ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ R. R. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, Πολιτική Αίτηση Αρ. 185/2025, 12/8/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ R. R. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, Πολιτική Αίτηση Αρ. 185/2025, 12/8/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 185/2025)

 

 

12 Αυγούστου, 2025

 

 

[Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ R. R. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΕΝΤΑΛΜΑΤΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΤΟΥ ΩΣ ΑΝΩ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ ΤΟΥ ΣΤΟ ΖΑΚΑΚΙ ΛΕΜΕΣΟΥ ΚΑΙ ΟΧΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 21/06/2025, ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΚΔΟΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 155.

 

………………………………………….

 

Ε. Κ. Ευσταθίου, για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΑΥΙΔ, Δ.:  Με την παρούσα, μονομερώς προωθούμενη αίτηση, επιζητείται από την πλευρά του Αιτητή άδεια για την καταχώριση διά κλήσεως αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, προκειμένου να ακυρωθούν Ένταλμα Σύλληψης του Αιτητή και Έρευνας της οικίας και αυτοκινήτου που χρησιμοποιούσε, ημερομηνίας 21.06.2025, που εκδόθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (Κατώτερο Δικαστήριο).

 

Τα εν λόγω Εντάλματα Σύλληψης και Έρευνας, εκδόθηκαν στη βάση ένορκης δήλωσης του Ανώτερου Υπαστυνόμου, Α. Ανδρέου, του ΤΑΕ (Ε) Αρχηγείου Αστυνομίας.

 

Ως υποδεικνύεται στον ως άνω Όρκο, η Αστυνομία διερευνούσε τα αδικήματα:

(1)         Συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος (άρθρο 371, Κεφ. 154),

 

(2)         Συμμετοχή και αποδοχή διάπραξης εγκλημάτων (άρθρο 63Β, Κεφ. 154),

 

(3)         Αδικήματα κατά παράβαση του περί Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας και Προστασίας των Θυμάτων Νόμου Ν.75(Ι)/2019, (άρθρα 5, 7, 8, 15 και 30) και

 

(4)         Κατασκοπεία (άρθρο 50Γ Κεφ. 154).

τα οποία διαπράχθηκαν, κατ’ ισχυρισμό, κατά το μήνα Απρίλιο μέχρι και την 21.06.2025, στην Κυπριακή Δημοκρατία.  Ειδικότερα, μέσω της ως άνω ένορκης δήλωσης, προβλήθηκε πως στις 20.06.2025, λήφθηκε στο ΤΑΕ (Ε) Αρχηγείου Αστυνομίας άκρως απόρρητη πληροφορία, υψηλής αξιοπιστίας, από ξένη συνεργαζόμενη Υπηρεσία, σύμφωνα με την οποία ο ύποπτος βρίσκεται στην Κύπρο και συλλέγει πληροφορίες από τον Απρίλιο του 2025 σχετικά με την παρουσία ξένης στρατιωτικής παρουσίας στην Κύπρο και ότι ενδέχεται να διοργανώσει άμεση τρομοκρατική επίθεση.  Ο Αιτητής, σύμφωνα με την πληροφορία, είναι σε επαφή με τους φρουρούς της επανάστασης του ΙΡΑΝ (IRGC). Από φυσική παρακολούθηση από τη συνεργαζόμενη Υπηρεσία, διαπιστώθηκε ότι ο Αιτητής διέμενε σε συγκεκριμένο διαμέρισμα στο συγκρότημα Sunset Gardens που βρίσκεται στην οδό [ ]στην περιοχή Τσερκέζοι, στο Ζακάκι Λεμεσού, περιοχή η οποία γειτνιάζει με τις Βρετανικές βάσεις της Επισκοπής Ακρωτηρίου. Διαπιστώθηκε, επίσης, ότι σχεδόν καθημερινά κινείται ύποπτα πεζός πλησίον των Βρετανικών βάσεων, κρατώντας φωτογραφική μηχανή, με μεγεθυντικό φακό και τρία κινητά τηλέφωνα (Smart Phones).  Θεάθηκε να βγάζει φωτογραφίες τόσο με τα κινητά του τηλέφωνα όσο και με άλλες ηλεκτρονικές συσκευές και τη φωτογραφική του μηχανή, ως επίσης να συνομιλεί με τα κινητά του τηλέφωνα και να κρατά έντυπες σημειώσεις. Από την φυσική παρακολούθηση του Αιτητή, διαπιστώθηκε περαιτέρω ότι στις 20.06.2025, ο τελευταίος διακινήθηκε από Λεμεσό προς Πάφο με λεωφορείο και ακολούθως, μετέβηκε με άλλο λεωφορείο πλησίον της αεροπορικής βάσης «Ανδρέας Παπανδρέου».  Αφού κατέβηκε από το λεωφορείο, κινήθηκε πεζός για να μεταβεί στο αεροδρόμιο Πάφου, από όπου ενοικίασε αυτοκίνητο με αρ. εγγρ. [ ], μάρκας MAZDA DEMIO, χρώματος μπλε και στη συνέχεια κινήθηκε, ύποπτα και πάλι, στο αεροδρόμιο Πάφου και στην αεροπορική βάση «Ανδρέας Παπανδρέου».  Ακολούθως, επέστρεψε με το αυτοκίνητο ενοικιάσεως στη Λεμεσό, όχι από τον αυτοκινητόδρομο αλλά μέσω των ορεινών περιοχών Πάφου – Λεμεσού, σταθμεύοντας το ως άνω αυτοκίνητο κοντά στο διαμέρισμα που διαμένει.  Ως η πληροφόρηση της συνεργαζόμενης Υπηρεσίας, το ως άνω όχημα έχει ενοικιαστεί για περιορισμένο χρόνο με άγνωστη την ημερομηνία επιστροφής του. Σύμφωνα με την πληροφορία, ο Αιτητής έχει συνεχή επικοινωνία με άλλα δύο πρόσωπα στο εξωτερικό και με πρόσωπα στην Κύπρο, με σκοπό την οργάνωση και πραγματοποίηση τρομοκρατικής επίθεσης.  Γι’ αυτό συλλέγει πληροφορίες κατά τον πιο πάνω τρόπο.  Περαιτέρω, ανταλλάσσει πληροφορίες με άλλα δύο πρόσωπα στο εξωτερικό, αναφέροντας ότι θα πρέπει να ενεργήσουν άμεσα. Σύμφωνα με την πληροφορία, υπάρχει συνεχής συντονισμός με υπηρεσίες άλλων χωρών για έρευνα και σύλληψη των τριών υπόπτων.  Οι πληροφορίες οι οποίες είχαν ληφθεί από την ξένη Υπηρεσία, υποδεικνύει ο ομνύων Ανώτερος Υπαστυνόμος, επιβεβαιώνονται από φυσική παρακολούθηση που είχε γίνει από τις υπηρεσίες της Δημοκρατίας, τον Ιούνιο του 2025, σημειώνοντας παράλληλα ότι έρευνα στα ηλεκτρονικά συστήματα της Αστυνομίας κατέδειξε ότι ο Αιτητής, στις 08.04.2025 αφίχθηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο στο αεροδρόμιο Πάφου, ενώ στις 15.04.2025, ταξίδεψε από το ίδιο αεροδρόμιο στο Ηνωμένο Βασίλειο.  Την 01.05.2025, αφίχθηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο στο αεροδρόμιο Πάφου, στις 29.05.2025 ταξίδεψε προς το Ηνωμένο Βασίλειο από το αεροδρόμιο Πάφου, ενώ στις 31.05.2025, αφίχθηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο στο αεροδρόμιο Πάφου.   Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγει ο ομνύων αξιωματικός της Αστυνομίας, το αίτημα για άμεση σύλληψη του Αιτητή, υπεβλήθη προς αποφυγή ολοκλήρωσης των σχεδιασμών για τρομοκρατική επίθεση, καταστροφή τεκμηρίων, επηρεασμού μαρτύρων από τους οποίους πρόκειται να ληφθούν καταθέσεις και επέμβασης τους στο έργο της δικαιοσύνης.  Παράλληλα ζητήθηκε η έκδοση εντάλματος έρευνας του διαμερίσματος και υποστατικών που διαμένει ο Αιτητής στο Ζακάκι Λεμεσού καθώς και του οχήματος με αρ. εγγρ. [ ], καθότι, στη βάση όσων μεταφέρθηκαν στο Δικαστήριο, υπάρχει εύλογη υποψία να πιστεύεται ότι σε αυτά αποκρύπτονται διάφορα τεκμήρια ως ειδικότερα αυτά προσδιορίζονται, τα οποία σχετίζονται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και δυνατό να παράσχουν μαρτυρία για την απόδειξη τους.  

 

 

Το κατώτερο Δικαστήριο, στη βάση της ως άνω ενώπιον του τεθείσας μαρτυρίας, έκρινε δικαιολογημένα το αίτημα και προχώρησε στην έκδοση των εκκαλούμενων Ενταλμάτων Σύλληψης και Έρευνας.

 

Οι λόγοι επί των οποίων εδράζεται η υπό συζήτηση αίτηση προκρίνονται στην Έκθεση που τη συνοδεύει, ενώ επαναλαμβάνονται και σε κάποιο βαθμό εξειδικεύονται, στην ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει.  Αποτελεί θέση της πλευρά του Αιτητή ότι η άκριτη αποδοχή μη τεκμηριωμένων και ανεπαλήθευτων πληροφοριών ως επαρκούς νομικής βάσης για την έκδοση των εκκαλουμένων ενταλμάτων, προερχόμενων από τρίτη χώρα, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς θεσμικό ή νομικό πλαίσιο αμοιβαίας αναγνώρισης ή δικαστικής συνεργασίας, συνιστά ουσιώδη πλάνη επί νομικού ζητήματος και υπέρβαση εξουσίας εκ μέρους του κατώτερου Δικαστηρίου. Η εξάρτηση κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προστίθεται,  από πληροφορία τρίτης χώρας,  η πηγή της οποίας είναι  απρόσιτη, μη ελέγξιμη και μη διασταυρωμένη, δεν είναι επιτρεπτή. Το κατώτερο Δικαστήριο, υποδεικνύεται, δεν είχε κανένα στοιχείο προκειμένου να αξιολογήσει αντικειμενικά την αξιοπιστία της ξένης πληροφορίας, το περιεχόμενο της οποίας δεν συνοδεύτηκε από οτιδήποτε άλλο, ούτε επιβεβαιώθηκε από ανεξάρτητα ευρήματα.  Η δε λεγόμενη επιβεβαίωση της ληφθείσας πληροφορίας, μέσω φυσικής παρακολούθησης από Υπηρεσίες της Δημοκρατίας, συνιστά κυκλική λογική (circular reasoning), περιοριζόμενη σε επιφανειακές παρατηρήσεις.  Αποτέλεσμα τούτου, η θεμελίωση εύλογης υποψίας είναι ελλιπής και αποτέλεσμα πλάνης του κατώτερου Δικαστηρίου. Χαρακτηρίζοντας την ένορκη δήλωση που υποστήριζε το αίτημα της Αστυνομίας ελλιπή και μη ειλικρινή ως προς την αποκάλυψη κρίσιμων πληροφοριών, περιοριζόμενη σε γενικόλογες και συμπερασματικές εικοτολογίες, επανέλαβε ότι το κατώτερο Δικαστήριο δεν είχε τελικά επαρκή πραγματική βάση ώστε να διαπιστώσει την ύπαρξη της απαραίτητης για την περίπτωση εύλογης υποψίας. Η έκδοση των εκκαλούμενων Ενταλμάτων, καταλήγει, συνιστά δυσανάλογη και αδικαιολόγητη παρέμβαση σε Θεμελιώδη δικαιώματα του Αιτητή.  

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή, κατά το στάδιο της παρουσίασης της υπό συζήτηση αίτησης, υιοθέτησε γραπτή του αγόρευση, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά τις εισηγήσεις και τις θέσεις του Αιτητή, ως αναδύονται στην αίτηση του τελευταίου. Επικεντρώθηκε, ειδικότερα, στην πληροφορία που μεταφέρθηκε στην αστυνομία από ξένη υπηρεσία, την βαρύτητα και τη δυναμική της. 

 

Έχω διεξέλθει με προσοχή τα προσβαλλόμενα Εντάλματα Σύλληψης και Έρευνας, την Έκθεση και ένορκη δήλωση που συνοδεύουν την υπό συζήτηση αίτηση, ως επίσης τις αναφορές, επισημάνσεις και εισηγήσεις του ευπαίδευτου δικηγόρου του Αιτητή.

 

Τα προνομιακά εντάλματα, ως κατάλοιπο της εξουσίας του Ανώτατου Δικαστηρίου για έλεγχο των κατώτερων Δικαστηρίων χορηγούνται κατ’ εξαίρεση. Άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, παρέχεται όπου από το πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου διαφαίνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (βλ. σύγγραμμα Πέτρου Αρτέμη, «Προνομιακά Εντάλματα Αρχές και Υποθέσεις», σελ. 109 κ.επ., Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Perrella (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298 και Ευδόκας (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 3018).  Μέσω της συγκεκριμένης, προνομιακής του δικαιοδοσίας, η οποία ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τους χειρισμούς ούτε τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από το κατώτερο Δικαστήριο. Η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα, δεν έχει ως αντικείμενο την ορθότητα των αποφάσεων κατώτερων Δικαστηρίων, ούτε τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας τους. Για τη χορήγηση άδειας ως η αιτούμενη, ο αιτητής πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει συζητήσιμη υπόθεση σε σχέση με το ζήτημα που εγείρει (Ευδόκα (ανωτέρω) και Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41). Στο στάδιο δε της μονομερούς αίτησης, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία, ούτε εξετάζει την υπόθεση σε βάθος (Base Metal Trading Ltd v. Fastack Development Ltd κ.α. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535).

 

H εξουσία για την έκδοση εντάλματος σύλληψης παρέχεται από το Άρθρο 11.2(γ) του Συντάγματος. Σύμφωνα με αυτό, όποτε και όπως ο νόμος ορίζει, εφόσον υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι κάποιο άτομο ενέχεται στη διάπραξη αδικήματος, επιτρέπεται η σύλληψη του. Σύμφωνα δε με το άρθρο 18(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, ως έχει τροποποιηθεί:

«18.-(1) Όταν δικαστής ικανοποιείται με γραπτή ένορκη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα ή όταν η σύλληψη ή η κράτηση θεωρηθεί ευλόγως αναγκαία για παρεμπόδιση διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά τη διάπραξη αυτού, ο δικαστής δύναται να εκδώσει ένταλμα (που θα αναφέρεται στον παρόντα Νόμο ως ένταλμα συλλήψεως) το οποίο να εξουσιοδοτεί τη σύλληψη του ατόμου εναντίον του οποίου στρέφεται το ένταλμα.»

       

Το ως άνω άρθρο του Κεφ.155, προδιαγράφει τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να καταδεικνύεται η ύπαρξη της εύλογης υπόνοιας. Στην περίπτωση που η απάντηση στο πιο πάνω, πρωτεύον ερώτημα, είναι καταφατική, το Δικαστήριο θα προχωρήσει να εξετάσει κατά πόσον τα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης καθιστούν ή όχι την έκδοση του εντάλματος σύλληψης αναγκαία ή επιθυμητή. Μόνο στην περίπτωση που ικανοποιηθεί ότι συντρέχει και αυτή η προϋπόθεση, θα προχωρήσει στην έκδοση του εντάλματος σύλληψης (βλ. Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, Παναγιώτου (2004) 1(β) Α.Α.Δ. 1094, Αναφορικά με την Αίτηση του Ν.Κ., Πολ. Εφ. Αρ. 19/2022, ημερ. 13.1.2023, ECLI:CY:AD:2023:B79 και Αναφορικά με την Αίτηση του Mark Jone Davis, Πολ. Εφ. 144/22, ημερ. 3.10.2023). Έχει, ασφαλώς, τη δική της σημασία, η υπόμνηση του γεγονότος ότι στις περιπτώσεις του είδους, η αποδεικτική αξία του μαρτυρικού υλικού που τίθεται υπόψιν του Δικαστηρίου, δεν αποτιμάται σε αυτό το στάδιο. Περί υπονοιών ο λόγος (CPS Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2016) 1(Α) Α.Α.Δ. 652, και  Σιμιλλίδης v. Αστυνομίας (Αρ.1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160).

 

Παρά τη Συνταγματική κατοχύρωση και διασφάλιση του απαραβίαστου της κατοικίας (Άρθρο 16(1) του Συντάγματος), γεγονός παραμένει ότι στο επόμενο εδάφιο του ίδιου Άρθρου του Συντάγματος, διακηρύσσεται πως, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, κατόπιν Δικαστικού εντάλματος δεόντως αιτιολογημένου, είναι δυνατή η είσοδος και η έρευνα εντός της κατοικίας κάποιου. Σύμφωνα με το άρθρο 27 του Κεφ.155:

 

«Όταν δικαστής ικανοποιείται µε εγγράφου δηλώσεως ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει -

 

(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση µε το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκηµα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε· ή

(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήµατος· ή

(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιµοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήµατος,

ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλµα (το οποίο αναφέρεται στο νόµο αυτό ως "ένταλµα έρευνας"), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονοµάζεται σε αυτό — …………………..»

           

       

Για την έκδοση εντάλματος έρευνας, το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι, από τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει ένα τέτοιο αίτημα, υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε ένα συγκεκριμένο τόπο, υπάρχει οτιδήποτε το οποίο τον συνδέει κατά τον τρόπο που περιγράφεται στα εδάφια (α), (β) και (γ) του άρθρου 27 του Κεφ. 155. Δεδομένη είναι η αναγκαιότητα διασύνδεσης της έρευνας με συγκεκριμένο τόπο (βλ. μεταξύ άλλων Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας Ο.Π.Α.Π. Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφεση Αρ. 133/2018 ημερ. 17.12.2018), χωρίς ωστόσο, τούτο, να εξυπακούει καταγραφή στοιχείων με αποδεικτική αξία σε υψηλό επίπεδο. Περί εύλογων υπονοιών και υποψίας ο λόγος, ζήτημα που εξαρτάται από τα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης (Παναγιώτου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1094 και Αντωνίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 656). 

 

 

Σπεύδω, εξ’ αρχής, να εντοπίσω το γεγονός πως η όποια επιχειρηματολογία προβάλλεται από την πλευρά του Αιτητή, εδραζόμενη στην θέση περί πληροφορίας προερχόμενης από «τρίτη χώρα», εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, παραπέμποντας ταυτόχρονα σε επιπτώσεις που θα πρέπει τούτο να έχει, κατά τη θέση του, όσον αφορά τη βασιμότητα της, δεν φαίνεται να βρίσκει έρεισμα στα στοιχεία τα οποία τέθηκαν υπόψη του κατώτερου Δικαστηρίου μέσω του Όρκου του Ανώτερου Υπαστυνόμου που υποστύλωνε το αίτημα για έκδοση των εκκαλούμενων Διαταγμάτων. Στην εν λόγω ένορκη δήλωση, δεν καταγράφεται ότι η «άκρως απόρρητη πληροφορία υψηλής αξιοπιστίας, από ξένη συνεργαζόμενη Υπηρεσία», προήλθε από «τρίτη χώρα».  Εν πάση περιπτώσει, το ζητούμενο σε περιπτώσεις του είδους, είναι η όποια πληροφόρηση, από οπουδήποτε αυτή και αν προέρχεται, να διαθέτει εκείνα τα χαρακτηρίστηκα που θα μπορούσαν να επιτρέψουν στο Δικαστήριο που επιλαμβάνεται σχετικού αιτήματος, να καταλήξει ότι στοιχειοθετείται η εύλογη υπόνοια και υποψία, ως οι όροι περιλαμβάνονται στα άρθρα 18 και 27 του Κεφ. 155 και έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία. Κατ’ επανάληψη έχει διακηρυχθεί από τα Δικαστήρια πως δεν απαιτείται καν να κατονομάζονται οι πληροφοριοδότες, (Αναφορικά με την Αίτηση του ΧΧΧ ΧΧΧ, Πολ. Αίτ. Αρ.114/2020, ημερ. 20.10.2020, ECLI:CY:AD:2020:D356). Είναι αρκετό, οι όποιες πληροφορίες, παραθέτοντας προς τούτο διάφορα στοιχεία, να έχουν τη  δυναμική να θεμελιώσουν την ύπαρξη εύλογης υποψίας (Κυριάκου v. Κυπριακής Δημοκρατίας Πολ. Έφ. Αρ.355/2019, ημερ. 16.06.2021, ECLI:CY:AD:2021:A257). 

 

Στην υπο συζήτηση περίπτωση, η ληφθείσα πληροφορία αναφερόταν κατά συγκεκριμένο τρόπο στην εμπλοκή του Αιτητή στα υπο διερεύνηση αδικήματα, στον τρόπο δράσης και αντίδρασης του, την συμπεριφορά και τον ρόλο του σε συνάρτηση με αυτά.  Δεν επρόκειτο για γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς, ούτε βεβαίως συμπερασματικές απολήξεις και υποθέσεις του πληροφοριοδότη. Παράλληλα, ως τέθηκε υπόψη του Κατώτερου Δικαστηρίου, οι πληροφορίες που λήφθηκαν από την ξένη υπηρεσία, επιβεβαιώθηκαν, κατόπιν φυσικής παρακολούθησης του Αιτητή σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, και από τις Υπηρεσίες της Δημοκρατίας.

 

Υπό το φως των αρχών που διέπουν το ζήτημα σε περιπτώσεις του είδους και έχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν μέσω το όρκου ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, αισθάνομαι ότι δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Με δεδομένο ότι για την στοιχειοθέτηση της εύλογης υπόνοιας/υποψίας, το επίπεδο που χρειάζεται να ικανοποιηθεί από απόψεως μαρτυρίας είναι περιορισμένο, διαπιστώνεται ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου στοιχεία και λεπτομέρειες, ικανά να υπερβούν το ούτος ή άλλως χαμηλό ύψος του πήχη που απαιτείται σε περιπτώσεις του είδους. Η απάντηση στο πρωτεύων ερώτημα, κατά πόσο δηλαδή στην υπό συζήτηση περίπτωση το κατώτερο Δικαστήριο θα μπορούσε να καταλήξει ότι στοιχειοθετείτε η εύλογη υπόνοια, ως ο όρος περιλαμβάνεται στο άρθρο 18 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και κατ’ επανάληψη έχει ερμηνευτεί από τη νομολογία, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική. Οι υπόνοιες της αστυνομίας σε βάρος του Αιτητή στην υπό συζήτηση περίπτωση ήταν καθ’ όλα εύλογες.

 

Ούτε η αναγκαιότητα της έκδοσης του αιτούμενου Εντάλματος Σύλληψης, υπό το φως όσων τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου, θα μπορούσε βάσιμα να αμφισβητηθεί. Πέραν της αναγκαιότητας για παρεμπόδιση της διάπραξης των υπό διερεύνηση αδικημάτων μέσω της σύλληψης του Αιτητή, ορατός προβάλλει ο κίνδυνος διαφυγής του από την Κύπρο αλλά και επέμβασης στο έργο της δικαιοσύνης και του ανακριτικού έργου, μέσω της καταστροφής τεκμηρίων.  

 

Η αναγκαιότητα διασύνδεσης της έρευνας με συγκεκριμένο τόπο είναι δεδομένη. Ως έχει ήδη επισημανθεί, το άρθρο 27 του Κεφ. 155, συνδέει το αντικείμενο το οποίο εύλογα πιστεύεται ότι συνδέεται με ποινικό αδίκημα με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι με το πρόσωπο του υπόπτου. (Βλ. μεταξύ άλλων Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας Ο.Π.Α.Π. Κύπρου Λτδ,  Πολ. Έφεση Αρ. 133/2018 ημερ. 17.12.2018). Η ανάγκη παρουσίασης κάποιου είδους μαρτυρίας για στοιχειοθέτηση της εύλογης αιτίας, ως ο όρος περιλαμβάνεται στο άρθρο 27, αποτελεί ασφαλώς προϋπόθεση για την έκδοση εντάλματος έρευνας. Ωστόσο, τούτο, δεν εξυπακούει καταγραφή στοιχείων με αποδεικτική αξία σε υψηλό επίπεδο. Ως έχει υποδειχθεί για το ζήτημα από τον  Γ.Μ. Πική, στο σύγγραμμα «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», 2η Αναθεωρημένη Έκδοση, σελ. 69, «Ό,τι επιζητείται να ικανοποιηθεί είναι η ύπαρξη εύλογης αιτίας υπό το φως της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου και όχι εκ πρώτης όψεως στοιχειοθέτηση συστατικών στοιχείων ενός υπό διερεύνηση αδικήματος». Περί εύλογων υπονοιών και υποψίας ο λόγος, ζήτημα που εξαρτάται από τα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης

 

Στην υπο συζήτηση, η πλευρά του Αιτητή, ουσιαστικά δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι το διαμέρισμα που ο τελευταίος διέμενε στο Ζακάκι Λεμεσού όπως και το αυτοκίνητο που χρησιμοποιούσε είναι δυνατόν να συνδέονται με τα αντικείμενα τα οποία περιγράφονται στο εκκαλούμενο Ένταλμα Έρευνας, κατά τον τρόπο που προβλέπεται τούτο στο άρθρο 27 του νόμου (Σιακαλλης (Αρ.1) (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 282).  Πράγματι, στη βάση όλων όσων τέθηκαν υπόψη του κατώτερου Δικαστηρίου σε σχέση με τον τρόπο δράσης και συμπεριφοράς του Αιτητή, αποτελούν παράγοντες και παραμέτρους που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν στο μυαλό του Δικαστή, ενώπιον του οποίου τέθηκε το αίτημα, εύλογη υπόνοια και υποψία ότι αντικείμενα όπως αυτά που περιγράφονται στο εκκαλούμενο Ένταλμα, θα μπορούσαν να βρίσκονταν στη συγκεκριμένη  οικία (διαμέρισμα) και υποστατικά που διαμένει ο Αιτητής ή στο  περιγραφόμενο όχημα ενοικίασης  που φέρεται να χρησιμοποιούσε. Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, τούτο δεν αποτελεί μια γενική και αόριστη υπόθεση, μη δυνάμενη να ικανοποιήσει το χαμηλό ύψος του πήχη που πρέπει να υπερπηδηθεί για τη δημιουργία σχετικής και εύλογης υπόνοιας και υποψίας προς τούτο (άρθρο  27 Κεφ. 155).

 

Πέραν όσων πιο πάνω έχουν επισημανθεί, καταλυτικών για την τύχη της υπό συζήτηση αίτησης, κρίνεται χρήσιμο να επισημανθεί και τούτο. Κατ’ επανάληψη έχει διακηρυχθεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της προνομιακής δικαιοδοσίας του, δεν προβαίνει σε έλεγχο της ορθότητας μιας απόφασης ούτε ελέγχει τον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας του κατώτερου Δικαστηρίου. Ότι ελέγχεται, είναι η νομιμότητα της απόφασης (Mareware Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 116, Αντώνης Ανδρέου & Σία Δ.Ε.Π.Ε. κ.α. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) (1Γ) Α.Α.Δ. 2560). Στην υπό συζήτηση περίπτωση, ο Δικαστής που επιλήφθηκε του σχετικού αιτήματος, στη βάση της μαρτυρίας και του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη του, ως καταγράφεται τόσο στο Ένταλμα Σύλληψης του Αιτητή όσο και στο εκκαλούμενο Ένταλμα Έρευνας, ικανοποιούμενος από όσα τέθηκαν υπόψη του, προχώρησε στην έκδοση τους, κρίνοντας ότι το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη του, καθιστούσαν δικαιολογημένη και αιτιολογημένη την έκδοσή τους. 

Με δεδομένο ότι το κατώτερο Δικαστήριο λειτούργησε εντός των πλαισίων της δικαιοδοσίας του, δεν βλέπω πως το Ανώτατο  Δικαστήριο, στο πλαίσιο πάντα του ελέγχου νομιμότητας που προβαίνει σε διαδικασίες του είδους, θα μπορούσε ουσιαστικά να αντικαταστήσει την κρίση του κατώτερου Δικαστηρίου για την τεθείσα υπόψη του μαρτυρία και την προσέγγιση του τελευταίου για το ζήτημα (ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ (ανωτέρω).

 

  Υπό το φως όσων πιο πάνω έχουν εκτεθεί, η υπο κρίση αίτηση δεν έχει περιθώρια επιτυχίας. Δεν έχει καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση προς τεκμηρίωση της αξίωσης για παροχή της αιτούμενης άδειας.

 

Ως εκ τούτου η αίτηση απορρίπτεται.

 

                  

                                                                   Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο