
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 116/2025)
3 Σεπτεμβρίου, 2025
[Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ME TO ΑΡΘΡΟ 155.4 TOY ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ KAI ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 TOY ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ Γ. Ι. ΜΕ Α.Δ.Τ. [ ] ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1Α, 15, 17 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΗΣ ΕΣΔΑ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 7, 8, 11 ΚΑΙ 52 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 2, 3, 4, 6, 7, 8, 9, 10, 11 ΚΑΙ 13 ΤΟΥ Ν.183(Ι)/2007 ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 2, 21, 22 ΚΑΙ 23 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ (ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΣΥΝΔΙΑΛΕΞΕΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΚΑΤΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1996 ΚΑΙ 2015
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΥΠ. ΑΡΙΘΜΟ 12/2025 ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΙΣ 19/02/2025, ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΕΤΡΑΠΗ Η ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΚΑΙ/Ή ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΚΑΙ/Ή ΛΗΨΗ ΣΕ ΚΑΤΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΤ. 3437 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
.........................
Αλ. Κληρίδης για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Αιτήτρια.
Μ. Φωτιάδου (κα) με Α. Τιμοθέου (κα), Δικηγόροι της Δημοκρατίας, για τον Καθ’ ου η Αίτηση - Γενικό Εισαγγελέα.
...................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Με την παρούσα Αίτηση η Αιτήτρια ζητά την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση του διατάγματος ημερ. 19.02.2025 το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού και με το οποίο επετράπη η πρόσβαση και η επιθεώρηση και ή η λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας.
Οι ισχυρισμοί για τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια καταχώρισης της υπό κρίση Αίτησης με βάση την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου ημερ. 2.6.2025 στην Πολ. Αίτηση Αρ. 97/2025, και στους οποίους στηρίζεται η Αίτηση είναι ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας επειδή δεν υπήρχε μαρτυρία που να συνδέει τα υπό διερεύνηση αδικήματα με συγκεκριμένη επικοινωνία η οποία βρισκόταν στη συσκευή του κινητού τηλεφώνου της Αιτήτριας και ως εκ τούτου δεν υπήρχε αναγκαιότητα και αναλογικότητα έκδοσης του εν λόγω διατάγματος. Τόσο η αίτηση της Αστυνομίας όσο και το προσβαλλόμενο εκδοθέν δυνάμει αυτής διάταγμα, αφορούσαν τα αδικήματα της παράνομης κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο και της παράνομης προμήθειας ελεγχόμενων φαρμάκων τάξεως Α και Β.
Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την παρούσα Αίτηση, δίδεται περιγραφή των γεγονότων από την ημερομηνία ενημέρωσης της Αιτήτριας για την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος μέχρι και την καταχώριση της Αίτησης και επαναλαμβάνονται και αναλύονται οι λόγοι στους οποίους αυτή στηρίζεται.
Οι λόγοι ένστασης είναι ουσιαστικά οι ακόλουθοι:
1. Το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε ορθά και νομότυπα και εντός του πλαισίου της δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου.
2. Η έκδοση του επίδικου διατάγματος ήταν υπό τις περιστάσεις καθόλα δικαιολογημένη.
3. Η τεθείσα στον όρκο μαρτυρία, σωρευτικά ιδωμένη, δημιουργούσε εύλογη υποψία και πιθανότητα ότι υπήρχε καταγεγραμμένη ιδιωτική επικοινωνία στο κινητό τηλέφωνο της Αιτήτριας που συνδέεται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.
4. Η έκδοση του διατάγματος ήταν ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, με βάση τα γεγονότα που αναφέρονταν στον όρκο.
Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του Αστ. 3437 ο οποίος υπηρετεί στην Υπηρεσία Καταπολέμησης Ναρκωτικών (Υ.ΚΑ.Ν.) Λεμεσού, ήταν μέλος της ανακριτικής ομάδας της παρούσας υπόθεσης και αυτός που προέβη στον όρκο που συνόδευε την αίτηση της Αστυνομίας για την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος. Σε αυτή ο ενόρκως δηλών ουσιαστικά αναλύει τους λόγους ένστασης.
Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Αναφορικά με την Αίτηση της Siyu, Πολ. Έφεση Αρ. 49/2021, ημερ. 12.10.2021 και Αναφορικά με την Αίτηση των Σιακόλα κ.ά., Πολ. Έφεση Αρ. 7/2020, ημερ. 7.6.2021, ECLI:CY:AD:2021:A239,τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται κατ’ εξαίρεση και όταν διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή πλάνη περί το Νόμο ή παραβίαση των αρχών φυσικής δικαιοσύνης.
Το Άρθρο 17.1 του Συντάγματος διασφαλίζει την προστασία του δικαιώματος του απορρήτου της αλληλογραφίας και κάθε άλλης επικοινωνίας, νοουμένου ότι αυτή διεξάγεται με νόμιμα μέσα. Με τον περί της Έκτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 2010, ήτοι τον Ν.51(Ι)/2010, το Άρθρο 17.2 προνοεί τα εξής:
«2. ∆ε χωρεί επέμβαση κατά την άσκηση του δικαιώματος τούτου, εκτός αν η επέμβαση αυτή επιτρέπεται σύμφωνα µε το νόμο, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Α……………………………………………………………………………...
Β. Κατόπιν δικαστικού διατάγματος που εκδόθηκε σύμφωνα µε τις διατάξεις του νόμου, μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, και η επέμβαση αποτελεί μέτρο το οποίο σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαίο µόνο προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη των ακόλουθων σοβαρών ποινικών αδικημάτων:
(α)………………………………………………………………………….
(γ) εμπορία, προμήθεια, καλλιέργεια ή παραγωγή ναρκωτικών φαρμάκων, ψυχοτρόπων ουσιών ή επικίνδυνων φαρμάκων,
……………………………………………………………………………»
Το άρθρο 23(1) του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμων του 1996 έως 2020, N.92(I)/1996, στο οποίο στηρίζονταν η αίτηση και το προσβαλλόμενο διάταγμα προνοεί τα ακόλουθα:
«23.(1) Ο Δικαστής δύναται να εκδώσει το αναφερόμενο στα άρθρα 21 και 22 δικαστικό ένταλμα, όπως αυτό ζητήθηκε µε την αίτηση ή µε τέτοιες τροποποιήσεις ή µε τέτοιους όρους που ο ίδιος κρίνει αναγκαίους, εάν ικανοποιηθεί ότι, µε βάση τα γεγονότα τα οποία υποβλήθηκαν από τον αιτητή-
(α) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι πρόσωπο διέπραξε, διαπράττει ή αναμένεται να διαπράξει αδίκημα ή υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα να κινδυνεύει η ασφάλεια της Δημοκρατίας·
(β) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής µε το αδίκημα ή µε τον κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας·
(γ) η έκδοση του δικαστικού εντάλματος είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.»
Με βάση το περιεχόμενο του όρκου που συνόδευε την αίτηση για την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος, τα γεγονότα έχουν, συνοπτικά, ως ακολούθως:
(i) Στις 21.8.2024, κατόπιν πληροφορίας, μέλη της Υ.ΚΑ.Ν. Λεμεσού εντόπισαν ένα όχημα σταθμευμένο σε ανοικτό οικόπεδο στη Λεμεσό, εντός του οποίου φαινόταν να υπήρχαν νάιλον διαφανείς συσκευασίες με ξηρή φυτική ύλη που έμοιαζε με κάνναβη και αναδυόταν μυρωδιά κάνναβης από αυτό. Το όχημα τέθηκε υπό φρούρηση.
(ii) Στις 22.8.2024 εντοπίστηκε και συνελήφθη ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του οχήματος, 1ος κατηγορούμενος, ο οποίος, ανακρινόμενος γραπτώς, ισχυρίστηκε ότι, μέσω του αδελφού του, είχε ενοικιάσει το όχημα του σε τρίτο πρόσωπο, τον 2ο κατηγορούμενο.
(iii) Την ίδια μέρα συνελήφθη και ο 2ος κατηγορούμενος.
(iv) Κατόπιν έρευνας εντός του οχήματος, ανευρέθηκε μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών τάξεως Α και Β.
(v) Στις 23.8.2024 εκδόθηκε διάταγμα προσωποκράτησης των κατηγορουμένων 1 και 2.
(vi) Σε κατάθεση του ημερ. 28.8.2024, ο 2ος κατηγορούμενος παραδέχθηκε την κατοχή των ανευρεθέντων ναρκωτικών στο όχημα και ανέφερε πως, κατ’ εντολήν του 3ου κατηγορούμενου, τα κατείχε, φύλαττε και προμήθευε σε διάφορα πρόσωπα που ο τελευταίος του υπεδείκνυε έναντι αμοιβής. Κατονόμασε τον 4ο κατηγορούμενο ως ένα εκ των προσώπων στο οποίο προμήθευσε ναρκωτικά. Μάλιστα ο 2ος κατηγορούμενος παρέδωσε το κινητό του τηλέφωνο στα μέλη της Υ.ΚΑ.Ν. και υπέδειξε τα μηνύματα που είχε ανταλλάξει με τους κατηγορούμενους 3 και 4.
(vii) Στις 6.9.2024 οι τέσσερις κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού, και έκτοτε οι κατηγορούμενοι 2-4 βρίσκονται υπό κράτηση ως υπόδικοι ενώ ο 1ος κατηγορούμενος αφέθη ελεύθερος με όρους.
(viii) Στις 18.9.2024 παραλήφθηκαν οι επιστημονικές εξετάσεις αναφορικά με το περιεχόμενο των τηλεφωνικών συσκευών των τεσσάρων κατηγορουμένων. Σε αυτές περιέχονται ηχητικά μηνύματα-συνομιλίες μεταξύ των κατηγορουμένων 2 και 3 και άγνωστων προσώπων, ως επίσης και με τον 7ο κατηγορούμενο, αναφορικά με τη διακίνηση ναρκωτικών.
(ix) Στις 12.11.2024 παραλήφθηκε η έκθεση του Ινστιτούτου Νευρολογίας & Γενετικής Κύπρου, σύμφωνα με την οποία εντοπίστηκε το γενετικό υλικό των κατηγορουμένων 2-4 σε τεκμήρια της υπόθεσης, ως επίσης και το γενετικό υλικό της Αιτήτριας (5ης κατηγορούμενης), του 6ου κατηγορούμενου και άλλων άγνωστων προσώπων. Το γενετικό υλικό της Αιτήτριας εντοπίστηκε σε τρία τεκμήρια τα οποία βρίσκονταν στο όχημα και περιείχαν μπισκότα με την παράνομη ουσία HHC, συνολικού βάρους 19,91 κιλών.
(x) Στις 8.1.2025 παραλήφθηκε η έκθεση του Εργαστηρίου Δακτυλοσκοπίας, σύμφωνα με την οποία εντοπίστηκαν τα δακτυλικά αποτυπώματα των κατηγορουμένων 2-4 και 7, καθώς επίσης και της Αιτήτριας. Τα αποτυπώματα της εντοπίστηκαν σε δύο συσκευασίες, η μια με ζελεδάκια και η άλλη με μπισκότα που περιείχαν την παράνομη ουσία HHC. Η συσκευασία με τα μπισκότα ήταν μέρος της συνολικής ποσότητας των 19,91 κιλών.
(xi) Νέες εκθέσεις του Ινστιτούτου και του Εργαστηρίου Δακτυλοσκοπίας κατέδειξαν τον εντοπισμό γενετικού υλικού και αποτυπωμάτων του 8ου κατηγορούμενου σε τεκμήρια τα οποία βρίσκονταν στο όχημα.
(xii) Στις 16.1.2025 συνελήφθηκαν οι κατηγορούμενοι 7 και 8. Κατά την έρευνα που διενεργήθηκε στις οικίες τους, εντοπίστηκαν και παραλήφθηκαν ως τεκμήρια κινητά τηλέφωνα.
(xiii) Την ίδια μέρα προσήλθε στα γραφεία της Υ.ΚΑ.Ν. Λεμεσού η Αιτήτρια η οποία συνελήφθη με δικαστικό ένταλμα και παρελήφθη ως τεκμήριο ένα κινητό τηλέφωνο. Ανακρινόμενη, η Αιτήτρια αρνήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν.
(xiv) Στις 21.1.2025 η Αιτήτρια και οι κατηγορούμενοι 7 και 8 παραπέμφθηκαν σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού και έκτοτε τελούν υπό κράτηση.
(xv) Ο 6ος κατηγορούμενος συνελήφθη στις 23.1.2025 κατά την άφιξη του από την Ολλανδία.
(xvi) Τα κινητά τηλέφωνα της Αιτήτριας και των κατηγορούμενων 6-8 στάληκαν στο Δικανικό Εργαστήριο Ηλεκτρονικών Δεδομένων για τυχόν επιστημονικές εξετάσεις σε περίπτωση έκδοσης σχετικού διατάγματος.
Στον όρκο αναφερόταν πως υπήρχε εύλογη υποψία ότι όλοι οι κατηγορούμενοι εμπλέκονται στη διάπραξη των υπό αναφορά αδικημάτων, ότι στις συσκευές τους υπάρχει καταγεγραμμένη ιδιωτική επικοινωνία που συνδέεται με τα εν λόγω αδικήματα και ότι από την πρόσβαση και λήψη του περιεχομένου κάποιων εκ των τηλεφώνων, διαπιστώθηκε η χρήση τους από τους κατηγορούμενους 1-4 και άγνωστα πρόσωπα ως ανωτέρω, καθώς επίσης και συνομιλίες του 7ου κατηγορούμενου για ναρκωτικά.
Στον όρκο αναφέρεται ότι μετά τον εντοπισμό του γενετικού υλικού και των δακτυλικών αποτυπωμάτων όλων των κατηγορουμένων στα τεκμήρια της υπόθεσης, καθώς και από τα μέχρι στιγμής ευρήματα επί των τηλεφώνων, «φαίνεται ότι μεταξύ τους ανάλογα οι κατηγορούμενοι γνωρίζονται και εύλογα πιστεύεται ότι θα εντοπιστεί συνομιλία που θα ενισχύσει και άλλο τη μαρτυρία της παρούσας υπόθεσης». Τέλος, αναφέρονται τα εξής:
«Η έκδοση του αιτούμενου εντάλματος … είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Από το καταγεγραμμένο περιεχόμενο, που ενδεχομένως θα εντοπιστεί στις συγκεκριμένες συσκευές τηλεφώνων και στις κάρτες SIM, πιθανόν να διαπιστωθεί επικοινωνία μεταξύ όλων των κατηγορουμένων μεταξύ τους, καθώς και με το/τα πρόσωπο/α το/τα προμήθευσε/αν τα ανευρεθέντα ναρκωτικά στους κατηγορούμενους ή και άλλων εμπλεκόμενων προσώπων, η οποία να συνιστά μαρτυρία εναντίον των κατηγορουμένων για την διάπραξη των αδικημάτων.»
Στο εκδοθέν διάταγμα το κατώτερο Δικαστήριο αναφέρει πως ικανοποιήθηκε ότι συντρέχουν οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 23(1), ότι ο όρκος περιέχει στοιχεία από τα οποία θα μπορούσε αντικειμενικά να προκύψει εύλογη υποψία ή πιθανότητα συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία να συνδέεται ή να είναι συναφής με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και ότι η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.
Όπως διαφαίνεται ανωτέρω, η Αιτήτρια αμφισβητεί την ύπαρξη τέτοιας μαρτυρίας η οποία να ικανοποιεί την πρόνοια του άρθρου 23(1) περί ύπαρξης εύλογης υποψίας ή πιθανότητας ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία στη συσκευή του κινητού τηλεφώνου της συνδέεται ή είναι συναφής µε τα υπό διερεύνηση αδικήματα.
Ο Καθ’ ου εκφράζει αντίθετη άποψη, παραπέμποντας στο σύνολο της ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου μαρτυρίας η οποία, ως η θέση του, εξετάστηκε πλήρως από το εν λόγω Δικαστήριο το οποίο ικανοποιήθηκε για την αναγκαιότητα έκδοσης του.
Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του ΑΑ και ΧΤ, Πολ. Έφεση Αρ. 272/20121, ημερ. 13.10.2022, οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 23(1) θα πρέπει να ικανοποιούνται σωρευτικά για να δικαιολογείται η έκδοση του διατάγματος. Το άρθρο 23(1) έτυχε ερμηνείας και ανάλυσης στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μ.Ρ., Πολ. Έφεση Αρ. 1/2024, ημερ. 6.2.2025, στην οποία παρέπεμψαν και οι δύο πλευρές. Όπως αναφέρεται στην απόφαση πλειοψηφίας στην εν λόγω υπόθεση, το εν λόγω άρθρο ομιλεί για εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής με το υπό διερεύνηση αδίκημα. Για την έννοια της εύλογης υποψίας γίνεται παραπομπή στην υπόθεση Aeroporos and Another v. The Police (1987) 2 C.L.R. 232 στην οποία λέχθηκε ότι «Reasonable suspicion means that there were reasons to suspect» και στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Δρ Η.Π., Πολ. Έφεση Αρ. 256/2021, ημερ. 23.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:A69, στην οποία η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου ανέφερε τα ακόλουθα σε σχέση με τον όρο «υποψία», εκεί βεβαίως, ως προς τη διάπραξη αδικήματος:
«Εστιάζοντας την προσοχή, ειδικά, στον όρο «υποψία», δεν παραπέμπει σε μαρτυρία ικανή προς απόδειξη του αδικήματος· πόρρω απέχει από αυτή. Δεν είναι τέτοια μαρτυρία που αναζητείται, στο πλαίσιο εξέτασης αίτησης για την έκδοση δικαστικού εντάλματος, δυνάμει του άρθρου 21(1) του Ν.92(Ι)/1996. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Chong Fook Kam [1970] Α.C. 942 (P.C.), στη σελίδα 948, «Suspicion in its ordinary meaning is a state of conjecture or surmise where proof is lacking: 'I suspect but I cannot prove.'. Suspicion arises at or near the starting-point of an investigation of which the obtaining of prima facie proof is the end.". Βέβαια, η διαθέσιμη μαρτυρία πρέπει να είναι, ευλόγως, ικανή για τον πιο πάνω σκοπό. Οι προαναφερθείσες πληροφορίες που είχε στην κατοχή της η Αστυνομία, ήγειραν τέτοια εύλογη υποψία, το δε κατώτερο Δικαστήριο, ορθώς, βασίστηκε σε αυτή. Κατά συνέπεια, ούτε ο δεύτερος λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει.»
Αναφορικά με τον όρο «εύλογη πιθανότητα», στην υπόθεση Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, σε σχέση πάλι με τη διάπραξη άλλου αδικήματος, λέχθηκαν τα εξής:
«Για κατάληξη σε συμπέρασμα για την ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία. Αρκεί αν με βάση όλα τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει η πιθανότητα. Πλήρης απόδειξη της πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος δεν είναι εξ άλλου ούτε και θεωρητικά δυνατή. Διερωτάται κανένας πώς μπορεί να αποδειχθεί μία πιθανολόγηση. Το δικαστήριο μπορεί, τηρώντας πάντα ορισμένους κανόνες, να καταλήξει σε συμπεράσματα ως προς την πιθανότητα διάπραξης αδικήματος, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να αναμένεται ότι η πιθανότητα διάπραξης αδικήματος στο μέλλον μπορεί να αποδειχθεί με την αυστηρή έννοια του όρου. …»
Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση της πλειοψηφίας στην Αναφορικά με την Αίτηση του Μ.Ρ. (ανωτέρω), τα πιο πάνω ισχύουν, κατ΄ αναλογίαν, και στην περίπτωση διατάγματος πρόσβασης σε ιδιωτική επικοινωνία καταγεγραμμένη σε συσκευή τηλεφώνου. Χαρακτηριστικό είναι το λεχθέν ότι «Εάν απαιτείτο η προσκόμιση συγκεκριμένης μαρτυρίας για την ύπαρξη ιδιωτικής επικοινωνίας η οποία «συνδέεται ή είναι συναφής με το αδίκημα», τότε δεν θα ομιλούσαμε περί πιθανότητας.».
Χρήσιμη αναφορά γίνεται και στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Δρ Η.Π., Πολ. Έφεση Αρ. 256/2021, ημερ. 28.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:A69, η οποία αφορούσε διάταγμα πρόσβασης σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας. Εκεί λέχθηκε ότι ο όρος «υποψία» δεν παραπέμπει σε μαρτυρία ικανή προς απόδειξη του αδικήματος, πόρρω απέχει από αυτή. Η διαθέσιμη μαρτυρία πρέπει να είναι, ευλόγως, ικανή, για τον πιο πάνω σκοπό.
Στην υπό κρίση περίπτωση, η επιστημονική μαρτυρία με την οποία η Αιτήτρια φαίνεται να συνδέθηκε μέσω γενετικού υλικού και δακτυλικών αποτυπωμάτων με συσκευασίες που βρίσκονταν εντός του οχήματος και περιείχαν ναρκωτικά, ορθώς κρίθηκε ικανή να δημιουργήσει εύλογη υποψία ότι η Αιτήτρια συνδέεται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Οι θέσεις της Αιτήτριας ότι η επιστημονική σύνδεση της με τις συσκευασίες οι οποίες είναι σακούλια καθημερινής χρήσης, δεν οδηγούν δίχως άλλο στη σύνδεση της με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, υπερβαίνουν το τι εξετάζεται στο στάδιο αυτό κατά το οποίο απαιτείται μόνο η ύπαρξη εύλογης υποψίας και πιθανότητας και όχι μαρτυρίας η οποία να οδηγεί στη διάπραξη όντως από αυτή των υπό διερεύνηση αδικημάτων. Από τη στιγμή που υπάρχει η επιστημονική σύνδεση της Αιτήτριας, τότε εύλογα δημιουργείται η υποψία ότι αυτή δυνατόν να ενέχεται στα υπό διερεύνηση αδικήματα.
Το ερώτημα που τίθεται και αποτελεί το βασικό αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών είναι το κατά πόσον η μαρτυρία αποκαλύπτει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία που περιέχεται στη συσκευή κινητού τηλεφώνου της Αιτήτριας συνδέεται ή είναι συναφής µε τα υπό διερεύνηση αδικήματα.
Έχει ήδη παρατεθεί το σκεπτικό της απόφασης της πλειοψηφίας στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μ.Ρ. (ανωτέρω), σύμφωνα με την οποία δεν είναι απαραίτητη η προσκόμιση συγκεκριμένης μαρτυρίας για την ύπαρξη ιδιωτικής επικοινωνίας η οποία συνδέεται ή είναι συναφής με το αδίκημα. Το ερώτημα που εγείρεται είναι «κατά πόσο από το μαρτυρικό υλικό, προέκυπτε η ισχυρή εντύπωση ότι υπήρχε πιθανότητα ο εφεσίβλητος να χρησιμοποίησε το κινητό του τηλέφωνο για σκοπούς της κατοχής των ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια τους σε τρίτο ή τρίτα πρόσωπα». Στη βάση του μαρτυρικού υλικού και αφού καταγράφηκαν όλα τα σχετικά στοιχεία, η πλειοψηφία κατέληξε ως εξής:
«Κρίνουμε πως έκαστο από τα πιο πάνω στοιχεία απομονωμένο, δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στην ύπαρξη εύλογης υποψίας ή πιθανότητας, ως ο νόμος προβλέπει. Θεωρούμε όμως πως αθροιστικά αποτιμόμενα απεκάλυπταν εύλογη υποψία ή πιθανότητα ο εφεσίβλητος να είχε είτε με τη συνεπιβάτιδα του (η οποία, επαναλαμβάνουμε, κατείχε δύο κινητά τηλέφωνα) είτε με τρίτο ή τρίτα πρόσωπα, μέσω του κινητού τηλεφώνου που αυτός κατείχε τη δεδομένη χρονική στιγμή, ιδιωτική επικοινωνία η οποία να συνδέεται ή να είναι συναφής με το σοβαρό αδίκημα της κατοχής, εντός του εν κινήσει αυτοκινήτου, της μεγάλης ποσότητας των ναρκωτικών, με σκοπό την προμήθεια αυτών σε τρίτο ή τρίτα πρόσωπα.
Περί εύλογης υποψίας και πιθανότητας ο λόγος, η οποία θα πρέπει να προκύπτει από τα ιδιαίτερα γεγονότα και στοιχεία της κάθε υπόθεσης. Όπως πρόσφατα επαναλήφθηκε στην Αναφορικά με την Αίτηση του Ανδρέα Γεωργίου, Πολ. Έφ. Αρ. 15/2024, ημερ. 17.10.2024, με την οποία ανετράπη η πρωτόδικη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, «χαμηλό είναι το ύψος του πήχη που πρέπει να υπερπηδηθεί για τη δημιουργία σχετικής και εύλογης υπόνοιας και υποψίας».
Και εν προκειμένω, τα γεγονότα και στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, το οποίο είναι και ο κριτής της «εύλογης υποψίας ή πιθανότητας», αθροιστικά αποτιμόμενα, ως ελέχθη, εθεμελίωναν όλες τις προϋποθέσεις του νόμου για την έκδοση του εντάλματος πρόσβασης. Σε τέτοια περίπτωση, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του κατώτερου Δικαστηρίου, το οποίο διαπίστωσε την ύπαρξη εύλογης υποψίας ή πιθανότητας και όλες τις άλλες προϋποθέσεις του νόμου. Το πιο κάτω απόσπασμα από την Aeroporos (ανωτέρω), ισχύει και εδώ:
«Having taken into consideration the material on the record, which the Judge had before him, we are of the view that he could reasonably and justifiably, in the exercise of his discretion, reach the conclusion that there existed reasonable suspicion and his discretion was over wise wulicially.»
Παρόμοια προσέγγιση υπήρξε και στην Ανδρέα Γεωργίου (ανωτέρω), από την οποία παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
«Με δεδομένο ότι το κατώτερο Δικαστήριο λειτούργησε εντός των πλαισίων της δικαιοδοσίας του, δεν βλέπουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο πλαίσιο πάντα του ελέγχου νομιμότητας που προβαίνει σε διαδικασίες του είδους, θα μπορούσε ουσιαστικά να αντικαταστήσει την κρίση του κατώτερου Δικαστηρίου για την τεθείσα υπόψη του μαρτυρία και την προσέγγιση του τελευταίου για το ζήτημα. ….»
Η Αιτήτρια παρέπεμψε στην απόφαση μειοψηφίας, σύμφωνα με την οποία απαιτείται ο προσδιορισμός συγκεκριμένης ιδιωτικής επικοινωνίας, διακριτής από το σύνολο των επικοινωνιών που μπορεί να βρίσκονται σε μια συσκευή κινητού τηλεφώνου. Όπως ορθά αναγνώρισε και ο δικηγόρος της Αιτήτριας, δεσμευτική είναι η απόφαση πλειοψηφίας και δεν ηγέρθη λόγος γιατί να αποκλίνω από αυτή.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τον όρκο προέκυπταν τα ακόλουθα δεδομένα:
(α) Εντός του οχήματος ανευρέθηκε μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών εντός διάφορων συσκευασιών, η οποία δύναται να ενεργοποιήσει το τεκμήριο του Νόμου ότι αυτά κατέχονταν για σκοπούς προμήθειας σε τρίτο ή τρίτα πρόσωπα.
(β) Συγκεκριμένο πρόσωπο (ο 2ος κατηγορούμενος) παραδέχθηκε ότι, κατόπιν οδηγιών άλλου προσώπου (του 3ου κατηγορούμενου) και έναντι αμοιβής, αυτός τα φύλαττε εντός του οχήματος και τα προμήθευε σε τρίτα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και στον 4ο κατηγορούμενο.
(γ) Στο κινητό τηλέφωνο του 2ου κατηγορούμενου βρέθηκαν ηχητικά μηνύματα-συνομιλίες μεταξύ αυτού και των κατηγορουμένων 3 και 4, καθώς επίσης και άγνωστων προσώπων.
(δ) Επιστημονικές εξετάσεις συνέδεσαν το γενετικό υλικό και τα δακτυλικά αποτυπώματα από κάποιες εκ των ανωτέρω συσκευασιών που εντοπίστηκαν στο όχημα και περιείχαν ναρκωτικά, με αντίστοιχο υλικό και αποτυπώματα τόσο της Αιτήτριας όσο και των κατηγορουμένων 6-8.
(ε) Στο κινητό τηλέφωνο του κατηγορούμενου 7 βρέθηκαν μηνύματα που αναφέρονται σε ναρκωτικά.
(στ) Η σύνδεση της Αιτήτριας και η συνακόλουθη σύλληψη της και κατάσχεση του τηλεφώνου της έλαβαν χώρα κάποιους μήνες μετά τον εντοπισμό του οχήματος.
Όλα τα πιο πάνω, σωρευτικά ιδωμένα, οδηγούν στην εύλογη υποψία πως πρόκειται για μια ομάδα προσώπων τα οποία φέρονται να εμπλέκονται στην κατοχή, διακίνηση, φύλαξη και προμήθεια ναρκωτικών. Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, προκύπτει η εύλογη υποψία και πιθανότητα ότι στη συσκευή κινητού τηλεφώνου της Αιτήτριας υπάρχει συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία που αφορά τα υπό διερεύνηση αδικήματα.
Είναι σε αυτό το πλαίσιο που προφανώς ο Αστ. 3437 ανέφερε στον όρκο που συνόδευε την αίτηση της Αστυνομίας ότι «φαίνεται» πως η Αιτήτρια γνωρίζεται με τους υπόλοιπους κατηγορούμενους και ότι υπάρχει η εύλογη πιθανότητα να υπάρχουν συνομιλίες μεταξύ τους στο κινητό της τηλέφωνο αναφορικά με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Η χρήση της λέξης «φαίνεται» ακριβώς δεν παρέπεμπε σε σαφή μαρτυρία προς απόδειξη του γεγονότος, αλλά ισοδυναμούσε με τη δημιουργία εύλογης υποψίας και πιθανότητας πως επρόκειτο για μια ομάδα προσώπων που ενεργούσαν στο πλαίσιο της υπό διερεύνηση εγκληματικής δραστηριότητας και επομένως γνωρίζονταν και επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Γι’ αυτό συνεχίζει πως «εύλογα πιστεύεται ότι θα εντοπιστεί περαιτέρω μεταξύ τους συνομιλία» αναφορικά με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.
Βεβαίως, το κριτήριο δεν είναι το τι αναφέρει ο όρκος, αλλά το ζητούμενο πάντοτε είναι να ικανοποιηθεί το κατώτερο Δικαστήριο, αφού μελετήσει την αίτηση και τον όρκο – βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του ΑΑ και ΧΤ (ανωτέρω). Το κατώτερο Δικαστήριο σαφώς και το έπραξε στην υπό κρίση περίπτωση, εξ ου και κατέγραψε τα ανωτέρω και προχώρησε στην έκδοση του διατάγματος. Από τη στιγμή που πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 23(1) για την έκδοση του, ορθά κρίθηκε αναγκαία και αναλογική η έκδοση του, η οποία έκδοση του υπό πιο πάνω περιστάσεις αναμφίβολα ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.
Με βάση τα όσα αναφέρονται ανωτέρω, η Αίτηση απορρίπτεται.
Τα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται υπέρ του Καθ’ ου και εναντίον της Αιτήτριας όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο