ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10/2017)
30 Σεπτεμβρίου, 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΛΑΖΑΡΙΔΗ
Εφεσείων,
v.
B2KAPITAL CYPRUS LTD
Εφεσίβλητης.
...................
Κ. Ευσταθίου, για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Ν. Πελεκάνου (κα), για Pyrgou Vakis LLC, για την Εφεσίβλητη.
...............
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη
και θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας η οποία εκδόθηκε υπέρ της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd και εναντίον του Εφεσείοντα, ως εγγυητή σε συμφωνία παραχώρησης δανείου υπό τύπο τρεχούμενου λογαριασμού, για το ποσό των €47.443,02 με τόκο.
Η συμφωνία συνήφθη μεταξύ της Λαϊκής Τράπεζας, μετονομασθείσας σε Marfin Popular Bank Public Co Ltd και ακολούθως σε Cyprus Popular Bank Public Co Ltd (Λαϊκή) και της LG Refurbishment Ltd (LG). Με βάση διάταγμα της Κεντρικής Τράπεζας τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις της Marfin μεταβιβάστηκαν στην Τράπεζα Κύπρου και ακολούθως στην Εφεσίβλητη. Η LG ήταν Κυπριακή εταιρεία και “ανήκε” εξ ημισείας στον Εφεσείοντα και κάποιον ΧΓ. Ο Εφεσείων και ο Γ υπέγραψαν ξεχωριστές συμφωνίες εγγύησης ημερ. 7.1.2000, με τις οποίες έκαστος εγγυάτο όλες τις υποχρεώσεις της LG προς τη Λαϊκή, μέχρι ποσού €85.430,07 (ΛΚ50.000) πλέον τόκους και έξοδα.
Η συνεργασία του Εφεσείοντα και του Γ είχε επεκταθεί και στην Ελλάδα με την ίδρυση και λειτουργία της εταιρείας LG Refurbs Hellas AE (LG Hellas). Σε κάποιο στάδιο οι δύο διαφώνησαν ως προς τη διαχείριση των εταιρειών και προέβησαν σε συμφωνία η οποία αρχικώς αποτυπώθηκε χειρογράφως στις 9.9.2020 και ακολούθως περιλήφθηκε σε δακτυλογραφημένη συμφωνία μεταξύ τους ημερ. 18.9.2000.
Το χειρόγραφο κείμενο συντάχθηκε από τον ΚΜ, ένα εκ των τότε γενικών διευθυντών της Λαϊκής, και υπεγράφη από τον Εφεσείοντα. Η γραπτή συμφωνία η οποία τιτλοφορείται «Ιδιωτικό Συμφωνητικό Ρύθμισης Εταιρικών Σχέσεων», αναγράφει ως συμβαλλόμενους τον Εφεσείοντα και τον Γ και φέρει την υπογραφή τους. Και στα δύο αυτά έγγραφα, αναφέρεται ότι ο Εφεσείων θα κατέβαλλε το ποσό των 80 εκατομμυρίων Δραχμών, εκ των οποίων τα 45 εκ. θα κατατίθεντο στον τρεχούμενο λογαριασμό της «εταιρείας» στη Λαϊκή Τράπεζα και το υπόλοιπο στον λογαριασμό της «εταιρείας» για ενίσχυση της οικονομικής της δυνατότητας, και παράλληλα θα παραιτείτο από διευθυντής της LG και από διαχειριστής της LG Hellas. Αναφέρεται επίσης ότι εις αντάλλαγμα της κατάθεσης του εν λόγω ποσού, ο Εφεσείων απαλλάσσεται πλήρως από οποιαδήποτε υφιστάμενη ή μελλοντική υποχρέωση προς την εταιρεία ή προς τρίτους και «από κάθε είδους τραπεζικές ή άλλες διευκολύνσεις που παρέχονται από τη Λαϊκή Τράπεζα Ελλάδος και Λαϊκή Κύπρου». Σημειώνεται ότι η Λαϊκή Κύπρου ήταν θυγατρική της Λαϊκή Ελλάδος.
Ο Εφεσείων κατέβαλε το ποσό των 80 εκατομμυρίων Δραχμών, ως η συμφωνία, το οποίο κατατέθηκε σε λογαριασμό, όχι όμως στον επίδικο τρεχούμενο. Κατ’ ακολουθία, η Λαϊκή Τράπεζα Ελλάδος του απέστειλε επιστολή ημερ. 26.9.2001, με την οποία δήλωνε ότι δεν διατηρούσε οποιαδήποτε αξίωση εναντίον του από τις εγγυήσεις που παρείχε προς όφελος της LG Hellas ως εξασφάλιση των εκεί καταγραφόμενων πιστωτικών διευκολύνσεων.
Με επιστολή ημερ. 2.12.2002 η Λαϊκή ακύρωσε το όριο, τερμάτισε τον επίδικο λογαριασμό της LG και ζήτησε αποπληρωμή του οφειλόμενου ποσού. Λόγω μη συμμόρφωσης εκ μέρους της LG και των εγγυητών, η Λαϊκή καταχώρισε αρχικά την υπό κρίση αγωγή εναντίον του Εφεσείοντα και αργότερα άλλη αγωγή εναντίον της LG και του Γ. Στις 5.2.2010 εκδόθηκε απόφαση υπέρ της Λαϊκής και εναντίον της LG για το ποσό των €33.791,14 πλέον τόκους, λόγω μη καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης εκ μέρους της. Οι δύο αγωγές συνεκδικάστηκαν αναφορικά με τον Εφεσείοντα και τον Γ.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα για τη Λαϊκή (Μ.Ε.1), Λειτουργού Είσπραξης Χρεών στην Τράπεζα Κύπρου, ενώ απέρριψε τη μαρτυρία τόσο του Εφεσείοντα όσο και του Γ. Η σύναψη της συμφωνίας παραχώρησης δανείου μέσω τρεχούμενου λογαριασμού και η υπογραφή των εγγυήσεων αποτέλεσαν παραδεκτά γεγονότα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι οι επιστολές τερματισμού αποστάληκαν τόσο στη LG όσο και στους εγγυητές, καθώς επίσης ως προς την ορθότητα του οφειλόμενου υπολοίπου, σύμφωνα με τις αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού τις οποίες παρουσίασε ο Μ.Ε.1.
Το βασικό σημείο διαφωνίας μεταξύ των μερών ήταν το κατά πόσο ο Εφεσείων εξακολουθούσε να έχει ευθύνη αποπληρωμής του χρέους της LG ή κατά πόσο είχε απαλλαγεί δυνάμει των προαναφερόμενων συμφωνιών και συνεπεία της καταβολής του εκεί προβλεπόμενου ποσού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η Λαϊκή δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στις προαναφερόμενες συμφωνίες οι οποίες δεν τη δεσμεύουν, αλλά τη Λαϊκή Τράπεζα Ελλάς, η οποία και εξέδωσε την επιστολή απαλλαγής του Εφεσείοντα. Κατόπιν αποσυνένωσης των αγωγών, εκδόθηκε απόφαση υπέρ της Λαϊκής και εναντίον του Εφεσείοντα και του Γ ξεχωριστά, ως ανωτέρω.
Με την παρούσα Έφεση ο Εφεσείων εγείρει δύο λόγους έφεσης. Ο πρώτος αφορά στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στα γεγονότα και ερμήνευσε τη σύμβαση εγγύησης καθότι, με βάση τις συμφωνίες και την καταβολή του εκεί αναφερόμενου ποσού, ο Εφεσείων είχε απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις του προς τη Λαϊκή η οποία και κωλύετο λόγω συμπεριφοράς να αξιώνει το εν λόγω ποσό. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο του 1999, Ν.160(Ι)/1999 και κατέληξε πως η Λαϊκή είχε δικαίωμα να επιβάλει ανατοκισμό και κεφαλαιοποίηση επί του οφειλόμενου ποσού.
Ο πρώτος λόγος έφεσης έχει ως επίκεντρο τις προαναφερόμενες συμφωνίες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε κατ’ αρχάς με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα ως προς τα γεγονότα και κυρίως τις συνθήκες σύνταξης και υπογραφής των εν λόγω εγγράφων. Σε αυτό το πλαίσιο της αξιολόγησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ανέφερε πως ο Εφεσείων παραδέχθηκε ότι η Λαϊκή δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στις εν λόγω συμφωνίες. Ο Εφεσείων δήλωσε σαφώς πως η Λαϊκή όχι μόνο δεν ήταν μέρος στη συμφωνία, αλλά ούτε και υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος να ήταν μέρος. Έχει ήδη λεχθεί ότι συμβαλλόμενα μέρη στη γραπτή συμφωνία καταγράφονται ο Εφεσείων και ο Γ. Επομένως, η Λαϊκή δεν αναφέρεται ως συμβαλλόμενο μέρος, ούτε και υπέγραψε οποιοδήποτε από αυτά τα δύο έγγραφα.
Αποτελεί βασική αρχή του δικαίου των συμβάσεων ότι μόνο οι συμβαλλόμενοι είναι μέρη της σύμβασης και κατά κανόνα μόνο αυτοί αντλούν δικαιώματα και υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη σύμβαση (privity of contract) (βλ. Μιχαήλ Α. Ταλιάς κ.ά. v. Lefkaritis Oils Limited, Πολ. Αίτηση Αρ. 22/2017, ημερ. 8.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:B395 και Kourris v. Alpo Ltd κ.ά. (1981) 1 C.L.R. 217).
Η θέση του Εφεσείοντα ήταν ότι οι συμφωνίες συντάχθηκαν με την έγκριση, γνώση και προτροπή της Λαϊκής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε αυτή τη θέση, σημειώνοντας ότι ο ίδιος ο Εφεσείων αναίρεσε εαυτόν, λέγοντας πως ο Μ συνέταξε ιδιοχείρως τη συμφωνία «την οποία θεωρούσε ότι θα αποδέχετουν η τράπεζα». Ακολούθως, σε ερώτηση ποια τράπεζα είχε δεχθεί τη συμφωνία εφόσον διατηρούντο λογαριασμοί τόσο στη Λαϊκή Ελλάδος όσο και στη Λαϊκή, απάντησε πως «ήταν λογικό ότι θα έπρεπε η τράπεζα στην Ελλάδα να είχε τον πρώτο λόγο στο θέμα και άρα λοιπόν η συμφωνία έγινε στην Αθήνα και η τράπεζα της Αθήνας, έκανε αποδεκτές τις προτάσεις». Ήταν εύλογη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων προέβη σε υποθέσεις και εικασίες ως προς το ζήτημα. Επομένως, ορθά δεν έκρινε αξιόπιστη και αποδεκτή τη μαρτυρία του.
Ούτε υπήρχε μαρτυρία ότι ο Μ, με τη χειρόγραφη συγγραφή του πρώτου κειμένου της συμφωνίας, ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της Λαϊκής, για να καθιστούσε την τελευταία ως συμβαλλόμενο μέρος στις συμφωνίες (βλ. Eurogal Surveys Ltd v. D. Trade International Ltd (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2258).
Ανεξάρτητα από την αξιολόγηση της μαρτυρίας για σκοπούς εξαγωγής των ευρημάτων επί των γεγονότων, το ζήτημα αφορούσε την ερμηνεία των εγγράφων, κάτι το οποίο αποτελεί έργο του Δικαστηρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέτρεξε στο περιεχόμενο των δύο εγγράφων και κατέληξε ότι αυτά αναφέρονταν στην κατάθεση του ποσού των 45 εκ. αναφορικά με τις υποχρεώσεις της LG Hellas, και όχι της LG, προς τη Λαϊκή Ελλάς, και όχι προς τη Λαϊκή. Αυτό προέκυπτε από μια ολοκληρωμένη ανάγνωση του κάθε εγγράφου, και ειδικότερα από τις αναφορές στην «εταιρεία» και το υπόλοιπο του λογαριασμού στη Λαϊκή Ελλάς σε συνδυασμό με το ύψος του υπολοίπου στους λογαριασμούς της LG Hellas, το οποίο ήταν αρκετά εκατομμύρια, σε αντίθεση με τις κάποιες δεκάδες χιλιάδες ευρώ του επίδικου τρεχούμενου λογαριασμού της LG στη Λαϊκή. Όπως ορθά διαπίστωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν υπήρχε δυσκολία στην κατανόηση και ερμηνεία των εγγράφων.
Επομένως, το καίριο ερώτημα που δημιουργείτο ήταν το κατά πόσο οι εν λόγω συμφωνίες οι οποίες προέβλεπαν πως με την καταβολή του ποσού των 80 εκ. Δραχμών, το οποίο δεν αφορούσε τις υποχρεώσεις της LG προς τη Λαϊκή, ο Εφεσείων θα απαλλασσόταν από κάθε υποχρέωση του και προς τη Λαϊκή, ήταν δεσμευτικές για την τελευταία η οποία δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος σε αυτές.
Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Το Δίκαιο των Συμβάσεων στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο, Πόλυς Γ. Πολυβίου, 2021, σελ. 290-298, στην Κύπρο ισχύουν κάποιες εξαιρέσεις από την αρχή της ενοχικής ή συμβατικής σχέσης (privity of contract). Αυτές αφορούν περιπτώσεις όταν είναι σαφές πως ο ενάγων συνομολογεί σύμβαση όχι μόνο εκ μέρους του εαυτού του αλλά και εκ μέρους άλλων, όπως π.χ. μελών της οικογένειας του σε περίπτωση εκδρομών και παρόμοιων δραστηριοτήτων και όπου γίνεται επίκληση εμπιστεύματος ή εκχώρησης δικαιώματος. Υπάρχουν επίσης και περιπτώσεις στις οποίες αναγνωρίζεται η αδικία που θα προκαλείτο από την αυστηρή εφαρμογή του δόγματος της ενοχικής σχέσης, με αποτέλεσμα να επιτρέπεται η έγερση αγωγής από τρίτο πρόσωπο δυνάμει της σύμβασης σε άλλη νομική βάση, όπως π.χ. στη βάση ύπαρξης παράλληλης συμφωνίας. Ακόμα μία εξαίρεση είναι όταν το τρίτο μέρος επικαλείται προστατευτική ρήτρα σε συμβόλαιο μεταξύ δύο άλλων προσώπων, όταν το τρίτο μέρος ενεργούσε εκ μέρους του ενός των συμβαλλομένων και ήταν σαφής η πρόθεση των συμβαλλομένων ότι το τρίτο μέρος θα καρπούτο το σχετικό ωφέλημα ως μέρος της εμπορικής συναλλαγής μεταξύ των μερών.
Προς τούτο, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κάθε πτυχή του ζητήματος. Έλαβε υπόψη ότι η Λαϊκή δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στις συμφωνίες, ότι ουδέποτε τις υπέγραψε και ότι ο Μ δεν την εκπροσωπούσε και επομένως δεν τη δέσμευε. Ορθά κατέληξε πως η Λαϊκή ουδέποτε αναγνώρισε τη συμφωνία μεταξύ του Εφεσείοντα και του Γ.
Αναγνώρισε πως το γεγονός ότι η Λαϊκή ήταν θυγατρική της Λαϊκή Ελλάς δεν σημαίνει πως η τελευταία αυτομάτως δεσμεύει την πρώτη. Όπως ανέφερε, αποτελεί βασική αρχή του εταιρικού δικαίου ότι κάθε νομικό πρόσωπο είναι ξεχωριστή οντότητα από τους μετόχους και διευθυντές του (βλ. Salomon v. Salomon (1987) A.C. 22 και Καλησπέρα v. Δρυάδη κ.ά. (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 867).
Επομένως, ήταν σαφές ότι η υπό κρίση περίπτωση δεν ενέπιπτε σε οιανδήποτε από τις πιο πάνω εξαιρέσεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε επίσης με επιμέλεια τον δικογραφημένο ισχυρισμό του Εφεσείοντα περί κωλύματος δια συμπεριφοράς να αξιώνουν το υπόλοιπο. Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα αναλύονται στην υπόθεση Γιαννάκης v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Tράπεζας Κύπρου Λτδ (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1522 ως εξής:
«Σύμφωνα με τον κανόνα του Κωλύματος λόγω συμπεριφοράς,
"Οταν ένας συμβαλλόμενος σε μια συναλλαγή με τα λόγια του ή τη συμπεριφορά του προβαίνει σε μια υπόσχεση ή διαβεβαίωση προς τον άλλο συμβαλλόμενο, που αποσκοπεί να επηρεάσει τις νομικές σχέσεις μεταξύ τους και ο άλλος συμβαλλόμενος ενεργεί πάνω σε αυτή, διαφοροποιώντας τη θέση του προς βλάβη, δεν θα επιτραπεί στο συμβαλλόμενο που προέβηκε στην υπόσχεση ή έδωσε τη διαβεβαίωση να ενεργήσει με τρόπο ασυμβίβαστο προς αυτή". (Χ"Γιάννης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1970) 1 C.L.R. 32).»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον του δεδομένα για να καταλήξει ότι η Λαϊκή δεν δεσμευόταν από τις συμφωνίες και δεν μπορούσε να γίνεται λόγος για κώλυμα δια συμπεριφοράς της.
Η παράλειψη της Λαϊκής να καλέσει τον Μ για να αντεξεταστεί για όσα παρουσιάστηκε να ανέφερε στον Εφεσείοντα, δεν μπορούσε από μόνη της να οδηγήσει στην αποδοχή της μαρτυρίας του Εφεσείοντα και συνακόλουθα σε συμπέρασμα περί ύπαρξης κωλύματος. Ο Εφεσείων υπέστη αντεξέταση και τελικώς αξιολογήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο, για τους λόγους που αναλύονται ανωτέρω, δεν έκρινε τη μαρτυρία του αξιόπιστη.
Με βάση όσα αναφέρονται ανωτέρω, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε ορθά το ζήτημα των συμφωνιών, της ερμηνείας και των συνεπειών αυτών στη Λαϊκή, με αποτέλεσμα και η κατάληξη του να είναι ορθή.
Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον δεύτερο λόγο αποδίδεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τον Ν.160(Ι)/1999 και ότι η Λαϊκή δεν εδικαιούτο να προβαίνει σε ανατοκισμό και κεφαλαιοποίηση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και αυτό το ζήτημα με επιμέλεια. Αναφέρθηκε στον περί Τόκου Νόμο του 1977, Ν.22/1977, ο οποίος βρισκόταν σε ισχύ κατά τον χρόνο σύναψης της επίδικης συμφωνίας παροχής τρεχούμενου λογαριασμού και των εγγυήσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.22/77, το επιτόκιο δεν μπορούσε να υπερέβαινε το 9%. Οι όροι της συμφωνίας παροχής τρεχούμενου λογαριασμού προνοούσαν για τη χρέωση του νόμιμου επιτοκίου. Επομένως, ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η χρέωση του επίδικου λογαριασμού με τόκο προς 8% από το άνοιγμα του, 11.1.2000, μέχρι και την ημερομηνία τερματισμού (2.12.2002) ήταν νόμιμη. Από τον τερματισμό, χρεώθηκε τόκος προς 9%, ως καθοριζόταν στη συμφωνία και προνοείτο και επιτρεπόταν με βάση τον Ν.160(Ι)/1999 ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου του 2001. Αυτή η χρέωση μάλιστα, όπως ορθά υπέδειξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά του Εφεσείοντα.
Στη συμφωνία παραχώρησης του τρεχούμενου λογαριασμού, προνοείτο κεφαλαιοποίηση μια φορά ετησίως, στις 31 Δεκεμβρίου, ή σύμφωνα με την τακτική που ακολουθείτο κατά καιρούς από τη Λαϊκή. Η κεφαλαιοποίηση δύο φορές ετησίως ξεκίνησε με τον τερματισμό της συμφωνίας, όταν είχε πλέον τεθεί σε εφαρμογή ο Ν.160(Ι)/1999, το άρθρο 3(1)(δ) του οποίου επέτρεπε ανατοκισμό όχι πέραν των δύο φορών ετησίως. Αυτή η χρέωση ήταν νόμιμη σύμφωνα με την υπόθεση Ξιούρουππας κ.ά. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2604, στην οποία αναγνωρίστηκε η δυνατότητα κεφαλαιοποίησης δύο φορές ετησίως τόσο στη βάση των επίδικων συμφωνιών όσο και στη βάση του Νόμου.
Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθά τον Νόμο αναφορικά με τη χρέωση τόκου και την κεφαλαιοποίηση.
Ως εκ τούτου και ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Η Έφεση απορρίπτεται.
€2.200 έξοδα Έφεσης, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο