
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Αίτηση Αρ. 170/2025
7 Αυγούστου 2025
[Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TOY Μ. Α. ΜΕ Α.Δ.Τ. [ ], ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 16.06.2025, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΘΟΔΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 155, ΑΡΘΡΑ 18 ΚΑΙ 19
………………………..
Ανδρέας Ε. Ανδρέου, για τον Αιτητή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΑΥΙΔ, Δ.: Με την υπό συζήτηση αίτηση, ο Αιτητής επιζητεί την άδεια του Δικαστηρίου για καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, με το οποίο να ακυρώνεται Ένταλμα Σύλληψης που εκδόθηκε σε βάρος του από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (το κατώτερο Δικαστήριο), στις 16.06.2025.
Το εν λόγω Ένταλμα Σύλληψης, εκδόθηκε στη βάση ένορκης δήλωσης της λοχία της Αστυνομίας, Γεννάδιου Ιωάννου (αρ. μητρώου 2178), του Τ.Α.Ε. Λευκωσίας, μέσω της οποίας επιζητούντο, πέραν από Ένταλμα Σύλληψης του Αιτητή, Εντάλματα Σύλληψης ακόμα δύο προσώπων, όπως και Εντάλματα Έρευνας των οικιών, υποστατικών και των οχημάτων των τριών πιο πάνω προσώπων, στο πλαίσιο διερεύνησης των αδικημάτων της Συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος Κεφ. 155, άρθρο 371, 20 και 21 και του Εμπρησμού, Κεφ. 154, άρθρο 315(Α), 20 και 21.
Αδρομερώς, τα γεγονότα που τέθηκαν υπόψη του κατώτερου Δικαστηρίου μέσω της ως άνω ένορκης δήλωσης προς υποστύλωση του αιτήματος, αποκαλύπτουν ότι δύο πληροφοριοδότες ενέπλεξαν τον Αιτητή (ύποπτος 2) και τα άλλα δύο πρόσωπα (ύποπτοι 1 και 3), στον εμπρησμό του αυτοκινήτου συνταξιούχου οδηγού ταξί (ο παραπονούμενος), στις 30.04.2025. Ο τελευταίος είναι πατέρας της υπεύθυνης λοχία του Αστυνομικού Σταθμού Ευρύχου, Σταθμός ο οποίος διερευνά τροχαίο δυστύχημα (πληροφορίες για εικονικό δυστύχημα) με εμπλεκόμενο όχημα εταιρείας του ύποπτου 1, ως επίσης, αξιωματικού της Αστυνομίας, υπεύθυνου Τμήματος το οποίο προέβη σε κατάσχεση μεγάλου χρηματικού ποσού από την οικία του ύποπτου 1 μετά από έρευνα, ενόψει αναφορών ότι ο τελευταίος είναι αναμεμειγμένος σε υποθέσεις εξαπάτησης ασφαλιστικών εταιρειών και απόσπασης χρημάτων με τη διενέργεια εικονικών δυστυχημάτων και υποβολή ψευδών απαιτήσεων. Ειδικότερα, στις 13.05.2025, πληροφοριοδότης που ως εξηγείται θεωρείται πηγή υψηλής αξιοπιστίας, ανέφερε ότι στον εμπρησμό του οχήματος εμπλέκονται και οι τρείς ύποπτοι, με τον 1ο ύποπτο να είναι το πρόσωπο που έδωσε την εντολή προς τούτο. Η συγκεκριμένη πηγή πληροφόρησης ανέφερε πως ενώ βρισκόταν στη μάντρα αυτοκινήτων που διατηρεί ο ύποπτος 1 στην Ευρύχου, ήταν παρών σε δύο (2) διαφορετικές τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε ο ύποπτος 1 με τους υπόπτους 2 και 3, οι οποίες έγιναν την επόμενη μέρα του εμπρησμού. Το περιεχόμενο των εν λόγω τηλεφωνικών συνομιλιών αφορούσε τον εμπαιγμό και τον χλευασμό του εμπρησμού. Ο ύποπτος 1 με ειρωνική διάθεση και γέλιο ανέφερε ότι «……………έγινε η δουλειά (γέλιο)……..ήταν βραχυκύκλωμα», «κανονίστηκε το θέμα με τον ταξιτζή, τον πατέρα της κοπέλας και του άλλου που μας κατάσχεσε τα λεφτά». Η πηγή, ακούοντας τις αναφερόμενες τηλεφωνικές συνομιλίες διαπίστωσε ότι τόσο ο δεύτερος όσο και ο τρίτος ύποπτοι είχαν γνώση για την πρόθεση και το σχεδιασμό του εμπρησμού ενώ στη συνέχεια περιήλθε στην αντίληψη του ότι το πρόσωπο το οποίο διέπραξε τον εμπρησμό χρησιμοποίησε αυτοκίνητο χρώματος γκρίζου μάρκας ΚΙΑ. Στις 30.05.2025, λήφθηκε δεύτερη πληροφορία, από άλλο πληροφοριοδότη, που ενόψει της συνεργασίας του στο παρελθόν με την αστυνομία με θετικό αποτέλεσμα, κρίθηκε επίσης αξιόπιστος, σύμφωνα με την οποία τον εμπρησμό του οχήματος διενήργησε ο Αιτητής (ύποπτος 2) για λογαριασμό του ύποπτου 1. Σύμφωνα πάντα με τον συγκεκριμένο πληροφοριοδότη, ο Αιτητής (ύποπτος 2), οδηγώντας ψηλό μαύρο όχημα SUV, μετέβη στην οικία του παραπονούμενου όπου διέπραξε τον εμπρησμό. Στη συνέχεια μετέφερε το όχημα στην οικία του, σε συγκεκριμένη διεύθυνση στη Γαλάτα όπου και το έκρυψε στο γκαράζ που βρίσκεται κάτω από αυτήν. Σύμφωνα με τον δεύτερο πληροφοριοδότη, ο Αιτητής (ύποπτος 2) οδηγούσε το συγκεκριμένο όχημα 2 - 3 ημέρες πριν τον εμπρησμό, ενώ μετά από αυτόν δεν τον ξαναείδε να το οδηγεί, ούτε το εν λόγω όχημα να κυκλοφορεί στην περιοχή. Το εν λόγω όχημα σύμφωνα με την πληροφορία, ανήκει σε εταιρεία αγοραπωλησίας οχημάτων του υπόπτου 1. Σύμφωνα με τον δεύτερο πληροφοριοδότη, αιτία του εμπρησμού ήταν ο εκφοβισμός αξιωματικού που υπηρετεί στο Αρχηγείο Αστυνομίας, υιού του ιδιοκτήτη του οχήματος που κάηκε, καθότι ο τελευταίος διερευνά ποινική υπόθεση εναντίον του ύποπτου 1. Ως προστίθεται στην ένορκη δήλωση του Λοχ. Γ. Ιωάννου, μετά την διάπραξη του εμπρησμού έγιναν ενδελεχής έρευνες στην περιοχή και διακριτικές εξετάσεις μέχρι τις 16.06.2025, στο πλαίσιο την οποίων διαπιστώθηκε πως ο ύποπτος 2 ενώ σύμφωνα με την πληροφορία οδηγούσε το όχημα της εταιρείας του πρώτου υπόπτου, από την ημέρα του εμπρησμού, το συγκεκριμένο όχημα δεν θεάθηκε να οδηγείται είτε από τους τρείς υπόπτους είτε από οποιοδήποτε πρόσωπο. Διαπιστώθηκε επίσης ότι η οικία του Αιτητή (ύποπτου 2), στη Γαλάτα, διαθέτει γκαράζ με κλειστή πόρτα, εντός του οποίου υπάρχει όχημα τύπου SUV χρώματος σκούρου, χωρίς ωστόσο να μπορεί να εξακριβωθεί η μάρκα του οχήματος. Μέσω του μηχανογραφημένου συστήματος της Αστυνομίας διαπιστώθηκε ότι ο Αιτητής (ύποπτος 2) δεν είναι κάτοχος οχήματος SUV. Τόσο ο Αιτητής όσο και ο ύποπτος 3, μετά από διακριτικές εξετάσεις στη μάντρα του ύποπτου 1, διαπιστώθηκε ότι επισκέπτονται συχνά τον πρώτο ύποπτο. Πέρα από τους λόγους για τους οποίους επιζητείτο η εξασφάλιση εντάλματος έρευνας της οικίας και των υποστατικών των τριών πιο πάνω προσώπων, όπως και της μάντρας αυτοκινήτων του ύποπτου1 στην Ευρύχου, προς εντοπισμό τεκμηρίων που δυνατόν να παράσχουν μαρτυρία για απόδειξη των προαναφερόμενων αδικημάτων, ο ομνύων, προέβαλε ότι: «Η σύλληψη των υπόπτων είναι ευλόγως αναγκαία και ανάλογη, προς αποφυγή επηρεασμού μαρτύρων από τους οποίους πρόκειται να ληφθούν καταθέσεις και επέμβασης τους στο έργο της δικαιοσύνης.»
Οι λόγοι επί των οποίων εδράζεται η υπό συζήτηση αίτηση προκρίνονται στην ως άνω Έκθεση, ενώ επαναλαμβάνονται και σε κάποιο βαθμό εξειδικεύονται, στην ένορκη δήλωση του Αιτητή. Αποτελεί θέση του τελευταίου ότι το κατώτερο Δικαστήριο δεν προέβη το ίδιο, ως όφειλε, σε εκτίμηση του υλικού που τέθηκε ενώπιον του προκειμένου να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα, δεχόμενο μηχανικά («rubber stamp»), τη θέση της Αστυνομίας. Υποστηρίζει επίσης ότι δεν πληρούντο, σωρευτικά, οι απαραίτητες προϋποθέσεις έκδοσης του Εντάλματος Σύλληψης του. Αφενός, δεν στοιχειοθετείτο η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας ότι ο Αιτητής διέπραξε ή έστω εμπλεκόταν στα αδικήματα που αναφερόταν στον όρκο και, αφετέρου, δεν τηρήθηκαν τα όρια που θέτει η αρχή της αναγκαιότητας και αναλογικότητας για την έκδοση του εκκαλούμενου διατάγματος. Εν πάση περιπτώσει, προτάσσεται, ο ομνύων απέφυγε να αποκαλύψει ή και απέκρυψε ουσιώδη γεγονότα, με σκοπό ή/και αποτέλεσμα να μολύνει τη σκέψη και κρίση του κατώτερου Δικαστηρίου υπέρ της έκδοσης του εκκαλούμενου διατάγματος.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή, κατά το στάδιο της παρουσίασης της υπό συζήτηση αίτησης, υιοθέτησε γραπτή του αγόρευση, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά τις εισηγήσεις και τις θέσεις του Αιτητή, ως αναδύονται στην αίτηση του τελευταίου.
Έχω διεξέλθει με προσοχή το εκκαλούμενο Ένταλμα Σύλληψης, την Έκθεση και ένορκη δήλωση που συνοδεύουν την υπό συζήτηση αίτηση, ως επίσης τις αναφορές, επισημάνσεις και εισηγήσεις του ευπαίδευτου δικηγόρου του Αιτητή.
Οι αρχές με βάση τις οποίες παρέχεται άδεια για καταχώριση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος αυτής της μορφής, είναι καλά εδραιωμένες και από μακρού χρόνου αποκρυσταλλωμένες από τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου. Άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, παρέχεται όπου από το πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου διαφαίνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (βλ. σύγγραμμα Πέτρου Αρτέμη, «Προνομιακά Εντάλματα Αρχές και Υποθέσεις», σελ. 109 κ.επ., Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Perrella (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298 και Ευδόκας (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 3018). Η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα, δεν έχει ως αντικείμενο την ορθότητα των αποφάσεων κατώτερων Δικαστηρίων, ούτε τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας τους. Μέσω της συγκεκριμένης, προνομιακής του δικαιοδοσίας, η οποία ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τους χειρισμούς ούτε τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από το κατώτερο Δικαστήριο. Για τη χορήγηση άδειας ως η αιτούμενη, ο αιτητής πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει συζητήσιμη υπόθεση σε σχέση με το ζήτημα που εγείρει (Ευδόκα (ανωτέρω) και Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41). Στο στάδιο δε της μονομερούς αίτησης, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία, ούτε εξετάζει την υπόθεση σε βάθος (Base Metal Trading Ltd v. Fastack Development Ltd κ.α. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535).
H εξουσία για την έκδοση εντάλματος σύλληψης παρέχεται από το Άρθρο 11.2(γ) του Συντάγματος. Σύμφωνα με αυτό, όποτε και όπως ο νόμος ορίζει, εφόσον υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι κάποιο άτομο ενέχεται στη διάπραξη αδικήματος, επιτρέπεται η σύλληψη του. Σύμφωνα δε με το άρθρο 18(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, ως έχει τροποποιηθεί:
«18.-(1) Όταν δικαστής ικανοποιείται με γραπτή ένορκη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα ή όταν η σύλληψη ή η κράτηση θεωρηθεί ευλόγως αναγκαία για παρεμπόδιση διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά τη διάπραξη αυτού, ο δικαστής δύναται να εκδώσει ένταλμα (που θα αναφέρεται στον παρόντα Νόμο ως ένταλμα συλλήψεως) το οποίο να εξουσιοδοτεί τη σύλληψη του ατόμου εναντίον του οποίου στρέφεται το ένταλμα.»
Το ως άνω άρθρο του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, προδιαγράφει τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να καταδεικνύεται η ύπαρξη της εύλογης υπόνοιας. Στην περίπτωση που η απάντηση στο πιο πάνω, πρωτεύον ερώτημα, είναι καταφατική, το Δικαστήριο θα προχωρήσει να εξετάσει κατά πόσον τα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης καθιστούν ή όχι την έκδοση του εντάλματος σύλληψης αναγκαία ή επιθυμητή. Μόνο στην περίπτωση που ικανοποιηθεί ότι συντρέχει και αυτή η προϋπόθεση, θα προχωρήσει στην έκδοση του εντάλματος σύλληψης (βλ. Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, Παναγιώτου (2004) 1(β) Α.Α.Δ. 1094, Αναφορικά με την Αίτηση του Ν.Κ., Πολ. Εφ. Αρ. 19/2022, ημερ. 13.1.2023, ECLI:CY:AD:2023:B79 και Αναφορικά με την Αίτηση του Mark Jone Davis, Πολ. Εφ. 144/22, ημερ. 3.10.2023). Έχει, ασφαλώς, τη δική της σημασία, η υπόμνηση του γεγονότος ότι στις περιπτώσεις του είδους, η αποδεικτική αξία του μαρτυρικού υλικού που τίθεται υπόψιν του Δικαστηρίου, δεν αποτιμάται σε αυτό το στάδιο. Περί υπονοιών ο λόγος (CPS Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2016) 1(Α) Α.Α.Δ. 652, και Σιμιλλίδης v. Αστυνομίας (Αρ.1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160).
Επανερχόμενος στην υπό συζήτηση περίπτωση, θα πρέπει εξ’ αρχής να σημειωθεί ότι η εισήγηση πως το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε μηχανιστικά, ως «απλή σφραγίδα» («rubber stamp») των θέσεων της αστυνομίας, δεν μπορεί να υιοθετηθεί. Η παραπομπή στο ίδιο το ένταλμα, στα περιστατικά της υπόθεσης ως αυτά αναδύονται στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε το αίτημα, από μόνη της, αποκαλύπτει μια εκτίμηση των γεγονότων που τέθηκαν υπόψη του κατώτερου Δικαστηρίου και μια διεργασία εκ μέρους του τελευταίου, η οποία επέτρεψε στο ίδιο να καταλήξει και να θεωρήσει δικαιολογημένο το αίτημα.
Με δεδομένο ότι για την στοιχειοθέτηση της εύλογης υπόνοιας/υποψίας, το επίπεδο που χρειάζεται να ικανοποιηθεί από απόψεως μαρτυρίας είναι περιορισμένο, διαπιστώνεται ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου στοιχεία ικανά να υπερβούν το ούτος ή άλλως χαμηλό ύψος του πήχη που απαιτείται σε περιπτώσεις του είδους. Παρά το γεγονός ότι δεν κατονομάζονται στον Όρκο (κάτι τέτοιο άλλωστε, ως κατ’ επανάληψη σημειώθηκε από την νομολογία, δεν απαιτείται), δύο πηγές πληροφόρησης της αστυνομίας, που ως αξιόπιστες παρουσιάζονται να έχουν τη δυναμική να θεμελιώσουν από μόνες τους την ύπαρξη εύλογης υποψίας, (Κυριάκου v. Κυπριακής Δημοκρατίας Πολ. Έφ. Αρ.355/2019, ημερ. 16.06.2021, ECLI:CY:AD:2021:A257), αναφέρθηκαν κατά συγκεκριμένο τρόπο, στην εμπλοκή του Αιτητή και τον ειδικότερο ρόλο του στα υπό διερεύνηση αδικήματα. Δεν επρόκειτο για γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς, ούτε βεβαίως συμπερασματικές απολήξεις και υποθέσεις του πληροφοριοδότη. Είχαν συγκριμένο περιεχόμενο και λεπτομέρειες. Στην περίπτωση του 1ου πληροφοριοδότη, ήταν αποτέλεσμα της παρουσίας του σε συγκεκριμένο χώρο, όπου είχε την ευκαιρία, κατά τον τρόπο που εξήγησε, να ακούσει, να αντιληφθεί και να διαπιστώσει ο ίδιος την εμπλοκή των υπόπτων και τη γνώση τους σχετικά με την πρόθεση, τον σχεδιασμό και την υλοποίηση του εμπρησμού του οχήματος του παραπονούμενου. Ομοίως, ο 2ος πληροφοριοδότης, έδωσε συγκεκριμένα στοιχεία και πληροφορίες για τις κινήσεις του Αιτητή (ύποπτου 2), καθ’ όν χρόνο ο τελευταίος, φέρεται από τον ίδιο να διέπραξε τον εμπρησμό για λογαριασμό του ύποπτου 1. Σύμφωνα με την συγκεκριμένη πηγή πληροφόρησης, ο Αιτητής (ύποπτος 2), που τον τελευταίο χρόνο κάνει διάφορες δουλειές που του αναθέτει ο ύποπτος 1 και χρησιμοποιεί οχήματα της εταιρείας του τελευταίου, ακολούθησε συγκεκριμένη διαδρομή για να μεταβεί στην οικία του παραπονούμενου και να διαπράξει τον υπό διερεύνηση εμπρησμό, προς εκφοβισμό του υιού του παραπονούμενου και Αξιωματικού της Αστυνομίας, που διερευνά ποινική υπόθεση σε βάρος του ύποπτου 1. Χρησιμοποίησε προς τούτο συγκεκριμένο όχημα που ανήκε στην εταιρεία του ύποπτου 1 (SUV μαύρο), το οποίο στη συνέχεια απέκρυψε σε γκαράζ που βρίσκεται κάτω από την οικία του στη Γαλάτα. Πέραν των πιο πάνω, από εξετάσεις της αστυνομίας διαπιστώθηκε ότι στο γκαράζ της οικίας του Αιτητή (ύποπτου 2), που διαθέτει κλειστή πόρτα, υπάρχει όχημα SUV, χρώματος σκούρου, χωρίς ωστόσο να διακριβωθεί η μάρκα του, ενώ από εξετάσεις διαπιστώθηκε ότι ο Αιτητής (ύποπτος 2) δεν είναι κάτοχος οχήματος SUV. Παρεμβάλλεται πως σύμφωνα με τον συγκεκριμένο, 2ο πληροφοριοδότη, ο Αιτητής (ύποπτος 2) χρησιμοποιούσε το συγκεκριμένο όχημα 2-3 μέρες πριν τον εμπρησμό, μετά όμως από το συγκεκριμένο συμβάν δεν τον ξαναείδε να το οδηγεί, ούτε είδε το όχημα αυτό να κυκλοφορεί στην περιοχή. Ομοίως, η αστυνομία, μετά από εξετάσεις, διαπίστωσε πως ενώ ο Αιτητής (ύποπτος 2) οδηγούσε το όχημα της εταιρείας του ύποπτου 1, από την ημέρα του εμπρησμού, το συγκεκριμένο όχημα δεν θεάθηκε να οδηγείται από οποιοδήποτε πρόσωπο.
Ως έχει ήδη σημειωθεί, αμφισβητείται από την πλευρά του Αιτητή, η αναγκαιότητα της έκδοσης του εγκαλούμενου εντάλματος προβάλλοντας ταυτόχρονα την μη τήρηση της αρχής της αναλογικότητας κατά την έκδοσή του. Ειδικότερα, προβάλλοντας την παρέλευση 46 ημέρων από τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων, σε συνδυασμό με το γεγονός πως δεν τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου οποιαδήποτε στοιχεία ή μαρτυρία για το ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων ή καταστροφής τεκμηρίων, παρά μόνο το ζήτημα τίθεται εντελώς «υποθετικά» από τον ομνύοντα λοχία της Αστυνομίας, υποδεικνύεται πως δικαιολογεί τούτο, την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. Αμφισβητείται παράλληλα η αναλογικότητα του μέτρου με τον επιδιωκόμενο σκοπό, υποδεικνύοντας ότι το κατώτερο Δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσο στη συγκριμένη περίπτωση το εκδοθέν Ένταλμα Σύλληψης ήταν το ανάλογο, κατάλληλο και λιγότερο επαχθές μέτρο για τον επιδιωκόμενο σκοπό της συμπλήρωσης του ανακριτικού έργου.
Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τις αρχικές έρευνες μέχρι και την αίτηση για έκδοση εντός εντάλματος σύλληψης, αποτελεί παράγοντα που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο, με το ενδεχόμενο να μη θεωρείται τούτο αναγκαίο στις περιπτώσεις που παρατηρείται μεγάλη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση εκ μέρους της Αστυνομίας να μην μπορεί, εκ των προτέρων να αποκλειστεί. Στην υπό συζήτηση περίπτωση, ο χρόνος ο οποίος έχει παρέλθει από την διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων μέχρι την καταχώρηση της αίτησης για έκδοση του εκκαλούμενου εντάλματος, δεν μπορεί ασφαλώς να αντιμετωπίζεται απομονωμένα. Ως τέθηκε υπόψη του κατώτερου Δικαστηρίου, η πρώτη πληροφορία μέσω της οποία «εισήλθε» στην εικόνα της διερεύνησης ο Αιτητής, ως «εμπλεκόμενος» στη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων, λήφθηκε στις 13.05.2025, ενώ στην εξέλιξη των πραγμάτων, ειδικότερα στις 30.05.2025, λήφθηκε νέα πληροφορία και λεπτομέρειες αναφορικά με την «εμπλοκή» του τελευταίου στην υπόθεση. Η Αστυνομία, αξιοποιώντας τις ως άνω πληροφορίες και στη βάση τους, προέβη σε ενδελεχείς έρευνες και διακριτικές εξετάσεις, ως αυτές περιγράφονται στον σχετικό Όρκο, προβαίνοντας σε σχετικές διαπιστώσεις μέχρι τις 16.06.2025, ημερομηνία που απευθύνθηκε στο Δικαστήριο για την έκδοση των αιτούμενων Ενταλμάτων Σύλληψης, του εκκαλούμενου στην παρούσα περιλαμβανομένου. Υπό το φως τον πιο πάνω, ο συνολικός χρόνος που έχει διαρρεύσει από την διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την έκδοση του εκκαλούμενου διατάγματος δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίδραση ως η εισήγηση του Αιτητή.
Το ζήτημα δεν τελειώνει εδώ. Ως προβάλλεται καταληκτικά στην ένορκη δήλωση του Λοχ. Γ. Ιωάννου, η σύλληψη και των τριών υπόπτων: «….είναι ευλόγως αναγκαία και ανάλογη προς αποφυγή επηρεασμού μαρτύρων από τους οποίους πρόκειται να ληφθούν καταθέσεις και επέμβασης τους στο έργο της δικαιοσύνης. Η έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης είναι αναγκαία και ανάλογη για τη διερεύνηση των πιο πάνω αδικημάτων».
Οι αναφορές του ενόρκως δηλούντα περί επηρεασμού μαρτύρων από τους οποίους πρόκειται να ληφθούν καταθέσεις, όπως και η προβολή της θέσης περί επέμβασης στο έργο της δικαιοσύνης, αποτυπώνουν ασφαλώς τη θέση του ομνύοντος για το ζήτημα, ως συνηθίζεται να γίνεται τούτο, χωρίς όμως να προσθέτει, κατά τρόπο ουσιαστικό, στο αίτημα. Παραμένουν ισχυρισμοί και θέσεις, γενικοί και απογυμνωμένοι, χωρίς να εξειδικεύονται ούτε να συνοδεύονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο από οποιαδήποτε σχετικά στοιχεία ή λεπτομέρειες ικανά να επιτρέψουν στο Δικαστήριο που επιλαμβάνεται του αιτήματος να μορφώσει, το ίδιο, άποψη επί του ζητήματος. Ως σημειώθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μ.Σ. Πολ. Αίτ. Αρ.95/2022, ημερ. 27.06.2022 :
«………Οι αναφορές στην ένορκη δήλωση αποτυπώνουν την θέση του λοχία. Συνηθίζεται να γίνεται αυτό, όμως δεν προσθέτει ουσιαστικά στην ισχύ του αιτήματος. Η διαπίστωση του κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων ή και καταστροφής τεκμηρίων ανήκει στον ίδιο το Δικαστή, όπως και τελική απόφαση κατά πόσο είναι τέτοιος που δικαιολογεί την έκδοση του εντάλματος (Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207). Επομένως, ό,τι έχει σημασία είναι να έχει προηγηθεί παράθεση των πρωτογενών γεγονότων που θα μπορούν να οδηγήσουν τον Δικαστή να διαμορφώσει τέτοια κρίση.»
Ούτε, βεβαίως, το γεγονός ότι ταυτόχρονα με την αιτούμενη έκδοση των Ενταλμάτων Σύλληψης επιζητούντο και σχετικά Εντάλματα Έρευνας για τις οικίες και υποστατικά των τριών υπόπτων, από μόνο του, εξυπακούει και δικαιολογεί, άνευ άλλου τινός, την αναγκαιότητα σύλληψης του Αιτητή.
Αποτελεί καθήκον του αιτούμενου εντάλματος του είδους, να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη των ουσιωδών στοιχείων και γεγονότων. Οι σοβαρές ελλείψεις και παραλείψεις ως προς την ορθή παρουσίαση των γεγονότων στον αστυνομικό όρκο, πλήττουν την νομιμότητα της έκδοσης ενός εντάλματος. Η μη αποκάλυψη ουσιωδών πληροφοριών με αποτέλεσμα την παραπλάνηση του Δικαστηρίου, αφαιρεί ουσιαστικά το νόμιμο της έκδοσης του εντάλματος. (Ζερβού (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1316 και Αντώνης Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ κ.α v Κυπριακής Δημοκρατίας 2015 1(Γ) Α.Α.Δ. 2560).
Στην περίπτωση του Αιτητή, το παράπονο του τελευταίου ότι δεν αποκαλύφθηκε η φιλική σχέση του με τον ύποπτο 1 και το γεγονός ότι επισκέπτεται καθημερινά τη μάντρα αυτοκινήτων που ο τελευταίος διατηρεί, δεν δικαιολογείται. Πέραν του γεγονότος ότι φαίνεται να έγινε αναφορά για την γνωριμία και σχέσεις του Αιτητή με τον ύποπτο 1 και τις καθημερινές επισκέψεις του Αιτητή στην μάντρα αυτοκινήτων του ύποπτου 1, (γραμμές 139 έως 142 και 163 έως 165 της ένορκης δήλωσης του λοχ. Γ. Ιωάννου), στον οποίο ο τελευταίος αναθέτει διάφορες εργασίες, τα πιο πάνω, υπό τις περιστάσεις, δεν φαίνεται ούτος ή άλλως να αποτελούσαν «ουσιώδη» για την περίπτωση γεγονότα.
Με δεδομένο ότι η εξέταση της Αίτησης σε αυτό το στάδιο γίνεται υπό το πρίσμα της εκ πρώτης όψεως θεώρησης, προς το σκοπό παροχής ή μη άδειας για καταχώριση αίτησης προς έκδοση του σκοπούμενου εντάλματος, υπό την έννοια που εξηγήθηκε στην In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250, αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση, εκ πρώτης όψεως, εγείρεται συζητήσιμο ζήτημα σε σχέση με την αναγκαιότητα της έκδοσης του εκκαλούμενου εντάλματος σύλληψης, ως πιο πάνω έχει προσδιοριστεί.
Συνακόλουθα, παρέχεται άδεια στον Αιτητή για καταχώρηση αίτηση δια κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari σε σχέση με το ως άνω Ένταλμα Σύλληψης, ημερ. 16.06.2025, για τον πάνω λόγο.
Η διά κλήσεως αίτηση να καταχωρηθεί εντός 15 ημερών από σήμερα και να επιδοθεί στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τουλάχιστον τέσσερις (4) ημέρες πριν από τη δικάσιμο.
Εφόσον καταχωριστεί ως ανωτέρω, να οριστεί από το Πρωτοκολλητείο για οδηγίες στις 03.09.2025, η ώρα 8:30.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο