
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 91/2025)
7 Ιουλίου, 2025
[Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Β. Χ. ΜΕ ΑΔΤ […] ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ, ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ ΣΤΙΣ 11.04.2025, ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΟΙΚΙΑ, ΤΑ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΟΧΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Β. Χ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ.
……………………………
Α. Χρ. Αλεξάνδρου, για τον Αιτητή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΑΥΙΔ, Δ.: Με την παρούσα, μονομερώς προωθούμενη αίτηση, επιζητείται από την πλευρά του Αιτητή άδεια για την καταχώρηση δια κλήσεως αίτησης, για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, προκειμένου να ακυρωθεί ένταλμα έρευνας, ημερ. 11.04.2025, που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου (Κατώτερο Δικαστήριο).
Τα γεγονότα, στο βαθμό που ενδιαφέρον για σκοπούς της παρούσας, ως προκύπτουν από σχετική Έκθεση που μαζί με ένορκη δήλωση του Αιτητή συνοδεύουν την αίτηση, αποκαλύπτουν ότι στις 11.04.2025, στο πλαίσιο έρευνας για νεκρό αετό με πομπό GPS, ο οποίος εντοπίστηκε να εκπέμπει σήμα εντός περιφραγμένου χώρου ιδιοκτησίας του Αιτητή, εντοπίστηκαν παράνομα μέσα σύλληψης άγριων πτηνών, ήτοι δίχτυα, σε περιφραγμένο χωράφι (στερεωμένα στην περίφραξη), εντός του οποίου βρίσκεται η οικία και υποστατικά του Αιτητή. Ενόψει των πιο πάνω και προς διευκόλυνση των ερευνών προς εντοπισμό του πιο πάνω άγριου πτηνού, η Αστυνομία αιτήθηκε από το Δικαστήριο την έκδοση σχετικού εντάλματος έρευνας.
Το Κατώτερο Δικαστήριο, στη βάση της ενώπιον του τεθείσας μαρτυρίας, κρίνοντας πως υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στην εν λόγω οικία του Αιτητή, τα υποστατικά αλλά και σε όχημα του με συγκεκριμένους αριθμούς εγγραφής, φυλάσσονται και παράνομα κατέχονται μέσα σύλληψης άγριων πτηνών, ήτοι δίχτυα, καθώς και το εν λόγω άγριο πτηνό με πομπό GPS που εκπέμπει, εξέδωσε το εκκαλούμενο ένταλμα.
Το ως άνω ένταλμα έρευνας, προβάλλει η πλευρά του Αιτητή, εκδόθηκε χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις προς τούτο. Δεν υπήρχε, υποδεικνύεται, το αναγκαίο υπόβαθρο και/ή επαρκή στοιχεία που να ικανοποιούν το κριτήριο έκδοσης του. Στη βάση δε όσων τέθηκαν υπόψη του Κατώτερου Δικαστηρίου μέσω της ένορκης δήλωσης του αναπληρωτή Λοχία της Αστυνομίας 2827 Χ. Ιακώβου, προς υποστήριξη του αιτήματος της Αστυνομίας, δεν δικαιολογείτο η εύλογη υποψία ότι στην οικία, τα υποστατικά ή στο όχημα του Αιτητή, φυλάσσονται παράνομα οποιαδήποτε αντικείμενα που σχετίζονται με τα διερευνόμενα αδικήματα. Η πιο πάνω ιδιοκτησία του Αιτητή, προστίθεται, δεν συνδέεται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, σημειώνοντας ειδικότερα ότι στον σχετικό όρκο δεν έγινε οποιασδήποτε αναφορά ή σύνδεση των υποστατικών και του οχήματος του Αιτητή, με οποιοδήποτε αδίκημα. Το κατώτερο Δικαστήριο, υποδεικνύεται, ενήργησε καθ’ υπέρβαση εξουσίας, αφού ο λόγος για τον οποίο επιζήτητο η έκδοση του εντάλματος έρευνας ήταν για διευκόλυνση των αστυνομικών ερευνών προς εντοπισμό του άγριου πτηνού (νεκρού αετού), όρος άγνωστος στην νομική ορολογία. Υποστηρίζοντας πως το εκκαλούμενο ένταλμα εκδόθηκε σε αντίθεση με τις σχετικές πρόνοιες της Ποινικής Δικονομίας αλλά και των Άρθρων 16 και 23 του Συντάγματος, που αντίστοιχα διασφαλίζουν το απαραβίαστο της κατοικίας και την προσωπική περιουσία, υποδεικνύεται περαιτέρω πως ο Επαρχιακός Δικαστής, επιλαμβανόμενος του αιτήματος, ενήργησε εντελώς μηχανικά, εκδίδοντας το συγκεκριμένο ένταλμα μέσα σε πέντε λεπτά και χωρίς να μεσολαβήσει ο απαιτούμενος χρόνος για την αναγκαία νοητική διεργασία εκ μέρους του, ούτως ώστε να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα επί των όσων αναφέρονται στον όρκο.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή κατά το στάδιο της παρουσίασης της υπό συζήτησης αίτησης, επανέλαβε ουσιαστικά την εισήγηση και τις θέσεις του Αιτητή, ως αναδύονται στην αίτηση του τελευταίου.
Έχω διεξέλθει με προσοχή το εκκαλούμενο ένταλμα έρευνας, την Έκθεση και την ένορκη δήλωση που συνοδεύουν την υπό συζήτηση αίτηση, όπως και το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη μου, ως επίσης τις αναφορές, θέσεις και εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου του Αιτητή.
Οι αρχές που διέπουν την χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, είναι διαχρονικές και καλά εδραιωμένες. Η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα, δεν έχει ως αντικείμενο την ορθότητα των αποφάσεων κατώτερων Δικαστηρίων, ούτε τον τρόπο άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας. Μια τέτοια θεραπεία παρέχεται στις περιπτώσεις που από το πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου διαφαίνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη ή μη τήρηση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Μέσω της συγκεκριμένης, προνομιακής του δικαιοδοσίας, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τους χειρισμούς ούτε τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από το κατώτερο Δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει, αποτελεί δικαιοδοσία που ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ χωρίς να συνιστά υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας και μέσω για τον έλεγχο των αποφάσεων των κατώτερων Δικαστηρίων. Μια προνομιακή διαδικασία ως η υπό συζήτηση, δεν μπορεί να αφεθεί να χρησιμοποιηθεί ως Έφεση υπό μεταμφίεση. Ότι ενδιαφέρει, είναι η νομιμότητα των ελεγχόμενων ενεργειών, η σύννομη δηλαδή άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου (βλ. σύγγραμμα Πέτρου Αρτέμη, «Προνομιακά Εντάλματα Αρχές και Υποθέσεις», σελ. 109 κ.επ., Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, Perrella (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692 και Ευδόκας (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 3018).
Των ως άνω λεχθέντων, θα πρέπει επίσης να σημειωθεί η σταθερή θέση της νομολογίας, ότι ο έλεγχος ενταλμάτων έρευνας λαμβάνει χώρα μέσω προνομιακών ενταλμάτων, με στόχευση, βεβαίως, τη νομιμότητα της διαδικασίας έκδοσής τους (Σιακαλλή Αρ. 1 (2001) 1 Α.Α.Δ. 282, Χρυσάνθου κ.α. (Αρ,2) 1(Β) Α.Α.Δ. 1175 και Αναφορικά με την Αίτηση του Κληρίδη, Πολ. Αίτ. Αρ. 172/2021, ημερ. 13.09.2021, ECLI:CY:AD:2021:D394).
Με δεδομένο ότι η νομότυπη έκδοση του υπο συζήτηση εντάλματος, αποτελεί πρόκριμα της ίδιας της νομιμότητας του τελευταίου, κρίνεται σκόπιμη η κατά προτεραιότητα ενασχόληση με την εισήγηση της πλευράς του Αιτητή πως έχοντας υπόψη ότι μεταξύ της ώρας λήψης του όρκου που υποστηρίζει το αίτημα για την έκδοση του εντάλματος και της ώρας που εκδόθηκε τελικά το τελευταίο, μεσολαβούν μόλις μερικά λεπτά, τούτο καταδεικνύει τον μηχανιστικό τρόπο που ενήργησε το Κατώτερο Δικαστήριο, χωρίς δηλαδή να προβεί στην απαιτούμενη νοητική διεργασία για να αναγκαία εξαγωγή των δικών του συμπερασμάτων επί των όσων αναφέρονται στον όρκο.
Είναι γεγονός ότι η έκδοση ενός εντάλματος του είδους δεν μπορεί να αποτελεί τυπικότητα. Ούτε απλή επισφράγιση και υιοθέτηση των όσων αναφέρονται στον όρκο. Ο δικαστής, θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση του εντάλματος. Ωστόσο, πέραν του γεγονότος ότι με την εισήγηση του ευπαίδευτου δικηγόρου του Αιτητή, υπεισέρχονται ζητήματα αντιληπτικής ικανότητας του Κατώτερου Δικαστηρίου και της δυνατότητας του τελευταίου να κατανοήσει το περιεχόμενο του όρκου και να το επεξεργαστεί, ζητήματα που εκ των πραγμάτων, δύσκολα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου σε διαδικασίες ως η υπό συζήτηση, δεν διαλανθάνει της προσοχής ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, ο όρκος που τέθηκε υπόψη του Κατώτερου Δικαστηρίου ήταν συντομότατος και λιτός, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερος χρόνος για μελέτη και κατανόηση των δεδομένων που αυτός αφορούσε. Αντικειμενικά ορωμένων των πραγμάτων, ο χρόνος των πέντε λεπτών που φαίνεται να διέρρευσε μεταξύ της λήψης του όρκου και της έκδοσης του διατάγματος, υπό τις περιστάσεις, παρουσιάζεται αρκούντος ικανοποιητικός για το Δικαστή να αναγνώσει τον σύντομο αυτό όρκο και, αφού τον επεξεργαστεί νοητικά, μορφώνοντας θέση για τα ζητήματα που απασχολούσαν στην περίπτωση που τέθηκε υπόψη του, να προχωρήσει στην έκδοση του εντάλματος. Άλλωστε, στην ενώπιων του τεθείσα μαρτυρία, αναφέρθηκε, αιτιολογώντας την έκδοση του εκκαλούμενου εντάλματος. Συνακόλουθα, η θέση ότι ο Δικαστής που επιλήφθηκε του αιτήματος ενήργησε μηχανικά, αυτόματα και χωρίς προβληματισμό, απορρίπτεται ως αστήρικτη και αδικαιολόγητη.
Παρά τη Συνταγματική κατοχύρωση και διασφάλιση του απαραβίαστου της κατοικίας (Άρθρο 16(1) του Συντάγματος), γεγονός παραμένει ότι στο επόμενο εδάφιο του ίδιου Άρθρου του Συντάγματος, διακηρύσσεται πως, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, κατόπιν Δικαστικού εντάλματος δεόντως αιτιολογημένου, είναι δυνατή η είσοδος και η έρευνα εντός της κατοικίας κάποιου (βλ. Σιακαλλής (ανωτέρω) και Αναφορικά με την Αίτηση των Αντώνη Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ κ.α., Πολ. Έφ. 348/15, ημερ. 09.06.2017), ECLI:CY:AD:2017:A216.
Δεδομένη είναι, εξ άλλου, η αναγκαιότητα διασύνδεσης της έρευνας με συγκεκριμένο τόπο (βλ. μεταξύ άλλων Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας Ο.Π.Α.Π. Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφεση Αρ. 133/2018 ημερ. 17.12.2018), χωρίς ωστόσο, τούτο, να εξυπακούει καταγραφή στοιχείων με αποδεικτική αξία σε υψηλό επίπεδο. Περί εύλογων υπονοιών και υποψίας ο λόγος, ζήτημα που εξαρτάται από τα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης (Παναγιώτου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1094 και Αντωνίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 656).
Σύμφωνα με το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155:
«Όταν δικαστής ικανοποιείται µε εγγράφου δηλώσεως ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει –
(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση µε το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκηµα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε· ή
(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήµατος· ή
(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιµοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήµατος,
ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως "ένταλμα έρευνας"), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό — …………………..»
Στην υπό συζήτηση περίπτωση με ευκολία εντοπίζεται η διασύνδεση της οικίας και υποστατικών που αφορά το εκκαλούμενο ένταλμα έρευνας, κατά τον τρόπο που περιλαμβάνεται και περιγράφεται στα εδάφια (α), (β) και (γ) του άρθρου 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Ως τέθηκε υπόψη του κατώτερου Δικαστηρίου, μέσω του όρκου που υποστύλωνε το σχετικό αίτημα, τα μέσα σύλληψης άγριων πτηνών (δίχτυα), είχαν εντοπιστεί να βρίσκονται στον περιφραγμένο χώρο της οικίας και υποστατικών του Αιτητή, χώρο από τον οποίο, παράλληλα, εντοπίστηκε να εκπέμπει σήμα, πομπός GPS, τον οποίο έφερε συγκεκριμένο άγριο πτηνό (αετός) που αναζητείτο.
Στη βάση όλων όσων τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου, θα μπορούσε να δημιουργηθεί εύλογη υποψία ότι στην οικία και τα υποστατικά εντός του περιφραγμένου χώρου φυλάσσονταν παράνομα τα αντικείμενα που σχετίζονται με τα διερευνώμενα αδικήματα ήτοι κατοχή παράνομων μέσων σύλληψης άγριων πτηνών, ως επίσης κατοχή συγκεκριμένου άγριου πτηνού (αετός) που έφερε πομπό, που εξέπεμπε από το χώρο που βρισκόταν η οικία και υποστατικά του Αιτητή.
Δεν διαλανθάνει της προσοχής ότι ο Αιτητής, μέσω της ένορκης δήλωσης του που συνοδεύει την υπό συζήτηση αίτηση, προβάλλει τη θέση πως κατείχε νόμιμα το ισχυριζόμενο δίχτυ και ότι αυτό ήταν κλειστό στη θήκη του, ως επίσης ότι χρησιμοποιείται από τον ίδιο για την προστασία της κατοικίας του από ανεπιθύμητα ερπετά – οχιές. Ούτε η θέση του πως ο νεκρός αετός είχε εντοπιστεί αρκετά μέτρα μακριά και έξω από τον περιφραγμένο χώρο της κατοικίας του, πριν την έκδοση του εκκαλούμενου εντάλματος έρευνας. Τα πιο πάνω, ωστόσο, αποτελούν ζητήματα που αφορούν την ουσία της υπόθεσης, δυνάμενα, ενδεχομένως, να προβληθούν από την πλευρά του στο κατάλληλο στάδιο. Το αντικείμενο διαδικασίας ως η υπό συζήτηση, ως έχει ήδη σημειωθεί, είναι αυστηρά προκαθορισμένο και οριοθετημένο.
Των ως άνω λεχθέντων, γεγονός παραμένει ότι στη βάση όλων όσων είχαν τεθεί υπόψη του Κατώτερου Δικαστηρίου, φαίνεται να προκύπτει συζητήσιμο ζήτημα αναφορικά με την συμπερίληψη στο εκκαλούμενο ένταλμα, και συνακόλουθα την εξουσιοδότηση για διενέργεια σχετικής έρευνας και σε αυτό, συγκεκριμένου οχήματος του Αιτητή. Στην τεθείσα υπόψη του Κατώτερου Δικαστηρίου μαρτυρία εκ μέρους της αστυνομίας, όχι μόνο δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε αναφορά, η οποία να συνδέει το συγκεκριμένο όχημα με τα αναζητούμενα αντικείμενα, πολύ δε περισσότερο, δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά που να υποδηλώνει την παρουσία έστω του συγκεκριμένου οχήματος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, στον περιφραγμένο χώρο όπου βρισκόταν η οικία και τα υποστατικά του Αιτητή.
Έχοντας πάντα κατά νου ότι σ’ αυτό το στάδιο το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της αίτησης, ούτε εξετάζει την υπόθεση σε βάθος παρά μόνο αν από το μαρτυρικό υλικό που τίθεται ενώπιων του υπάρχει συζητήσιμο θέμα που να δικαιολογεί την χορήγηση της αιτούμενης άδειας (In Re Kakos 1985 1 CLR 250), βρίσκω ότι στη βάση του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιων του Δικαστηρίου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως υπόθεση και συζητήσιμο θέμα, σε σχέση με την διασύνδεση του ως οχήματος που περιγράφεται και περιλαμβάνεται στο εκκαλούμενο ένταλμα με τα αναζητούμενα αντικείμενα, κατά πόσο δηλαδή υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στο περιγραφόμενο στο εκκαλούμενο ένταλμα αυτοκίνητο, υπάρχει οτιδήποτε το οποίο δύναται να «υπαγάγει» το εν λόγω όχημα, στα εδάφια (α), (β) και (γ) του άρθρου 27 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
Υπό το φως των πιο πάνω, δίδεται άδεια στον Αιτητή για καταχώρηση Αίτησης δια κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, περιοριζόμενη στον πιο πάνω λόγο, όσον αφορά δηλαδή την συμπερίληψη στο εκκαλούμενο ένταλμα έρευνας, συγκεκριμένου οχήματος του Αιτητή.
Η δια κλήσεως αίτηση να καταχωριστεί εντός πέντε (5) ημερών από σήμερα.
Εφόσον καταχωριστεί ως ανωτέρω, να οριστεί από το Πρωτοκολλητείο για οδηγίες στις 15.07.2025 και ώρα 8:30 π.μ. και να επιδοθεί στον Γενικό Εισαγγελέα, τουλάχιστον τρείς (2) ημέρες πριν τη δικάσιμο.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/XX
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο