SIDDHANT INDUSTRIES PRIVATE LTD v. BOBAN POPOVIC κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 247/2015, 25/7/2025
print
Τίτλος:
SIDDHANT INDUSTRIES PRIVATE LTD v. BOBAN POPOVIC κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 247/2015, 25/7/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ   

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 247/2015

 

25 Ιουλίου, 2025

 

[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

SIDDHANT INDUSTRIES PRIVATE LTD

Εφεσείουσα/Ενάγουσα

v.

 

                                            1. BOBAN POPOVIC

2. ANDREEVA GALINA

Εφεσίβλητων/Εναγομένων

-----------------------------

 

Παπαντωνίου & Παπαντωνίου ΔΕΠΕ, για εφεσείοντες

Α. Τεκκής & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για εφεσίβλητους

-----------------------------------

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.

 

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Μία συναλλακτική σχέση μεταξύ συγκεκριμένων εταιρειών, η οποία φαινομενικά αφορούσε σε συμφωνία πώλησης αγαθών, διαπιστώθηκε από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ότι αποτελούσε απάτη.  Κύρια μέρη σε αυτή, ήταν η εταιρεία Siddhant Industries Private Ltd από την Ινδία, ασχολούμενη με την παραγωγή μεταλλικών κατασκευών και η εταιρεία Kum Export (Overseas) Co Ltd, από τις Μπαρπάντος Νήσους (Barbados), η οποία είχε συμφωνήσει να της πωλήσει 51,24 μετρικούς τόνους ψευδάργυρου, έναντι συγκεκριμένου ποσού.  Όταν διεφάνη ότι, πιθανόν να επρόκειτο για απάτη, η πρώτη εταιρεία, ανωτέρω, καταχώρισε στο προαναφερθέν επαρχιακό δικαστήριο, ως ενάγουσα, εναντίον της δεύτερης πιο πάνω εταιρείας, ως εναγομένης 2, την αγωγή αρ. 580/2008.

 

Η αγωγή, στρεφόταν εναντίον και της εναγομένης 1 εταιρείας, θυγατρική της εναγομένης 2, καθώς, επίσης, των διευθυντών της πρώτης, εναγομένων 3 και 4.  Το Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιον του τεθείσα μαρτυρία, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι, η εναγόμενη 1 μαζί με την εναγόμενη 2, ενεργώντας σε συνεργασία, εξαπάτησαν την ενάγουσα εταιρεία.  Επομένως, εξέδωσε απόφαση εναντίον της εναγομένης 1, όχι όμως και εναντίον της εναγομένης 2. Σε σχέση με την τελευταία, δεν είχε γίνει επίδοση του κλητηρίου εντάλματος και ως εκ τούτου, αυτή ουδέποτε κατέστη μέρος της διαδικασίας.  Εν ολίγοις, η ακρόαση διεξήχθη σε σχέση με τους εναγόμενους 1, 3 και 4.  Σε αυτή, κατέθεσαν, ως μάρτυρες, τέσσερα πρόσωπα, δύο από κάθε πλευρά.

 

Σύμφωνα με τα ευρήματα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, στις 25.1.2008, η εναγομένη 2 συμφώνησε, γραπτώς, να πωλήσει στην ενάγουσα την προαναφερθείσα ποσότητα ψευδάργυρου, έναντι του συνολικού ποσού των ΗΠΑ$122.976.-.  Μέχρι τις 4.3.2008, ως η συμφωνία τους, κατέβαλε το πιο πάνω συμφωνηθέν ποσό, με μεταφορά που πραγματοποίησε σε λογαριασμό της εναγομένης 1, σε κυπριακή τράπεζα, στην Κύπρο.  Τούτο, έλαβε χώρα καθ’  υπόδειξη της εναγόμενης 2, έναντι αποστολής από αυτή, προς την ενάγουσα, διαδικτυακά, της φορτωτικής (bill of lading) και των άλλων σχετικών με την προαναφερθείσα συναλλαγή εγγράφων.  Ωστόσο, τα εμπορεύματα ουδέποτε έφθασαν στον προορισμό τους, δηλαδή στην Ινδία.  Σε επικοινωνία  που η ενάγουσα είχε με την μεταφορική εταιρεία που αναφερόταν στη φορτωτική, η τελευταία την πληροφόρησε ότι, ουδέποτε έλαβε οδηγίες για μεταφορά των εν λόγω εμπορευμάτων, στο συμφωνηθέντα, ως ανωτέρω, προορισμό τους.   

 

Με το πέρας της ακρόασης, εκδόθηκε απόφαση εναντίον της εναγομένης 1, ως η απαίτηση.  Σε σχέση με τους εναγόμενους 3 και 4, διευθυντές της, η αγωγή απερρίφθη, ως μη αποδειχθείσα.  Γι’  αυτό, η υπό εξέταση έφεση, καταχωρίστηκε από την ενάγουσα, ως εφεσείουσα, εναντίον των εναγομένων 3 και 4, εφεσίβλητων 1 και 2, προσβάλλοντας την ορθότητα της σχετικής απόφασης του Δικαστηρίου.  Τούτο,  με τρεις λόγους έφεσης, όμοιους μεταξύ τους, ενώ με ένα τέταρτο λόγο, προσέβαλαν τη διαταγή του, ως προς τα έξοδα.  Συγκεκριμένα, επεδίκασε υπέρ των εφεσίβλητων 1 και 2, ποσό ίδιο με αυτό που επεδίκασε υπέρ της εφεσείουσας, σε σχέση με την απόφαση που εξέδωσε εναντίον της εναγομένης 1.

 

Όσον αφορά, λοιπόν, τους τρεις πρώτους λόγους έφεσης, με αυτούς προσβάλλεται η απόφαση του Δικαστηρίου πως δεν αποδείχθηκε, οι εφεσίβλητοι να είχαν οποιαδήποτε συμμετοχή στην φερόμενη πωλητήρια συναλλαγή, μεταξύ της εφεσείουσας και της εναγομένης 2, στην αγωγή.  Τούτο, επιχειρείται με παραπομπή σε διάφορα σημεία του σχολιασμού της μαρτυρίας από το Δικαστήριο, που το οδήγησε στη διαπίστωση απουσίας μαρτυρίας, προς ικανοποίηση των προνοιών του άρθρου 17(1[1]) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, και για τους δύο εφεσίβλητους.

 

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο, αφού εξέτασε την ενώπιον του μαρτυρία, κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν είχε αποδειχθεί η συμμετοχή των εφεσιβλήτων, στη σε βάρους της εφεσείουσας διενεργηθείσα απάτη.  Όπως διαπίστωσε, ουδεμία αναφορά υπήρχε στη μαρτυρία που προσφέρθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας, για την εμπλοκή των πρώτων στην εν λόγω απατηλή συναλλαγή.  Τούτο δε, παρά το γεγονός ότι αυτοί ήταν διευθυντές της εναγομένης 1. Επιπρόσθετα, διαπίστωσε πως αναφορές των μαρτύρων, εκ μέρους της εφεσείουσας, ότι κάποιο πρόσωπο με άλλο όνομα, που  λειτουργούσε από τη διεύθυνση των γραφείων της εναγομένης 1 στη Λάρνακα, μπορεί να ήταν ο εναγόμενος 3, δηλαδή ο εφεσίβλητος 1, δεν ήταν αρκετές.  Το Δικαστήριο, παρατήρησε πως, χωρίς κάποια απτή μαρτυρία, οι πιο πάνω αναφορές, για εμπλοκή, ειδικά, του εφεσίβλητου 1 στην απάτη, δεν ξεπερνούσαν το επίπεδο της εικασίας.

 

Πράγματι, από μόνη της η διευθυντική ιδιότητα των εφεσίβλητων 1 και 2 σε σχέση με την εναγομένη 1, δεν ήταν αρκετό να οδηγήσει σε ασφαλές συμπέρασμα για συμμετοχή τους στη διενεργηθείσα απάτη, σε βάρος της εφεσείουσας.  Σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω ιδιότητα δεν δημιουργεί κάποιο τεκμήριο, ως προς τούτο.  Θα έπρεπε να είχε προσφερθεί συγκεκριμένη μαρτυρία με την οποία να αποδεικνύετο η συμμετοχή τους στην απάτη, μάλιστα εξειδικεύοντας και τη μορφή που αυτή είχε λάβει, δεδομένης της ερμηνείας το όρου απάτη, στο άρθρο 17(1) του Νόμου, Κεφ. 149.

 

Το περιεχόμενο της σχετικής μαρτυρίας έπρεπε να ικανοποιούσε το βαθμό απόδειξης σε αστικές υποθέσεις, ήτοι το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου.  Το ίδιο ισχύει σε σχέση και με την αναφορά  ότι πρόσωπο με όνομα άλλο από αυτό του εφεσίβλητου 1, το οποίο εργοδοτείτο στα γραφεία της εναγόμενης 1 στη Λάρνακα, πιθανόν να ήταν ο εφεσίβλητος 1.  Όσον αφορά την εμπλοκή, τέλος, της εφεσίβλητης 2, όπως και στην περίπτωση του εφεσίβλητου 1, δεν υπάρχει αναφορά στη μαρτυρία από την οποία θα μπορούσε να συναχθεί στη βάση του πιο πάνω βαθμού απόδειξης, η εμπλοκή της στην εν λόγω απάτη.  Είναι σημαντικό να τονιστεί, συναφώς, ότι ουδεμία παραπομπή γίνεται στις λεπτομέρειες των συγκεκριμένων λόγων έφεσης, στο πρακτικό που είχε τηρηθεί κατά την ακρόαση της αγωγής, από το οποίο να προκύπτει μαρτυρία για εμπλοκή των εφεσίβλητων στο εν λόγω αστικό αδίκημα, σε βάρος της εφεσείουσας.  Επομένως, οι τρεις πρώτοι λόγοι έφεσης απορρίπτονται. 

 

Όσον αφορά τον τέταρτο και τελευταίο λόγο έφεσης, δεν χωρεί αμφιβολία πως πρέπει να γίνει κάποια διαφοροποίηση στη διαταγή του Δικαστηρίου για τα έξοδα.  Έστω και αν κατά την ακρόαση, η εναγόμενη 1 και οι εφεσίβλητοι εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο δικηγόρο, εντούτοις, η υπεράσπιση τους, όπως αυτή είχε δικογραφηθεί, κατέληξε σε επιτυχία, εν αντιθέσει με αυτή της πρώτης.  Δικαιολογείτο, επομένως, να επιδικάζονταν από τα κοινά έξοδα, το ½ υπέρ των εφεσιβλήτων και το άλλο ½ εναντίον της εναγομένης 1.  Αυτή θα είναι η διαταγή στο πλαίσιο της έφεσης, ώστε ο τέταρτος λόγος έφεσης να επιτύχει μερικώς, ενώ μειωμένο, ανάλογα, θα είναι και το ποσό των εξόδων.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση εναντίον των εφεσιβλήτων απορρίπτεται,  όσον αφορά τους πρώτους τρεις λόγους έφεσης, ενώ ο τέταρτος λόγος επιτυγχάνει, στη βάση που έχει προαναφερθεί.  Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000.-, πλέον Φ.Π.Α.

 

 

Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ,  Δ.

 

 

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 

 

 

 

 

 

/γκ



[1] 17.-(1) “Απάτη” περιλαμβάνει οποιαδήποτε από τις πιο κάτω πράξεις οι οποίες διαπράττονται από κάποιο από τους συμβαλλόμενους, ή με τη συγκατάθεση αυτού, ή από τον αντιπρόσωπο του, με σκοπό εξαπάτησης άλλου συμβαλλόμενου ή του αντιπροσώπου του, ή εξώθησης αυτού στη σύναψη σύμβασης-

 

(α) την παράσταση αναληθούς γεγονότος ως αληθούς, από πρόσωπο που δεν πιστεύει ότι αυτό είναι αληθές~

(β) την ενεργό απόκρυψη γεγονότος από πρόσωπο που γνωρίζει το γεγονός ή πιστεύει αυτό~

(γ) υπόσχεση που δόθηκε χωρίς πρόθεση εκπλήρωσης της~

(δ) κάθε άλλη πράξη επιτήδεια προς εξαπάτηση~

(ε) κάθε πράξη ή παράλειψη που ορίζεται ειδικά από το νόμο ως απάτη.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο