Τσιολάκκης Αλέξανδρος άλλως Τσολάκκης Αλέξανδρος v. Hellenic Bank Public Company, Πολιτική Έφεση Αρ.140/2017, 4/9/2025
print
Τίτλος:
Τσιολάκκης Αλέξανδρος άλλως Τσολάκκης Αλέξανδρος v. Hellenic Bank Public Company, Πολιτική Έφεση Αρ.140/2017, 4/9/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.140/2017)

 

4 Σεπτεμβρίου 2025

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

Τσιολάκκης Αλέξανδρος άλλως Τσολάκκης Αλέξανδρος,

Εφεσείων,

ν.

Hellenic Bank Public Company,

Εφεσίβλητης.

____________________

 

Λ. Λουκαΐδης για Λουκής Γ. Λουκαΐδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Κ. Πατσαλίδου για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., Βελάρης & Βελάρης Δ.Ε.Π.Ε. και Αντώνης Πασχαλίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

____________________

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία επιδικάστηκε εναντίον του και υπέρ της Εφεσίβλητης Τράπεζας το ποσό των €239.321,74 πλέον τόκους, χρεωστικό υπόλοιπο επενδυτικού λογαριασμού που διατηρούσε στην Τράπεζα και διατάχτηκε η πώληση των μετοχών που είχε ενεχυριάσει στην Τράπεζα προς εξασφάλιση του.

 

    Η κύρια θέση του Εφεσείοντα ήταν ότι την αίτηση για το άνοιγμα του επίδικου λογαριασμού, με όριο Λ.Κ.50.000, είχε υποβάλει κατόπιν πιεστικών προτροπών και παραστάσεων του υπαλλήλου της Ελληνικής Τράπεζας (Επενδύσεις) Λτδ, Ε.Τ.Ε., Σ. Συμεού, που «δεν λειτούργησαν ή δεν υφίσταντο όπως τις είχε εξηγήσει».  Για το περιεχόμενο των προτροπών και παραστάσεων του Συμεού, έδωσε μαρτυρία ο ίδιος ο Εφεσείων, ενώ ο Συμεού κατέθεσε περί του αντιθέτου.  Ότι δηλαδή, κατά την επίσκεψη του στο γραφείο του Εφεσείοντα, δεν τον παρότρυνε, ούτε προέβηκε στις παραστάσεις που ο Εφεσείων του αποδίδει, παρά μόνο του επεξήγησε το σχέδιο και τους βασικούς του όρους.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του Εφεσείοντα.  Αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Συμεού στο σύνολο της και επί του προκειμένου ανέφερε ότι:

 

«Αποδέχομαι ειδικότερα  τη θέση του ότι δεν ήταν ασύνηθες για ένα τραπεζικό υπάλληλο να επισκέπτεται γνώριμο του πελάτη της τράπεζας στην οποία εργαζόταν και να του επεξηγεί κάποιο σχέδιο, αλλά αυτό σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να εκληφθεί ως παρότρυνση του πελάτη ή ότι προέβη σε παραστάσεις τέτοιες που θα μπορούσαν να παραπλανήσουν ένα πελάτη και συγκεκριμένα τον Εναγόμενο ή ότι του παρέσχε διαβεβαιώσεις περί μη ύπαρξης επενδυτικού κινδύνου στην επένδυση του όπως ισχυρίζεται ο Εναγόμενος στο δικόγραφο του. Δέχομαι ότι σε εκείνο που αποσκοπούσε η κατ' ιδίαν συνάντηση τους, έστω και στα γραφεία του εναγόμενου, ήταν η ενημέρωση  του για την ύπαρξη της συγκεκριμένης πιστωτικής διευκόλυνσης και ότι από εκεί και πέρα ήταν απόφαση του Εναγόμενου αν θα προέβαινε σε αίτηση για την εξασφάλιση της. Δέχομαι τη θέση του η οποία καθίσταται εύρημα μου ότι αυτό δεν θα μπορούσε να εκληφθεί ως παρότρυνση του να υποβάλει αίτηση για να του ανοιχθεί επενδυτικός λογαριασμός».

 

 

 

    Προφανώς, εκ του αποτελέσματος, δεν είχε απασχολήσει κατά πόσο οι κατ’ ισχυρισμό προτροπές και παραστάσεις θα μπορούσαν να αποδοθούν και στην Εφεσίβλητη, δεδομένου και του ότι τέτοιος ισχυρισμός δεν προβαλλόταν στο δικόγραφο του Εφεσείοντα. 

 

    Με το λόγο έφεσης 1 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας του Εφεσείοντα.  Σημειώνουμε ότι με την έφεση δεν προσβάλλεται η αποδοχή της μαρτυρίας του Συμεού.  Είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι οι ισχυρισμοί του Συμεού «συνηγορούν» με τη δική του εκδοχή.  Επικαλείται ο Εφεσείων την αναφορά του Συμεού ότι δεν θυμόταν να έκανε ποτέ παραστάσεις ως αναφέρονταν στην Υπεράσπιση του Εφεσείοντα και την δήλωση του ότι η επίσκεψη στα γραφεία του Εφεσείοντα είχε γίνει για την καλύτερη εξυπηρέτηση του, ο οποίος όμως (ο Εφεσείων) δεν του είχε ζητήσει κάτι.  Εισηγήθηκε, όμως, περαιτέρω, ότι η εξήγηση του Συμεού «δεν ταιριάζει ούτε τεκμηριώνεται με μαρτυρία που αφορά στην τακτική των τραπεζών».  Ουσιαστικά μας ζήτησε να ανατρέψουμε την αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της εξήγησης του Συμεού, χωρίς όμως, όπως προαναφέραμε, να υπάρχει λόγος έφεσης που να προσβάλλει την αποδοχή της μαρτυρίας του μάρτυρα αυτού. 

 

    Κατά την ενώπιον μας αγόρευση του, ο δικηγόρος του Εφεσείοντα προέβαλε ως λόγο για να επέμβουμε στη πρωτόδικη κρίση με την οποία απορρίφθηκε η μαρτυρία του Εφεσείοντα , πως είναι λογικό ότι για να επισκεφθεί ο Συμεού τα γραφεία του Εφεσείοντα, στόχευε στο να τον πείσει να αιτηθεί τη συμμετοχή του στο σχέδιο και προέβηκε στις παραστάσεις που ο Εφεσείων του απέδωσε για να τον πείσει.  Η εισήγηση, μας παραπέμπει στη μνημειώδη  διατύπωση στην Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614, 640, ότι: «Απίθανη, κατά τη συνήθη ροή των πραγμάτων εκδοχή, γίνεται παραδεχτή, εφόσον ο μάρτυρας κρίνεται αξιόπιστος· και αντίθετα, εκδοχή πιθανολογούμενη ως ορθή απορρίπτεται, εφόσον ο μάρτυρας κρίνεται αναξιόπιστος».  Χωρίς, σημειώνουμε, να αποδεχόμαστε ότι η εκδοχή του Συμεού ήταν απίθανη.

 

    Σε κάθε περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή του Συμεού και την εξήγηση που έδωσε και, στην απουσία σχετικού λόγου έφεσης, δεν υπάρχει περιθώριο αμφισβήτησης της επιμέρους πρωτόδικης κρίσης.

 

    Η μαρτυρία του Εφεσείοντα και η μαρτυρία του Συμεού ήταν σε ουσιώδη σημεία συγκρουόμενες.  Δεν μπορούσαν στα σημεία αυτά να γίνουν αμφότερες αποδεκτές.  Σε κάθε όμως περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε καλούς λόγους γιατί απέρριψε τη μαρτυρία του Εφεσείοντα.  Διέκρινε ότι ο Εφεσείων προσπάθησε να απεκδυθεί της ευθύνης του για τις πράξεις του στο πλαίσιο της λειτουργίας του επενδυτικού σχεδίου στο οποίο αυτόβουλα συμμετέσχε.  Δεν πείστηκε από τη μαρτυρία του.  Έκρινε πως όσα είχε αποδώσει στον Συμεού δεν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια και ότι προσπάθεια του ήταν να απαλλαχθεί της υποχρέωσης του να εξοφλήσει την οφειλή του, προτάσσοντας κάθε δυνατή υπεράσπιση.

    Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της παρέμβασης του εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων είναι διαχρονικά αναλλοίωτες.  Κατά κανόνα, το εφετείο σπάνια επεµβαίνει, όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειµένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη µαρτυρία που έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη.  Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάµει τα ευρήµατα τα οποία έκαµε σε σχέση µε την αξιοπιστία το εφετείο δεν επεµβαίνει (Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, 320-1).  Το εφετείο έχει την ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα εκεί όπου διαπιστώνεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη (Baloise Insur. Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, 1290-1).

 

    Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε που θα μας επέτρεπε να επέμβουμε στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει τη μαρτυρία του Εφεσείοντα.  Επομένως, ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.

    Ο λόγος έφεσης 2 αναφέρει, και μόνο, ότι: «Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παραγνώρισε το γεγονός ότι οι παραπλανητικές προτροπές του κ. Συμεού στις οποίες υπέκυψε ο [Εφεσείων] ήταν αντίθετες με τις οδηγίες της εγκυκλίου του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας ημερομηνίας 24.11.1999».  Ο λόγος εκλαμβάνει ως δεδομένο ότι υπήρξαν προτροπές από τον Συμεού, που ήταν και παραπλανητικές και στις οποίες ο Εφεσείων είχε υποκύψει.  Όμως, τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν υποστηρίζουν τις αναφερόμενες θέσεις.  Πέραν τούτου, στην αιτιολογία του λόγου αναφέρεται κάτι το διαφορετικό.  Γίνεται επίκληση της συγκεκριμένης εγκυκλίου, με την οποία, όπως αναφέρεται, η Κεντρική Τράπεζα ζητούσε από τις εμπορικές τράπεζες να μην προβαίνουν στην παραχώρηση πιστωτικών διευκολύνσεων όταν γνωρίζουν ή εύλογα υποψιάζονται ότι αυτές θα χρησιμοποιηθούν για την αγορά μετοχών.  Η Εφεσίβλητη, συνεχίζει η επιχειρηματολογία, παραχωρώντας την επίδικη πιστωτική διευκόλυνση, παρανόμησε. 

 

    Το ζήτημα που εγείρεται με το λόγο έφεσης είναι πραγματικά αβάσιμο και απορρίπτεται, το δε ζήτημα που αναπτύσσεται στην αιτιολογία δεν μπορεί να εξεταστεί.  Στη Γεωργίου κ.ά. ν. Αργυρίδη, Έφ. Αρ.2/2024, ημερ.17.12.2024, του Δευτεροβάθμιου Εκλογοδικείου, με αναφορά σε προγενέστερη νομολογία, επισημάνθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι «δεν είναι επιτρεπτή η διεύρυνση του λόγου μέσα από την αιτιολογία του, που στοχεύει και περιορίζεται στην αιτιολόγηση των όσων ο ίδιος ο λόγος έφεσης εγείρει».  Επομένως, ο λόγος έφεσης 2 επίσης απορρίπτεται.

 

    Με το λόγο έφεσης 3, ο Εφεσείων εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις πρόνοιες των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995 έως 2000, που προβλέπουν για τον τρόπο υποβολής των εντολών για αγορές εισηγμένων αξιών.  Αφορά στις εντολές του Εφεσείοντα προς την Ε.Τ.Ε..  Η Εφεσίβλητη, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ουδεμία ανάμιξη είχε στις αγορές ή πωλήσεις αξιών για λογαριασμό του Εφεσείοντα, που διεξάγονταν κατόπιν εντολών του.  Προέβαινε σε χρεώσεις και πιστώσεις στον επίδικο λογαριασμό, σύμφωνα με τα όσα η Ε.Τ.Ε. υπέβαλλε, κατ’ ακολουθία αγορών ή πωλήσεων αξιών από τον Εφεσείοντα.  Επομένως, το ζήτημα του τρόπου υποβολής των εντολών προς την Ε.Τ.Ε. δεν ήταν σχετικό με την αξίωση της Εφεσίβλητης.  Το ζήτημα, αν θα έπρεπε να επεκταθούμε, θα αφορούσε σε τυχόν αξίωση του Εφεσείοντα εναντίον της Ε.Τ.Ε., που όμως, δεν ήταν διάδικος στην αγωγή.  Επομένως, απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 3.

    Με το λόγο έφεσης 4 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παραγνώρισε το λόγο ακυρότητας του επιδίκου δανείου, στη βάση ότι ο Εφεσείων υπήρξε θύμα χειραγώγησης μετοχών του.  Αναφέρεται στην αιτιολογία του λόγου ότι η Εφεσίβλητη χρέωσε τον Εφεσείοντα με Λ.Κ.30.000 για την αγορά, χωρίς την έγκριση του «δικαιώματα (rights) της ελληνικής Τράπεζας τα οποία χειραγώγησαν με αποτέλεσμα να μην αξίζουν τίποτα».

 

    Ο λόγος δεν αναπτύχθηκε, ούτε με το περίγραμμα αγόρευσης του Εφεσείοντα, ούτε και κατά τη συζήτηση της έφεσης.  Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο δεν έχει διασαλευτεί, είναι ότι οι αγορές αξιών πραγματοποιούνταν με εντολές του Εφεσείοντα και όχι χωρίς την έγκριση του και, σε κάθε περίπτωση, αφορούσαν στη σχέση του Εφεσείοντα με την Ε.Τ.Ε. και όχι με την Εφεσίβλητη.  Δεν διακρίνουμε οιαδήποτε επιχειρηματολογία ή θέση η οποία να χρήζει απάντησης.  Ο λόγος έφεσης 4 επίσης απορρίπτεται.

 

    Ο λόγος έφεσης 5 αναφέρει: «Γενικά ο τρόπος λειτουργίας της τράπεζας ήταν αναξιόπιστος».  Στην αιτιολογία του γίνεται αναφορά σε κάποιο σφάλμα που εντοπίστηκε και διορθώθηκε.  Υποστηρίζει ο Εφεσείων ότι αυτό αναδεικνύει ότι δεν θα έπρεπε το πρωτόδικο Δικαστήριο να βασιστεί στην αξιοπιστία των στοιχείων που παρουσίασε η Εφεσίβλητη.  Αναφέρεται ο Εφεσείων σε κάποιες αξίες που δεν του πιστώθηκαν, προδήλως σε καταστάσεις της Ε.Τ.Ε. και όχι της Εφεσίβλητης.  Σε κάθε περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιολογημένα μπορούσε να αποδεχτεί και αποδέχθηκε τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη από την Εφεσίβλητη.  Ο λόγος έφεσης 5 είναι εντελώς αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

    Η έφεση απορρίπτεται.

 

    €4.000 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.

 

 

 

                                                         Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                    Ι. Ιωαννίδης, Δ. 

 

                                                    Ε. Εφραίμ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο