
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(i-justice)
(Πολιτική Έφεση Αρ. 6/2024)
29 Ιουλίου, 2025
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 150/2023
ΥΠΟ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΕΩΣ (ΑΡ.3) ΤΟΥ 2022
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ 2018 ΚΑΙ 2023
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. ΑΝΔΡΕΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., 2. Δ. Δ. , 3. Γ. Δ., 4. Ε. Σ., 5. Μ. Ι., 6. Τ. Μ., ΕΚ ΠΑΦΟΥ, ΟΔΟΣ [ ] ΚΑΙ 7. Β. Γ. Σ., ΕΚ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 28/7/2023 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 92(Ι)/1996.
____________________
Η. Στεφάνου με Στ. Δημητρίου και Μ. Μαλά (κα) για Ηλίας Α. Στεφάνου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Α. Αριστείδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, με
Σ. Χριστοδούλου (κα), Ασκούμενη δικηγόρο, εκ μέρους του
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Σταματίου, Π.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Με δύο λόγους έφεσης προσβάλλεται η απόφαση αδελφής μας Δικαστού (το πρωτόδικο Δικαστήριο), με την οποία απέρριψε Αίτηση για έκδοση εντάλματος certiorari προς ακύρωση διατάγματος ημερομηνίας 23.7.2023, το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και αφορούσε πρόσβαση σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας.
Οι λόγοι για τους οποίους είχε δοθεί άδεια από το πρωτόδικο Δικαστήριο για καταχώρηση της αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari, έχουν ως ακολούθως:
(i) Το Επαρχιακό Δικαστήριο λανθασμένα εξέδωσε το ένταλμα για τη χρονική περίοδο μεταξύ των ετών 2011 - 2015, καθότι δεν επιτρεπόταν η πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη επικοινωνίας μέχρι τη θέσπιση του τροποποιητικού του Ν.92(Ι)1996, Ν.216(Ι)/2015.
(ii) Το Επαρχιακό Δικαστήριο λανθασμένα έλαβε υπόψιν μαρτυρία η οποία αφορούσε ιδιωτική επικοινωνία για την ίδια χρονική περίοδο η οποία είχε ληφθεί δυνάμει άλλων διαταγμάτων πρόσβασης σε ιδιωτική επικοινωνία.
Η απόρριψη της Αίτησης προσβάλλεται με δύο λόγους έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Αίτηση, κρίνοντας ότι ο περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων) Νόμου του 1996, Ν.92(Ι)/1996, μπορούσε να τύχει εφαρμογής και για καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας που υπήρχε σε συσκευές επικοινωνίας πριν τη θέσπιση του τροποποιητικού Νόμου, Ν.216(Ι)/2015, καταλήγοντας ότι η προϋπόθεση εξαίρεσης της συνταγματικής προστασίας του δικαιώματος επικοινωνίας, ήτοι η ύπαρξη νόμου, συνιστούσε δικονομική και όχι ουσιαστικής μορφής νομοθετική διάταξη.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από την ερμηνευτική διάταξη του Νόμου, αποδίδοντας του αναδρομική ισχύ. Εν πάση περιπτώσει, ως προβάλλεται, η ερμηνεία η οποία δόθηκε ήταν λανθασμένη.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι ανέπτυξαν τις θέσεις τους, τόσο με τα περιγράμματα αγόρευσης τους, όσο και προφορικά, κατά την ακρόαση της έφεσης, τις οποίες εξετάσαμε με προσοχή.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων, με την εμπεριστατωμένη αγόρευση του, εισηγήθηκε πως, σύμφωνα με το Άρθρο 17 του Συντάγματος, η επέμβαση στο δικαίωμα της επικοινωνίας μπορεί να γίνει εφόσον πληρούνται δύο βασικές προϋποθέσεις, η μία εκ των οποίων προνοεί την ύπαρξη νόμου, ήτοι του εφαρμοστικού του Άρθρου 17 νόμου, Ν.216(Ι)/2015, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 31.12.2015. Ο εφαρμοστικός νόμος, κατά την εισήγηση, δεν αφορά ζήτημα διαδικαστικό, όπως τέθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά ουσιαστικό σε ό,τι αφορά τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος.
Αντίθετη επί του προκειμένου ήταν η εισήγηση του εκπροσώπου της Δημοκρατίας, ο οποίος υποστήριξε ότι το ουσιαστικό δικαίωμα του απορρήτου της ιδιωτικής επικοινωνίας περιορίστηκε με την τροποποίηση που επέφερε ο περί της Έκτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος του 2010, Ν.51(Ι)/2010, στο Άρθρο 17 του Συντάγματος. Το εν λόγω Άρθρο 17, κατά την εισήγηση, παραπέμπει σε κοινό νόμο ως προς τη ρύθμιση της διαδικασίας έκδοσης σχετικού διατάγματος, χωρίς να επιτρέπεται η μεταβολή των εξαιρέσεων συμφώνως των οποίων το συγκεκριμένο ατομικό δικαίωμα περιορίζεται και δεν τυγχάνει προστασίας. Το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε μετά την τροποποίηση που επέφερε ο Ν.216(Ι)/2015 και η όποια επικοινωνία είχαν οι Εφεσείοντες μεταξύ των ετών 2011-2021, η οποία ήταν συναφής ή συνδεόταν με τη διάπραξη των υπό διερεύνηση σοβαρών αδικημάτων, από το χρόνο δημοσίευσης του Ν.51(Ι)/2010 δεν ήταν προστατευόμενη από το Σύνταγμα.
Το Άρθρο 17.1 του Συντάγματος διασφαλίζει την προστασία του δικαιώματος του απορρήτου της αλληλογραφίας και κάθε άλλης επικοινωνίας, νοουμένου ότι αυτή διεξάγεται με μη απαγορευμένα από το νόμο μέσα. Η μοναδική επέμβαση που επιτρεπόταν, βάσει του Άρθρου 17.2, ήταν στις περιπτώσεις προσώπων που τελούσαν υπό φυλάκιση ή προφυλάκιση ή σε σχέση με την επαγγελματική αλληλογραφία και επικοινωνία πτωχεύσαντων. Με τον περί της Έκτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 2010, Ν.51(Ι)/2010, αυτή η επέμβαση διευρύνθηκε και έκτοτε το Άρθρο 17.2 προνοεί τα εξής:
«2. ∆ε χωρεί επέµβαση κατά την άσκηση του δικαιώµατος τούτου, εκτός αν η επέµβαση αυτή επιτρέπεται σύµφωνα µε το νόµο, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Α. Προσώπων που τελούν υπό φυλάκιση ή προφυλάκιση.
Β. Κατόπιν δικαστικού διατάγµατος που εκδόθηκε σύµφωνα µε τις διατάξεις του νόµου, µετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της ∆ηµοκρατίας, και η επέµβαση αποτελεί µέτρο το οποίο σε µια δηµοκρατική κοινωνία είναι αναγκαίο µόνο προς το συµφέρον της ασφάλειας της ∆ηµοκρατίας ή την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη των ακόλουθων σοβαρών ποινικών αδικηµάτων:
(α) Φόνος εκ προµελέτης ή ανθρωποκτονία,
(β) εµπορία ενηλίκων ή ανηλίκων προσώπων και αδικήµατα που σχετίζονται µε την παιδική πορνογραφία,
(γ) εµπορία, προµήθεια, καλλιέργεια ή παραγωγή ναρκωτικών φαρµάκων, ψυχοτρόπων ουσιών ή επικίνδυνων φαρµάκων,
(δ) αδικήµατα που σχετίζονται µε το νόµισµα ή το χαρτονόµισµα της ∆ηµοκρατίας και
(ε) αδικήµατα διαφθοράς για τα οποία προβλέπεται, σε περίπτωση καταδίκης, ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω.»
Με την Έκτη Τροποποίηση του Συντάγματος το 2010, επετράπη η πρόσβαση στο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, κατόπιν έκδοσης διατάγματος υπό τις πιο πάνω αναφερόμενες προϋποθέσεις. Επομένως, ορθά ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο πως «χωρίς την αναγκαία τροποποίηση του Συντάγματος με την οποία να επιτρέπεται η πρόσβαση στο περιεχόμενο της ιδιωτικής επικοινωνίας, η θέσπιση οποιουδήποτε τέτοιου νόμου δεν θα μπορούσε να είχε ισχύ και εφαρμογή, αντιθέτως θα μπορούσε να κριθεί αντισυνταγματική.»
Με την τροποποίηση του Ν.92(Ι)/1996, που επήλθε με τον Ν.216(Ι)/2015, εισήχθησαν τα άρθρα 21 – 25 (Μέρος ΙVA), τα οποία προβλέπουν τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις έκδοσης διατάγματος για πρόσβαση σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο επικοινωνίας. Πρόκειται για νομοθετική πρόνοια που ρύθμισε τον τρόπο περιορισμού του δικαιώματος που προνοείται στο Άρθρο 17.2 του Συντάγματος. Συνεπώς, διάταγμα πρόσβασης σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο επικοινωνίας, ήταν δυνατό να εκδοθεί μόνο μετά την τροποποίηση του 2015. Το ερώτημα που τίθεται, εν προκειμένω, είναι, κατά πόσο μπορούσε να εκδοθεί τέτοιο διάταγμα με αναφορά σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο επικοινωνίας για τα έτη 2011-2015.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε πως δεν είναι ο Ν.216(Ι)/2015 που δημιούργησε και επέτρεψε την παρέμβαση σε ιδιωτική επικοινωνία, παρά μόνο ήταν «το απαιτούμενο και επακόλουθο της τροποποίησης του Άρθρου 17.2 για να ρυθμίσει τη διαδικασία εξασφάλισης του προβλεπόμενου στο Άρθρο 17.2 δικαστικού εντάλματος». Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η φράση «εκτός αν η επέμβαση αυτή επιτρέπεται σύμφωνα με το νόμο» και η φράση στην υποπαράγραφο (Β) για την έκδοση διατάγματος «σύμφωνη με τις διατάξεις του νόμου», δεν τυγχάνουν οποιασδήποτε άλλης ερμηνείας. Η δυνατότητα επέμβασης που προνοείται από την τροποποίηση του Συντάγματος απαιτείτο να ρυθμιστεί από νόμο, ο οποίος και «θα έπρεπε ταυτόχρονα να επιτρέπει τέτοια παρέμβαση», ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η πιο πάνω επισήμανση είναι ορθή. Περιορισμός συνταγματικού δικαιώματος, μόνο με την τροποποίηση του Συντάγματος θα μπορούσε να επιτευχθεί. Η αναφορά στο Άρθρο 17.2 «εκτός αν η επέμβαση αυτή επιτρέπεται σύμφωνα με το νόμο», δεν σημαίνει ότι ο περιορισμός δημιουργείται με το νόμο, παρά μόνο ότι αυτός πρέπει να προβλέπεται από νόμο όπου θα καταγράφονται οι προϋποθέσεις περιορισμού του δικαιώματος. Χωρίς το νόμο, ο περιορισμός που προνοείται στο Σύνταγμα δεν θα μπορούσε να είχε πρακτικό αποτέλεσμα. Το ίδιο ισχύει και για την αναφορά στην υποπαράγραφο Β του Άρθρου 17.2, «σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου». Διάταγμα που προνοείται στο εν λόγω Άρθρο, δεν θα μπορούσε να εκδοθεί προτού θεσπιστεί νόμος, ο οποίος προνοεί τη διαδικασία και τις παραμέτρους έκδοσης τέτοιου διατάγματος. Αποδοχή της θέσης των Εφεσειόντων, θα σήμαινε στην πράξη ότι η σχετική τροποποίηση του Συντάγματος δεν επήλθε το 2010, αλλά το 2015, με τη θέσπιση του Ν.216(Ι)/2015.
Καταλήγουμε, συναφώς, ότι ο περιορισμός στο δικαίωμα επικοινωνίας επήλθε με την τροποποίηση του Συντάγματος. Η διαδικασία για να εφαρμοστεί ο περιορισμός σε συγκεκριμένες υποθέσεις και το διάταγμα που δύναται να εκδοθεί από το Δικαστήριο, προνοείται από το Ν.216(Ι)/2015.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων προέβαλε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από τις υποθέσεις Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1977 και Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1764. Πρόκειται για υποθέσεις που αφορούσαν την παράδοση εκζητουμένων στην Ελλάδα, δυνάμει Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, για αδικήματα που έλαβαν χώρα πριν την προσχώρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ψήφιση της Έβδομης Τροποποίησης του Συντάγματος (Ν.68(Ι)/2013) που επέτρεπε την έκδοση Κυπρίων πολιτών. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον η διαδικασία εκτέλεσης του εντάλματος έλαβε χώρα μετά την τροποποίηση του Συντάγματος, αυτή έπρεπε να κριθεί στη βάση της υφιστάμενης κατ΄ εκείνο το χρόνο κατάστασης πραγμάτων. Επομένως, δεν τίθετο θέμα αναδρομικής ισχύος του Νόμου. Επρόκειτο για αλλαγή στο νομικό καθεστώς που δεν επηρέαζε κεκτημένο δικαίωμα των εφεσειόντων.
Εν προκειμένω, τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν με βάση το νόμο. Στον νόμο η ερμηνεία του όρου «καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας» αναφέρει τα εξής:
«καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας» σημαίνει περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας οποιασδήποτε μορφής, το οποίο βρίσκεται καταγεγραμμένο ή αποθηκευμένο σε οποιοδήποτε έγγραφο, συσκευή ή αντικείμενο και περιλαμβάνει επικοινωνία καταγεγραμμένη σε επιστολές, ηλεκτρονικά μηνύματα και μηνύματα μέσω υπηρεσίας σύντομων μηνυμάτων (sms) ή μέσω υπηρεσίας μηνυμάτων πολυμέσων (mms) ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (emails) ή άλλων μηνυμάτων διαδικτύου·».
Αντικείμενο του επίδικου διατάγματος που εκδόθηκε το 2023 ήταν το περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας που βρισκόταν καταγεγραμμένο ή αποθηκευμένο σε συγκεκριμένα τεκμήρια που καλύπτονται από τον πιο πάνω ορισμό. Δεδομένου του γεγονότος ότι, όταν εκδόθηκε το ένταλμα υπήρχε τέτοιο καταγεγραμμένο υλικό στα τεκμήρια από το 2011 που είχε τροποποιηθεί το Σύνταγμα, επρόκειτο για διάταγμα που εκδόθηκε στη βάση του Νόμου, χωρίς να τίθεται ζήτημα αναδρομικής εφαρμογής του Νόμου.
Η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Μάτσιας κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 152, που παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων, δεν βοηθά, καθότι αφορούσε διατάγματα που εκδόθηκαν πριν από τη δημοσίευση της Έκτης Τροποποίησης του Συντάγματος το 2010, δυνάμει του οποίου τροποποιήθηκε το Άρθρο 17.2 και τα γεγονότα τους διαφοροποιούνται ουσιωδώς από την παρούσα υπόθεση. Σ΄ εκείνη την περίπτωση ίσχυε μόνο το Άρθρο 17.2 (Α), δυνάμει του οποίου περιορισμός στο δικαίωμα επικοινωνίας υπήρχε για άτομα που τελούσαν υπό φυλάκιση ή προφυλάκιση. Οι αριθμοί τηλεφωνικών κλήσεων, στις οποίες αναφέρονταν τα εκεί εκδοθέντα διατάγματα, αφορούσαν κλήσεις που πραγματοποιήθηκαν προτού οι εφεσείοντες τεθούν σε προφυλάκιση.
Ενόψει των όσων έχουν αναφερθεί πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα της έφεσης όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται εναντίον των Εφεσειόντων.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
ΔΑΥΙΔ, Δ.
/ΧΤΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο