
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 429/2016)
1 Ιουλίου, 2025
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ,
Εφεσείων/Ενάγων,
ν.
ΠΟΛΥΚΛΙΝΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης/Εναγόμενης.
________________________________________________
Θ. Αγγελίδης για Π. Αγγελίδης & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Κακουλλή (κα) για Chrysses Demetriades & Co LLC, για την Εφεσίβλητη.
________________________________________________
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
____________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση Έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της Απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (εφεξής το πρωτόδικο Δικαστήριο) ημερ. 9/11/2016, με την οποία η Αγωγή με αρ. 2330/2010 η οποία είχε καταχωρηθεί από τον Εφεσείοντα εναντίον της Εφεσίβλητης απερρίφθη.
Με την Αγωγή του ο Εφεσείων αξίωσε αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό εργοδότησης. Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι εργοδοτήθηκε για 15 μήνες από τις 4/7/2008 μέχρι τη 2/11/2009 στη θέση του Λειτουργού/Υπευθύνου Marketing και ότι απολύθηκε με λόγο τερματισμού την κατάργηση της θέσης. Κοινό έδαφος αποτέλεσε επίσης και το γεγονός ότι η σχέση εργοδότησης του διέπετο από γραπτή Συμφωνία, ημερ. 4/7/2008.
Ήταν δικογραφημένη θέση του Εφεσείοντα στην Έκθεση Απαίτησης του ότι, κατά παράβαση της Συμφωνίας, η Εφεσίβλητη τον απέλυσε αδικαιολόγητα και/ή παράνομα προβάλλοντας την αβάσιμη δικαιολογία του πλεονάζοντος προσωπικού. Ως προέβαλε, ήταν ρητός και/ή εξυπακουόμενος όρος της Συμφωνίας ότι η εργοδότηση θα ήταν ισόβια, δηλαδή μέχρι τα 65 χρόνια ηλικίας και γι’ αυτό αξίωνε απώλεια μισθών ύψους €1.109.117,40, από τις 2/11/2009, ημερομηνία απόλυσης του, μέχρι και την ημέρα κατά την οποία θα συμπλήρωνε το 65ο έτος της ηλικίας του.
Η Εφεσίβλητη, μέσω της Υπεράσπισης που καταχώρισε, αρνήθηκε την αξίωση προβάλλοντας ότι ο Εφεσείων απολύθηκε νόμιμα και δικαιολογημένα λόγω πλεονασμού. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι η Συμφωνία εργοδότησης του ήταν αορίστου χρονικής διάρκειας και ότι καμία υποχρέωση είχε να εργοδοτήσει τον Εφεσείοντα μέχρι το 65ο έτος της ηλικίας του. Αποτέλεσε, επίσης, δικογραφημένη θέση της Εφεσίβλητης ότι του κατέβαλε πλήρως όλα τα δικαιώματα, μισθούς και/ή ωφελήματα που αυτός δικαιούτο, περιλαμβανομένης της αναλογίας 13ου μισθού για το έτος 2009 και πληρωμής αντί προειδοποίησης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε και αξιολόγησε την προσαχθείσα ενώπιον του μαρτυρία, κατέληξε ότι επρόκειτο για εργοδότηση αορίστου (ή ακαθόριστου) χρόνου και ότι η απόλυση του Εφεσείοντα, ενόψει της κατάργησης της θέσης του Τμήματος Marketing, δεν είχε αποδειχθεί ότι ήταν αδικαιολόγητη/παράνομη. Ως αποτέλεσμα της εν λόγω κατάληξης απέρριψε την Αγωγή. Για σκοπούς πληρότητας, ωστόσο, εξέτασε και το τι θα δικαιούτο ο Εφεσείων σε περίπτωση που αποδεικνύετο παράνομη η απόλυση του. Στο πλαίσιο αυτό αφού καθόρισε ως λογική περίοδο προειδοποίησης τους δύο μήνες κατέληξε ότι ο Εφεσείων θα δικαιούτο σε αποζημίωση ίση με δύο μισθούς και δεδομένου ότι η Εφεσίβλητη είχε πληρώσει ένα μισθό και αμέσως μετά ο Εφεσείων βρήκε εργοδότηση, καθόρισε την αποζημίωση στο ποσό των €525,20 (διαφορά μεταξύ του μισθού του στην Εφεσίβλητη και του νέου μισθού).
Ο Εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης Απόφασης με δέκα Λόγους Έφεσης.
Με τον 1ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποδέχθηκε τον ισχυρισμό της Εφεσίβλητης περί κατάργησης του Τμήματος Marketing, ενώ με το 2ο Λόγο Έφεσης ότι αβασάνιστα και χωρίς ίχνος μαρτυρίας αποδέχθηκε τον ισχυρισμό ότι το εν λόγω τμήμα δεν απέδιδε τα αναμενόμενα. Συναφής με τους πιο πάνω λόγους είναι και ο 3ος Λόγος Έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Σ. Σωκράτους ότι δεν απέδιδε το Τμήμα Marketing. Μέσω του 4ου και 5ου Λόγου Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην παρούσα περίπτωση τύγχανε εφαρμογής μόνο ο περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149 και πως δεν εφαρμόζετο ο περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμος, Ν. 24/1967, μη αναγνωρίζοντας ότι το βάρος απόδειξης για νόμιμο τερματισμό είχε η Εφεσίβλητη. Με τον 6ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι με την κατάργηση της θέσης του Εφεσείοντα υπήρξε και κατάργηση των καθηκόντων του. Η αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Υ.1, Σ. Σωκράτους, για στροφή στον τρόπο προσέγγισης και προώθησης των εργασιών της Πολυκλινικής και τον ισχυρισμό ότι ήταν αυτό που χρειαζόταν η Πολυκλινική από το πρωτόδικο Δικαστήριο προσβάλλεται ως λανθασμένη μέσω του 7ου Λόγου Έφεσης. Ως λανθασμένο και αυθαίρετο προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο τερματισμός απασχόλησης του Εφεσείοντα ήταν νόμιμος και για λόγους πλεονασμού μέσω του 8ου Λόγου Έφεσης. Με τον 9ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να αξιολογήσει το ρόλο του Δρα Ιωάννου καθόλου ή εν μέρει. Με το 10ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αν αποδεικνύετο παράνομος ο τερματισμός του Εφεσείοντα, αυτός θα δικαιούτο σε αποζημίωση μόνο για ποσό €525,20.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι με τις γραπτές αγορεύσεις, τις οποίες υιοθέτησαν, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους.
Έχουμε εξετάσει με προσοχή τις αναφορές, τις τοποθετήσεις, τα επιχειρήματα και όλες τις εισηγήσεις που έχουν προβληθεί αναφορικά με τα ζητήματα που εγείρονται στο πλαίσιο της παρούσας.
Δεδομένου ότι πλείστοι Λόγοι Έφεσης (1ος, 2ος, 3ος, 6ος, 7ος και 9ος Λόγοι Έφεσης), σε συνάρτηση και με την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε από μέρους του Εφεσείοντα, περιστρέφονται γύρω από την αξιολόγηση της μαρτυρίας, αυτό φέρνει στο προσκήνιο τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της αξιοπιστίας και την εξουσία του Εφετείου να επέμβει στην πρωτόδικη κρίση αναφορικά με το εν λόγω ζήτημα. Αρκεί να υπομνήσουμε την πάγια νομολογία με βάση την οποία η αξιολόγηση των μαρτύρων αποτελεί κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βλέπει και παρακολουθεί τους μάρτυρες ενώ καταθέτουν, με αποτέλεσμα να πλεονεκτεί έναντι του Εφετείου. Γι’ αυτό χρειάζονται ισχυροί λόγοι ανατροπής σε διαπιστώσεις γεγονότων, στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. Ιωακείμ v. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996 και Fereos Ltd v. Brothers Tobacco Inc (1997) 1 Α.Α.Δ. 378) και μόνο εκεί όπου τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάνει τα ευρήματα που έκανε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλ., μεταξύ άλλων, την υπόθεση Μιχαηλίδης v. Οικονομίδης, Πολιτική Έφεση Αρ. 94/2013, ημερ. 30/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D288).
Ο Εφεσείων είναι το μέρος που φέρει το βάρος να πείσει το Εφετείο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε με το να πιστέψει το μάρτυρα της Εφεσίβλητης κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Όπως ήδη πιο πάνω αναφέρθηκε, με τους πρώτους τρεις Λόγους Έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί κατάργησης του Τμήματος Marketing και ότι αυτό δεν απέδιδε τα αναμενόμενα, καθώς και την αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Υ. 1, Σ. Σωκράτους περί τούτου. Με τους Λόγους Έφεσης 6, 7 και 8 ο Εφεσείων προσβάλλει το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η κατάργηση της θέσης του Εφεσείοντα είχε ως συνέπεια την κατάργηση των καθηκόντων του, καθώς και την αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Υ.1 για στροφή στον τρόπο προσέγγισης και προώθησης των εργασιών της Πολυκλινικής. Προσβάλλεται, επίσης, το εύρημα ότι ο τερματισμός απασχόλησης του Εφεσείοντα ήταν νόμιμος για λόγους πλεονασμού.
Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι η εκδοχή του Εφεσείοντα ως προς τις συνθήκες και τους λόγους απόλυσης του ήταν ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Εφεσίβλητης προχώρησε σε κατάργηση της θέσης και απόλυση του ενώ, στην πραγματικότητα, η απόλυση του έγινε παράνομα και για αλλότριους σκοπούς, αφού στην ουσία δεν είχε καταργηθεί η θέση. Όπως υποστήριξε, από το 2011 και εντεύθεν εμφανίζετο ως «Marketing Manager» στην ιστοσελίδα της Πολυκλινικής η κα Ε. Κεννέ, ενώ σε ελάχιστο χρόνο μετά την απόλυση του είχε πληρωθεί η θέση Ιατρικού Διευθυντή από τον Χ. Ριαλά, με μέρος των καθηκόντων του Εφεσείοντα να ανατίθεται στον κ. Ριαλά και μέρος σε άλλους υπεύθυνους και διευθυντές διαφόρων τμημάτων, πράγμα, που, κατά τον Εφεσείοντα, αποδείκνυε ότι τα καθήκοντα του εξακολουθούσαν να υπάρχουν και να είναι αναγκαία για τη λειτουργία της Πολυκλινικής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τους λόγους που κατέγραψε στην Απόφαση του και την εξαιρετική εντύπωση που ο Μ.Υ.1 του προκάλεσε, αποδεχόμενο πλήρως τη μαρτυρία του τελευταίου ως προς τις συνθήκες που οδήγησαν στην απόλυση του Εφεσείοντα, κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα και συμπεράσματα:
«…ακόμα και αν γινόταν αποδεκτή στον μέγιστο της βαθμό, η μαρτυρία του ενάγοντα, πάλι δεν θα αποδείκνυε την υπόθεση του για αδικαιολόγητη/παράνομη απόλυση. Το τμήμα Marketing, ήταν ένα καινούργιο και αγνώστου αποτελεσματικότητας τμήμα, το οποίο, μετά την απόλυση του, διαλύθηκε, αφού ήταν το μόνο άτομο το οποίο το στελέχωνε. Δεν προσλήφθηκε στο εγγύς μέλλον, άλλο άτομο, μη προερχόμενο από τον ιατρικό κόσμο, για να εκτελέσει τα καθήκοντα του ενάγοντα, με τον τρόπο και τη μεθοδολογία που αυτός τα εκτελούσε. Συνεπώς δεν είναι μόνο κατάργηση θέσης που υπήρξε αλλά κατ’ ουσία και κατάργηση καθηκόντων (βλ. σε αντιδιαστολή S & G Colocassides Ltd v. Λαζαρίδης κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 2181). Ούτε προκύπτει από τη μαρτυρία, ότι, η απόλυση του ενάγοντα, με αιτιολογία τον πλεονασμό, ήταν τέχνασμα είτε για την εξοικονόμηση χρημάτων είτε για απαλλαγή του προσώπου του ενάγοντα για αλλότριους και/ή εκδικητικούς λόγους.
Η απόλυση του ενάγοντα, δεν σήμαινε βέβαια, ότι, η Πολυκλινική – όπως κάθε ιδιωτική επιχείρηση – δεν είχε ανάγκη για προώθηση των εργασιών της. Υφίστατο μια τέτοια ανάγκη, απλά άλλαξε, άρδην, ο τρόπος στόχευσης και προσέγγισης. Γινόντουσαν πλέον επιλεγμένες ενέργειες μέσω του Τμήματος Ιατρικής Διεύθυνσης, το οποίο ηγείτο αρχικά ο Δρ. Κωνσταντινίδης και στη συνέχεια ο κ. Ριαλάς. Ο κ. Ριαλάς ήταν άτομο με ειδίκευση στη νοσοκομειακή διοίκηση (hospital administration) - ο οποίος, μπορούσε να συνεννοηθεί και να γίνει αποδεκτός από τους ιατρούς, οι οποίοι, καλώς ή κακώς είχαν τον πρώτο λόγο στο Δ.Σ. της Πολυκλινικής και της εναγόμενης εταιρείας ευρύτερα. Η προώθηση των εργασιών της Πολυκλινικής πήρε μια εντελώς διαφορετική μορφή και επικεντρώθηκε στη σύσφιξη/ καλυτέρευση των σχέσεων των ιατρών, στην παρουσίαση ιατρικών μηχανημάτων σ’ αυτούς, στη διοργάνωση/συμμετοχή σε συνέδρια και τη συνομολόγηση επιστημονικών συμβολαίων. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να εξετάσει την επιχειρηματική ορθότητα αυτής της στροφής, αλλά μόνο την γνησιότητα της. Δεν δικαιολογείται από τη προσκομισθείσα μαρτυρία, εύρημα, ότι, η στροφή δεν υπήρξε γνήσια. Τουναντίον.
Δεν αμφιβάλλω, ότι, η επαγγελματική συνεργασία και συνεννόηση με άτομα προερχόμενα από τον ιατρικό κλάδο έχει δυσκολίες. Προφανώς, τούτο δυσχέρανε το εργασιακό περιβάλλον στο οποίο εργάστηκε ο ενάγοντας και να μην του δόθηκε όντως η ευκαιρία – όπως ο ίδιος την αντιλαμβανόταν – να παρουσιάσει το έργο του. Μέχρι εκεί όμως. Ουδόλως απέδειξε με τη μαρτυρία του, ότι, απολύθηκε είτε για λόγους εκδίκησης είτε για οποιοδήποτε άλλο λόγο που αντιβαίνει τον Νόμο.»
Όσο δε αφορά το ζήτημα της πρόσληψης της κας Κεννέ, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού το θεώρησε ως γεγονός ουδέτερο και άσχετο με τα επίδικα θέματα, κατέγραψε και τα εξής:
«Η συνεργασία με την κα Κεννέ άρχισε 3 χρόνια μετά την απόλυση του ενάγοντα και η μόνιμη πρόσληψη της 3 ½ χρόνια μετά και αφού, στο μεσοδιάστημα, υπήρξαν κοσμογονικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας και τα έσοδα της Πολυκλινικής, κυρίως λόγω της συνομολόγησης συμφωνίας για παροχή ιατρικών υπηρεσιών στις Βρετανικές Βάσεις. Συνεπώς – όπως σωστά ανέφερε ο Μ.Υ.1 – καμία σύγκριση δεν μπορεί να γίνει μεταξύ ενάγοντα και κας Κεννέ είτε σε σχέση με τη θέση, τα καθήκοντα ή την επάρκεια του καθενός, να τα εκτελέσει.»
Έχουμε μελετήσει με προσοχή την πρωτόδικη απόφαση, σε συνδυασμό θεωρούμενη με την προσαχθείσα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία στο σύνολο της, υπό το φως και όσων προβάλλονται από τον Εφεσείοντα όσον αφορά το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά την αξιοπιστία των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιον του. Διαπιστώνουμε ότι το Δικαστήριο εξέτασε με τη δέουσα προσοχή και επιμέλεια την ενώπιον του μαρτυρία και στοιχεία. Παρέθεσε δε καλούς και πειστικούς λόγους για τους οποίους σε κάποια σημεία δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Εφεσείοντα, ενώ αποδέχτηκε πλήρως τη μαρτυρία του Μ.Υ.1. Έχοντας ήδη παραθέσει τις αρχές στη βάση των οποίων είναι δυνατή η επέμβαση του Εφετείου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν βλέπουμε πώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα δικαιολογείτο η παρέμβαση μας στην ως άνω προσέγγιση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και στη σχετική κρίση του.
Στη βάση των πιο πάνω οι 1ος, 2ος, 3ος , 6ος, 7ος και 8ος Λόγοι Έφεσης δεν είναι βάσιμοι και, συνεπώς, απορρίπτονται.
Με τον 4ο Λόγο Έφεσης αμφισβητείται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση τύγχανε εφαρμογής ο περί Συμβάσεων Νόμος Κεφ. 149 και όχι ο περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμος, Ν. 24/1967, ενώ με τον 5ο Λόγο Έφεσης ότι το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του το έφερε ο ίδιος ο Εφεσείων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού επεσήμανε ότι η επιλογή εκδίκασης από το Επαρχιακό Δικαστήριο έγινε από τον ίδιο τον Εφεσείοντα με την προβολή χρηματικής αξίωσης πολύ πέραν αυτής που θα μπορούσε να επιδικάσει το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, έκρινε ότι τύγχανε εφαρμογής ο περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149 και όχι ο περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμος, Ν. 24/1967, σύμφωνα με τον οποίο κάθε απόλυση τεκμαίρεται ως αδικαιολόγητη (Άρθρο 6(1)) εκτός αν ο εργοδότης αποδείξει, ότι, έγινε για έναν από τους περιοριστικούς λόγους που αναφέρονται στο Άρθρο 5, μεταξύ των οποίων, είναι και ο πλεονασμός. Αναφερόμενο, δε, στο γενικό κανόνα του Κοινοδικαίου που ισχύει σε αστικές υποθέσεις που εκδικάζονται ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, κατέληξε ότι το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για αδικαιολόγητη/παράνομη απόλυση το έφερε ο ίδιος ο Εφεσείων.
Με βάση τις πρόνοιες του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμος, Ν. 24/1967, Άρθρο 30(2), στον εργοδοτούμενο παρέχεται το δικαίωμα να προσφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο εφόσον η αξίωση του είναι για ποσό αποζημιώσεων που υπερβαίνει αυτό που μπορεί να διεκδικηθεί με βάση το Ν. 24/1967.
Στην υπόθεση Στέλιος Στυλιανίδης v. British American Insurance Co. Ltd (1990) 1 Α.Α.Δ. 517 αναφέρθηκε:
«(2) Το δικαίωμα εργοδοτουμένου να προσφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο που ρητά διασφαλίζεται από το εδάφιο 2 εξυπακούει ευχέρεια διεκδίκησης αποζημιώσεων βάσει άλλου νόμου ή αρχών δικαίου. Διαφορετικά το δικαίωμα το οποίο παρέχεται θα ήταν άνευ αντικειμένου ενόψει της αποκλειστικής καθ' ύλην αρμοδιότητας του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών προς επίλυση διαφορών που αναφύονται στη διεκδίκηση δικαιωμάτων που παρέχει ο Ν.24/67.
(3) Το δικαίωμα για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων (για τον άνευ λόγου τερματισμό απασχόλησης) πέραν του ορίου που προβλέπεται στο Ν.24/67, υποδηλώνει την ύπαρξη δικαιώματος για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων ανεξάρτητα και έξω από το πλαίσιο του νόμου αυτού.
(4) Ο Περί Τερματισμού απασχολήσεως νόμος δεν καταργεί ούτε περιορίζει τις διατάξεις του Κεφ.149 ή την εφαρμογή των αρχών του Κοινού δικαίου (άρθρο 29(1)(γ) - Ν.14/60) στο βαθμό που διέπουν συμβάσεις εργασίας ή τις συνέπειες από τη διάρρηξή τους.»
Είναι, επομένως, σαφές ότι στην Κύπρο υφίστανται δύο συστήματα νομικής προστασίας για τον εργοδοτούμενο και ιδιαίτερα του δικαιώματος του να μην απολυθεί παράνομα ή, σε περίπτωση παράνομης απόλυσης του, να αποζημιωθεί από το Δικαστήριο με δύο διαφορετικά Δικαστήρια να τα εφαρμόζουν. Με τη θέσπιση του εξειδικευμένου Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ο νομοθέτης δεν κατάργησε το Κοινοδίκαιο το οποίο παρέμεινε στη δικαιοδοσία των συνήθων Δικαστηρίων, δηλαδή των Επαρχιακών Δικαστηρίων. Ως αποτέλεσμα, σε ό,τι αφορά το ουσιαστικό δίκαιο παρέμειναν σε ισχύ τόσο οι εξειδικευμένες πρόνοιες του Νόμου όσο και το Κοινοδίκαιο. Επιπλέον στο πλαίσιο των δύο συστημάτων δικαίου, πέραν του ουσιαστικού δικαίου και του δικαστικού forum, διαφορετικές είναι και οι θεραπείες που αποδίδονται από το κάθε Δικαστήριο[1]. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις αποζημιώσεις, στο Κοινοδίκαιο επιδικάζονται αποζημιώσεις με βάση τις αρχές του δικαίου των συμβάσεων, σύμφωνα με τη νομολογία των Δικαστηρίων. Αντίθετα, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών έχει ευχέρεια να επιδικάσει αποζημιώσεις μόνο στο πλαίσιο και εντός των παραμέτρων του Νόμου και με βάση τα κριτήρια του, χωρίς αναφορά στο Κοινοδίκαιο. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Louis Tourist Agency Ltd v. Αντιγόνη Ηλία (1992) 1 Α.Α.Δ. 98:
«Το κριτήριο της αποζημίωσης βάσει του άρθρου 4 του Νόμου 24/67 δεν συναρτάται με το συμβατικό που καθορίζεται από το Κεφ. 149, και γενικά τις αρχές του δικαίου των συμβάσεων, δηλαδή ζημιά η οποία έπεται κατά λογική πρόβλεψη στη διάρρηξη της συμφωνίας. Το θέμα των αποζημιώσεων επαφίεται στην απόλυτη κρίση του Διαιτητικού Δικαστηρίου, με μόνο περιορισμό εκείνο που τίθεται από το άρθρο 3 του Πίνακα, η αποζημίωση να μην υπερβαίνει τα ημερομίσθια των δύο ετών (Νόμος 92/79) ….»
Με δεδομένο, ως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η επιλογή εκδίκασης από το Επαρχιακό Δικαστήριο έγινε από τον ίδιο τον Εφεσείοντα με την προβολή χρηματικής αξίωσης πολύ πέραν αυτής που θα μπορούσε να επιδικάσει το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, ο Νόμος που τύγχανε εφαρμογής ήταν ο περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149 και όχι ο περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμος, Ν. 24/1967, σύμφωνα με τον οποίο κάθε απόλυση τεκμαίρεται ως αδικαιολόγητη (Άρθρο 6(1)), εκτός εάν ο εργοδότης αποδείξει, ότι έγινε για έναν από τους περιοριστικούς λόγους που αναφέρονται στο Άρθρο 5, μεταξύ των οποίων είναι και ο πλεονασμός.
Συνεπώς, στην υπό συζήτηση περίπτωση ορθή ήταν η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για αδικαιολόγητη/παράνομη απόλυση το έφερε ο ίδιος ο Εφεσείων, δυνάμει του γενικού κανόνα του Κοινοδικαίου που ισχύει στις αστικές υποθέσεις που εκδικάζονται ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Οι εισηγήσεις από μέρους του συνηγόρου του Εφεσείοντα σχετικά με την αρχή της ισότητας δεν έχουν οποιαδήποτε θέση στην επίδικη διαφορά. Με άλλα λόγια, όπως ορθά επισημαίνεται και από την ευπαίδευτη συνήγορο της Εφεσίβλητης, δεν μπορεί ο Εφεσείων να στηρίζει τη θέση του ότι το βάρος απόδειξης ήταν στους ώμους της Εφεσίβλητης, στη βάση της αρχής της ισότητας, καθ’ ην στιγμή ο ίδιος επέλεξε να προσφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο και να αξιώσει αποζημιώσεις με βάση τον περί Συμβάσεων Νόμο, σύμφωνα με τον οποίο θα μπορούσε να αξιώσει μεγαλύτερες αποζημιώσεις από αυτές που προβλέπει ο Ν. 24/1967 και συγχρόνως να παραπονείται γιατί εφαρμόστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο ο γενικός κανόνας που ισχύει στο Κοινοδίκαιο ότι κάθε διάδικος έχει το βάρος απόδειξης στον ισχυρισμό του.
Ως εκ των ανωτέρω ο 4ος και 5ος Λόγος Έφεσης απορρίπτονται.
Μέσω του 9ου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να αξιολογήσει τη μαρτυρία του αναφορικά με τον ρόλο του Δρα Ιωάννου. Στην μαρτυρία του ο Εφεσείων είχε ισχυρισθεί ότι ο τότε Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και μετέπειτα Πρόεδρος, Δρ. Γ. Ιωάννου, σε γραπτό υπόμνημα του ημερ. 7/12/2008, το Τεκμήριο 6, χαρακτήριζε την τριμελή Διευθυντική ομάδα, στην οποία ανήκε και ο ίδιος ο Εφεσείων, ως «άπειρη με υψηλούς μισθούς». Η εν λόγω αναφορά εντασσόταν στο πλαίσιο της προώθησης της εκδοχής του Εφεσείοντα περί υπόσκαψης την οποία, ως προέκυψε από την αξιολόγηση που έγινε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 με βάση την οποία προέκυπτε ότι η όποια κριτική δεν είχε καμία σχέση με την απόλυση του Εφεσείοντα, δεν δέχτηκε.
Ως εκ τούτου ούτε ο 9ος Λόγος Έφεσης είναι βάσιμος και, συνεπώς, απορρίπτεται.
Με το 10ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι σε περίπτωση που ο Εφεσείων αποδείκνυε ότι ο τερματισμός του ήταν παράνομος θα δικαιούτο σε αποζημίωση μόνο €525.
Όπως υποστηρίχθηκε από τον Εφεσείοντα, βάσει της δοθείσας μαρτυρίας η λογική προειδοποίηση θα έπρεπε να ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη.
Είναι σημαντικό εξαρχής να επισημάνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την προσαχθείσα ενώπιον του μαρτυρία, απέρριψε την εκδοχή του Εφεσείοντα ότι του είχε γίνει παράσταση ότι η εργοδότηση του θα ήταν μόνιμη, δηλ. μέχρι το 65ο έτος της ηλικίας του ή μέχρι το 68ο, και αποδέχτηκε την εκδοχή του Μ.Υ.1, ο οποίος ήταν παρών κατά την υπογραφή της Συμφωνίας Εργοδότησης και είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν είχε λεχθεί οτιδήποτε που να δημιουργούσε την εντύπωση ότι η εργοδότηση του Εφεσείοντα θα ήταν μέχρι το 65ο έτος της ηλικίας του. Δεν παρέλειψε, επίσης, να λάβει υπόψη του και το περιεχόμενο της Συμφωνίας επισημαίνοντας ότι σε αυτή δεν καθορίζετο χρονική διάρκεια της εργοδότησης, για να καταλήξει ότι η υπό κρίση περίπτωση αφορούσε σε Συμφωνία αορίστου χρόνου.
Παρά το γεγονός ότι το πιο πάνω εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης στην παρούσα Έφεση μέσω συγκεκριμένου Λόγου, στο περίγραμμα Αγόρευσης του Εφεσείοντα και στο πλαίσιο ανάπτυξης των πρώτων τριών Λόγων Έφεσης προβλήθηκε επιχειρηματολογία προς προώθηση της θέσης ότι στον Εφεσείοντα είχε προσφερθεί θέση καριέρας μέχρι και τη συνταξιοδότηση του και ότι ουδέποτε του είχε λεχθεί ότι θα ήταν περιορισμένης διάρκειας.
Είναι σαφές ότι η πιο πάνω επιχειρηματολογία η οποία αναπτύσσει λόγο έφεσης που δεν εγείρεται, δεν μπορεί να εξετασθεί. Ως εκ τούτου, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη Συμφωνία Εργοδότησης ήταν για ακαθόριστη χρονική περίοδο παρέμεινε αλώβητο.
Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Στυλιανίδης v. British American Insurance Co (1990) 1 Α.Α.Δ. 517, στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε, η σύμβαση εργοδότησης υπαλλήλου ακαθόριστης χρονικής διάρκειας υπόκειται σε εξυπακουόμενο όρο για εκατέρωθεν ευχέρεια των μερών να τερματίσουν τη σύμβαση κατόπιν λογικής προειδοποίησης. Τι συνιστά λογική προειδοποίηση εξαρτάται από τη φύση της εργασίας, τη ζήτηση υπηρεσιών ανάλογων με εκείνες που μπορεί να προσφέρει ο εργοδοτούμενος στην ελεύθερη αγορά και τη διάρκεια εργοδότησης.
Η νομολογία των αγγλικών Δικαστηρίων αναφορικά με το χρόνο της προειδοποίησης αποκαλύπτει ότι η προειδοποίηση κυμαίνεται μεταξύ ενός και δώδεκα μηνών, ανάλογα με τη φύση του επαγγέλματος. Εξυπακουόμενος όρος για προειδοποίηση δώδεκα μηνών, με βάση την αγγλική νομολογία, αναγνωρίζεται σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις κυρίως για διευθυντικές θέσεις.
Με δεδομένο ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση η Συμφωνία ήταν ακαθόριστου χρόνου το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά καθοδηγούμενο από τη σχετική νομολογία, κατέληξε ότι θα μπορούσε να τερματιστεί με την παροχή λογικής προειδοποίησης. Προς καθορισμό τούτης έλαβε συναφώς υπόψη (α) τη θέση που κατείχε ο Εφεσείων, η οποία, ως σημείωσε, ήταν μεν διευθυντική ενός τμήματος αλλά δεν βρισκόταν στην κορυφή της ιεραρχικής πυραμίδας, (β) τη φύση της εργασίας του, (γ) το βραχυπρόθεσμο της υπηρεσίας του, εν προκειμένω μόλις 15 μήνες, (δ) την ευρύτητα/γενικότητα των προσόντων του που ως ανέφερε, καθιστούσε εύκολη τη μεταπήδηση του σε άλλου είδους επιχείρηση, κάτι το οποίο, σύμφωνα με το Δικαστήριο, είχε διαφανεί στην πράξη, (ε) την ηλικία του και κάθε άλλο στοιχείο που προέκυπτε από τις προσωπικές του περιστάσεις. Στη βάση των πιο πάνω παραμέτρων, το πρωτόδικο δικαστήριο καθόρισε ως λογική περίοδο προειδοποίησης τους δύο μήνες και, κατ’ επέκταση, ως δίκαιη αποζημίωση ποσό ίσο με τους μισθούς δύο μηνών.
Είναι προφανές από όλα όσα έχουν εκτεθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει στα πιο πάνω καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τον καθορισμό του χρόνου προειδοποίησης, λαμβάνοντας υπόψη τα σωστά κριτήρια και παραμέτρους που η σχετική νομολογία καθορίζει. Δεν παρέλειψε, δε, να επισημάνει ότι μέσα στο πλαίσιο του καθήκοντος του Εφεσείοντα για μείωση της ζημιάς που υπέστη, το ποσό της αποζημίωσης θα υπόκειτο σε μείωση λόγω της ανάληψης άλλης εργασίας. Η ανάληψη νέας εργασίας ένα μήνα μετά την απόλυση του και συγκεκριμένα στις 2/12/2009 με μισθό €2.176, αποτέλεσε δικογραφική θέση του ίδιου του Εφεσείοντα (παρ. 12 της Έκθεσης Απαίτησης) την οποία, αν και προσπάθησε να διαφοροποιήσει στη μαρτυρία του, τελικώς έκανε παραδεκτή. Όσον δε αφορά τους ισχυρισμούς που προέβαλε κατά την αντεξέταση του ότι η εν λόγω εργοδότηση είχε διάρκεια 6-8 μήνες και ότι κάπου στο μεσοδιάστημα παρέμεινε άνεργος για δύο χρόνια, αξιολογούμενοι από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έγιναν αποδεκτοί τόσο στη βάση του ότι δεν είχε παρουσιάσει οποιοδήποτε στοιχείο που να δίνει υπόσταση σε αυτούς, όσο και στη βάση του ότι επρόκειτο για ισχυρισμούς εκτός των δικογράφων. Αδιαμφισβήτητο παρέμεινε επίσης το γεγονός ότι ο Εφεσείων, χωρίς να εργαστεί, είχε πληρωθεί το μισθό του κατά το μήνα Νοέμβριο του 2009. Υπό αυτά τα δεδομένα και αφού το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τις καθαρές απολαβές του Εφεσείοντα κατά το χρόνο της απόλυσης του, ως και τις καθαρές απολαβές στη νέα του εργασία, κατέληξε στο ποσό που θα δικαιούτο ως αποζημίωση αν αποδείκνυε την υπόθεση του.
Στη βάση των πιο πάνω ο 10ος Λόγος Έφεσης δεν έχει έρεισμα και, συνεπώς, απορρίπτεται.
Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω ουδείς εκ των Λόγων Έφεσης είναι βάσιμος. Αναπόδραστη κατάληξη είναι ότι η υπό κρίση Έφεση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.
Συνακόλουθα, η Έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον του Εφεσείοντα έξοδα €5.200, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
[1] Δέστε το Σύγγραμμα Το Εργατικό Δίκαιο της Κύπρου, Θεωρία και Πράξη, Π.Γ. Πολυβίου, σελίδες 731-732 και το Σύγγραμμα Η Σύμβαση Εργασίας στο Κυπριακό Δίκαιο, Τόμος Α΄, Π.Γ. Πολυβίου, σελ. 32-33.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο