ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ κ.α. v. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΗ, Πολιτική Έφεση Αρ. 298/2016, 303/2016, 313/2016,, 4/7/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ κ.α. v. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΗ, Πολιτική Έφεση Αρ. 298/2016, 303/2016, 313/2016,, 4/7/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Πολιτική Έφεση Αρ. 298/2016

(Σχ. με 303/2016 & 313/2016)

 

4 Iουλίου, 2025

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

Εφεσείων/Εναγόμενος 1

ν.

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΗ

Εφεσίβλητης/Ενάγουσας

 

Πολιτική Έφεση Αρ. 303/2016

(Σχ. με 298/2016 & 313/2016)

 

ΜΑΡΙΟΣ ΤΣΙΑΤΤΑΛΟΣ

Εφεσείων/Εναγόμενος 2

ν.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΗ

Εφεσίβλητης/Ενάγουσας

Πολιτική Έφεση Αρ. 313/2016

(Σχ. με 298/2016 & 303/2016)

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

Εφεσείων/Εναγόμενος 3

ν.

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΗ

Εφεσίβλητης/Ενάγουσας

_________________

Α. Παπαχαραλάμπους για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε. με Χ. Στεφάνου για Σκορδής και Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε, για τον Εφεσείοντα στην Πολ. Έφ. 298/2016.

Αντ. Γεωργίου με Σ. Φλουρέντζου για Μάριος Γεωργίου και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα στην Πολ. Έφ. 303/2016.

Χρ. Πουργουρίδης για Χρ. Πουργουρίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα στην Πολ. Έφ. 313/2016.

Χρ. Ιωαννίδης με Γ. Ζαχαρία (κα) και Ζ. Ευθυμίου (κα) για Αγγελίδης, Ιωαννίδης, Λεωνίδου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη και στις τρεις Εφέσεις.

_________________

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη  και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

 

_________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:- Για την ευθυγράμμιση και επιμήκυνση των κάτω άκρων της, η εφεσίβλητη υπεβλήθη σε χειρουργικές επεμβάσεις. Δυστυχώς, μετά τις χειρουργικές επεμβάσεις, αυτή κατέστη παραπληγική. Πρόκειται περί μόνιμης βλάβης στην κινητική λειτουργία των κάτω άκρων, η οποία την έχει καθηλώσει σε αναπηρικό τροχοκάθισμα. Μάλιστα, η εν λόγω παραπληγία συνοδεύεται από απώλεια ελέγχου της ουροδόχου κύστεως και του ορθού.

 

Η εφεσίβλητη με αγωγή που καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον του εναγόμενου 1, ορθοπεδικού χειρουργού τραυματολόγου, εναντίον του εναγόμενου 2, αναισθησιολόγου, εναντίον του εναγόμενου 3, παθολόγου, και εναντίον του εναγόμενου 4, Ιδιωτικού Ιατρικού Κέντρου «Αχίλλειον»,   αξίωσε αποζημιώσεις, αφού θεωρούσε πως τα πιο πάνω πρόσωπα ευθύνονταν για την πιο πάνω παραπληγία και για τις άλλες σωματικές βλάβες που υπέστη. Ήταν η δικογραφημένη της θέση, πως οι εναγόμενοι 1-3 επέδειξαν ιατρική αμέλεια και/ή παρέβηκαν τα εκ του Νόμου και Κανονισμών απορρέοντα καθήκοντα τους, και ότι συνεπεία της εν λόγω αμέλειας και/ή παράβασης, αυτή υπέστη την συγκεκριμένη παραπληγία και τις άλλες σωματικές βλάβες.  Ευθύνη καταλόγισε και στο πιο πάνω Ιδιωτικό Ιατρικό Κέντρο, στο οποίο έλαβαν χώρα οι χειρουργικές επεμβάσεις και η μετεγχειρητική  αποθεραπεία της.

 

Με δεδομένο ότι οι αποζημιώσεις (για γενικές και ειδικές ζημιές) συμφωνήθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί πλήρους ευθύνης σε €1.300.000, με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης απόφασης, η αγωγή οδηγήθηκε σε ακρόαση μόνο για το θέμα της ευθύνης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του ημερ. 27.7.2016, βρήκε πως «η παραπληγία που η ενάγουσα έχει υποστεί οφείλεται σε αμελείς πράξεις και παραλείψεις των Εναγόμενων 1, 2 και 3 για τις οποίες είναι συνυπεύθυνη και η Εναγόμενη 4». Πιο συγκεκριμένα, βρήκε πως οι εναγόμενοι 1-3 ιατροί, ήταν υπεύθυνοι για τη μόλυνση η οποία  δημιουργήθηκε στον επισκληρίδιο χώρο συνεπεία της τοποθέτησης επισκληρίδιου καθετήρα, και της παραμονής αυτού για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς την ενδεδειγμένη μέριμνα και φροντίδα από τους εν λόγω ιατρούς. Η μόλυνση, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, δημιούργησε επισκληρίδιο απόστημα το οποίο με τη σειρά του προκάλεσε βλάβη (εγκάρσια μυελίτιδα) στον νωτιαίο μυελό, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την παραπληγία της εφεσίβλητης. Να σημειώσουμε εδώ πως ήταν αδιαμφισβήτητο γεγονός πως η εφεσίβλητη υπεβλήθη στις 21.2.2009 σε εξέταση μαγνητικής τομογραφίας η οποία έδειξε, ανάμεσα σε άλλα, την ύπαρξη επισκληρίδιου αποστήματος (ή συλλογής, σύμφωνα με την Υπεράσπιση). Κρίθηκε ότι έπρεπε να χειρουργηθεί αμέσως, και χειρουργήθηκε από τον νευροχειρουργό Γιάννη Ιωάννου (Μ.Ε.2) την ίδια ημέρα, για αφαίρεση του αποστήματος. Δυστυχώς, η εφεσίβλητη ούτε και μετά την πιο πάνω χειρουργική επέμβαση κατάφερε να περπατήσει.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον όλων των εναγομένων, «προσωπικά και αλληλέγγυα», για το συμφωνηθέν ποσό, πλέον νόμιμο τόκο, πλέον έξοδα.  

 

Οι τρεις ιατροί (εναγόμενοι 1-3), με ξεχωριστές εφέσεις που καταχώρισαν, μέσω ξεχωριστών συνηγόρων, αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Στους λόγους έφεσης θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Η ευθύνη του Ιδιωτικού Ιατρικού Κέντρου, εναγόμενου 4, δεν θα μας απασχολήσει, αφού η εκδοθείσα εναντίον του απόφαση, δεν έχει εφεσιβληθεί.

 

Προχωρούμε με τις δικογραφημένες, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, θέσεις των διαδίκων. Η δικογραφημένη θέση της εφεσίβλητης ήταν πως μετά από συναντήσεις που είχε με τον εναγόμενο 1,  αποφάσισε να υποβληθεί σε χειρουργικές επεμβάσεις για την ευθυγράμμιση των οστών στα κάτω άκρα της και ταυτόχρονα την επιμήκυνση της κνήμης και του μηρού και στα δύο άκρα.  Στην Έκθεση Απαίτησης είχε δικογραφήσει πως ο εναγόμενος 1 ήταν ο υπεύθυνος ιατρός της «για τη θεραπεία και/ή χειρουργικές επεμβάσεις που υποβλήθηκε στις 24.3.2008, 15.12.2008, 28.1.2009 και 21.2.2009». Για τον εναγόμενο 2 είχε δικογραφήσει πως αυτός ήταν «αναισθησιολόγος για τη χειρουργική επέμβαση και θεραπεία με επιτούρα που υπεβλήθη στις 15.12.2008, 28.1.2009 και 21.2.2009».  Για τον εναγόμενο 3 είχε δικογραφήσει πως αυτός ήταν «ιατρός με ειδικότητα παθολόγου και ήταν ο υπεύθυνος ιατρός της για τη θεραπεία και τη διαμονή της εντός του Ιδιωτικού Νοσοκομείου «Αχίλλειον» για την περίοδο από 28.1.2009 μέχρι και 14.5.2009, που η ενάγουσα έλαβε εξιτήριο».   

 

 

Για τις λεπτομέρειες των χειρουργικών επεμβάσεων, στις οποίες η εφεσίβλητη υπεβλήθη, στο Ιδιωτικό Ιατρικό Κέντρο «Αχίλλειον», θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτολεξεί τα όσα εκτίθενται στην προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση, και τα οποία δεν φαίνεται να αμφισβητούνται:

 

«α)  Στις 25.3.2008 υποβλήθηκε στην πρώτη χειρουργική επέμβαση, η οποία αφορούσε την επιμήκυνση και ευθυγράμμιση της δεξιάς κνήμης και του αριστερού μηρού.  Ακολούθησε δεύτερη χειρουργική επέμβαση στην αριστερή κνήμη και το δεξιό μηρό, όπως υποδεικνύεται στη συνέχεια. 

         

      Η πρώτη χειρουργική επέμβαση διενεργήθηκε από τον Εναγόμενο 1.  Αναισθησιολόγος ήταν ο Εναγόμενος 2 και ο Εναγόμενος 3 ήταν μέλος της ιατρικής ομάδας, παρακολουθώντας την εξέλιξη της πορείας αποθεραπείας της.   Παρέμεινε για μία περίπου εβδομάδα στο Αχίλλειον, όπου της παρεχόταν ιατρική περίθαλψη και ακολούθως της δόθηκε εξιτήριο.  Επέστρεψε στην κλινική μετά από δύο εβδομάδες,  λόγω  αφόρητων πόνων και παρέμεινε για τέσσερεις ημέρες, κατά τις οποίες έτυχε θεραπείας για αντιμετώπιση του πόνου με ενέσιμα παυσίπονα.  Έλαβε εξιτήριο αλλά επέστρεψε ξανά στο Αχίλλειον στις 29.4.2008 παραπονούμενη και πάλι για αφόρητους πόνους.  Με εισήγηση του Εναγόμενου 1 τοποθετήθηκε, για πρώτη φορά, από άλλο αναισθησιολόγο της κλινικής (Δρ. Κορμός, Μ.Υ.6), επισκληρίδιος καθετήρας για αντιμετώπιση του πόνου. 

 

      Παρεμβάλλεται εδώ ότι η επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε η Ενάγουσα είναι ιδιαίτερα επώδυνη, γεγονός που δεν αμφισβητείται από οποιαδήποτε πλευρά.

 

 β)  Η δεύτερη χειρουργική επέμβαση διενεργήθηκε στις 15.12.2008 και πάλι από τον Εναγόμενο 1.  Αφορούσε, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, την επιμήκυνση της αριστερής κνήμης και του δεξιού μηρού, εφόσον είχε προηγηθεί η πρώτη επέμβαση στη δεξιά κνήμη και τον αριστερό μηρό.  Η αναισθησία χορηγήθηκε και πάλι από τον Εναγόμενο 2, ο οποίος τοποθέτησε επισκληρίδιο καθετήρα για χορήγηση της διεγχειριτικής και μετεγχειρητικής αναλγησίας.  Ο επισκληρίδιος καθετήρας αφαιρέθηκε στις 23.12.2008 και η Ενάγουσα εξήλθε της κλινικής τις 27.12.2008.

 

γ)  Στις 28.1.2009 η Ενάγουσα υποβλήθηκε σε μικροεπέμβαση για απελευθέρωση μίας βίδας που κρίθηκε ότι εμπόδιζε τη διαδικασία επιμήκυνσης.   Την ίδια ημέρα τοποθετήθηκε επισκληρίδιος καθετήρας από τον Εναγόμενο 2 για αντιμετώπιση των αφόρητων πόνων που αντιμετώπιζε η Ενάγουσα, λόγω της προηγηθείσας (δεύτερης)  χειρουργικής επέμβασης. 

 

 

     Υπήρξε δυστυχώς σοβαρή επιπλοκή που έμελλε να έχει δραματικές συνέπειες στην υγεία της Ενάγουσας.  Συγκεκριμένα στις 21.2.2009, υποβλήθηκε σε εξέταση μαγνητικής τομογραφίας η οποία έδειξε, ανάμεσα σε άλλα, την ύπαρξη επισκληρίδιου αποστήματος (ή συλλογής, με βάση τη θέση της Υπεράσπισης). Κρίθηκε ότι χρειαζόταν άμεση χειρουργική επέμβαση για αφαίρεση του αποστήματος η οποία διενεργήθηκε την ίδια ημέρα από το νευροχειρουργό Γιάννη Ιωάννου Μ.Ε.2.

 

     Η επέμβαση στέφθηκε με επιτυχία, εφόσον το επισκληρίδιο    απόστημα αφαιρέθηκε, πλην όμως η Ενάγουσα παρέμεινε παραπληγική από τη μέση και κάτω.  Όπως είναι παραδεκτό, η βλάβη έχει καταστεί μόνιμη και η Ενάγουσα έχει καθηλωθεί έκτοτε σε αναπηρικό τροχοκάθισμα.  Σημειώνεται πως μετά την επέμβαση η κατάσταση της υγείας της ήταν πολύ σοβαρή και αντιμετώπισε άμεσο κίνδυνο η ζωή της.  Με την κατάλληλη όμως θεραπευτική αγωγή ο κίνδυνος αντιμετωπίστηκε αλλά η μόνιμη ως άνω βλάβη έχει παραμείνει και θα τη συνοδεύει για το υπόλοιπο της ζωής της. Σημειώνεται περαιτέρω πως η παραπληγία της Ενάγουσας συνοδεύεται και από απώλεια ελέγχου της ουροδόχου κύστης και του ορθού.»

 

 

Για τις ενέργειες και/ή παραλείψεις των εναγόμενων ιατρών από τις 11.2.2009 μέχρι και τις 21.2.2009, όπου, σύμφωνα με την εφεσίβλητη, διαπιστώθηκε και/ή επιβεβαιώθηκε η μόνιμη βλάβη, η τελευταία είχε δικογραφήσει τα ακόλουθα:

 

«11. Κατά ή περί τις 11/02/2009 οι Εναγόμενοι 1-4 προέβηκαν σε εξέταση και/ή αναλύσεις αίματος της Ενάγουσας και το αποτέλεσμα της εξέτασης έδειχνε στοιχεία για ύπαρξη μόλυνσης και/ή λοίμωξης στην Ενάγουσα. Περαιτέρω η Ενάγουσα εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει αφόρητους πόνους στην πλάτη και να μην αισθάνεται το δεξί της πόδι και έκανε παράπονα στους Εναγόμενους 1, 2, 3 και 4 και/ή στους αντιπροσώπους τους.

 

12. Οι Εναγόμενοι 1, 2, 3 και 4 παρά τα αποτελέσματα των εξετάσεων από την ανάλυση αίματος ημερομηνίας 11/02/2009 και τα καθημερινά παράπονα που δέχονταν από την Ενάγουσα για πόνο και μη αίσθηση του δεξιού ποδιού παρέλειψαν να λάβουν άμεσα και/ή εντός εύλογου χρόνου οποιαδήποτε διορθωτικά μέτρα και/ή να αφαιρέσουν την επιτούρα και/ή το επισκληρίδιο καθετήρα και/ή αντιμετωπίσουν αναλόγως την μόλυνση και/ή το πόνο της Ενάγουσας. Οι Εναγόμενοι 1, 2, 3 και 4 προέβηκαν σε εξέταση και ανάλυσης αίματος στις 20/02/2009 όπου διαπίστωσαν και πάλι την ύπαρξη μόλυνσης στην Ενάγουσα. Λόγω της μόλυνσης και/ή κατάστασης υγείας της Ενάγουσας και/ή του επισκληρίδιου αποστήματος οσφυϊκής και θωρακικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης στο ύψος 11-03 κατά ή περί την 21/02/2009 η Ενάγουσα υποβλήθηκε επειγόντως  από τους Εναγόμενους 1, 2, 3 και Δρ. Ιωάννου Γιάννη, Νευροχειρούργο σε επέμβαση με σκοπό την αντιμετώπιση της μόλυνσης. Το επισκληρίδιο απόστημα της οσφυϊκής και θωρακικής μοίρας σπονδυλικής στήλης εξασκούσε πίεση επί του νωτιαίου μυελού. Το επισκληρίδιο απόστημα, το οίδημα και διάταση του νωτιαίου μυελού και εγκάρσια μυελίτιδα δημιουργήθηκαν λόγω της τοποθέτησης του επιτούρα για την περίοδο από 28/01/2009 μέχρι 21/02/2009 και χωρίς να υπάρχει επαρκής έλεγχος και παρακολούθηση της κατάστασης υγείας της Ενάγουσας.» 

 

 

Ακολουθούν αρκετές λεπτομέρειες αμέλειας για έκαστο εναγόμενο. Δεν χρειάζεται να τις παραθέσουμε αυτολεξεί. Θα αρκεστούμε να αναφέρουμε πως η πλειονότητα των λεπτομερειών, αφορά σε παραλείψεις των ιατρών σε σχέση με τη διαχείριση του επισκληρίδιου καθετήρα που είχε τοποθετηθεί στην εφεσίβλητη. Καταλογίζεται στους ιατρούς ότι αυτοί δεν επέδειξαν, ως όφειλαν, συνεχή παρακολούθηση και εγρήγορση μετά την τοποθέτηση του επισκληρίδιου καθετήρα. Η παρατεταμένη χρήση αυτού, είχε δικογραφήσει η εφεσίβλητη, εγκυμονούσε κινδύνους μόλυνσης, και ως εκ τούτου αυτοί όφειλαν να παρακολουθούσαν στενά την κατάσταση της υγείας της και να προέβαιναν καθημερινά και ή σε πολύ συχνά χρονικά διαστήματα σε έλεγχο και/ή αιματολογικές εξετάσεις για διαπίστωση τυχόν μόλυνσης, κάτι που παρέλειψαν να πράξουν. Τους καταλογίζεται ακόμη ολιγωρία σε σχέση με την αφαίρεση του επισκληρίδιου καθετήρα και σε σχέση με την τελευταία χειρουργική επέμβαση που έλαβε χώρα για την αφαίρεση του αποστήματος στις 21.2.2009. Όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται για έκαστο ιατρό, στην παρ. (υ) των Λεπτομερειών Αμελείας:

 

«(υ)  Ενώ γνώριζε και/ή έπρεπε να γνωρίζει τουλάχιστον ότι στις 11/02/2009 υπήρχε ξεκάθαρη ένδειξη λοίμωξης, δεν αφαίρεσε τον επισκληρίδιο καθετήρα. Η κατεπείγουσα επέμβαση ημερομηνίας 21/02/2009 θα έπρεπε να γίνει στις 11/02/2099 ή σε προηγούμενη περίοδο αφού ήδη στις 11/02/2000 υπήρξε». 

 

 

Το δικόγραφο Υπεράσπισης των ιατρών ήταν κοινό. Σημειώνεται εδώ πως από ένα σημείο και μετά, ο εναγόμενος 2 στην πρωτόδικη διαδικασία εκπροσωπήθηκε από άλλο συνήγορο. Ήταν η δικογραφημένη θέση και των τριών ιατρών, πως οι σωματικές βλάβες της εφεσίβλητης δεν προκλήθηκαν από δική τους αμέλεια και/ή λόγω παράβασης καθηκόντων τους. Δικογράφησαν πως παρακολουθούσαν καθημερινά την εφεσίβλητη και προέβαιναν σε όλες τις αναγκαίες εξετάσεις και/ή αναλύσεις και/ή προφυλάξεις, για να προσθέσουν, πως η εφεσίβλητη «δεν παρουσίαζε οιονδήποτε από τα ειδικά συμπτώματα επισκληρίδιου αποστήματος μέχρι τις 20.2.2009».  Ήταν περαιτέρω η δικογραφημένη τους θέση ότι η εφεσίβλητη για πρώτη φορά παραπονέθηκε για πόνο στην κοιλιά, κατά/ή περί τις 20.2.2009, οπότε και έλαβαν όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα και/ή προέβησαν σε όλες τις ενδεδειγμένες εξετάσεις και/ή αναλύσεις για διάγνωση της αιτίας του εν λόγω πόνου, ο καθένας εντός του πεδίου της ειδικότητας του. Ήταν η θέση τους πως μόλις η εφεσίβλητη παραπονέθηκε για πόνους στην κοιλιά, στις 20.2.2009, προέβησαν αμέσως σε όλες τις ενδεδειγμένες και/ή απαραίτητες εξετάσεις και αναλύσεις, προκειμένου να διαγνώσουν την αιτία του εν λόγω πόνου. Στο πλαίσιο των ως άνω εξετάσεων, διενήργησαν κατά/ή περί στις 20.2.2009 νέες αναλύσεις αίματος της εφεσίβλητης και στις 21.2.2009 την υπέβαλαν σε μαγνητική τομογραφία, η οποία κατέδειξε επισκληρίδιο συλλογή, η οποία ασκούσε πίεση επί του νωτιαίου μυελού. Αυθημερόν μερίμνησαν όπως η εφεσίβλητη χειρουργηθεί, και χειρουργήθηκε, από ειδικό νευροχειρουργό, όχι για αντιμετώπιση της μόλυνσης, ως η τελευταία ισχυρίστηκε, αλλά για άμεση αποσυμπίεση του νωτιαίου μυελού.   

 

Όσον αφορά στον ισχυρισμό της εφεσίβλητης ότι στις 11.2.2009 προέβησαν σε αναλύσεις αίματος της, ισχυρισμό τον οποίο παραδέχονται, αρνούνται ότι τα αποτελέσματα των αναλύσεων έδειχναν στοιχεία μόλυνσης και/ή λοίμωξης, ως η θέση της εφεσίβλητης. Η θέση τους ήταν ότι «οι εν λόγω αναλύσεις έδειξαν αυξημένα λευκά αιμοσφαίρια και C.R.P, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να οφείλεται σε αριθμό παραγόντων. Οι ενάγοντες έλαβαν υπόψη τους και/ή αξιολόγησαν τις εν λόγω παραμέτρους σε συνάρτηση με το προηγούμενο ιστορικό της ενάγουσας και/ή την κλινική της εικόνα και/ή την απουσία οιωνδήποτε άλλων νευρολογικών ή άλλων συμπτωμάτων και/ή το γεγονός ότι η ενάγουσα καλυπτόταν κατά τον ουσιώδη χρόνο με αντιβίωση και συνέχισαν να παρακολουθούν την ενάγουσα καθημερινώς».   

 

Εν κατακλείδι, αρνήθηκαν τη θέση της εφεσίβλητης ότι «το επισκληρίδιο απόστημα και/ή το οίδημα και διάταση του νωτιαίου μυελού και/ή η εγκάρσια μυελίτιδα δημιουργήθηκαν λόγω της τοποθέτησης του επισκληρίδιου καθετήρα για την περίοδο από 28.1.2009 μέχρι τις 21.2.2009» (παρ. 12 από το δικόγραφο Υπεράσπισης).

 

Η εφεσίβλητη για να αποδείξει την υπόθεση της έδωσε η ίδια  μαρτυρία ενώ κάλεσε και μάρτυρες. Μαρτυρία έδωσαν και οι εναγόμενοι ιατροί, οι οποίοι επίσης κάλεσαν μάρτυρες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία στο σύνολο της. Δεν παρέλειψε να σημειώσει πως ενώπιον του κατέθεσαν και πραγματογνώμονες εκ μέρους και των δύο πλευρών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο γνώριζε πολύ καλά πώς πρέπει να προσεγγίζεται και αξιολογείται η μαρτυρία πραγματογνωμόνων, και με αναφορά στη νομολογία καθοδηγήθηκε ορθά από αυτήν.

 

Κατ΄ αρχάς, σημείωσε πως οι δύο ιατροί που κλήθηκαν από το Ισραήλ και κατέθεσαν εκ μέρους της εφεσίβλητης, ο κ. Eyal Heller, χειρουργός ορθοπεδικός (M.E.1), και ο κ. Silvin Brill, αναισθησιολόγος (Μ.Ε.5), «κατέχουν τα προσόντα και την εμπειρία, ώστε να χαρακτηριστούν ως εμπειρογνώμονες στον τομέα που έδωσαν επιστημονική μαρτυρία». Το ίδιο σημείωσε για τον κ. Abrad Kormos, αναισθησιολόγο (Μ.Υ.6), για τον κ. Γ. Κολοκασίδη, ακτινολόγο (Μ.Υ.7) και για τους δύο ιατρούς, τον χειρουργό Μ. Καραϊσκάκη (Μ.Υ.1), ο οποίος εξέτασε την εφεσίβλητη το βράδυ τις 20.2.2009 και τον νευροχειρουργό Γ. Ιωάννου (Μ.Ε.2), ο οποίος, ως ελέχθη, διενήργησε τη χειρουργική επέμβαση στις 21.2.2009. Ως ήτο αναμενόμενο, απεδέχθη και τους εναγόμενους 1-3 ως πραγματογνώμονες, για τους οποίους σημείωσε ότι ο πρώτος είναι ορθοπεδικός χειρουργός, ο δεύτερος αναισθησιολόγος και ο τρίτος παθολόγος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη συνέχεια δεν παρέλειψε να καταγράψει τις αποδιδόμενες στους εναγόμενους ιατρούς παραλείψεις σε σχέση με τα ακόλουθα:

 

 «α)  Την παρατεταμένη χρήση του επισκληρίδιου καθετήρα χωρίς τον ενδεδειγμένο έλεγχο.

 

 β)  Την, κατ' ισχυρισμόν, αδιαφορία των Εναγομένων και την παράλειψη διερεύνησης των λόγων που παρουσιάστηκαν ψηλοί δείκτες στα αποτελέσματα των αιματολογικών εξετάσεων ημερ. 11.2.2009 (Τεκμήριο 46 και 47).

 

γ)  Την, κατ' ισχυρισμόν, αδράνεια των Εναγομένων μετά από τα παράπονα της Ενάγουσας για πόνο στην πλάτη ή/και την κοιλιά, η οποία, όπως έχει πλέον προσδιοριστεί, έλαβε χώρα το πρωϊνό της 19.2.2009.

 

δ)  Την μη λήψη προληπτικών μέτρων για την αποτροπή  μόλυνσης του επισκληρίδιου χώρου και/ή για την επέκταση της μόλυνσης.»

 

 

 

Για τα πιο πάνω θέματα, το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη τη μαρτυρία των πραγματογνωμόνων Μ.Ε.1 και Μ.Ε.5, οι οποίοι ως ελέχθη κλήθηκαν από το Ισραήλ, για τους οποίους σημείωσε πως αυτοί έδωσαν σαφείς και τεκμηριωμένες απαντήσεις, και έτσι έδωσαν τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να κατανοήσει τα εξειδικευμένα θέματα, ώστε αυτό να είναι σε θέση να προβεί στις δικές του διαπιστώσεις.

 

Για τον Μ.Ε.2, τον νευροχειρουργό που αφαίρεσε, κατόπιν χειρουργικής επέμβασης, το απόστημα, σημείωσε τα ακόλουθα:

 

«Ερχόμενος στη μαρτυρία του Μ.Ε.2 Γ. Ιωάννου, διαπίστωσα πως προσπάθησε να τηρήσει ίσες αποστάσεις.  Περιορίστηκε να αναφέρει όσα ο ίδιος διαπίστωσε κατά την κλινική νευρολογική εξέταση της Ενάγουσας και κατά την χειρουργική επέμβαση την οποία διενήργησε αμέσως μετά.  Ο μάρτυρας δήλωσε με ειλικρίνεια ότι εντόπισε και αφαίρεσε το επισκληρίδιο απόστημα.  Δεν ήταν, ωστόσο, σε θέση να πει ποια ήταν η αιτία που προκάλεσε την εγκάρσια μυελίτιδα.  Ούτε όσον αφορά το οίδημα που υπήρχε στο νωτιαίο μυελό, μπορούσε να πει εάν προκλήθηκε από την πίεση που εξασκούσε το απόστημα στο σάκο του νωτιαίου μυελού ή από τη μυελίτιδα.»

 

 

 

Ήταν φανερό ότι ο εν λόγω πραγματογνώμων δεν καταλόγισε οποιεσδήποτε πλημμελείς ενέργειες ή παραλείψεις στους εναγόμενους ιατρούς, κάτι που έπραξαν με τη μαρτυρία τους οι Ισραηλίτες πραγματογνώμονες, Μ.Ε.1 και Μ.Ε.5.

 

Στο σημείο αυτό θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτολεξεί το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, στο οποίο παρατίθενται τα σχετικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στη βάση κυρίως της αποδεκτής μαρτυρίας των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.5:

 

        «Αρχίζοντας από το μεγάλο χρονικό διάστημα της τοποθέτησης του επισκληρίδιου καθετήρα, δεν χωρεί αμφιβολία ότι είναι ορθή η θέση των Μ.Ε.1 και 5 πως απαιτείτο συνεχής παρακολούθηση και εγρήγορση από τους Εναγόμενους.  Όπως επεσήμαναν και οι δύο, τέτοιες μακροχρόνιες περίοδοι δεν συνηθίζονται για μετεγχειρητικές διαδικασίες αλλά  μόνο σε  καρκινοπαθείς, λόγω της ανάγκης για χορήγηση αυξημένων δόσεων φαρμάκων.  Απαιτείτο, τόσο ο κλινικός έλεγχος όσο και η συχνή αλλαγή του φίλτρου, για αποτροπή της πιθανότητας μόλυνσης.  Όπως εξήγησε ο Μ.Ε.5 το φίλτρο προστατεύει τον επισκληρίδιο χώρο από την είσοδο μικροβίων.  Υπόδειξε, επίσης, πως οι κίνδυνοι λοίμωξης αυξάνονται μετά από την 4η, 5η ημέρα.  Υποδεικνύεται πως η πιθανότητα δημιουργίας επισκληρίδιου αποστήματος από τη χρήση επισκληρίδιου καθετήρα δεν τελεί υπό αμφισβήτηση.  Είναι, εξάλλου, γι' αυτό το λόγο που αποδέχθηκαν όλοι οι εμπειρογνώμονες ότι απαιτείται να ακολουθούνται οι ορθές διαδικασίες, όπως ορίζεται και στις κατευθυντήριες οδηγίες (βλ. Τεκμήρια 159-161).

 

        Κρίνεται, επίσης, ορθή η θέση τους πως οι Εναγόμενοι όφειλαν να διερευνούσαν τους λόγους για τους οποίους παρουσιάστηκαν ψηλοί δείκτες CRP, WBC και NEUT, στις αναλύσεις αίματος ημερ. 11.2.2009 (Τεκμήρια 46 και 47).  Όπως ορθά υπέδειξαν, δεν έπρεπε να επαναπαυθούν στην καλή κλινική εικόνα της Ενάγουσας.  Η εκτίμηση αυτή των Μ.Ε.1 και 5 κρίνεται απόλυτα ορθή και δικαιολογημένη, δεδομένου, όπως εξήγησαν, ότι υπήρχε επισκληρίδιος καθετήρας για 12 συνεχόμενες μέρες.  Ορθή κρίνεται και η θέση τους ότι θα έπρεπε να είχε αφαιρεθεί ο επισκληρίδιος καθετήρας και να διενεργηθεί μικροβιολογική εξέταση του ακροστομίου (μύτη) του καθετήρα.  Κρίνεται, τέλος, ορθή η θέση τους ότι όφειλαν να επαναλάβουν τις αιματολογικές εξετάσεις και γενικότερα, όφειλαν να ελάμβαναν μέτρα για να σταματήσουν τη λοίμωξη που φαινόταν να υπήρχε.

 

          Όσον αφορά τις ενέργειες που όφειλαν να λάβουν στις 19.2.2009, όταν παραπονέθηκε η Ενάγουσα για πόνο στην πλάτη και την κοιλιά, δεν χωρεί αμφιβολία για την ορθότητα της εκτίμησης τους ότι όφειλαν  να προέβαιναν σε αιματολογικές και απεικονιστικές εξετάσεις.  Αυτή ήταν εξάλλου και η εκτίμηση των Εναγομένων 1 και 3, οι οποίοι δήλωσαν απερίφραστα πως εάν η Ενάγουσα επαραπονείτο για πόνο στην πλάτη, θα προχωρούσαν με μαγνητική εξέταση.

 

          Όσον αφορά τις εισηγήσεις του συνηγόρου των Εναγομένων 1,2 και 3, ότι η Ενάγουσα είχε παρουσιάσει ψηλούς δείκτες και κατά τις προηγηθείσες περιόδους νοσηλείας της, οι μάρτυρες εξήγησαν ότι δεν είχε παρουσιάσει τόσο ψηλούς δείκτες.  Ο Μ.Ε.1, εξήγησε πως ήταν αναμενόμενη η αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων κατά 3,4 χιλιάδες περίπου, τον Μάιο του έτους 2008, γιατί είχε προηγηθεί χειρουργική επέμβαση.  Όπως και οι ψηλοί δείκτες CRP και WBC που παρουσίασε στις 17 και 18.12.2008.  Ο μάρτυρας εξήγησε πως τις αμέσως επόμενες ημέρες επαναλήφθηκαν οι εξετάσεις και έδειξαν σταδιακή μείωση.  Σχολιάστηκε, μάλιστα, από τους μάρτυρες η μεγάλη συχνότητα των εργαστηριακών αναλύσεων εκείνων των περιόδων, σε σύγκριση με την επίδικη περίοδο, κατά την οποία δεν επαναλήφθηκαν οι αναλύσεις, παρά τους ψηλούς δείκτες που παρουσιάστηκαν στις εξετάσεις 11.2.2009. 

 

          Στις πιο πάνω υποδείξεις του συνηγόρου, ο Μ.Ε.1 πρόσθεσε πως δεν έπρεπε να επαναπαυθούν οι Εναγόμενοι επειδή παρουσίασε παρόμοια αποτελέσματα στο παρελθόν, αναφέροντας το παράδειγμα του πεζού που διασταυρώνει το δρόμο, χωρίς να ελέγξει και από τύχη δεν τον κτυπά αυτοκίνητο.

 

          Σε άλλες υποβολές και σχετικές υποδείξεις του συνηγόρου των Εναγομένων, οι μάρτυρες δέχτηκαν με ειλικρίνεια πως οι ψηλοί δείκτες CRP και WBC δεν υποδηλώνουν μόνο λοίμωξη αλλά μπορεί να παρουσιαστούν και για άλλους λόγους, όπως μετά από στρες, κάταγμα κ.λ.π. Υπόδειξαν, ωστόσο, πως στη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρχε ειδικός λόγος που συνηγορούσε με την υποψία λοίμωξης, που δεν ήταν άλλος από την ύπαρξη του επισκληρίδιου καθετήρα.  Είναι γι' αυτό το λόγο, επεσήμαναν, που οι Εναγόμενοι όφειλαν να επαναλάμβαναν τις αιματολογικές εξετάσεις και να διερευνούσαν περαιτέρω το ζήτημα.

 

          Ορθή, ελέγχεται και η εκτίμηση τους ότι το επισκληρίδιο απόστημα που διαγνώστηκε στις 21.2.2009 από τη μαγνητική εξέταση, δημιουργήθηκε από λοίμωξη του επισκληρίδιου χώρου και συνδέεται με τη λοίμωξη που υπήρχε στις 11.2.2009, με βάση και τις ενδείξεις που υπήρχαν από τις αιματολογικές εξετάσεις.  Όπως εξήγησαν, το επισκληρίδιο απόστημα δεν εμφανίζεται από τη μια στιγμή στην άλλη αλλά αναπτύσσεται σταδιακά και χρειάζεται μέρες έως εβδομάδες για να διαμορφωθεί.  Υπάρχει, ως εκ τούτου, σύνδεση της λοίμωξης που διαπιστώθηκε από τις αιματολογικές εξετάσεις στις 11.2.2009, με το επισκληρίδιο απόστημα.»

 

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι η εφεσίβλητη δεν είχε παραπονεθεί για πόνους στην πλάτη πριν από τις 19.2.2009 (η περί του αντιθέτου μαρτυρία της απερρίφθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο), κάτι που όπως δέχθηκαν οι Μ.Ε.1 και Μ.Ε.5 αποτελεί (ο πόνος στην πλάτη) ένα από τα συμπτώματα του επισκληρίδιου αποστήματος. Ωστόσο, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε πως η εφεσίβλητη ελάμβανε συνεχώς αναλγησία μέσω του επισκληρίδιου καθετήρα και συνεπώς θα μπορούσε να μην ένιωθε ενωρίτερα πόνους στην πλάτη, λόγω και των αναλγητικών, χωρίς μάλιστα να αγνοεί και το γεγονός πως αυτή αντιμετώπιζε φριχτούς πόνους στα κάτω άκρα και πιθανόν να εστίαζε την προσοχή της σε αυτά. 

 

Στη βάση της αποδεκτής ιατρικής μαρτυρίας των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.5, το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε πως η λοίμωξη υπήρχε στις 11.2.2009 και δεν αντιμετωπίστηκε μέχρι τις 20.2.2009, όταν αυτή επιβεβαιώθηκε από τις αιματολογικές εξετάσεις (Τεκμήρια 48 και 50).  Βρήκε ακόμη, στη βάση της πιο πάνω αποδεκτής μαρτυρίας, πως στο πιο πάνω διάστημα που μεσολάβησε, δημιουργήθηκε το επισκληρίδιο απόστημα, το οποίο πήρε τη μορφή και τις διαστάσεις που απεκάλυψε η μαγνητική τομογραφία που έλαβε χώρα στις 21.2.2009, ημερομηνία που αυτό αφαιρέθηκε με χειρουργική επέμβαση.

 

Για το γεγονός ότι δεν εντοπίστηκε πύον εντός του επισκληρίδιου αποστήματος, κάτι που υπέδειξε ο Μ.Ε.2, ο ιατρός δηλαδή που διενήργησε τη χειρουργική επέμβαση στις 21.2.2009, ο οποίος ανέφερε ότι υπήρχαν «κοκκοματώδεις και τυροειδείς ιστοί» (για τους οποίους δεν ήταν σε θέση να αναφέρει αν δημιουργήθηκαν από φλεγμονή/μόλυνση), το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση και πάλι της αποδεκτής μαρτυρίας του Μ.Ε.5, με παραπομπή σε Ιατρικό Σύγγραμμα (Τεκμήριο 143(α)), βρήκε πως η παρουσία κοκκοματώδους ιστού σε ένα απόστημα υποδηλώνει μακροχρόνια φλεγμονή/μόλυνση.

 

Για το γεγονός ότι δεν εντοπίστηκαν μικρόβια στις καλλιέργειες, αποδεχόμενο και εδώ τη μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.5, βρήκε πως αυτό δυνατόν να οφειλόταν στη χορήγηση αντιβιοτικών φαρμάκων στην εφεσίβλητη. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να σχολιάσει και τις θέσεις των εναγόμενων ιατρών ότι η παράλυση προκλήθηκε τρία επίπεδα πιο πάνω (Θ8) από το σημείο του επισκληρίδιου αποστήματος. Αποδεχόμενο και εδώ τη μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.5, βρήκε πως υπήρχε μόλυνση εντός του νωτιαίου μυελού, κάτι που δικαιολογεί  την ύπαρξη βλάβης και αλλοιώσεων στο ψηλότερο επίπεδο του Θ8.  Όπως εξήγησε ο Μ.Ε.5, και το Δικαστήριο απεδέχθη, ο επισκληρίδιος χώρος είναι ένας συνεχής χώρος, και η λοίμωξη, εάν υπάρχει, εντός του επισκληρίδιου χώρου, κυκλοφορεί. Έτσι, είναι σύνηθες οι λοιμώξεις ή τα αποστήματα να εμφανίζονται αρκετά επίπεδα πιο ψηλά από το σημείο του επισκληρίδιου καθετήρα.

 

Tέλος, επειδή οι εναγόμενοι ιατροί, επιχείρησαν κυρίως μέσω της αντεξέτασης των μαρτύρων της εφεσίβλητης, αλλά και με τη μαρτυρία που προσκόμισαν, να αποδείξουν ότι η εγκάρσια μυελίτιδα προκλήθηκε, όχι από το επισκληρίδιο απόστημα αλλά από «ισχαιμική βλάβη των αγγείων που τροφοδοτούν τον Θ8 (ή αλλιώς Τ8). Ειδικότερα, ότι η αρτηρία «Adamkiewicz» ή άλλο αιμοφόρο αγγείο που τροφοδοτεί τον Θ8, υπέστη εμβολή, λόγω μόλυνσης από το απόστημα του ψοίτη μυ», το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να εξετάσει και αποφασίσει και αυτό το θέμα. Κατ΄ αρχάς, σημείωσε πως και οι τρεις ιατροί, με το κοινό δικόγραφο τους, ουδέποτε υποστήριξαν πως η εφεσίβλητη κατέστη παραπληγική όχι από το επισκληρίδιο απόστημα, αλλά από απόστημα του ψοΐτη μυός. Όπως χαρακτηριστικά σημείωσε, στο δικόγραφο τους είχαν αρνηθεί πως το επισκληρίδιο απόστημα και/ή οίδημα και διάταση του νωτιαίου μυελού και/ή η εγκάρσια μυελίτιδα δημιουργήθηκαν λόγω της τοποθέτησης του επισκληρίδιου καθετήρα για την περίοδο 28.1.2009-21.2.2009, χωρίς να είχαν προβάλει οιονδήποτε άλλο ισχυρισμό ως προς την αιτία που προκάλεσε την εγκάρσια μυελίτιδα, η οποία επέφερε την παράλυση της εφεσίβλητης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στη σημασία των δικογράφων, παραπέμποντας μάλιστα και σε πρόσφατη τότε απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου για το θέμα (Dairy King Ltd v. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (2016) 1(Β) Α.Α.Δ. 1886), κατέληξε πως θα ήταν άδικο για την εφεσίβλητη να επιτραπεί στους ιατρούς να προωθήσουν την πιο πάνω θέση στην ακρόαση, μεταβάλλοντας έτσι τους δικογραφημένους ισχυρισμούς τους. Λόγος έφεσης για την πιο πάνω απόφαση του δεν υπάρχει και ως εκ τούτου δεν χρειάζεται να δώσουμε συνέχεια, παρόλο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε  και αποφάσισε ότι το απόστημα στον ψοΐτη μυ δεν ευθυνόταν για την παραπληγία.

Ο εναγόμενος 1 με την έφεση του 298/2016, επιδιώκει, με δύο λόγους έφεσης, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Η έφεση 303/2016 του εναγόμενου 2, επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με δεκατρείς λόγους έφεσης, ενώ με την έφεση 313/2016,  του εναγόμενου 3, επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με δέκα λόγους έφεσης.

 

Αναφέρουμε από τώρα πως έχουμε θέσει ενώπιον μας το περιεχόμενο όλων των λόγων έφεσης, μαζί με την αιτιολογία τους, και θα κάνουμε ειδική αναφορά σε αυτούς όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο. Το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο των ικανών περιγραμμάτων αγόρευσης το οποίο οι ευπαίδευτοι συνήγοροι ανέπτυξαν με τον προφορικό λόγο.

 

Εν πρώτοις, ένα γενικό σχόλιο για τον τρόπο συγγραφής της πρωτόδικης απόφασης, την οποία προσεγγίζουμε ως ενιαίο σύνολο (Ανδρονίκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486).                  Η απόφαση είναι καλογραμμένη και κάποιος μπορεί από μία πρώτη ανάγνωση, όχι μόνο να παρακολουθήσει, χωρίς δυσκολία, τη διαδρομή σκέψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά και να αντιληφθεί γιατί αυτό κατέληξε εκεί που κατέληξε.

 

Οι εφεσείοντες, εναγόμενοι 2 και 3 στην πρωτόδικη διαδικασία, με συγκεκριμένους λόγους έφεσης, προσβάλλουν τα ευρήματα αξιοπιστίας στα οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο. Πιο συγκεκριμένα, ο εφεσείων-εναγόμενος 2, με συγκεκριμένο λόγο έφεσης (14ον), διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τη μαρτυρία με αυθαίρετο και αντινομικό τρόπο. Με τον έκτο λόγο έφεσης στρέφει τα πυρά του κατά του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με το οποίο έκρινε αξιόπιστους τους πραγματογνώμονες Μ.Ε.1 και Μ.Ε.5, και απεδέχθη τη μαρτυρία αυτών. Με τον τρίτο λόγο έφεσης ουσιαστικά αμφισβητεί το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτός (ο εναγόμενος 2), ήταν αναξιόπιστος μάρτυρας και ότι κατασκεύασε εκ των υστέρων έγγραφα για αλλότριους σκοπούς.

 

Πράγματι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπήρξε καταπέλτης σε σχέση με τον εν λόγω μάρτυρα-διάδικο ιατρό. Καταγράφεται στην απόφαση του πως διέκρινε εκ μέρους του:

 

«προσπάθεια παραποίησης των γεγονότων και αναδίπλωσης των ισχυρισμών του προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της υπόθεσης του. Ειδικότερα: (α) Παρουσίασε το Τεκμήριο 158 ως, δήθεν, δικές του σημειώσεις. Όπως υπόβαλε στους μάρτυρες της ενάγουσας, τηρούσε αυτές τις σημειώσεις κατά τον ουσιώδη χρόνο. Κατά την ένορκη μαρτυρία του υποστήριξε ότι τηρούσε και συμπλήρωνε το έντυπο, όταν έφευγε το βράδυ από την Κλινική και πήγαινε στο σπίτι του. Ερωτηθείς τι απέγινε το πρωτότυπο ανάφερε πως το είχε απωλέσει, μαζί με όλες τις άλλες σημειώσεις του, κατά τη μετακόμιση του σε άλλο σπίτι.  Απλή εξέταση του Τεκμηρίου 158, υποδηλεί το αβάσιμο των ισχυρισμών του. Δεν είναι δυνατό να συμπληρωνόταν το έντυπο, με τόσες πολλές λεπτομέρειες, στο σπίτι του, είτε από μνήμης, ή έστω και με σημειώσεις που ισχυρίστηκε ότι τηρούσε. Εάν όντως κρατούσε σημειώσεις, όπως ισχυρίστηκε, γιατί να μην συμπλήρωνε το ίδιο το έντυπο στην Κλινική, ώστε να υπάρχει και στο φάκελο της ασθενούς και στο αρχείο της Κλινικής. Δεν διατηρώ αμφιβολία ότι το Τεκμήριο 158 συντάχθηκε εκ των υστέρων από τον εναγόμενο 2 ώστε να δικαιολογήσει τις ενέργειες και τις τυχόν παραλείψεις του …».

 

Όσον αφορά στο Τεκμήριο 184, χειρόγραφες σημειώσεις που ο εναγόμενος 2 ιατρός ισχυρίστηκε ότι τηρούσε κατά τον επίδικο χρόνο, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως και αυτές κατασκευάστηκαν εκ των υστέρων από τον ίδιο, σε μια προσπάθεια του να παρουσιάσει τον εαυτό του τυπικό, για να αποφύγει τις όποιες ευθύνες του.

 

Ο εναγόμενος 3, με συγκεκριμένους λόγους έφεσης, επίσης αμφισβητεί την ορθότητα ευρημάτων αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Με τον ένατο λόγο έφεσης διατείνεται ότι: «Η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεχθεί μόνο τμήμα της μαρτυρίας των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.5 (σελ. 50 της απόφασης) και/ή να αποδεχθεί την μαρτυρία τους κατ΄ απομόνωση του αναξιόπιστου ισχυρισμού της Εφεσίβλητης περί πόνων στην πλάτη από τα πρώιμα στάδια της νοσηλείας της, είναι αντινομική και/ή εσφαλμένη και/ή ακροσφαλής.»

 

Αναφέρουμε από τώρα, με τον προκήκοντα σεβασμό, πως ο πιο πάνω λόγος έφεσης είναι παραπλανητικός. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ουδέποτε ανέφερε ότι απεδέχθη μόνο «τμήμα» της μαρτυρίας των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.5. Αυτό που ανέφερε στη σελίδα 50 της απόφασης του, ήταν πως επειδή απέρριψε τη θέση της ενάγουσας «ότι παραπονείτο για πόνους στην πλάτη πριν από τις 19.2.2009»,  μέρος της μαρτυρίας των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.5 «κατέστη χωρίς αντικείμενο», αφού εξέλειπε το πραγματικό υπόβαθρο. Περαιτέρω, εάν το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αναξιόπιστους τους Μ.Ε.1 και Μ.Ε.5 ή απέρριπτε την επιστημονική μαρτυρία τους, επειδή δεν απεδέχθη την πιο πάνω θέση της εφεσίβλητης, ως ο εφεσείων εισηγείται, με τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης, θα διέπραττε μέγα σφάλμα.

 

Εν κατακλείδι, το πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνο έκρινε αξιόπιστους τους Μ.Ε.1 και Μ.Ε.5, αλλά σημείωσε πως αυτοί έδωσαν «σαφείς και τεκμηριωμένες απαντήσεις σε σχέση με τις κατ΄ ισχυρισμόν παραλείψεις των εναγομένων», για να προσθέσει πως αυτοί «Τεκμηριώνοντας την κάθε τοποθέτηση τους, έδωσαν τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να κατανοήσει τα εξειδικευμένα θέματα που απασχολούν, ώστε να είναι σε θέση να προβεί στις δικές του διαπιστώσεις» (Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 746).  

 

Με τον δέκατο λόγο έφεσης ο εναγόμενος 3 διατείνεται ότι                 «Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδώσει στην εφεσίβλητη θεραπεία παρά το ότι την έκρινε ως αναξιόπιστη ουσιωδέστατων για την αξίωση της ζητημάτων και δη κατά τρόπο που οδηγούσε σε συμπέρασμα πως επρόκειτο για άτομο το οποίο υπέβαλε και προώθησε ψευδή αξίωση», αντιβαίνει και/ή προσβάλλει κάθε έννοια δικαίου και/ή ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Κατ΄ αρχάς, οφείλουμε να σημειώσουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ουδέποτε έκρινε αναξιόπιστη την εφεσίβλητη επί «ουσιωδέστατων ζητημάτων», ως καταγράφεται στον συγκεκριμένο λόγο έφεσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απεδέχθη συγκεκριμένο μέρος της μαρτυρίας της εφεσίβλητης, για συγκεκριμένους λόγους που καταγράφει. Ως ελέχθη, απέρριψε τη μαρτυρία της, πως αυτή παραπονέθηκε για πόνους στην πλάτη από τις 11.2.2009 και/ή προηγουμένως. Ουδέποτε ανέφερε πως αυτή δεν είχε πόνους από τις 11.2.2009 και/ή προηγουμένως. Όπως χαρακτηριστικά σημείωσε «Είναι λογικό και αναμενόμενο ότι η Ενάγουσα ένιωθε ενοχλήσεις και έντονη δυσφορία, λόγω της ακινησίας της. Βρισκόταν καθηλωμένη στο κρεββάτι για πολλές ημέρες, έχοντας τοποθετημένο τον επισκληρίδιο καθετήρα στην πλάτη της. Είχε έντονους πόνους στα κάτω άκρα, λόγω των επεμβάσεων, οι οποίοι συνεχίζονταν, ακόμη και μετά από την αναλγησία που της εχορηγείτο μέσω του επισκληρίδιου καθετήρα. Παρεμβάλλεται εδώ πως η μαρτυρία της σε σχέση με μειωμένη κινητικότητα και αισθητικότητα των κάτω άκρων, γίνεται αποδεκτή. Τα παράπονα της, εκτιμώ, εστιάζονταν στα ανωτέρω.»  

 

Συναφής με τον πιο πάνω λόγο είναι και ο πέμπτος λόγος έφεσης, ο οποίος προσβάλλει ως αυθαίρετο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη παραπονέθηκε και προς τον συγκεκριμένο εφεσείοντα στις 19.2.2009 για πόνο στην κοιλιά και στην πλάτη. 

 

Συναφής με τον πιο πάνω λόγο είναι και ο δεύτερος λόγος έφεσης  στην έφεση 303/2016 του εναγόμενου 2. Προσβάλλεται ως εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη παραπονέθηκε για πόνο το πρωί της 19.2.2009.  Να σημειώσουμε εδώ πως, όπως ορθά σημείωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι εναγόμενοι ιατροί αντεξετάζοντας τους Μ.Ε.1 και Μ.Ε.5, τους υπέβαλαν πως η εφεσίβλητη παραπονέθηκε για πόνους το «πρωϊνό» της 19.2.2009. Και δεν θεωρούμε πως μπορούν να αποστούν από αυτή την παραδοχή, που ουσιαστικά έκαναν, στη βάση των όσων υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εναγόμενου 2, ότι δηλαδή για το «πρωϊνό» δεν είχε προσκομισθεί μαρτυρία.

 

Εν πάση περιπτώσει, να σημειώσουμε κι΄ εμείς πως και οι τρεις εναγόμενοι ιατροί είχαν παραδεχθεί, με το κοινό δικόγραφο τους, ότι η εφεσίβλητη παραπονέθηκε για πόνους στις 19.2.2009, κάτι που ορθά εντόπισε και κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε το σχετικό μέρος από την παρ. 10 του κοινού δικογράφου των εναγόμενων ιατρών:

 

«Περαιτέρω αποτελεί την θέση των Εναγόμενων ότι η πρώτη φορά κατά την οποία η Ενάγουσα παραπονέθηκε για πόνο στην κοιλιά και/ή στην πλάτη ήταν κατά ή περί την 19/2/2009, οπόταν και οι Εναγόμενοι έλαβαν όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα …» 

 

 

 

Στην Αθανασίου ν. Κουκούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, επαναλαμβάνεται ότι θέματα που άπτονται της αξιοπιστίας των μαρτύρων συνιστούν αμιγή ζητήματα γεγονότων. Η νομολογία μας, σταθερή για σειρά ετών, επαναλαμβάνει ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι έργο των πρωτόδικων Δικαστηρίων και ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστώνει ότι τα ευρήματα αξιοπιστίας δεν είναι, στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, ευλόγως επιτρεπτά ή όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή όταν υπάρχουν αντιφάσεις οι οποίες, αντικειμενικά κρινόμενες, είναι σημαντικές και ουσιαστικές. Όπως εύστοχα τέθηκε στην Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35:  

    

«Στο δικαστικό μας σύστημα ο χώρος για τη λήψη και την αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Όπως εξηγείται στην Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321, το πρωτόδικο δικαστήριο είναι σε μοναδική θέση μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης να αξιολογήσει και να συνεκτιμήσει την μαρτυρία. Ευχέρεια για τον παραμερισμό ή ανατροπή ευρημάτων αξιοπιστίας παρέχεται μόνον όταν κρίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα. (Βλ. μεταξύ άλλων Aristotelous v. General Insurance Co. (1981) 1 C.L.R. 582, και Kkaffa v. Kalorkotis (1982) 1 C.L.R. 372)».

 

 

 

 

Τα ευρήματα αξιοπιστίας κρίνονται και συνεκτιμώνται στο πλαίσιο του συνόλου των γεγονότων της υπόθεσης. Το βάρος απόδειξης της εσφαλμένης αξιολόγησης, βρίσκεται πάντοτε στους ώμους αυτού που προσβάλλει τα ευρήματα αξιοπιστίας, εν προκειμένω των συγκεκριμένων εφεσειόντων.

 

Αφού έχουμε μελετήσει πολύ προσεκτικά την προσαχθείσα μαρτυρία στο σύνολό της, υπό το φως και των όσων προβάλλονται από τους εφεσείοντες, καταλήγουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε καλούς και πειστικούς λόγους για τους οποίους έκρινε αξιόπιστους ή αναξιόπιστους τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του. Βρίσκουμε πως όλα τα ευρήματα αξιοπιστίας στα οποία προέβη, είναι εύλογα και δικαιολογημένα, και σε τέτοια περίπτωση το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν παρεμβαίνει.  Οι σχετικοί με το πιο πάνω θέμα λόγοι έφεσης, κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

Ο εναγόμενος 3, με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητεί το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως αυτός, ως ειδικός παθολόγος, είχε καθήκον επιμέλειας σε σχέση με την όλη μετεγχειρητική πορεία της εφεσίβλητης, στο οποίο καθήκον περιλαμβανόταν και η υποχρέωση του ιδίου «να παρακολουθούσε και/ή να διέγνωνε τυχόν επιπλοκές που ενδεχομένως να προέκυπταν από τη χρήση του επισκληρίδιου καθετήρα».  Παρόμοιες θέσεις προβάλλει και ο εναγόμενος 1 με τον δεύτερο λόγο έφεσης.  Να σημειώσουμε εδώ πως ο συνήγορος των εναγομένων 1 και 3 είχε εισηγηθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως αυτός που είχε άμεση εμπλοκή σε σχέση με την τοποθέτηση και διαχείριση του επισκληρίδιου καθετήρα ήταν μόνο ο εναγόμενος 2 και ως εκ τούτου οι εναγόμενοι 1 και 3 δεν θα μπορούσαν να είχαν οιανδήποτε ευθύνη σε σχέση με τον επισκληρίδιο καθετήρα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο πολύ ορθά εξέτασε κατά πόσο και οι τρεις εναγόμενοι ιατροί είχαν καθήκον επιμέλειας έναντι της εφεσίβλητης. Αυτό ήταν επίδικο θέμα, αφού η τελευταία στο δικόγραφο της καταλόγιζε και στους τρεις ιατρούς, συγκεκριμένες λεπτομέρειες αμέλειας, κάποιες εκ των οποίων ήταν κοινές.

 

Δικογραφημένη θέση εκ μέρους των εναγομένων 1 και 3, ότι αυτοί δεν ήταν επιφορτισμένοι με τη μετεγχειρητική πορεία της εφεσίβλητης, δεν υπήρξε στο κοινό δικόγραφο υπεράσπισης. Και οι τρεις ιατροί στο κοινό δικόγραφο τους είχαν κάνει αναφορά σε τοποθέτηση επισκληρίδιου καθετήρα στις 28.1.2009 και μάλιστα, ως δικογράφησαν, κατόπιν παράκλησης και/ή εισήγησης της εφεσίβλητης. Στο κοινό δικόγραφο και οι τρεις ιατροί είχαν αναφέρει πως «παρακολουθούσαν την ενάγουσα καθημερινά και/ή προέβαιναν σε όλες τις αναγκαίες εξετάσεις και/ή προφυλάξεις σύμφωνα με την ισχύουσα ιατρική γνώση.  Περαιτέρω αποτελεί τη θέση τους ότι η ενάγουσα δεν παρουσίαζε οιονδήποτε από τα ειδικά συμπτώματα επισκληρίδιου αποστήματος μέχρι τις 20.2.2009». Ουδέποτε δικογράφησαν πως την απόλυτη ευθύνη για την τοποθέτηση και την παρακολούθηση του επισκληρίδιου καθετήρα την είχε μόνο ο εναγόμενος 2, και ότι δεν θα μπορούσε εν ουδεμιά περιπτώσει να τους καταλογισθεί ευθύνη που αφορούσε στον επισκληρίδιο καθετήρα. Με άλλα λόγια, δεν ήταν ποτέ η δικογραφημένη θέση των εναγόμενων 1 και 3 ιατρών ότι δεν ήταν εντός της ειδικότητας τους οτιδήποτε αφορούσε σε επισκληρίδιο καθετήρα και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να τίθεται εκ μέρους τους παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας επειδή ο μεν πρώτος είναι χειρουργός, ο δε άλλος παθολόγος. 

 

Δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά για τη μεγάλη σημασία των δικογράφων και για την προσοχή που πρέπει να καταβάλλεται κατά την σύνταξη τους, ώστε να περιλαμβάνονται σε αυτά, όλοι οι ισχυρισμοί τους οποίους ένας διάδικος σκοπεύει να επικαλεστεί κατά την ακρόαση της υπόθεσης και ειδικά σε υποθέσεις ιατρικής αμέλειας, όπου τα Δικαστήρια συνήθως καλούνται να αποφασίσουν επί λεπτών θεμάτων (Λεύκος Χαραλάμπους ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφεση 224/2015, ημερ. 14.2.2024). Τα Δικαστήρια οφείλουν να εκδίδουν τις αποφάσεις τους μόνο σε σχέση με τα επίδικα θέματα, και επίδικα θέματα είναι αυτά τα οποία καθορίζονται από τα δικόγραφα και μόνο.

 

Με δεδομένο ότι η εφεσίβλητη με το δικόγραφο της καταλόγιζε αμέλεια και στους τρεις ιατρούς, οι οποίοι την παρακολουθούσαν μετά την τρίτη εγχείρηση, και σε σχέση με τη διαχείριση και παρακολούθηση του επισκληρίδιου καθετήρα, το πρωτόδικο Δικαστήριο πολύ ορθά εξέτασε κατά πόσο και οι τρεις ιατροί, «όφειλαν καθήκον επιμέλειας έναντι της», για να δώσει καταφατική απάντηση. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του:

«Όσον αφορά τον Εναγόμενο 2 είναι προφανές ότι λόγω της ειδικότητας του είχε άμεση εμπλοκή με την τοποθέτηση και διαχείριση του επισκληρίδιου καθετήρα, κατά την  επίδικη χρονική περίοδο.  Ήταν αυτός που τοποθέτησε τον επισκληρίδιο καθετήρα και δεν χωρεί αμφιβολία ότι είχε καθήκον επιμέλειας, εφόσον ανέλαβε και τη διαχείριση του καθετήρα για όσο χρονικό διάστημα βρισκόταν σε χρήση.

 

Ο συνήγορος των Εναγομένων 1 και 3, εισηγήθηκε πως δεν υπήρχε σχέση γιατρού - ασθενούς μεταξύ των Εναγομένων 1 και 3 και της Ενάγουσας σε σχέση με την εξειδικευμένη αυτή διαδικασία.  Εφόσον, υπέδειξε,  τη διαχείριση του επισκληρίδιου καθετήρα ανέλαβε ο Εναγόμενος 2, οι πελάτες του δεν είχαν  αναλάβει αυτό το εγχείρημα.

 

Το Δικαστήριο δεν συμμερίζεται την πιο πάνω εισήγηση. Κάτω από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, εκτιμώ ότι και οι Εναγόμενοι 1 και 3 ενεργούσαν ως ιατροί  της Ενάγουσας και όφειλαν καθήκον επιμέλειας έναντι της, εφόσον:

 

α)  Ο Εναγόμενος 1 ήταν ο ιατρός που διενήργησε τις χειρουργικές επεμβάσεις για την επιμήκυνση και ευθυγράμμιση των κάτω άκρων της Ενάγουσας.

 

β)  Λόγω της φύσης των επεμβάσεων, εισηγήθηκε την τοποθέτηση επισκληρίδιου καθετήρα για την αντιμετώπιση των φρικτών πόνων, μέσω επισκληρίδιας αναλγησίας.

 

γ)  Παρακολουθούσε την Ενάγουσα, ελέγχοντας την κινητικότητα των κάτω άκρων και την πορεία αποκατάστασης της υγείας της, μετά από τις επεμβάσεις.  Κατά τις καθημερινές ή σχεδόν καθημερινές επισκέψεις του, υπήρχε ο επισκληρίδιος καθετήρας.

 

δ)  Αξιολογούσε, μαζί με τους Εναγόμενους 2 και 3, τα τυχόν παράπονα της Ενάγουσας, τα οποία αντιμετώπιζαν από κοινού.  Ενδεικτικό της από κοινού αντιμετώπισης των προβλημάτων που παρουσιάζονταν στην πορεία αποθεραπείας της Ενάγουσας, αποτελεί το γεγονός ότι εκτίμησαν  από κοινού τα αποτελέσματα των αιματολογικών εξετάσεων και για τους λόγους που εξήγησαν, έκριναν ότι δεν απαιτείτο άλλη ενέργεια, πέρα από την παρακολούθηση της κλινικής της εικόνας.

 

ε)  Οι Εναγόμενοι 1,2 και 3 αποτελούσαν  μαζί την ομάδα που ανέλαβε τη μετεγχειρητική πορεία της Ενάγουσας.  Ο κάθε ένας φυσικά στον τομέα της δικής του ειδικότητας.

 

στ)  Ασφαλώς οι Εναγόμενοι 1 και 3 δεν είχαν αναλάβει τη διαχείριση του επισκληρίδιου καθετήρα, αφού λόγω ειδικότητας, ήταν ευθύνη του Εναγόμενου 2.  Παραταύτα, παρακολουθούσαν και έλεγχαν τη μετεγχειρητική της πορεία, ενόσω νοσηλευόταν στο Αχίλλειον και ήταν από κοινού υπεύθυνοι για να εντόπιζαν κάθε τυχόν επιπλοκή, που αφορούσε την ειδικότητα τους.

 

ζ)  Επιπρόσθετα, ο Εναγόμενος 3, ο οποίος παρακολουθούσε καθημερινά την Ενάγουσα, ήταν  υπεύθυνος, λόγω της ειδικότητας του, να ελέγχει τη μετεγχειρητική της πορεία, προβαίνοντας σε όλες τις απαραίτητες κλινικές και άλλες εξετάσεις.  Υποδεικνύεται πως ήταν μετά από δική του απόφαση που διενεργήθηκαν οι αιματολογικές εξετάσεις ημερομηνίας 11.2.2009.

 

η)  Ιδιαίτερα σχετική με το ζήτημα κρίνεται η θέση τους ότι συναποφάσισαν ότι δεν έχρηζε περαιτέρω διερεύνησης το ζήτημα που αφορούσε τους ψηλούς δείκτες CRP, WBC και NEUT, στις αιματολογικές εξετάσεις ημερ. 11.2.2009.  Δικαιολόγησαν την απόφαση τους αυτή στην καλή κλινική εικόνα της Ενάγουσας, από την εξέταση στην οποία προέβηκαν, με βάση τις ειδικότητες τους.

 

θ)  Παρόλο που υπεύθυνος για την χορήγηση φαρμάκων, μέσω του επισκληρίδιου καθετήρα, ήταν κατά κύριο λόγο ο Εναγόμενος 2, προέκυψε από τη μαρτυρία ότι έδιδαν και οι Εναγόμενοι 1 και 3 οδηγίες για αυξομείωση των δόσεων, ανάλογα με τα παράπονα που έκανε η Ενάγουσα.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, καταλήγω ότι και οι τρεις Εναγόμενοι ιατροί είχαν καθήκον επιμέλειας σε σχέση  με την όλη μετεγχειρητική πορεία της Ενάγουσας.»

 

 

 

Υπό το φως των πιο πάνω ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, καθίσταται σαφές πως η υπόθεση διαφοροποιείται από την υπόθεση Πολυκλινική Υγεία Λτδ ν. Τάσου Λάμπρου ως Διαχειριστή της Περιουσίας του Αποβιώσαντος  (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2634. Εκεί ο εναγόμενος 3 ιατρός κρίθηκε πως δεν είχε ευθύνη ή καθήκον επιμέλειας προς τον ενάγοντα, αφού το μόνο που αυτός είχε διενεργήσει ήταν μία συγκεκριμένη εξέταση, η οποία δεν προκάλεσε οιονδήποτε πρόβλημα στον ενάγοντα, και ακολούθως αποφάσισε την εισαγωγή του σε κλινική, όπου την ευθύνη και την παρακολούθηση του είχε πλέον μόνο ο εναγόμενος 2, δηλαδή ο θεράπων ιατρός του, ο οποίος τον είχε προηγουμένως χειρουργήσει. 

 

Τα όσα ανέφερε με την προφορική αγόρευση του ενώπιον μας              ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα-εναγόμενου 3, σε σχέση με το εν λόγω  θέμα, είναι μεν ορθά στη γενικότητα τους, αλλά, εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε συγκεκριμένα ουσιώδη ευρήματα, τα οποία σωρευτικά αποτιμώμενα,  δικαιολογούσαν πλήρως το εύρημα του ότι και οι τρεις ιατροί είχαν καθήκον επιμέλειας σε σχέση με την όλη μετεγχειρητική πορεία της εφεσίβλητης, συμπεριλαμβανομένης και της παρακολούθησης και διαχείρισης του επισκληρίδου καθετήρα. Τα δε ευρήματα γεγονότων στα οποία προέβη, δικαιολογούνται πλήρως από τη μαρτυρία που απεδέχθη ως αξιόπιστη, και ως εκ τούτου ούτε και εδώ υπάρχει περιθώριο παρέμβασης μας.

     

Πριν προχωρήσουμε να εξετάσουμε κατά πόσο ορθά εν τέλει το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αμελείς τους εφεσείοντες ιατρούς, κάτι στο οποίο στρέφονται οι περισσότεροι λόγοι έφεσης και των τριών εφεσειόντων, να πούμε πως ο εναγόμενος 2, με τον δέκατο τρίτο λόγο έφεσης διατείνεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο «παρέλειψε να λάβει υπόψιν ότι το βάρος της απόδειξης ήταν στους ώμους της ενάγουσας».  Με τον προσήκοντα σεβασμό, διαφωνούμε. Αν κάποιος μελετήσει προσεκτικά την απόφαση, εύκολα μπορεί να διαπιστώσει πως το πρωτόδικο Δικαστήριο γνώριζε πολύ καλά πως το βάρος απόδειξης ήταν στους ώμους της εφεσίβλητης, κάτι μάλιστα που κατέγραψε ρητά στη σελίδα 82 της απόφασης του λέγοντας πως «όσον αφορά το βάρος απόδειξης της ιατρικής αμέλειας, αυτό είναι στους ώμους του ενάγοντα, όπως σε όλες τις αστικές υποθέσεις. Ισχύουν βέβαια οι αρχές μετακίνησης του βάρους απόδειξης, υπό ορισμένες προϋποθέσεις …».

 

 Προχωρούμε να εξετάσουμε κατά πόσο η εφεσίβλητη κατάφερε να αποδείξει την ιατρική αμέλεια που είχε δικογραφήσει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με το επίπεδο δεξιότητας το οποίο αναμένεται από ένα επαγγελματία ιατρό (medical practitioner), δικαιολογημένα παρέπεμψε στις υποθέσεις Αθανασίου ν. Κουνούνη (ανωτέρω) και Γιάλλουρος ν. Ψύλλου κ.ά. (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1552, από τις οποίες άντλησε καθοδήγηση. Σε σχέση με το τι πρέπει να αποδεικνύει ένας ασθενής ο οποίος αξιώνει αποζημιώσεις κατ΄ επίκληση ιατρικής αμέλειας, παρέθεσε το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση Αγγελή ν. Βορκά (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 761, 770:

 

«i) Την ύπαρξη υποχρέωσης επιμέλειας προς τον ασθενή. Προς τούτο ο ασθενής θα πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη της σχέσης γιατρού - ασθενή. Ο γιατρός έχει τη νομική υποχρέωση να περιθάλψει ένα ασθενή στο νοσοκομείο ή στην κλινική όπου εργάζεται, αλλά δεν έχει καμιά νομική υποχρέωση να ενεργήσει ως σωτήρας για ένα ξένο που χάνει τις αισθήσεις του σε μια δεξίωση ή τραυματίζεται σε ένα τροχαίο ατύχημα. Εδώ σημειώνεται η νομική υποχρέωση σε αντίθεση με την ηθική.

 

(ii) Αμελή πράξη ή παράλειψη εκ μέρους του γιατρού. Ο ασθενής θα πρέπει να αποδείξει ότι ο γιατρός έχει παραβιάσει το καθήκον του να είναι επιμελής, παρουσιάζοντας μαρτυρία ότι οι ενέργειες του γιατρού ήταν κατώτερες από ό,τι θεωρούνται ως ικανοποιητικές από τα Δικαστήρια.

 

(iii) Την πρόκληση ζημιάς. Ο ασθενής θα πρέπει να αποδείξει ότι λόγω των ενεργειών του γιατρού, η υγεία του έχει χειροτερεύσει ή ότι έχει υποστεί κάποια άλλη συγκεκριμένη ζημιά.»

 

 

 

 Μάλιστα, δεν παρέλειψε να σημειώσει πως στην πιο πάνω απόφαση λέχθηκε πως δεν αναμένεται από έναν ιατρό να είναι πάντα επιτυχής στο ιατρικό έργο που αναλαμβάνει. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την υπόθεση Βορκά (ανωτέρω):

 

«Σήμερα ένας γιατρός δεν αναμένεται ότι θα είναι πάντα επιτυχής στο ιατρικό έργο που αναλαμβάνει. Το καθήκον του, όπως όλων των άλλων επαγγελματιών, είναι η άσκηση λογικής φροντίδας και προσοχής. Όπως έχει λεχθεί το 1838 από το Δικαστή Tindal στην υπόθεση Lanphier v. Phipos [1835-42] All E.R. Ree 421, που αφορούσε ιατρική αμέλεια,

 

 

"Every person who enters into a learned profession undertakes to bring to the exercise of it a reasonable degree of care and skill. He does not undertake, if he is an attorney, that at all events you shall gain your case, nor does a surgeon undertake that he will perform a cure, nor does he undertake to use the highest possible degree of skill. There may be persons who have higher education and greater advantages than he has, but he undertakes to bring a fair, reasonable and competent degree of skill."

 

 

 

 

Σε ελεύθερη μετάφραση:

"Κάθε πρόσωπο που καθίσταται μέλος ενός πολυμαθούς επαγγέλματος αναλαμβάνει ότι θα το εξασκεί με ένα λογικό βαθμό προσοχής και επιδεξιότητας. Δεν αναλαμβάνει, αν είναι δικηγόρος, ότι θα κερδίσει οπωσδήποτε την υπόθεσή σου, ούτε αν είναι γιατρός ότι θα επιτύχει μια θεραπεία, ούτε αναλαμβάνει ότι θα εφαρμόσει τον πιο ψηλό βαθμό επιδεξιότητας. Μπορεί να υπάρχουν πρόσωπα που έχουν καλύτερη εκπαίδευση και μεγαλύτερα πλεονεκτήματα από αυτόν, αλλά όμως αναλαμβάνει να επιδείξει ένα καλό, εύλογο και ικανό επίπεδο επιδεξιότητας."»

 

 

 

Για ό,τι αξίζει, να σημειώσουμε πως εν προκειμένω η εφεσίβλητη δεν ισχυρίστηκε ότι οι χειρουργικές επεμβάσεις στα κάτω άκρα της, τις οποίες διενήργησε ο εναγόμενος 1, δεν ήταν επιτυχείς.  Αλλού είχαν εστιαστεί οι δικογραφημένες της θέσεις.   

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για συγκεκριμένους λόγους που καταγράφει, κατέληξε πως και οι τρεις ιατροί υπήρξαν αμελείς και ότι συνεπεία της αμέλειας τους προκλήθηκε η παράλυση που υπέστη η εφεσίβλητη. Να σημειώσουμε εδώ πως ο εναγόμενος 2, με συγκεκριμένο λόγο έφεσης (ένατο λόγο έφεσης), προσβάλλει ως εσφαλμένο και «το συμπέρασμα του Δικαστηρίου για ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας των πράξεων και παραλείψεων των εναγομένων, συμπεριλαμβανομένου και του εναγόμενου 2, με τη βλάβη που υπέστη η ενάγουσα».  Παρόλο που ο πιο πάνω λόγος είναι γενικός, ενώ ούτε από την αιτιολογία του προκύπτει κάτι συγκεκριμένο, η οποία ουσιαστικά επαναλαμβάνει το περιεχόμενο του λόγου έφεσης, θα αρκεστούμε να παραπέμψουμε στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο κάλυψε, ως όφειλε,  και το θέμα της αιτώδους συνάφειας, η οποία πρέπει να αποδεικνύεται ως πραγματικό γεγονός και να αποφασίζεται με την κοινή λογική (Νίκος Σαρίδης ν. Ιωάννη Πυρκώτη (Κατασκευαστές) Λτδ, Πολ Έφεση Αρ. 180/2017, ημερ.7.4.2025):

 

«… Το ερώτημα συνεπώς, που εγείρεται είναι εάν οι Εναγόμενοι παραβίασαν  το καθήκον επιμέλειας που όφειλαν στην Ενάγουσα, με βάση τις πιο πάνω αρχές, κάτω από τα δεδομένα της υπόθεσης, όπως  έχουν διαπιστωθεί από το Δικαστήριο.

 

Η απάντηση στο ερώτημα είναι σαφώς θετική για τους ακόλουθους λόγους:

 

Α)  Δεν εδικαιολογείτο η απόφαση τους να μην διερευνούσαν περαιτέρω τους λόγους που παρουσίασαν ψηλούς δείκτες, ως άνω, οι αιματολογικές εξετάσεις ημερ. 11.2.2009 (Τεκμήρια 46 και 47).  Η καλή κλινική εικόνα της Ενάγουσας δεν  ήταν καθοριστική παράμετρος, κάτω από τις περιστάσεις, εφόσον ήταν γνωστό ότι υπήρχε επισκληρίδιος καθετήρας για πάνω από 12 ημέρες και ο κίνδυνος λοίμωξης του επισκληρίδιου χώρου ήταν υπαρκτός.

 

Το γεγονός ότι δεν είχε ανεβάσει πυρετό η Ενάγουσα δεν  αποτελεί ικανοποιητική δικαιολογία, δεδομένου ότι λάμβανε αντιβίωση, γεγονός που ήταν σε γνώση όλων  των Εναγομένων.

 

Β)  Άφησαν να παρέλθει χρονικό διάστημα 9 ημερών μέχρι να διενεργηθούν νέες αιματολογικές εξετάσεις.  Η πάροδος του χρονικού αυτού διαστήματος επέτρεψε στη μόλυνση που υπήρχε να προχωρά, με αποτέλεσμα τη δημιουργία του επισκληρίδιου αποστήματος και τη διαμόρφωση του, ως διαπιστώθηκε με το ΜRI στις 21.2.2009.

 

Εφόσον, εσφαλμένα, αποφάσισαν να μην διερευνήσουν τους λόγους που παρουσιάστηκαν οι ψηλοί δείκτες στα Τεκμήρια 46 και 47, όφειλαν, τουλάχιστον, να επαναλάμβαναν τις αιματολογικές εξετάσεις, μετά από μία ή δύο ημέρες και όχι μετά από εννέα ημέρες.  Η παράλειψη τους αυτή  κρίνεται εσφαλμένη και ιατρικά απαράδεκτη, όπως εξήγησαν οι Μ.Ε.1 και 5, η μαρτυρία των οποίων έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο.

 

 Η διερεύνηση της αιτίας που παρουσιάστηκαν ψηλοί δείκτες και η επανάληψη των αιματολογικών εξετάσεων, αποτελούσαν την ορθή πρακτική που όφειλαν να ακολουθήσουν οι Εναγόμενοι ιατροί.  Είναι βέβαιο, πως εάν οι αιματολογικές εξετάσεις επαναλαμβάνονταν, το πρόβλημα θα εντοπιζόταν και θα μπορούσε να είχε αντιμετωπιστεί  αποτελεσματικά.

 

Με βάση την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία που τέθηκε και από τις δύο πλευρές, εάν το επισκληρίδιο απόστημα αφαιρείτο  πριν από το βράδυ της 20.2.2009, η παραπληγία της Ενάγουσας θα είχε αποφευχθεί.  Εφόσον μέχρι και το απόγευμα της 20.2.2009 υπήρχε κινητικότητα και αισθητικότητα των δύο άκρων.

 

 

Έχει ήδη επεξηγηθεί πιο πριν, πως δεν εδικαιολογείτο ο εφησυχασμός των Εναγομένων, λόγω του  γεγονότος ότι είχαν παρουσιαστεί ψηλοί δείκτες κατά την προηγηθείσα περίοδο νοσηλείας της.  Υποδεικνύεται ότι, τότε είχαν  επαναληφθεί οι αιματολογικές εξετάσεις και έδειχναν σταδιακή μείωση, με τελική επαναφορά των δεικτών (CRP, WBC κ.λ.π.) στα κανονικά επίπεδα.  Υποδεικνύεται, περαιτέρω, πως κατά τις προηγηθείσες περιόδους δεν υπήρχε επισκληρίδιος καθετήρας για τόση μεγάλη χρονική περίοδο.  Ούτε και είχαν παρουσιαστεί τόσο ψηλοί δείκτες CRP και WBC, στις προηγηθείσες εξετάσεις.  Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των Τεκμηρίων 9,15,24,38,46 και 47, τιμές άνω των 16,00 CRP και 14,00 WBC, παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στα αποτελέσματα ημερ. 11.2.2009 (Τεκμήρια 46 και 47).

 

Είναι, κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, έκδηλη η αδράνεια των  Εναγομένων, προ του εμφανούς κινδύνου επέκτασης και συνέχισης της μόλυνσης, με ορατό το ενδεχόμενο δημιουργίας του επίδικου επισκληρίδιου αποστήματος.

 

Καταλήγω, συνεπώς, ότι οι Εναγόμενοι επέδειξαν ιατρική αμέλεια, παραλείποντας να εκτιμήσουν ορθά τους εμφανείς κινδύνους δημιουργίας του επισκληρίδιου αποστήματος.

 

Γ)  Αδράνεια, καθυστέρηση και λανθασμένοι χειρισμοί διαπιστώνονται επίσης και μετά από το παράπονο της Ενάγουσας για πόνο στην πλάτη και στην κοιλιά.

 

Η Ενάγουσα, με βάση τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, παραπονέθηκε για τους πιο πάνω πόνους στις 19.2.2009.  «Κτύπησε πλέον καμπανάκι» και δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία για την καθυστέρηση μίας ημέρας στη διενέργεια των αιματολογικών εξετάσεων και δύο ημερών για τη διενέργεια των απεικονιστικών (Μαγνητικής και Αξονικής τομογραφίας).

 

Όπως έχει υποδειχθεί, εάν η χειρουργική επέμβαση γινόταν μέχρι  και το απόγευμα της 20.2.2009,  η παραπληγία της Ενάγουσας θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.  Οι ίδιοι οι Εναγόμενοι 1 και 3 αποδέχθηκαν πως εάν η Ενάγουσα επαραπονείτο για πόνο στην πλάτη, θα προχωρούσαν αμέσως στη διενέργεια μαγνητικής εξέτασης.  Παρά το γεγονός όμως, ότι έγινε το παράπονο το πρωινό της 19.2.2009, όπως υποβλήθηκε στους Μ.Ε.1 και 5 από το συνήγορο τους, η μαγνητική εξέταση έγινε δύο ημέρες μετά.

Η πιο πάνω καθυστέρηση, που είχε καταστροφικές συνέπειες για την Ενάγουσα, δεν εδικαιολογείτο. Η καθυστέρηση συνέτεινε στην τελική διαμόρφωση του επισκληρίδιου αποστήματος το οποίο προκάλεσε την εγκάρσια μυελίτιδα, με το τραγικό αποτέλεσμα της παραπληγίας της Ενάγουσας. 

 

Είναι, συνεπώς, έκδηλη η αιτιώδης συνάφεια των πιο πάνω αμελών πράξεων και παραλείψεων των Εναγομένων 1, 2 και 3 με τη βλάβη που υπέστη η Ενάγουσα.»

 

[Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο]

 

 

 

Ούτε και στην πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογείται παρέμβαση. Εν κατακλείδι, και οι τρεις εφεσείοντες ιατροί παραβίασαν την υποχρέωση επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού, η οποία απορρέει από το γενικό καθήκον πρόνοιας και ασφάλειας που έχουν προς τους ασθενείς τους, εν προκειμένω της εφεσίβλητης, με αποτέλεσμα η τελευταία να καταστεί παραπληγική.  Ουδέν παρεισέφρησε που να καθιστά τρωτή την πρωτόδικη απόφαση.

 

Όλοι οι λόγοι έφεσης, και των τριών εφέσεων, κρίνονται αβάσιμοι.  Και οι τρεις εφέσεις απορρίπτονται.

 

 

 

 

Τα έξοδα των εφέσεων επιδικάζονται προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

   

                                                               Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

                                                               Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

                                                               Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο