
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(i-Justice)
(Πολιτική Έφεση Αρ.37/2024)
1 Ιουλίου 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 186/2024
Υπό τον τίτλο:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΕΩΣ (ΑΡ. 3) ΤΟΥ 2022
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018 ΚΑΙ 2023
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. ΑΡΕΤΗ ΧΑΡΙΔΗΜΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε., 2. Α. Χ. 3. Σ. Ε., 4. Μ. Β., 5. Α. Α., 6. Χ. Π., 7. Κ. Τ., 8. Ζ. Μ., 9. Ε. Α., 10. Ν. Π., 11. Α. Α., 12. Α. Π., ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 08/10/2024
____________________
Η. Στεφάνου με Ε. Καπαρδή (κα) και Στ. Δημητρίου, για Ηλίας Α. Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
____________________
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία, με την οποία απέρριψε αίτηση των Εφεσείοντων για άδεια για την καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, για την ακύρωση του εντάλματος έρευνας του γραφείου της Εφεσείουσας 1, δικηγορικής εταιρείας, που εξεδόθη την 8.10.2024 από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, το κατώτερο Δικαστήριο. Οι Εφεσείοντες 2-12 είναι δικηγόροι, συνεταίροι και συνεργάτες, και άλλα μέλη του προσωπικού του δικηγορικού γραφείου.
Με το λόγο έφεσης 3, εγείρεται ζήτημα κατά τόπο αρμοδιότητας του κατώτερου Δικαστηρίου να εκδώσει το ένταλμα. Είναι η θέση των Εφεσείοντων ότι τα υπό διερεύνηση αδικήματα φέρονται να διαπράχθηκαν στην Λεμεσό, όπου βρίσκεται και το υποστατικό στο οποίο το ένταλμα αφορούσε και, επομένως, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δεν είχε δικαιοδοσία να εκδώσει το υπό έλεγχο ένταλμα.
Οι Εφεσείοντες επανέλαβαν ενώπιον μας την ίδια επιχειρηματολογία που είχαν αναπτύξει ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 23(1)(α) των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως (Αρ.2) του 2024,[1] που αφορά στη δικαιοδοσία εκάστου Επαρχιακού Δικαστηρίου να εκδικάζει αδικήματα που διαπράχθηκαν εντός της επαρχίας για την οποία καθιδρύθηκε, δεν έχει καμία σχέση με τη δικαιοδοσία για την έκδοση εντάλματος έρευνας.
Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η δικαιοδοσία για έκδοση εντάλματος έρευνας δεν ρυθμίζεται από το άρθρο 23(1)(α), των περί Δικαστηρίων Νόμων, που αφορά στην εκδίκαση ποινικών αδικημάτων, στο πλαίσιο δηλαδή ποινικών υποθέσεων που καταχωρούνται στα Επαρχιακά Δικαστήρια.
Προς επίρρωση της θέσης, θα προσθέταμε ότι δεν είναι χωρίς σημασία ότι στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ.155, στο ΜΕΡΟΣ ΙΙ - ΑΝΑΚΡΙΣΗ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΩΞΗ γίνεται συνεχώς αναφορά σε Δικαστή, ενώ στο ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ - ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΩΞΗ αναφέρεται συνεχώς το Δικαστήριο. Το άρθρο 27, που αφορά στην εξουσία για την έκδοση εντάλματος έρευνας αναφέρει ότι: «Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει …». Το ίδιο και το άρθρο 18(1), που αφορά στην έκδοση εντάλματος σύλληψης, όπως και τα άρθρα 31 και 32(3), που οι Εφεσείοντες επικαλέστηκαν στην επιχειρηματολογία τους. Στο δε άρθρο 24, που αφορά στην προσωποκράτηση υπόπτου, αναφέρεται ότι ο Δικαστής έχει δικαιοδοσία «είτε αυτός έχει ή όχι αρμοδιότητα να επιληφθεί του ποινικού αδικήματος για το οποίο διεξάγονται οι ανακρίσεις». Στο ερμηνευτικό άρθρο 2, αναφέρεται ότι «Δικαστήριο» σημαίνει το αρμόδιο Δικαστήριο, ενώ «Δικαστής» σημαίνει δικαστή Επαρχιακού Δικαστηρίου, χωρίς άλλο προσδιοριστικό στοιχείο. Στο άρθρο 43(1) που βρίσκεται στο Μέρος ΙΙΙ του Κεφ.155 και αφορά μετά την καταχώριση του κατηγορητηρίου, γίνεται μεν αναφορά σε Δικαστή η αρμοδιότητα όμως περιορίζεται. Αναφέρεται ότι «Κάθε κατηγορητήριο παρουσιάζεται σε Δικαστή του Δικαστηρίου στο οποίο το κατηγορητήριο απαγγέλλεται».
Η παραπομπή των Εφεσείοντων στις διατάξεις του άρθρου 2(α) του περί της Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας σε Ποινικές Υποθέσεις Νόμου του 2017, Ν.181(Ι)/2017, που καθορίζει ότι «κυπριακή αρχή εκτέλεσης» είναι Επαρχιακός Δικαστής στην περιφέρεια του οποίου ζητείται η εκτέλεση της εντολής, δεν βρίσκουμε ότι ενισχύει την επιχειρηματολογία τους. Σε κάθε περίπτωση το περιεχόμενο μεταγενέστερης νομοθεσίας, μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να προσφέρει καθοδήγηση για την ερμηνεία προγενέστερης νομοθεσίας. Πολύ περισσότερο, της ίδιας της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας,[2] όπως επίσης εισηγήθηκαν οι Εφεσείοντες, άλλου δηλαδή νομοθετικού σώματος (D. Greenberg, “Craies on Legislation”, 12η έκδ., London Thomson Reuters 2020, παρ.27.1.16, σελ.1128).
Ούτε και η ερμηνεία του όρου «εκδίκαση», στο πλαίσιο του άρθρου 5(2) των περί Δικαστηρίων Νόμων (Μήλιου (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 756, 759) μπορεί να θεωρηθεί ότι περιορίζει τη δικαιοδοσία οποιουδήποτε Δικαστή Επαρχιακού Δικαστηρίου, δυνάμει των διατάξεων του ΜΕΡΟΥΣ ΙΙ του Κεφ.155 και εν προκειμένω του άρθρου 27, σε σχέση με την Επαρχία όπου υπηρετεί.
Καταλήγουμε ότι δεν υπάρχει τοπική αρμοδιότητα αναφορικά με την έκδοση εντάλματος έρευνας, είτε στη βάση της επαρχίας στα όρια της οποίας φέρονται να διαπράχτηκαν τα υπό διερεύνηση αδικήματα, είτε στη βάση της επαρχίας στην οποία βρίσκεται ο χώρος που θα ερευνηθεί. Ο λόγος έφεσης 3 κρίνεται, επομένως, αβάσιμος και απορρίπτεται.
Ο λόγος έφεσης 1, εδράζεται στη θέση ότι κανένα από τα υπό διερεύνηση αδικήματα ενέπιπτε εντός του εύρους του Άρθρου 17.2.Β. του Συντάγματος.
Το Άρθρο 17.1 του Συντάγματος διαλαμβάνει ότι «Έκαστος έχει το δικαίωμα σεβασμού και διασφαλίσεως του απορρήτου της αλληλογραφίας ως και πάσης άλλης επικοινωνίας αυτού, εφ’ όσον η τοιαύτη επικοινωνία διεξάγεται διά μέσων μη απαγορευομένων υπό του νόμου». Το Άρθρο 17.2 προβλέπει ότι «Δε χωρεί επέμβαση κατά την άσκηση του δικαιώματος τούτου, εκτός αν η επέμβαση αυτή επιτρέπεται σύμφωνα με το νόμο, στις ακόλουθες περιπτώσεις:». Στην παρ.(β) αναφέρεται: «Κατόπιν δικαστικού διατάγματος που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, και η επέμβαση αποτελεί μέτρο το οποίο σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαίο μόνο προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη των ακόλουθων σοβαρών ποινικών αδικημάτων:». Ακολουθεί εξαντλητική αναφορά σε αδικήματα.[3]
Επιχειρηματολογούν οι Εφεσείοντες ότι εφόσον κανένα από τα υπό διερεύνηση αδικήματα δεν περιλαμβάνεται στα αδικήματα που αναφέρονται στο Άρθρο 17.2.Β του Συντάγματος, δεν ήταν νόμιμο να εξουσιοδοτηθεί ή εγκριθεί πρόσβαση ή επιθεώρηση ή λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας τους και, επομένως, δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί η έκδοση του επίδικου εντάλματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι δεν είχε ενώπιον του προς εξέταση διάταγμα πρόσβασης σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, δυνάμει των περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμων του 1996 έως 2020, αλλά ένταλμα έρευνας που είχε εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 27 του Κεφ.155. Όπως ανέφερε: «Το λεκτικό του Εντάλματος ήταν σαφές, χωρίς να εντοπίζεται εξουσιοδότηση για οτιδήποτε που να παραβιάζει το δικαίωμα του απόρρητου της επικοινωνίας των Αιτητών ή οποιουδήποτε συνταγματικού τους δικαιώματος», για να καταλήξει ότι: «Άλλο η έρευνα και η κατάσχεση αντικειμένων ως τεκμηρίων και άλλο η πρόσβαση στο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας. Στην υπό συζήτηση περίπτωση είναι σαφές ότι ζητήθηκε και εξασφαλίστηκε το πρώτο. Δεν ζητήθηκε και δεν εξουσιοδοτήθηκε πρόσβαση στην επικοινωνία».
Η Ανδρέας Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ κ.ά., Πολ. Αίτ. Αρ.212/2021, ημερ.10.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:D93, αφορούσε αίτηση για άδεια για καταχώριση αίτησης Certiorari, με αναφορά σε ένταλμα έρευνας προς αναζήτηση εγγράφων, ηλεκτρονικών δεδομένων και κινητών τηλεφώνων. Υπό διερεύνηση ήταν τόσο αδικήματα διαφθοράς, που περιλαμβάνονταν στα αναφερόμενα στο Άρθρο 17.2 του Συντάγματος, όσο και άλλα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε από την Δημητριάδης το απόσπασμα που ακολουθεί:
«Δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ως δεδομένο ότι η κατάσχεση των τηλεφώνων ως «πραγμάτων» εν τη εννοία του άρθρου 27 του Κεφ.155, ισοδυναμεί με πρόσβαση στην ιδιωτική επικοινωνία. Ιδιαίτερα εφόσον τέτοια πρόσβαση ρητά δεν εξουσιοδοτήθηκε από το δικαστήριο. Εάν αυτή προκύψει, ανάλογα με την πορεία των ερευνών, να είναι η ανάγκη και η εξ αυτής πρόθεση της Αστυνομίας, μπορεί να προχωρήσει με τις κατάλληλες διαδικασίες, ώστε να λάβει την απαιτούμενη εξουσιοδότηση, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία που τώρα, πρόωρα, επικαλούνται οι αιτητές.
Ως εκ των άνω κρίνεται ότι δεν υπήρχε παραβίαση νόμου, ή του Συντάγματος, ή ιδιωτικής επικοινωνίας, ούτε υπέρβαση δικαιοδοσίας, ως οι λόγοι που προβάλλονται. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στην απόρριψη κάθε λόγου και κάθε επιχειρήματος που σχετίζεται με το Άρθρο 17.2.Β του Συντάγματος και με το Νόμο 92(Ι)/96, εφόσον οι πρόνοιες αυτές δεν εύρισκαν, εν προκειμένω, εφαρμογή».
Επιχειρηματολογούν οι Εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ταύτισε την παρούσα περίπτωση με την περίπτωση στην Δημητριάδης, γιατί εδώ το κατώτερο Δικαστήριο «ρητά εξουσιοδότησε τη λήψη επικοινωνίας και όχι κάποιου πράγματος/αντικειμένου το οποίο πιθανόν να εμπεριείχε και επικοινωνία».
Το επίδικο ένταλμα εκδόθηκε εφόσον ο Δικαστής που το εξέδωσε είχε, σύμφωνα με το περιεχόμενο του ιδίου του εντάλματος, ικανοποιηθεί ότι υπήρχε εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στο εν λόγω γραφείο «υπάρχουν, φυλάττονται, αποθηκεύονται τεκμήρια, όπως έγγραφα σε ηλεκτρονική μορφή, επαγγελματική ηλεκτρονική αλληλογραφία και δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή τα οποία φυλάγονται σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, εξωτερικούς δίσκους αποθήκευσης δεδομένων, ή σε οποιαδήποτε άλλη συσκευή αποθήκευσης που χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό». Ο Δικαστής κατέγραψε ακόμα σε πρόσθετο κείμενο, που κατέστησε μέρος του εντάλματος που εξέδωσε, ότι: «Με βάση το περιεχόμενο του όρκου, τον οποίο έχω μελετήσει προσεκτικά, ικανοποιούμαι ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στο συγκεκριμένο υποστατικό (γραφείο), για το οποίο ζητείται η έκδοση του εντάλματος έρευνας, βρίσκονται τεκμήρια, όπως έγγραφα σε ηλεκτρονική μορφή, ηλεκτρονική αλληλογραφία και άλλα τεκμήρια ως αυτά περιγράφονται στο εν λόγω αίτημα και στον όρκο, που σχετίζονται με και θα παρέχουν απόδειξη για την αναφερόμενη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων».
Στο ένταλμα αναφερόταν «να φέρετε τα πράγματα που θα βρεθούν», ενώ στο κείμενο που πρόσθεσε ο Δικαστής γινόταν αναφορά σε «ανεύρεση υλικού». Ως τεκμήρια, το ένταλμα περιέγραφε υλικό σε ηλεκτρονική μορφή. Αναφερόταν «… τεκμήρια, όπως έγγραφα σε ηλεκτρονική μορφή, επαγγελματική ηλεκτρονική αλληλογραφία και δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή». Αυτά φυλάττονταν σε αντικείμενα. Αναφερόταν «τα οποία φυλάγονται σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, εξωτερικούς δίσκους αποθήκευσης δεδομένων, ή σε οποιαδήποτε άλλη συσκευή αποθήκευσης που χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό». Εγείρεται ζήτημα κατά πόσο με το ένταλμα η Αστυνομία εξουσιοδοτείτο να κατάσχει ηλεκτρονικό υλικό, δηλαδή κάτι άυλο, περιλαμβανομένης αλληλογραφίας, ή τα αντικείμενα στα οποία βρισκόταν το ηλεκτρονικό υλικό.
Της έκδοσης του επίδικου εντάλματος είχε προηγηθεί και άλλο, για το ίδιο δικηγορικό γραφείο, που είχε ερευνηθεί την 5.4.2024. Όπως αναφέρεται στον όρκο, κατά την έρευνα εκείνη είχαν παραληφθεί από την Αστυνομία τέσσερις φάκελοι σε έντυπη μορφή και «Αρχεία και αλληλογραφία σε ηλεκτρονική μορφή που εντοπίστηκαν στον κεντρικό εξυπηρετητή (SERVER) με λέξεις κλειδιά που σχετίζονται με τις πιο πάνω υποθέσεις και τα οποία μεταφέρθηκαν σε ψηφιακό δίσκο από το μέλος Δικανικού Εργαστηρίου Ηλεκτρονικών Δεδομένων του Αρχηγείου Αστυνομίας». Μέσω εξετάσεων που ακολούθησαν τους επόμενους τέσσερις μήνες, διαπιστώθηκε ότι κάποια από τα ηλεκτρονικά δεδομένα πιθανόν να αλλοιώθηκαν δια διαγραφής από τον κεντρικό εξυπηρετητή του δικηγορικού γραφείου. Με αναφορά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, εξηγείται ότι «έγγραφα τα οποία εντοπίστηκαν σε ηλεκτρονικά ταχυδρομεία υπαλλήλων του δικηγορικού γραφείου με κοινοποιήσεις σε συγκεκριμένους υπαλλήλους, δεν εντοπίστηκαν στα ηλεκτρονικά ταχυδρομεία των συγκεκριμένων υπαλλήλων» και ότι αυτά τα αρχεία, ενώ θα έπρεπε να υπάρχουν στον κεντρικό εξυπηρετητή, δεν είχαν εντοπιστεί σε αυτόν.
Η μεθοδολογία που θα ακολουθείτο, εξηγείτο στον όρκο. Αναφερόταν ότι: «υπάρχει η δυνατότητα μέσω της τεχνολογίας, να επανακτηθούν διαγραφέντα/αλλοιωμένα αρχεία από τον κεντρικό εξυπηρετητή, με συγκεκριμένη διαδικασία όπου μπορούν να μεταφερθούν σε αποθηκευτική μονάδα, χωρίς να υπάρξει επιθεώρηση σε άλλα ηλεκτρονικά αρχεία, τα οποία δεν σχετίζονται με τις πιο πάνω υποθέσεις» και ότι: «Θα γίνει εξαγωγή σε μορφή live image του Mail Server και Data Server και υπολογιστών των υπαλλήλων που αναφέρονται πιο πάνω [αναφέρονται ονόματα], επί τόπου στο εν λόγω Δικηγορικό γραφείο, που περιλαμβάνουν την ηλεκτρονική αλληλογραφία του πιο πάνω γραφείου. Με αυτό τον τρόπο δεν θα χρειαστεί να παραληφθούν τα μηχανήματα (υπολογιστές, server κτλ), έτσι ώστε να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη συνέχιση των εργασιών του Δικηγορικού γραφείου» και ότι: «Τα image (δικανικά αντίγραφα) θα τοποθετηθούν σε εξωτερικούς σκληρούς δίσκους, ιδιοκτησίας της Αστυνομίας». Όπως αναφερόταν στον όρκο, το ένταλμα ζητείτο «με σκοπό τον εντοπισμό και παραλαβή τεκμηρίων (ηλεκτρονικά δεδομένα) που πιθανό να διαγράφηκαν/αλλοιώθηκαν και δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστούν κατά την έρευνα που έγινε στις 5/4/24».
Διαφαίνεται ότι το ένταλμα εξουσιοδοτούσε και την παραλαβή αλληλογραφίας σε ηλεκτρονική μορφή. Όχι συσκευών ή μηχανημάτων (υπολογιστών, servers κ.λπ.) που μπορούσαν να εμπεριέχουν τέτοια στοιχεία. «Αλληλογραφία σε ηλεκτρονική μορφή», δεν αντιλαμβανόμαστε να σημαίνει κάτι άλλο από την ίδια την αλληλογραφία ή που να μην περιλαμβάνει το κείμενο της σχετικής επικοινωνίας.
Δεν ήταν, όμως, όλα όσα αναζητούνταν σε ηλεκτρονική μορφή αλληλογραφία ή και επικοινωνία, το απόρρητο των οποίων προστατεύεται από το Άρθρο 17.1 του Συντάγματος. Στον όρκο, γινόταν αναφορά, τόσο σε επαγγελματική ηλεκτρονική αλληλογραφία, όσο και σε φάκελους, έγγραφα και δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή. Καθ’ όσον αφορά τα τελευταία, οι διατάξεις του Άρθρου 17 του Συντάγματος ουδεμία εφαρμογή θα μπορούσαν να έχουν.
Λαμβάνοντας υπόψη τα αδικήματα τα οποία διερευνούνταν, καταλήγουμε ότι εσφαλμένα δεν διαπιστώθηκε ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση ώστε να δοθεί άδεια για την καταχώριση αίτησης με κλίση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση του επίδικου εντάλματος έρευνας καθ’ όσον αναφερόταν σε αλληλογραφία σε ηλεκτρονική μορφή. Ο λόγος έφεσης 1 επιτυγχάνει στην έκταση αυτή.
Στην Αιτιολογία του λόγου έφεσης 1 και στη συνέχεια στο Περίγραμμα Αγόρευσης των Εφεσείοντων, αναπτυσσόταν περαιτέρω ζήτημα κατ’ επίκληση παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των Εφεσείοντων, ωστόσο τέτοιο ζήτημα δεν εγείρεται με το λόγο έφεσης και δεν θα μπορούσε να εξεταστεί. Με την αιτιολογία των λόγων έφεσης, αυτοί αιτιολογούνται, αλλά δεν διευρύνονται ώστε να καλύπτουν ζητήματα που σαφώς δεν προκύπτουν από τον ίδιο το λόγο (Άζινου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.110/2021, ημερ.7.12.2021)
Με το λόγο έφεσης 2 προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν είχε καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση ότι παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας.
Υποστηρίζουν οι Εφεσείοντες ότι δεν ήταν αναγκαίο να αντιγραφούν όλα τα δεδομένα που υπήρχαν στον Mail Server και Data Server και στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν οι λέξεις κλειδιά για να εξακριβωθεί κατά πόσο σχετικά αρχεία είχαν διαγραφεί από τον κεντρικό εξυπηρετητή του γραφείου.
Κατ’ αρχάς, δεν συμφωνούμε ότι προκύπτει, όπως εισηγούνται οι Εφεσείοντες, ότι σκοπός της έρευνας ήταν να εξακριβωθεί κατά πόσο συγκεκριμένα, με την έννοια του γνωστά, αρχεία είχαν διαγραφεί από τον κεντρικό εξυπηρετητή του δικηγορικού γραφείου και ότι δεν αναζητείτο μαρτυρία που πιθανό να σχετίζεται με τις υπό διερεύνηση υποθέσεις. Η αναφορά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις στον όρκο αφορούσε περιπτώσεις που, κατά την Αστυνομία, καταδείκνυαν ότι είχαν γίνει διαγραφές. Δεν αντιληφθήκαμε ότι αναζητούνταν μόνο όσα εντοπίστηκαν αλλού και ήταν ήδη υπόψη των ανακριτικών αρχών, αλλά ότι η αποκάλυψη ότι κάποια αρχεία είχαν διαγραφεί, δημιουργούσε εύλογες υπόνοιες ότι μπορεί να είχαν διαγραφεί και άλλα.
Αντιλαμβανόμαστε ότι οι λέξεις κλειδιά είναι λέξεις που συνδέονται με τις υποθέσεις που διερευνώνται. Κατάλογος τους επισυναπτόταν στον όρκο. Περιλαμβάνονται τα ονόματα των προσώπων που οι υποθέσεις που διερευνώνται αφορούσαν. Η εισαγωγή των λέξεων θα φέρει στην επιφάνεια κείμενα στα οποία εμπεριέχονται. Αυτή η εξέταση θα γινόταν στο Δικανικό Εργαστήριο Ηλεκτρονικών Δεδομένων της Αστυνομίας. Εξηγείται στον όρκο ότι πρόκειται για αυτοματοποιημένη δικανική ανάλυση, χωρίς φυσική επιθεώρηση από οποιοδήποτε πρόσωπο. Θα γίνει αυτοματοποιημένη επαναφορά διαγραμμένων ηλεκτρονικών αρχείων. Με αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται ότι δεν θα εξαχθούν ηλεκτρονικά δεδομένα που δεν σχετίζονται με τις υποθέσεις που διερευνώνται. Αναφέρεται ότι κατά τη διαδικασία εισαγωγής των λέξεων κλειδιών θα μπορούσε να ήταν παρόν εκπρόσωπος του δικηγορικού γραφείου, προφανώς για να επιβεβαιώσει ότι δεν θα εισάγονταν λέξεις άλλες που θα οδηγούσαν σε γενικευμένα αποτελέσματα.
Η εισήγηση των Εφεσείοντων συνοψίζεται στο ότι δεν ήταν ανάγκη να αντιγραφούν όλα τα αρχεία, να περιέλθει έτσι στην κατοχή της Αστυνομίας και υλικό που δεν σχετίζεται με τις υποθέσεις που διερευνώνται και στη συνέχεια στο εργαστήριο της Αστυνομίας να εξαχθούν τα σχετικά αρχεία με τη χρήση των λέξεων κλειδιών, αλλά ότι θα μπορούσε η χρήση των λέξεων κλειδιών να γίνει στο δικηγορικό γραφείο και η Αστυνομία να παραλάβει μόνο υλικό που σχετίζεται με τις υποθέσεις που διερευνώνται.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην αρχή της αναλογικότητας και την Mohammed, Πολ. Έφ. Αρ.279/2021, ημερ.4.4.2022, ECLI:CY:AD:2022:A151, όπου αναφέρθηκε ότι:
«Η συνήθης διατύπωση της εν λόγω αρχής είναι ότι ο περιορισμός στα ανθρώπινα δικαιώματα και ατομικές ελευθερίες είναι νόμιμες μόνον όταν έχει υιοθετηθεί στο πλαίσιο θεμιτού σκοπού, από τη μια και δεν είναι δυσανάλογος προς τον εν λόγω θεμιτό σκοπό, από την άλλη».
Παρέπεμψε στη μεθοδολογία που θα ακολουθείτο. Ότι η δικανική ανάλυση θα ήταν αυτοματοποιημένη και ότι με τον τρόπο αυτό διασφαλιζόταν ότι δεν θα εξάγονταν ηλεκτρονικά δεδομένα που δεν σχετίζονται με τις υποθέσεις που διερευνούνταν. Αναφέρθηκε ακόμα στη δυνατότητα παρουσίας εκπροσώπου του δικηγορικού γραφείου κατά τη διαδικασία και την αναφορά του κατώτερου Δικαστηρίου ότι: «νοείται, περαιτέρω, ότι το παρόν ένταλμα αποσκοπεί αποκλειστικά στην ανεύρεση υλικού που σχετίζεται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και σε σχέση με τα όσα αναφέρονται στον όρκο της Αστυνομίας. Οποιοδήποτε άλλο υλικό είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να αναζητηθεί και πολύ περισσότερο να ληφθεί ή και κρατηθεί». Σε αυτή τη βάση και τις ασφαλιστικές δικλείδες που υπήρχαν, κατέληξε ότι δεν παραβιαζόταν η αρχή της αναλογικότητας.
Το κριτήριο είναι κατά πόσο το ένταλμα έρευνας, στη μορφή που εκδόθηκε, ήταν μέτρο αναλογικό στις περιστάσεις της υπόθεσης. Ο Δικαστής που το εξέδωσε είχε να αντιπαραβάλει αφενός το δημόσιο συμφέρον στην εξιχνίαση των υποθέσεων που διερευνούσε η Αστυνομία και τις ανάγκες του ανακριτικού έργου όπως προέκυπταν από τη φύση των υποθέσεων και τις εξελίξεις και αφετέρου τα δικαιώματα των Εφεσείοντων, περιλαμβανομένης της αποφυγής, όσο το δυνατό, παρακώλυσης της εύρυθμης λειτουργίας του δικηγορικού τους γραφείου. Μπορεί ο Δικαστής να διαφοροποιήσει τη μορφή του εντάλματος που θα εκδώσει ή να δώσει οδηγίες ως προς την εκτέλεση του ώστε να είναι λιγότερο παρεμβατικό αλλά εξίσου αποτελεσματικό. Είναι όμως το ένταλμα που εκδόθηκε που ελέγχεται και όχι κατά πόσο μια παραλλαγή του θα μπορούσε και αυτή να εξυπηρετήσει την υπόθεση.
Θα πρέπει εδώ να παρεμβάλουμε πως ότι ήταν τεχνικά εφικτό ή πραγματικά πρόσφορο η εργασία που θα γινόταν στο Δικανικό Εργαστήριο Ηλεκτρονικών Δεδομένων της Αστυνομίας να πραγματοποιηθεί στους χώρους του δικηγορικού γραφείου, είναι η θέση των Εφεσείοντων. Το γεγονός ότι κατά την έρευνα που είχε προηγηθεί την 5.4.2024 είχε γίνει εντοπισμός υλικού που δεν είχε διαγραφεί με τη χρήση των λέξεων κλειδιά, δεν εξυπακούει ότι το ίδιο θα μπορούσε να γίνει και για τον εντοπισμό υλικού που είχε διαγραφεί.
Σε κάθε περίπτωση, με την αντιγραφή των ηλεκτρονικών δεδομένων που εξουσιοδοτήθηκε, δεν παρακωλύετο η εύρυθμη λειτουργία του δικηγορικού γραφείου. Ούτε εγείρεται τέτοιο ζήτημα από τους Εφεσείοντες. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι με την προτεινόμενη μεθοδολογία διασφαλιζόταν ότι δεν θα εξάγονταν ηλεκτρονικά δεδομένα που δεν σχετίζονται με τις υποθέσεις που διερευνούνταν. Ό,τι ουσιαστικά παρέμενε ήταν η ανησυχία των Εφεσείοντων ότι το ένταλμα δεν θα εκτελείτο με τον τρόπο που διέταξε το κατώτερο Δικαστήριο και ίσως η Αστυνομία θα περισυνέλεγε περαιτέρω στοιχεία, όμως αυτό δεν αφορά στη νομιμότητα του εντάλματος και δεν είναι ό,τι εδώ καλούμαστε να εξετάσουμε. Μπορούμε να εξετάσουμε τον τρόπο εκτέλεσης όπως διατάχθηκε να γίνει, όχι τον τρόπο που πράγματι εκτελέστηκε το ένταλμα. Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.
Η έφεση επιτυγχάνει ως προς το λόγο έφεσης 1.
Παρέχεται άδεια στους Εφεσείοντες να καταχωρήσουν αίτηση με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση του εντάλματος έρευνας του γραφείου της Εφεσείουσας 1, δικηγορικής εταιρείας, που εξεδόθη την 8.10.2024 από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στην έκταση που εξουσιοδοτούσε τη λήψη ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, για το λόγο ότι το κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε το ένταλμα καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του, εφόσον κανένα από τα υπό διερεύνηση αδικήματα δεν περιλαμβάνεται στα αδικήματα που αναφέρονται στο Άρθρο 17.2.Β του Συντάγματος.
Η αίτηση να καταχωριστεί μέσα σε δέκα ημέρες και να επιδοθεί στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Ο Πρωτοκολλητής να την ορίσει για οδηγίες σε συνεννόηση με την αδελφή Δικαστή που θα την εκδικάσει.
Τα έξοδα της έφεσης και της πρωτόδικης διαδικασίας η οποία έχει προηγηθεί, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσείουσας όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, και θα είναι ανακτήσιμα μόνο σε περίπτωση επιτυχίας της αίτησης με κλήση.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
Ε. Εφραίμ, Δ.
[1] Μετά και την κατάργηση του περί Δικαστηρίων (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1974, Ν.43/1974 από τον περί Δικαστηρίων (Προσωρινές Διατάξεις)(Καταργητικό) Νόμο του 2024, Ν.71(Ι)/2024.
[2] Οδηγία 2014/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Απριλίου 2014 περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις.
[3] «(α) Φόνος εκ προμελέτης ή ανθρωποκτονία, (β) εμπορία ενηλίκων ή ανηλίκων προσώπων και αδικήματα που σχετίζονται με την παιδική πορνογραφία, (γ) εμπορία, προμήθεια, καλλιέργεια ή παραγωγή ναρκωτικών φαρμάκων, ψυχοτρόπων ουσιών ή επικίνδυνων φαρμάκων, (δ) αδικήματα που σχετίζονται με το νόμισμα ή το χαρτονόμισμα της Δημοκρατίας και (ε) αδικήματα διαφθοράς για τα οποία προβλέπεται, σε περίπτωση καταδίκης, ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω.»
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο