OLGA VASILYEVA v. GEORGE A. GEORGIOU & SONS DEVELOPERS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 209/2015, 3/7/2025
print
Τίτλος:
OLGA VASILYEVA v. GEORGE A. GEORGIOU & SONS DEVELOPERS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 209/2015, 3/7/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Πολιτική Έφεση Αρ. 209/2015

 

 

3 Ιουλίου, 2025

 

 

[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

OLGA VASILYEVA

                                                                 Εφεσείουσα

v.

 

GEORGE A. GEORGIOU & SONS DEVELOPERS LTD

 

                                                                                       Εφεσίβλητη

---------------------------

 

Χρ. Πουργουρίδης, για Χρήστος Πουργουρίδης & Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα

Δρ. Α. Ποιητής μαζί με Φ. Χατζηνικολή (κα), για Δρ. Ανδρέας Ποιητής & Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη

.................

Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον  Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.

------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.   Η εφεσείουσα, ενάγουσα στην αγωγή αρ. 582/2008 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, στις 24.5.2007, συνήψε γραπτή συμφωνία με την εφεσίβλητη εταιρεία,  εναγόμενη στην εν λόγω αγωγή, για την αγορά από την τελευταία μιας κατοικίας στην περιοχή του Δήμου Αγίου Αθανασίου, στη Λεμεσό.  Η πιο πάνω συμφωνία προέβλεπε ως τίμημα αγοράς το ποσό των Λ.Κ.345.000.-, περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α.  Βασικά, η κατοικία, ήταν ετοιμοπαράδοτη και έτσι το ποσό του τιμήματος πληρώθηκε στην εφεσίβλητη εταιρεία, μέχρι τις 29.5.2007, εκτός ποσού Λ.Κ.1.000.-, το οποίο θα πληρωνόταν με την μεταβίβαση της ιδιοκτησίας της συγκεκριμένης περιουσίας, στην εφεσείουσα.

 

Όπως προκύπτει από τα προλεχθέντα, η συμφωνία των μερών αφορούσε σε μια συνηθισμένη συναλλαγή στον τομέα του Δικαίου των Συμβάσεων.  Πέραν, όμως, από την πληρωμή του πιο πάνω ποσού, το εκδικάσαν Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, η εφεσείουσα κατέβαλε στην εφεσίβλητη εταιρεία και ένα πρόσθετο ποσό Λ.Κ.90.000.-.  Τούτο, καταβλήθηκε σε δύο δόσεις, μέσω πρώην εφεσίβλητου, επίσης εναγόμενου στην αγωγή, από συνολικό ποσό $190.000 ΗΠΑ, που είχε εμβάσει η εφεσείουσα σε λογαριασμό του, στις 10.5.2007 και στις 14.5.2007. Η πρώτη δόση καταβλήθηκε πριν την υπογραφή του εγγράφου της συμφωνίας, στις 24.5.2007  και η δεύτερη μετά την εξόφληση του αναγραφόμενου σε αυτή τιμήματος στις 27.5.2007, πλην του ποσού των Λ.Κ.1.000.-.   Τέλος, διαπίστωσε ότι το ποσό των Λ.Κ.90.000.-, καταβλήθηκε στην εφεσίβλητη εταιρεία, στα πλαίσια, ουσιαστικά,  μιας επάλληλης συμφωνίας (collateral agreement), την οποία τα μέρη είχαν συνάψει μεταξύ τους, προφανώς, προς εξυπηρέτηση της προαναφερθείσας, κύριας συμφωνίας.  Το Δικαστήριο, έκρινε ότι επρόκειτο για παράνομη συναλλαγή, δεδομένου ότι η πληρωμή του πιο πάνω  ποσού απεκρύβη από το Δημόσιο Ταμείο.   

 

Αποτελεί κοινό τόπο,  μεταξύ των μερών, γεγονός που επεσήμανε και το Δικαστήριο, ότι η αγορά της κατοικίας οφειλόταν στην συναισθηματική σχέση που είχε αναπτυχθεί μεταξύ της εφεσείουσας και του εναγόμενου, από την πρώτη ημέρα της άφιξης της στην Κύπρο, στις 9.4.2007,  για ολιγοήμερη παραμονή. Αυτής, αφιχθείσας ως επισκέπτριας, κατέλυσε σε συγκεκριμένο ξενοδοχείο της Λεμεσού και το απόγευμα της ίδιας ημέρας γνώρισε τον εφεσίβλητο με τον οποίο συνήψε ερωτική σχέση.  Η πιο πάνω γνωριμία τους εξελίχθηκε ραγδαία, γεγονός που συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση από την εφεσείουσα, σε σύντομο χρόνο, της βούλησης να αγοράσει κατοικία στη Λεμεσό.  Όταν δε αυτή επέστρεψε στη Ρωσία, χώρα καταγωγής της, ο εναγόμενος ανέλαβε να εξεύρει γι’  αυτήν την κατάλληλη κατοικία, όπως και έγινε. Η εφεσείουσα αγόρασε την προαναφερθείσα κατοικία από την εφεσίβλητη εταιρεία, υπό τους όρους πληρωμής του τιμήματος που έχουν προαναφερθεί, όπως τους διαπίστωσε το Δικαστήριο.  Στη συνέχεια, σε επίσκεψη που ο εναγόμενος πραγματοποίησε στη Ρωσία, έκανε πρόταση γάμου στην εφεσείουσα, οπότε αυτοί κατέληξαν να παντρευτούν.  Τούτο, συνέβηκε στις 18.7.2007 στην Κύπρο, η δε κατοικία που είχε, στο μεταξύ, παραδοθεί στην εφεσείουσα, αποτέλεσε τη συζυγική τους εστία.   Έζησαν εκεί, μαζί, μέχρι τον Ιανουάριο του 2008, που επήλθε  διάσταση στη σχέση τους.  Σε κατοπινό στάδιο, η ρήξη αυτή επισφραγίστηκε με την έκδοση διαζυγίου, από το Οικογενειακό Δικαστήριο.

 

Στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι, η εφεσείουσα, με την έκθεση απαίτησης της, είχε προβάλει και άλλες χρηματικές απαιτήσεις εναντίον των αντιδίκων της στην αγωγή.  Σε κατοπινό στάδιο, όμως, κατά την ακρόαση που ακολούθησε, περιόρισε την απαίτηση της εναντίον τους, στο ποσό των Λ.Κ.90.000.-.  Σε μεταγενέστερο χρόνο, αυτή αποτάθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο όπου, σε σχέση με τον εναγόμενο 2 στην αγωγή, απέσυρε την έφεση, στη βάση του ότι οι διαφορές τους, στην εν λόγω υπόθεση, είχαν διευθετηθεί, εξωδίκως.  Επομένως, η έφεση προχωρεί εναντίον μόνο της εφεσίβλητης εταιρείας ενώ όπου παρίσταται ανάγκη για αναφορά στον πρώην εφεσίβλητο, αυτός θα αναφέρεται ως ο εναγόμενος. 

 

Βασικά, αντικείμενο, πλέον, της έφεσης, είναι κατά πόσο τα δύο εναπομείναντα μέρη σε αυτή, δηλαδή, η εφεσείουσα και η εφεσίβλητη εταιρεία, είχαν συμφωνήσει προφορικά, να κατέβαλλε η πρώτη στη δεύτερη το επιπλέον ποσό των Λ.Κ.90.000.-, ως πληρωμή «κάτω από το τραπέζι», όπως είναι ο ισχυρισμός εκατέρωθεν, στη δικογραφία, στην τελική της μορφή.  Να σημειωθεί πως, αρχικά, αρνήθηκαν και οι δύο πλευρές ότι γνώριζαν για την εν λόγω πληρωμή.  Η εφεσείουσα, αρνήθηκε στην έκθεση απαίτησης της ότι έλαβε πληροφόρηση προς τούτο από την εφεσίβλητη εταιρεία, ενώ η τελευταία αρνήθηκε ότι είχε γίνει τέτοια πληρωμή σε αυτή και υπό τις περιστάσεις που έχουν προαναφερθεί.  Να αναφερθεί, επίσης, ότι τα μέρη εμμένουν στις θέσεις τους,  κάθε ένα για τους δικού του λόγους, αντιλαμβανόμενοι, προφανώς, ότι η φράση πληρωμή «κάτω από το τραπέζι», περιγράφει μια παράνομη συναλλαγή.

 

Τα γεγονότα που οδήγησαν το Δικαστήριο στην πιο πάνω κατάληξη, είναι αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και αποτελούν τα ευρήματα του σε σχέση με την υπό αναφορά συναλλαγή. Πλέον σημαντικά είναι αυτά που αφορούν στις συνθήκες πληρωμής του ποσού των Λ.Κ.90.000.-, από την εφεσείουσα στην εφεσίβλητη εταιρεία. Διαπίστωσε ότι, το πιο πάνω ποσό πληρώθηκε από την πρώτη με την ελεύθερη βούληση της, γνωρίζοντας ότι αυτό αποτελούσε μέρος του τιμήματος για την αγορά της κατοικίας, το οποίο, όμως, δεν θα αναφερόταν στο έγγραφο της συμφωνίας.  Στη βάση αυτή απέρριψε την αγωγή. Η εφεσείουσα, διαφωνώντας με τα πιο πάνω ευρήματα και την τελική κρίση, συναφώς, του Δικαστηρίου, προσέβαλε την απόφαση του με αριθμό λόγων έφεσης. 

 

Με τον πρώτο λόγο τίθεται, ιδιαίτερα, θέμα δικογράφησης συγκεκριμένων ισχυρισμών, στην υπεράσπιση της εφεσίβλητης εταιρείας.  Με τους δεύτερο και έβδομο λόγους, αμφισβητείται η ορθότητα της αξιολόγησης της προσφερθείσας μαρτυρίας σε σχέση με το διαπίστωση, ανωτέρω, του Δικαστηρίου. Με τον τρίτο λόγο, ουσιαστικά, σχολιάζεται η παρατήρηση του Δικαστηρίου, ως προς τον τρόπο με τον οποίο ο δικηγόρος της εφεσίβλητης εταιρείας είχε θέσει συγκεκριμένη ερώτηση στην εφεσείουσα. Με τον τέταρτο λόγο, τίθεται θέμα καθ’ ύλην δικαιοδοσίας του Δικαστή, ενώ με τους λοιπούς λόγους έφεσης, ήτοι τον πέμπτο και τον έκτο, τίθεται θέμα ως προς τη διαταγή του Δικαστηρίου για τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας. 

 

Όσον αφορά, λοιπόν, τον πρώτο λόγο έφεσης, είναι γεγονός πως η εφεσίβλητη εταιρεία, αρχικά, αρνήθηκε στην υπεράσπιση της τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι αυτή της κατέβαλε, επιπρόσθετα από το ποσό που αναφερόταν στο έγγραφο της συμφωνίας, επιπλέον ποσό Λ.Κ.90.000.-, καθώς και ότι ο διευθυντής της γνώριζε για την πιο πάνω πληρωμή. Σε κατοπινό στάδιο, όμως, το εκδικάσαν Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του, επέτρεψε την τροποποίηση της υπεράσπισης της εφεσίβλητης εταιρείας και την περίληψη σε αυτή ισχυρισμού ότι, η πληρωμή του ποσού των Λ.Κ.90.000.- από την εφεσείουσα προς την εφεσίβλητη εταιρεία ήταν παράνομη, δεδομένου ότι είχε γίνει με τον τρόπο που έχει προαναφερθεί.  Ωστόσο, δεν ήταν η πρώτη φορά που το θέμα τούτο ετίθετο στη  δικογραφία.   Η εφεσείουσα, πρώτη, είχε περιλάβει στην έκθεση απαίτησης της, ισχυρισμό περί παρανομίας, ειδικά, στη βάση ότι το πιο πάνω ποσό καταβλήθηκε στην εφεσίβλητη εταιρεία, ως «πληρωμή κάτω από το τραπέζι». Έτσι είχε εξηγηθεί σε αυτή, όπως ισχυρίστηκε, ο λόγος που το εν λόγω ποσό δεν θα εμφανιζόταν στο έγγραφο της πωλητήριας συμφωνίας. Ωστόσο, στις λεπτομέρειες της παραγράφου 19 του ίδιου δικογράφου, αποδίδεται στην εφεσίβλητη εταιρεία «δόλος και/ή απάτη και/ή ψευδείς παραστάσεις και/ή συνωμοσία», προς εξαπάτηση. Τούτο παρά το γεγονός ότι στην παράγραφο 20 δικογραφείτο από μέρους της ότι, αυτή είχε πληροφορηθεί πως η καταβολή του πιο πάνω ποσού αφορούσε παράνομη πληρωμή και στο αιτητικό Α, απαιτούσε την επιστροφή του, στη βάση αυτή. 

 

Η εφεσίβλητη εταιρεία, με την τροποποίηση της υπεράσπισης της, στις 24.9.2013 και τη συμπερίληψη σε αυτή αναφοράς σε παρανομία, με τη μορφή που αναφέρεται πιο πάνω, ουσιαστικά, προέβη σε παραδοχή, όσον αφορά τον αντίστοιχο ισχυρισμό της εφεσείουσας, στην έκθεση απαίτησης της.  Τέτοιος χειρισμός είναι επιτρεπτός, στο πλαίσιο δικογράφησης των θέσεων αντιδικούντων μερών, έστω και αν σχετικός ισχυρισμός οδηγεί, τελικώς, στη διαπίστωση συνωμοσίας, για τη διάπραξη παρανομίας.  Το Δικαστήριο, ως θέμα αρχής, έχει εξουσία να εξετάσει τέτοιους ισχυρισμούς, ex proprio motu.  Επομένως, δύναται και να επιτρέψει την τροποποίηση δικογράφου ώστε να δικογραφηθεί τέτοια παραδοχή.  Σαφώς, δεν αποτελεί αυτό υπεράσπιση απόρριψης ή αντίκρουσης κάποιου μη αποδεκτού ισχυρισμού, αλλά παραδοχή ισχυρισμού για παρανομία από την εφεσίβλητη εταιρεία, ως εναγόμενη στην αγωγή.  Επομένως, δεν τίθετο, εν προκειμένω,  θέμα καθυστέρησης στην προβολή της, ώστε να μην ήταν επιτρεπτή η τροποποίηση, αναλόγως, της υπεράσπισης της εφεσίβλητης εταιρείας.  Επομένως, ο πρώτος λόγος έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Mε τους δεύτερο και έβδομο λόγους έφεσης, γίνεται εισήγηση για λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του διευθυντή της εφεσίβλητης εταιρείας και για λανθασμένη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι, η εφεσείουσα γνώριζε για το παράνομο της πληρωμής του ποσού των Λ.Κ.90.000.-. Το Δικαστήριο επιλήφθηκε της πτυχής αυτής, δίδοντας έμφαση στη μαρτυρία της εφεσείουσας, την οποία και εξέτασε ενδελεχώς, με βάση το περιεχόμενο της, δεδομένης της δικογραφημένης θέσης κάθε πλευράς, όπως είχε διαμορφωθεί πριν από την έναρξη της ακρόασης της αγωγής. 

 

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο δεν πίστεψε τη θέση της εφεσείουσας ότι η τελευταία παρά το ότι απέστειλε στον εναγόμενο το ποσό των Λ.Κ.90.000.-, δεν γνώριζε ότι αυτό θα πληρωνόταν στην εφεσίβλητη εταιρεία, ως μέρος του τιμήματος για την αγορά της κατοικίας, καθώς και τον τρόπο πληρωμής του, δηλαδή «κάτω από το τραπέζι». Απορρίπτοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς της εφεσείουσας, επεσήμανε ότι αυτή ήταν οικονομολόγος, με σπουδές στο συγκεκριμένο τομέα.  Σημείωσε, επίσης, πως πριν έρθει στην Κύπρο, εργοδοτείτο ως διευθύντρια σε εταιρεία ταχυδρομικών υπηρεσιών στη Ρωσία και ότι διηύθυνε τις εργασίες 16.000 υπαλλήλων του προσωπικού της.  Δεν δέχθηκε ότι αυτή δεν είχε ζητήσει, εξ αρχής, να πληροφορηθεί για το σκοπό της πιο πάνω επιπλέον πληρωμής, το ύψος της οποίας, Λ.Κ.90.000.-, δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητο, καθώς και τον προαναφερθέντα τρόπο πληρωμής του.  Ορθώς, βέβαια, δεν έλαβε υπόψη και τη θέση της ότι, σ’ αυτό είχε συμβάλει ο σφοδρός έρωτας της, προς τον εναγόμενο.  Δεν υπήρχε, άλλωστε, τέτοιος ισχυρισμός στην έκθεση απαίτησης.  Ό,τι δικογραφείται, ήταν πως αυτή είχε συνάψει «φιλικές σχέσεις» με τον εναγόμενο.

 

Τέλος, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εφεσείουσα γνώριζε για τη συγκεκριμένη πληρωμή, αφού σε κατάσταση λογαριασμού του εναγόμενου, τεκμήριο 2, εμφανιζόταν μια ανάληψη Λ.Κ.45.000.- στις 23.5.2007, δηλαδή μια μέρα πριν από την υπογραφή της πωλητήριας συμφωνίας, στις 24.5.2007, ενώ εύλογα συνήγαγε, με αναφορά στην ίδια κατάσταση λογαριασμού, πως η δεύτερη πληρωμή, των Λ.Κ.45.000.-, έγινε στις 6.6.2007, με το συγκεκριμένο ποσό να αποτελούσε μέρος της ανάληψης των Λ.Κ.70.000, που είχε γίνει κατά την πιο πάνω ημερομηνία.  Είναι παραδεκτό, άλλωστε, ότι η εφεσείουσα είχε εμβάσει μεγάλα ποσά, σε λογαριασμό του εναγόμενου, για τον προορισμό των οποίων δεν δόθηκαν καθόλου ή και ικανοποιητικές εξηγήσεις, κατά τη δίκη.  Έκρινε, λοιπόν, εύλογα, ότι το  ποσό των Λ.Κ.90.000.- πληρώθηκε επιπλέον του  αναγραφόμενου στην πωλητήρια συμφωνία ποσού, το οποίο είχε πληρωθεί από την εφεσείουσα με μεταφορά ποσού Λ.Κ.335.000.-, από λογαριασμό που αυτή διατηρούσε σε τράπεζα στο Ισραήλ απευθείας, σε λογαριασμό της εφεσίβλητης εταιρείας, στην Κύπρο.

 

Το Δικαστήριο, δεδομένων και των πιο πάνω ευρημάτων του, είχε πλέον ενώπιον του αδιάσειστη μαρτυρία υποστηρίζουσα την καταβολή του ποσού των Λ.Κ.90.000.- από την εφεσείουσα, ως μέρος του τιμήματος για την αγορά της κατοικίας, έχοντας γνώση και για το σκοπό που θα εξυπηρετούσε ο τρόπος πληρωμής του.  Επομένως, το Δικαστήριο, ορθώς, αντιλήφθηκε τη μαρτυρία, καταλήγοντας σε εύλογα ευρήματα, ως προς τα αληθινά γεγονότα που είχαν λάβει χώρα.  Συνακόλουθα, οι δεύτερος και έβδομος λόγοι έφεσης, επίσης, δεν μπορούν να επιτύχουν.

 

Δεδομένων των πιο πάνω ευρημάτων, δεν υπήρξε αμφισβήτηση, μέσω της έφεσης, της νομικής βάσης επί της οποίας το Δικαστήριο στηρίχθηκε για να απορρίψει την αγωγή.  Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του έχει ως εξής:  «Η ενάγουσα γνώριζε για την παρανομία.  Βέβαια η συμφωνία της με τους εναγόμενους 2, (την εφεσίβλητη εταιρεία), έχει εκπληρωθεί και εκτελεστεί στη βάση των συμφωνηθέντων ως προς το τίμημα, περιλαμβανομένου του ποσού των Λ.Κ.90.000.00 το οποίο αποτελούσε μέρος αυτού.  Δεν υπάρχει κάτι που εκκρεμεί ώστε να έχει σημασία να κηρυχθεί άκυρη η συμφωνία. Ούτε το ζητά η ενάγουσα,  αλλά ούτε και υπάρχει ανταπαίτηση για τέτοιο ζήτημα.».

 

Για την ολοκλήρωση της εικόνας, ως προς τη νομική πτυχή, το Δικαστήριο αναφέρθηκε και στην παρόμοιας φύσεως υπόθεση Χριστοδούλου ν. Antonius H.F.M. Vraets (2009) 1 A.A.Δ. 802 και στην εκεί παρατήρηση ότι, «Εδώ, υπό οποιαδήποτε θεώρηση είτε δηλαδή υπήρξε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, είτε υπήρξε πρόθεση εξαπάτησης του εφεσίβλητου, το γεγονός παρέμενε με βάση τη διαπίστωση του πρωτοδίκου Δικαστήριο ότι ο εφεσίβλητος γνώριζε το παράνομο της όλης επιχείρησης, συμμετείχε σ' αυτή θεληματικά και ήταν συνεπώς in pari delicto με τον εφεσείοντα και τον εναγόμενο 2. Δεν είναι ορθά τα όσα εισηγείται ο εφεσίβλητος ως προς τη θεώρηση της συνομωσίας και της πρόθεσης εξαπάτησης, δόλου και απάτης ως θεραπείες δυνάμενες να αποτελέσουν ανεξάρτητη βάση αγωγής, θεμελιώνοντας έτσι αγώγιμο δικαίωμα. Το επιχείρημα προσκρούει τόσο στο ενιαίο των στοιχείων και γεγονότων που συνέθεταν την όλη επιχείρηση, όσο και στη θέση ότι ακόμη και η εσωτερική πρόθεση εξαπάτησης του εφεσίβλητου από τους άλλους δύο διαδίκους, εξωτερικεύτηκε με τη συνομολόγηση προφορικής παράνομης συμφωνίας, στην οποία θεληματικά και εν γνώσει του έλαβε μέρος ο εφεσίβλητος. Δεν υπάρχει επομένως πεδίο διαχωρισμού.».  Στη βάση, λοιπόν αυτή, το Δικαστήριο, κατέληξε πως δεν δικαιολογείτο η επιστροφή του ποσού των Λ.Κ.90.000.-, στην εφεσείουσα, ως η απαίτηση της και έτσι απέρριψε την αγωγή.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ουσιαστικά, τίθεται υπό αμφισβήτηση η ορθότητα της παρατήρησης του Δικαστηρίου, για τον τρόπο αντίκρυσης από αυτό, συγκεκριμένης ερώτησης που ο συνήγορος της εφεσίβλητης εταιρείας υπέβαλε στην εφεσείουσα κατά την αντεξέταση της τελευταίας. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση συγκεκριμένης μαρτυρίας είπε τα εξής: «Εάν το Δικαστήριο λειτουργούσε στη βάση αυτής της λογικής, θα απέρριπτε την αγωγή της Ενάγουσας χωρίς οποιοδήποτε προβληματισμό  απλά και μόνο ότι ο συνήγορος της, κατά την αντεξέταση του Γεωργίου, υπέβαλε ότι είχε και αυτός μεγάλο όφελος από άποψη φορολογίας γι' αυτό και είναι ο ίδιος που υπέβαλε την πρόταση στην Ενάγουσα για τα «μαύρα» χρήματα.  Αυτή η υποβολή, προφανώς συνιστά αποδοχή ότι γνώριζε η Ενάγουσα περί «μαύρων» χρημάτων από την αρχή και δεν άκουσε για κάτι τέτοιο πολύ αργότερα όταν, όπως ισχυρίστηκε, ζήτησε απόδειξη και δεν της δόθηκε.  Ίσως να συνιστά ακόμη και ανατροπή της δικογραφημένης της θέσης.».  Συμπληρώνεται δε, πως η πιο πάνω παρατήρηση του Δικαστηρίου αποτελεί ένδειξη του πρόχειρου τρόπου με τον οποίο αυτό προέβη στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, ενώ η ερώτηση, όπως ετέθη, συνιστούσε προσβολή για το δικηγόρο της εφεσείουσας.

 

Με κάθε σεβασμό, δεν υιοθετείται η ως άνω προσέγγιση.  Το Δικαστήριο, με την πιο πάνω παρατήρηση του, προσπάθησε να δείξει ότι είχε αντιληφθεί, στην ορθή της διάσταση, την παρόμοιας φύσεως ερώτηση που είχε υποβληθεί προς το βασικό μάρτυρα της κάθε πλευράς. Αυτή είναι η σημασία της πιο πάνω παρατήρησης του. Τίποτε πέραν τούτου.  Σε κάθε περίπτωση, δεν γίνεται αντιληπτό, ότι ήθελε να θίξει το συνήγορο που εκπροσώπησε την εφεσείουσα, κατά τη δίκη.  Τέλος, διαπιστώνεται πως, με το συγκεκριμένο λόγο έφεσης, δεν προσβάλλεται η ορθότητα της κρίσης του Δικαστηρίου επί οποιουδήποτε κρίσιμου σημείου της διαφοράς των μερών.  Επομένως, δεν μπορεί να επιτύχει ούτε και ο τρίτος λόγος έφεσης.  

 

Όσον αφορά το θέμα της καθ’  ύλην δικαιοδοσίας του Δικαστή, που εκδίκασε την υπόθεση, και στο οποίο αφορά ο τέταρτος λόγος έφεσης, επισημαίνονται τα εξής:  Είναι γεγονός πως, ο ευπαίδευτος Δικαστής όντας στο βαθμό του Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή, ανέλαβε την εκδίκαση της υπό αναφορά αγωγής, η οποία είχε καταχωριστεί στην κλίμακα €500.000-€2.000.000.00.-. Ωστόσο, ως εύκολα διαπιστώνεται, στο εντελώς αρχικό στάδιο της έναρξης της δίκης, η εφεσείουσα, ενεργώντας διά του δικηγόρου της, εγκατέλειψε όλες τις αξιώσεις της πλην αυτής για το ποσό των Λ.Κ.90.000.-  Επομένως, ό,τι απαιτείτο από το Δικαστή να εκδικάσει, ήταν μια απαίτηση για πόσο Λ.Κ.90.000.-, το οποίο ισούτο με €153.794,13.-, εμπίπτουσα στην κλίμακα €100.000-€500.000.-.  Αυτή ήταν και η δικαιοδοσία του Δικαστή κατά τον ως άνω ουσιώδη χρόνο και ουδείς των συνηγόρων έδειξε να διαφωνεί με την ανάληψη  της εκδίκασης από αυτόν της εν λόγω απαίτησης, κατά το στάδιο εκείνο. Επομένως, ούτε και ο τέταρτος λόγος έφεσης ευσταθεί. 

 

Ακολουθεί τέλος, η εξέταση των σχετικών, τόσο με τον προηγηθέντα τέταρτο λόγο έφεσης, όσο και μεταξύ τους πέμπτου και έκτου λόγου έφεσης, αναφορικά με το θέμα των εξόδων.  Ειδικά, ο πέμπτος λόγος, θα είχε σημασία να εξεταστεί δεδομένης της κλίμακας επί της οποίας εκδικάστηκε η απαίτηση της εφεσείουσας, ως εκ του περιορισμού της στο ποσό των Λ.Κ.90.000.-.  Που σημαίνει ότι, ανάλογη έπρεπε να ήταν και η κλίμακα των εξόδων, για το ύψος των οποίων παραπονείται η εφεσείουσα, δεδομένου ότι υπολογίστηκαν σε μεγαλύτερη κλίμακα.  Με τον έκτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της διαταγής για τα έξοδα, δηλαδή, εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ της εφεσίβλητης εταιρείας, δεδομένης της διαπίστωσης του Δικαστηρίου ότι είχαν συμφωνήσει στη διενέργεια της εν λόγω παράνομης συναλλαγής.  Ο πιο πάνω λόγος, συμπληρώνεται, στο αιτιολογικό μέρος του, με την παρατήρηση ότι το Δικαστήριο, «Έπρεπε να απορρίψει την αγωγή χωρίς καμία διαταγή για τα έξοδα για να μην επιβραβεύσει διαδίκους που συμμετείχαν σε συνωμοσία καταδολίευσης του Δημοσίου.».  Η παρατήρηση αυτή είναι ορθή· δεν επιβραβεύονται οι παρανομούντες.  Επομένως, ο έκτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει, προς ακύρωση της πρωτόδικης διαταγής για τα έξοδα, οδηγώντας, ωστόσο, σε αποτυχία τον πέμπτο λόγο έφεσης, ανωτέρω.

 

Συνοψίζοντας, κατά την εφεσίβλητη εταιρεία, η πληρωμή του ποσού των Λ.Κ.90.000.-, αποτελούσε μέρος του τιμήματος, όμως, δε δηλώθηκε για φορολογικούς λόγους της ιδίας ενώ, συγχρόνως, θα ωφελείτο και η εφεσείουσα. Συγκεκριμένα, αυτή θα πλήρωνε λιγότερα μεταβιβαστικά τέλη, και Φ.Π.Α., αφού το τίμημα που κατέβαλε για την αγορά της κατοικίας, εμφανίζετο στο πωλητήριο έγγραφο να ήταν κατά Λ.Κ.90.000.- πιο κάτω από το πραγματικό.  Επομένως, η συγκεκριμένη πληρωμή, αφορούσε σε μια παράνομη συναλλαγή που είχε, όμως, διεκπεραιωθεί.  Ό,τι απέμεινε είναι να λογοδοτήσουν τα μέρη, το καθένα στον κρατικό φορέα που πρέπει, για ό,τι οφείλει ως αποτέλεσμα της πιο πάνω συναλλαγής.  Αν τίθεται θέμα διερεύνησης διάπραξης και ποινικών αδικημάτων, σχετικά, τούτο επαφίεται στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, να ενεργήσει, ανάλογα. 

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται, εκτός σε σχέση με τον έκτο λόγο έφεσης, όσον αφορά τα έξοδα. Υπό τις περιστάσεις που έχουν πιο πάνω αναφερθεί, δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή, σε σχέση με αυτά.

 

 

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

 

                                                             Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

     Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/γκ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο