
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 337/2015
28 Αυγούστου, 2025
[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΓΙΑΤΟΥ
Εφεσείοντας
v.
ANTONIS LOIZOU & ASSOCIATES LTD
Εφεσίβλητη
---------------------------
Ε. Νικολάου, για Κώστας Π. Χατζηκωστής & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα
Ουδεμία εμφάνιση για την Εφεσίβλητη
.................
Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ. Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, ημερομηνίας 5.10.2015, αφορώσας σε διαφορά μεταξύ του εφεσείοντος, αιτητή και της εφεσίβλητης, καθ’ ης η αίτηση εταιρείας, εργοδότριας του, κατά τον ουσιώδη χρόνο. Το Δικαστήριο, με την εν λόγω απόφαση του, απέρριψε αίτηση του αιτητή για αποζημιώσεις, λόγω παράνομης απόλυσης του. Η εν λόγω αίτηση, εδραζόταν στο άρθρο3(1)[1] του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου του 1967, Ν.24/1967, όπως έχει τροποποιηθεί.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ο εφεσείων, επαγγελλόμενος τον Πολιτικό Μηχανικό, προσλήφθηκε στην υπηρεσία της εφεσίβλητης, στις 5.2.1992, μεταξύ άλλων, ως εκτιμητής ακινήτων στο συγκεκριμένο τομέα εργασιών της τελευταίας. Αυτή, να σημειωθεί, ασχολείται με την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, σε σχέση με ακίνητη περιουσία. Ο εφεσείων, εργοδοτείτο υπό την πιο πάνω ιδιότητα του, στο γραφείο της εφεσίβλητης, στη Λεμεσό. Εργάστηκε εκεί για περίοδο 17 χρόνων, μέχρι τις 16.2.2009, που η εργοδότηση του τερματίστηκε από την εφεσίβλητη, χωρίς προειδοποίηση, με επιστολή ίδιας ημερομηνίας. Αιτία για τον πιο πάνω τερματισμό, ήταν συγκεκριμένη συμπεριφορά του εφεσείοντος, στο πλαίσιο άσκησης των πιο πάνω καθηκόντων του. Συγκεκριμένα, κατά το έτος 2008, σε μια περίοδο έξι έως επτά μηνών, αυτός ετοίμασε εκτιμήσεις για λογαριασμό της Τράπεζας Κύπρου, σε σχέση με αριθμό ακινήτων, ιδιοκτησία πελατών της. Τα ακίνητα αυτά, παραχωρήθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους ως εγγύηση για δάνεια, τα οποία η Τράπεζα τους είχε παραχωρήσει. Αργότερα, διαπιστώθηκε ότι οι εν λόγω εκτιμήσεις ήταν αδικαιολόγητα υψηλές, ώστε τα ακίνητα στα οποία αυτές αφορούσαν, να μην αποτελούσαν λόγω της μικρότερης αξίας τους, επαρκή εξασφάλιση για τα παραχωρηθέντα δάνεια. Τούτο, διαπιστώθηκε από επανεκτιμήσεις που είχε ετοιμάσει η Τράπεζα, καθώς, επίσης, ο διευθύνων σύμβουλος της εφεσίβλητης.
Το Δικαστήριο, διαπίστωσε ότι η εφεσίβλητη, εργοδότρια εταιρεία, απέσεισε το βάρος που έφερε σύμφωνα με το άρθρο 6(1) του Νόμου 24/1967. Στο βαθμό που ενδιαφέρει, αυτό προβλέπει ότι, «…υπό του εργοδότου τερματισμός απασχολήσεως του εργοδοτουμένου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ως μη γενόμενος διά τινα των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων». Και έτσι, το Δικαστήριο κατέληξε ότι, δεδομένης της πιο πάνω διαγωγής του εφεσείοντα, τύγχαναν εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 5(ε) και (στ) του εν λόγω νόμου, οι οποίες προβλέπουν ως εξής:
«5. Τερματισμός απασχολήσεως δι' οιονδήποτε των ακολούθων λόγων δεν παρέχει δικαίωμα εις αποζημίωσιν:
(α) …………………………………………………………………………………..
(ε) όταν ο εργοδοτούμενος επιδεικνύη τοιαύτην διαγωγήν ώστε να καθιστά εαυτόν υποκείμενον εις απόλυσιν άνευ προειδοποιήσεως:
…………………………………………….
(στ) άνευ επηρεασμού της γενικότητος της αμέσως προηγουμένης παραγράφου, τα ακόλουθα δύνανται, μεταξύ άλλων, να αποτελέσωσι λόγον απολύσεως άνευ προειδοποιήσεως, λαμβανομένων υπ' όψιν όλων των περιστατικών της περιπτώσεως:
(i) διαγωγή εκ μέρους του εργοδοτουμένου η οποία καθιστά σαφές ότι η σχέσις εργοδότου και εργοδοτουμένου δεν δύναται ευλόγως να αναμένηται όπως συνεχισθή·
(ii) διάπραξις σοβαρού παραπτώματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του·
(iii) διάπραξις ποινικού αδικήματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει του καθήκοντος του, άνευ της ρητής ή σιωπηρός συγκαταθέσεως του εργοδότου του·
(iν) απρεπής διαγωγή του εργοδοτουμένου κατά τον χρόνον της εκτελέσεως των καθηκόντων του·
(ν) σοβαρά ή επαναλαμβανόμενη παράβασις ή παραγνώρισις κανόνων της εργασίας ή άλλων κανόνων εν σχέσει προς την απασχόλησιν.»
Τα πιο πάνω γεγονότα, σε σχέση με το λόγο απόλυσης του εφεσείοντος από την υπηρεσία της εφεσίβλητης, δεν τελούν υπό αμφισβήτηση. Επίσης, δεν αμφισβητήθηκε από τον πρώτο ότι, στη βάση αυτών τύγχαναν εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 5 του Ν.24/1967.
Ό,τι αμφισβητήθηκε πρωτόδικα αλλά και κατ’ έφεση είναι πως δεν δόθηκε στον εφεσείοντα η ευκαιρία να ακουστεί πριν, αυτός απολυθεί από την υπηρεσία του στην εφεσίβλητη, κατά παράβαση του Άρθρου 7 του περί της Συμβάσεως περί του Τερματισμού της Απασχολήσεως (Κυρωτικός) Νόμος του 1985, Ν.45/1985. Υπάρχει αδιαμφισβήτητο πραγματικό υπόβαθρο και ως προς την πτυχή αυτή, ώστε με τον πρώτο λόγο έφεσης να αμφισβητείται κατά πόσο συγκεκριμένα γεγονότα συνιστούσαν τέτοια ευκαιρία που είχε δοθεί στον εφεσείοντα. Ειδικά, στις λεπτομέρειες του πιο πάνω λόγου έφεσης, αναφέρεται ότι ο διευθυντής της εφεσίβλητης, στη διάρκεια μιας εκδήλωσης, ενημέρωσε τον εφεσείοντα για το πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί σε σχέση με την προαναφερθείσα τράπεζα, συνεπεία της εν λόγω συμπεριφοράς του.
Δεν είναι, όμως, κάθε λόγος που έχει προβληθεί με την παρούσα έφεση που μπορεί να εξεταστεί. Σύμφωνα με το άρθρο 12(11Α) του περί Ετησίων Αδειών Μετ’ Απολαβών Νόμου του 1967, Ν.8/1967, όπως έχει τροποποιηθεί: «Οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών υπόκειται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει οποιουδήποτε λόγου που συνεπάγεται νομικό σημείο μόνο, …». Στο πλαίσιο του περιγράμματος αγόρευσης του, ο συνήγορος εκ μέρους του εφεσείοντος, αναγνώρισε τη σημασία της πιο πάνω πρόνοιας και με σχετική δήλωση του εγκατέλειψε τον τρίτο λόγο έφεσης. Θα προωθούσε τους υπόλοιπους τρεις. Ωστόσο, όπως έχει αναφερθεί, μόνο ο πρώτος λόγος προσβάλλει την πιο πάνω πτυχή. Οι λόγοι έφεσης 2 και 4, από τη διατύπωση τους, εμφανώς, θέτουν θέμα λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας συγκεκριμένων μαρτύρων που κατάθεσαν στη δίκη και δη μαρτύρων της εφεσίβλητης, την οποία το Δικαστήριο έκανε δεκτή και βασίστηκε σε αυτή για την απόφαση του. Επομένως, δεν είναι επιτρεπτό οι λόγοι αυτοί να τύχουν της προσοχής του παρόντος Δικαστηρίου. Στο σημείο αυτό σημειώνεται, επίσης, πως η εφεσίβλητη δεν εκπροσωπήθηκε κατά οποιοδήποτε στάδιο της έφεσης, παρά το γεγονός ότι η σχετική ειδοποίηση της είχε επιδοθεί δεόντως.
Παραμένει, λοιπόν, ο πρώτος λόγος έφεσης, με τον οποίο αμφισβητείται ότι δόθηκε στον εφεσείοντα δικαίωμα ακρόασης πριν τον τερματισμό της απασχόλησης του στην υπηρεσία της εφεσίβλητης. Τούτο δε, όχι ως θέμα πραγματικό, αλλά στη βάση κατά πόσο συγκεκριμένα γεγονότα συνιστούσαν ακρόαση στο πλαίσιο του Άρθρου 7 του Νόμου 45/1985, το οποίο προβλέπει τα εξής:
«Η απασχόληση εργαζομένου δεν πρέπει να τερματίζεται για λόγους σχετιζόμενους με τη συμπεριφορά του ή την εργασία του πριν να του δοθεί η δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του από τις καταγγελίες που έχουν διατυπωθεί σε βάρος τους, εκτός αν δεν μπορεί λογικά να αναμένεται από τον εργοδότη να του δώσει αυτή τη δυνατότητα.»
Η προσέγγιση του Δικαστηρίου, στη βάση της οποίας απέρριψε την αίτηση του εφεσείοντος, είναι ορθή και συνάδει με τη σχετική επί του θέματος νομολογία. Συγκεκριμένα στην υπόθεση Κακοφεγγίτου ν. Κυπριακές Αερογραμμές (2005) 1 Α.Α.Δ 1478, αναφέρονται, σχετικά, στις σελίδες 1483 έως 1484, τα εξής:
«Το κριτήριο, όπως και πάλι ορθά το αντελήφθη το Δικαστήριο, είναι το εύλογο της κατάληξης του εργοδότη, ως λογικού εργοδότη υπό τις περιστάσεις, να προβεί σε τερματισμό της εργοδότησης στη βάση των ενώπιον του στοιχείων και πάντοτε, βεβαίως, έχοντας υπ' όψη ότι το βάρος στον εργοδότη είναι να αποδείξει τούτο επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Στη διαπίστωση του εύλογου της απόφασης για απόλυση είναι που έχει τη θέση της η αρχή του άρθρου 7, καθ' όσον συμπέρασμα βασισθέν σε στοιχεία, όσο αδιάσειστα και αν φαίνονται, που δεν έχουν απαντηθεί από τον υπάλληλο με την προβολή και της δικής του θέσης υπόκεινται σε ανάλογη αδυναμία και αμφιβολία. Η παροχή της δυνατότητας στον υπάλληλο να υπερασπίσει τον εαυτό του και να προβάλει τη θέση του όμως δεν συναρτάται προς την τήρηση συγκεκριμένης διαδικασίας προνοούμενης σε κανονισμούς ή ταυτιζόμενης με πειθαρχικές διαδικασίες. Είναι, όπως ορθά αντελήφθη το Δικαστήριο, θέμα ουσίας.»
Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, το θέμα της απόλυσης του εφεσείοντος συνεπεία της συγκεκριμένης συμπεριφοράς του, με ομολογία του ιδίου, τού είχε τεθεί στην περίπτωση που έχει προαναφερθεί. Λαμβανομένου τούτου ως δεδομένου, είναι γεγονός πως το θέμα της απόλυσης του, δεν του ετέθη στο πλαίσιο μιας τυπικής ακρόασης με εκπρόσωπο της εφεσίβλητης και μάλλον με το διευθύνοντα σύμβουλο του, ο οποίος προέβη στην απόλυση του εφεσείοντος, ενεργώντας υπό την πιο πάνω ιδιότητα του. Η πτυχή αυτή, ωστόσο, απαντάται στο πιο πάνω απόσπασμα από τη νομολογία κατά τρόπο ώστε να αποβαίνει σε βάρος του εφεσείοντα. Ο εφεσείων δεν ανέφερε ποια ήταν η αντίδρασή του όταν πληροφορήθηκε για το πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί συνεπεία της συμπεριφοράς του και της προοπτικής απόλυσης του. Γνωρίζοντας ότι η εφεσίβλητη είχε πληροφορηθεί για τη συγκεκριμένη συμπεριφορά του, θα μπορούσε να επιδιώξει ο ίδιος πλέον να δώσει κάποιες εξηγήσεις. Δεν αναφέρθηκε να το επιχείρησε, και ακολούθησε η απόλυση του υπό τις συνθήκες που έχουν προαναφερθεί.
Ανεξάρτητα, όμως, και από τις περιστάσεις αυτές, στην εν λόγω συμπεριφορά του εφεσείοντα, επιεικώς, υπήρχε το στοιχείο της έντονης απερισκεψίας από μέρους του. Ακριβώς, οι υπερβολικές εκτιμήσεις τις οποίες αυτός ετοίμασε χωρίς την έγκριση της εφεσίβλητης δεν εξασφάλιζαν επαρκώς την Τράπεζα σε σχέση με πιο ψηλά δάνεια που αυτή είχε παραχωρήσει στους ιδιοκτήτες των συγκεκριμένων ακινήτων, αντικείμενο των εν λόγω εκτιμήσεων. Προερχόμενες οι εκτιμήσεις αυτές, όπως εμφανίζοντο να ήταν, από μέρους της εφεσίβλητης μετά την αποκάλυψη τους, οπωσδήποτε, μείωναν το κύρος και την αξιοπιστία της έναντι της Τράπεζας, η οποία, μάλιστα, για το λόγο αυτό διέκοψε τη συνεργασία μαζί της. Υπό τις περιστάσεις, δε διαπιστώνεται ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 7 του Νόμου 45/1985, ώστε να μπορεί να λεχθεί πως η απόλυση του εφεσείοντος από την υπηρεσία της εφεσίβλητης, ήταν παράνομη.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ουδεμία διαταγή για έξοδα, αφού δεν υπήρξε εμφάνιση από μέρους της εφεσίβλητης.
Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/γκ
[1] 3.-(1) Όταν, κατά ή μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος άρθρου, ο εργοδότης τερματίζη δι' οιονδήποτε λόγον άλλον ή των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων, την απασχόλησιν εργοδοτουμένου ο οποίος έχει απασχοληθή συνεχώς υπ' αυτού επί είκοσι εξ τουλάχιστον εβδομάδας, ο εργοδοτούμενος κέκτηται δικαίωμα εις αποζημίωσιν υπολογιζομένην συμφώνως προς τον Πρώτον Πίνακα:
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο