, ζήτημα το οποίο σαφώς και δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του, όπως αυτή καθορίζεται από το Άρθρο 9(3)(γ) του Νόμου. Η παροχή άδειας στη βάση του εν λόγω Άρθρου δεν συναρτάται με το εσφαλμένο ή μη της Απόφασης που εξεδόθη από το Εφετείο. Ούτε και άπτεται του κατά πόσο το Ανώτατο Δικαστήριο εναρμονίζεται ή όχι με την κρίση του Εφετείου. Εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τη συνδρομή των προϋποθέσεων του εν λόγω Άρθρου.
Ως αποτέλεσμα των όσων πιο πάνω αναφέρθηκαν, είναι η κατάληξη μας ότι δεν τεκμηριώθηκαν οι προϋποθέσεις παροχής άδειας για σκοπούς ενεργοποίησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη βάση του Άρθρου 9(3)(γ) του Νόμου.
Η Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα €1500 πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, εις βάρος της Αιτήτριας.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο