THE MELBOURNE UNIVERSITY STUDENT UNION INCORPORATED (IN LIQUIDATION) ΔΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΤΗΣ GRAIG IVOR BOLWELL v. AVONWOOD LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ.152/2016, 15/9/2025
print
Τίτλος:
THE MELBOURNE UNIVERSITY STUDENT UNION INCORPORATED (IN LIQUIDATION) ΔΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΤΗΣ GRAIG IVOR BOLWELL v. AVONWOOD LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ.152/2016, 15/9/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

  

Πολιτική Έφεση Αρ.152/2016

 

 

15 Σεπτεμβρίου 2025

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

  

THE MELBOURNE UNIVERSITY STUDENT UNION INCORPORATED (IN LIQUIDATION) ΔΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΤΗΣ GRAIG IVOR BOLWELL

Εφεσείοντες

 

ν.

 

AVONWOOD LIMITED

 

Εφεσίβλητης

 

……………………………

 

Δ. Κωνσταντίνου (κα), για Kinanis LLC, για τους Εφεσείοντες

Χρ. Μαυρονικόλα (κα) για Μαυρονικόλας & Σία ΔΕΠΕ και Παναγιώτης Δημητρίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους

 

 

ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί

                                 από το Δικαστή Δαυίδ. 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΑΥΙΔ, Δ.: Οι εφεσείοντες, μέσω του εκκαθαριστή τους, καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την Αγωγή Αρ.9908/2010, διεκδικώντας από την εναγόμενη εταιρεία, διάφορες θεραπείες. Ειδικότερα, αξίωναν:

«Α. Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου που να εμποδίζει ή/και να απαγορεύει την Εναγομένη Εταιρεία AVONWOOD LIMITED είτε αυτοπροσώπως ή/και μέσω υπαλλήλων ή/και υπηρετών αυτών ή/και αντιπροσώπων ή/και διευθυντών αυτών ή/και μέσω οποιοσδήποτε άλλης συνδεδεμένης εταιρείας ή/και μέσω οποιουδήποτε άλλου φυσικού ή/και νομικού προσώπου που ενεργεί εκ μέρους ή/και για λογαριασμό της Εναγόμενης Εταιρείας από του να μεταφέρουν εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου ή/και να μεταβιβάσουν ή/και μεταφέρουν σε οποιοδήποτε άλλο λογαριασμό ή/και διαθέσουν ή/και υποθηκεύσουν ή/και επιβαρύνουν ή άλλως πως αποξενώσουν ή/και αποσύρουν ή/και δωρίσουν οποιαδήποτε χρήματα από οποιοδήποτε τραπεζικό λογαριασμό που διατηρεί η Εναγομένη Εταιρεία σε Δολάρια Αυστραλίας ή/και σε οποιοδήποτε άλλο νόμισμα στην Τράπεζα Κύπρου Λτδ, Μονάδα Διεθνών Επιχειρήσεων (International Business Unit), οδός Μιχαλακοπούλου 28, Άγιοι Ομολογητές, Λευκωσία, αρ. καταστήματος: 0155, που θα είχε ως αποτέλεσμα την οποιαδήποτε μείωση του υπολοίπου των εν λόγω λογαριασμών κάτω από ποσό αντίστοιχο με Δολάρια Αυστραλίας 1,2 εκατομμύρια ή/και το ισάξιο του σε Κυπριακές Λίρες ή/και σε οποιοδήποτε άλλο διαπραγματεύσιμο σκληρό νόμισμα (CONVERTIBLE HARD CURRENCY) μέχρι την τελική εκδίκαση της παρούσας αγωγής ή νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.

Β.   Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάττει και να απαγορεύει στην Εναγόμενη Εταιρεία AVONWOOD LTD προσωπικά και/ή διά των υπηρετών και/ή αντιπροσώπων και/ή μέσω υπαλλήλων και/ή διευθυντών και/ή μέσω οποιοσδήποτε άλλης συνδεδεμένης εταιρείας και/ή μέσω οποιουδήποτε άλλου φυσικού και/ή νομικού προσώπου από του να αποσύρουν και/ή να μεταφέρουν οποιοδήποτε ποσό χρημάτων ή να επιβαρύνουν και/ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο να διαχειριστούν και/ή να χρησιμοποιήσουν και/ή να κλείσουν και/ή να διενεργήσουν οποιαδήποτε πράξη στους ή σε σχέση με τους τραπεζικούς λογαριασμούς που διατηρεί στο όνομα της η Εναγόμενη εταιρεία, στην Τράπεζα Κύπρου Λτδ, Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ, στην Ελληνική Τράπεζα Λτδ, στην Alpha Bank Ltd, στην Arab Bank plc, στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, στην HSBC Bank plc ή/και σε οποιαδήποτε άλλη τράπεζα και/ή χρηματοδοτικό και/ή χρηματικό οργανισμό και/ή Συνεργατική Τράπεζα και/ή Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία στην Κύπρο.

Γ. Αποζημιώσεις υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγομένων για εξαπάτηση και/ή απάτη και/ή δόλο και/ή για παράνομη κατακράτηση πράγματος (unlawful detention) και/ή για αθέμιτο πλουτισμό (unjust enrichment) και/ή για δόλιες και/ή ψευδείς παραστάσεις (fraudulent and/or false representations) και/ή για αμελείς παραστάσεις και/ή για παράβαση ευθύνης καταπιστεύματος (breach of fiduciary duty) και/ή για παράβαση καταπιστεύματος (breach of trust) και/ή συναδικοπραγία και/ή συνομωσία και/ή για παράβαση του περί Εγγεγραμμένων Συνδέσμων Νόμου (Incorporated Associations Act) του 1981 της Κοινοπολιτείας και/ή για συνομωσία και/ή για ιδιοποίηση (conversion) και/ή για παράνομη επέμβαση σε κινητή ιδιοκτησία και/ή για παράνομη κατακράτηση σε κινητή ιδιοκτησία.

Δ.  Διάταγμα του Δικαστηρίου υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγομένων για την επαναφορά (restitution) κάθε απώλειας και/ή ζημιάς και/ή ποσού και/ή κινητής περιουσίας των Εναγόντων, στους Ενάγοντες από τους Εναγομένους.

Ε. Επαυξημένες και παραδειγματικές αποζημιώσεις.

ΣΤ. Αποζημιώσεις υπό μορφή απώλειας τόκων και/ή κερδών και/ή μερισμάτων και/ή άλλων εισοδημάτων.

Ζ. Νόμιμο τόκο.

Η. Δικηγορικά έξοδα πλέον Φ.Π.Α., πλέον έξοδα επίδοσης …….

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (εφεξής το πρωτόδικο Δικαστήριο), μετά από ακρόαση της υπόθεσης, με απόφαση του, ημερομηνίας 29.01.2016, απέρριψε την ως άνω αγωγή. 

Σύμφωνα με την δικογραφημένη εκδοχή των εφεσειόντων/εναγόντων, οι τελευταίοι αποτελούσαν σύνδεσμο που συστάθηκε στη Μελβούρνη, το 1989, ενεργώντας ως φοιτητικό αντιπροσωπευτικό σώμα στο πανεπιστήμιο της Μελβούρνης. Το εν λόγω πανεπιστήμιο, στη βάση συμφωνίας διαχείρισης, τους παραχώρησε ποικίλες διαχειριστικές ευθύνες και δικαιώματα εκμετάλλευσης περιουσιακών στοιχείων. Περαιτέρω, στο πλαίσιο σχετικών συμφωνιών με το ως άνω πανεπιστήμιο, οι εφεσείοντες παρείχαν, εκ μέρους του τελευταίου, διευκολύνσεις και υπηρεσίες σε φοιτητές, με αντάλλαγμα συμφωνημένη αμοιβή. Αποτέλεσε θέση των εφεσειόντων ότι η εφεσίβλητη/εναγόμενη, εταιρεία δεόντως εγγεγραμμένη στην Κύπρο από το 1989, χρησιμοποιήθηκε από τον Andrew Landeryou, διευθυντή της εφεσίβλητης, απατηλά και συνωμοτικά με την εταιρεία Marbain Pty Ltd (εταιρεία που παρουσιάζεται να μίσθωσε ακίνητα που βρισκόταν υπό τον έλεγχο των εφεσειόντων), ως εταιρικό όχημα για την αποξένωση χρηματικών ποσών που εισπράχθηκαν από την πώληση δικαιωμάτων που οι εφεσείοντες αντλούσαν από τις συμφωνίες τους με το πανεπιστήμιο Μελβούρνης. Η εφεσίβλητη, κατά τον πιο πάνω τρόπο, προξένησε ζημιά και απώλεια στους ενάγοντες ύψους $1.891,000 δολαρίων Αυστραλίας, ποσό το οποίο βρίσκεται στο λογαριασμό της εφεσίβλητης σε εμπορική τράπεζα στην Κύπρο, έχοντας εμβαστεί σε αυτόν δόλια και παράνομα.

Η εφεσίβλητη εμφανίστηκε στη διαδικασία, αμφισβητώντας την απαίτηση σε βάρος της. Αρνούμενη τους δικογραφημένους ισχυρισμούς των εφεσειόντων και τις συνακόλουθες αξιώσεις τους, υποστήριξε ότι δεν αποκαλύπτεται σε βάρος της οποιαδήποτε βάση αγωγής. Τούτο, όχι μόνο γιατί οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί δεν αφορούν την ίδια, αλλά και ενόψει του γεγονότος ότι μέσω τους, ούτως ή άλλως, δεν καταδεικνύονται όσα οι εφεσείοντες της αποδίδουν ότι διέπραξε σε βάρος τους.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του, ημερομηνίας 29.01.2016, καταγράφοντας την αρνητική εντύπωση που του προκάλεσαν οι μάρτυρες που κλήθηκαν από την πλευρά των εφεσειόντων (οι μοναδικοί μάρτυρες στη διαδικασία), καταλήγοντας στην απόρριψη της μαρτυρίας και της εκδοχής τους, έκρινε την αγωγή στο σύνολο της απορριπτέα, θεωρώντας ότι στερείτο «αξιόπιστου και πειστικού μαρτυρικού θεμελίου». Έκρινε την έγγραφη μαρτυρία που τέθηκε υπόψη του ως ανεπαρκή και μη δυνάμενη «να συνθέσει εφαλτήριο για την έκδοση της απόφασης» υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον της εφεσίβλητης, σημειώνοντας παράλληλα πως οι εφεσείοντες, άσχετα με το γεγονός ότι η εφεσίβλητη άσκησε το δικαίωμα της να μην καλέσει μάρτυρες ή να προσκομίσει άλλη μαρτυρία, βαρύνονταν με την υποχρέωση απόδειξης της υπόθεσης τους στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Υπέδειξε επίσης ότι υπόψιν του, δεν τέθηκε καμία μαρτυρία, ικανή να ενεργοποιήσει το τεκμήριο του άρθρου 37 (2) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.  Σημείωσε, επί τούτου, πως ο Andrew Landeryou κατά πάντα ουσιώδη χρόνο δεν υπηρετούσε, ως διευθυντής της εφεσίβλητης ή της  Marbain Pty Ltd (εταιρείας που παρουσιαζόταν ότι μίσθωνε ακίνητα υπο τον έλεγχο των εφεσειόντων), ενώ οι υποψίες των μαρτύρων που κλήθηκαν από την πλευρά των εφεσειόντων περί συγκαλυμμένης εμπλοκής του στα τεκταινόμενα των ως άνω εταιρειών, κατά τον επιλήψιμο τρόπο που του απέδωσαν, παρέμειναν μετέωροι και ισχνοί από απόψεως μαρτυρικής εμβέλειας. Παραπέμποντας δε σε διάφορα τεκμήρια που τέθηκαν υπόψη του, υπέδειξε πως η εφεσίβλητη λειτουργούσε, όχι μόνον στη βάση οδηγιών του Andrew Landeryou αλλά και άλλων προσώπων. Εν πάση περίπτωση, σημείωσε, δεν αποδείχθηκαν κατά τρόπο ικανοποιητικό οι καταλογιζόμενες ως παράνομες, δόλιες ή άλλης παρόμοιας και επιλήψιμης μορφής πράξεις της εταιρείας Marbain Pty Ltd ή του Andrew Landeryou, κατά τρόπο που να καταστήσουν τα ποσά της αξίωσης ως προερχόμενα από παράνομες πράξεις και κατ’ επέκταση ως παρανόμως κατακρατούμενα από την εφεσίβλητη. Κατέληξε, παραπέμποντας στο μαρτυρικό υλικό που τέθηκε υπόψη του, ότι δεν αποδεικνύεται άμεσο ή έμμεσο δικαίωμα των εφεσειόντων στην πλήρη ή μερική κυριότητα του ποσού που αφορά η υπό συζήτηση αγωγή, και ότι οι εισηγήσεις των εφεσειόντων περί παραβίασης της Αυστραλιανής νομοθεσίας, δεν αποδείχθηκαν με την αναμενόμενη επάρκεια. Σημειώνοντας πως το Δικαστήριο οφείλει να αξιολογεί τις εκδοχές των διαδίκων και να καταλήγει σε δικά του συμπεράσματα, κατέληξε πως στην υπο συζήτηση περίπτωση, που αμφισβητήθηκε με επιτυχία η αξιοπιστία και οι τοποθετήσεις των μαρτύρων που κάλεσαν και παρουσίασαν οι εφεσείοντες, η αποτυχία των διεκδικήσεών τους, μέσω της παρούσας αγωγής, καθίσταται αναπόδραστη.

 

Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με πέντε (5) λόγους έφεσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, υποστηρίζουν, λανθασμένα έφτασε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε την υπόθεση της στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (1ος λόγος Έφεσης), ως επίσης, ότι λανθασμένα έκρινε αναξιόπιστη και απορριπτέα την μαρτυρία που έδωσαν οι δύο μάρτυρες των εφεσειόντων, απορρίπτοντας ταυτόχρονα την έγγραφη μαρτυρία που κατέθεσαν στο πλαίσιο της διαδικασίας (2ος λόγος Έφεσης).  Αμφισβητούν παράλληλα ότι οι μάρτυρες των εφεσειόντων έτυχαν σαφούς και ικανοποιητικής αντεξέτασης (3ος λόγος Έφεσης) και την θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πλευρά της εφεσίβλητης αντεξέτασε επαρκώς, μέσω του δικηγόρου της, τους μάρτυρες των εφεσειόντων, παραλείποντας να ασχοληθεί με το γεγονός ότι καμία άλλη, θετική μαρτυρία, δεν προσφέρθηκε από την πλευρά της εφεσίβλητης προς υποστήριξη των ισχυρισμών και της εκδοχής που αναδιπλώνεται στην υπεράσπισή (5ος λόγος Έφεσης). Προβάλλεται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το άρθρο 37(2) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, που αφορά το αδίκημα της παράνομης κατακράτησης και της μετατόπισης του βάρους απόδειξης από τους εφεσείοντες στην εφεσίβλητη (4ος Λόγος Έφεσης).

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι με τις αγορεύσεις τους τις οποίες φρόντισαν να καταγράψουν υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους.  Έχουμε εξετάσει με προσοχή τις αναφορές, τις τοποθετήσεις, τα επιχειρήματα και εισηγήσεις των πλευρών για τα ζητήματα που εγείρονται στα πλαίσια της παρούσας. 

Σε αριθμό λόγων Έφεσης (2ος, 3ος και 5ος), όπως και στην επιχειρηματολογία που προωθείται προς υποστήριξη τους, αναδεικνύονται ζητήματα που άπτονται της αξιολόγησης μαρτυρίας από την πλευρά του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Πάγια είναι η νομολογία και οι αρχές  που διέπουν την εξουσία επέμβασης του Εφετείου στην πρωτόδικη κρίση σε σχέση με το ζήτημα (βλ. μεταξύ άλλων Παπακόκκινου κ.α. v. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653  και Φραντζής κ.ά. ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 254). Το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός εάν αυτά, εξ αντικειμένου, φαίνονται ανυπόστατα ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν βρίσκουν έρεισμα ή βρίσκονται σε αντίθεση με την προσαχθείσα μαρτυρία ή μέρη αυτής ή είναι καταφανώς εσφαλμένα. Εκεί όπου με βάση το σύνολο της μαρτυρίας, ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο άλλωστε είχε και την ευκαιρία να ακούσει και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά των μαρτύρων μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να καταλήξει στις υπό αμφισβήτηση σχετικά με την αξιοπιστία διαπιστώσεις, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Όπως σημειώθηκε στην  Μιχαηλίδης ν. Οικονομίδη, Πολ. Έφ. Αρ.94/2013, ημερ. 30/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D288:

 

«Ουκ ολίγες φορές έχει λεχθεί ότι θέματα που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων εμπίπτουν εντός της αρμοδιότητας των Πρωτόδικων Δικαστηρίων αφού αυτά είναι που βλέπουν και παρακολουθούν τους μάρτυρες την ώρα που αυτοί καταθέτουν (Ζερβού κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία (2011) 1(Γ) ΑΑΔ, 2192). Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα κρίνεται σε ένα πολύ ευρύ πλαίσιο, περιλαμβάνει δε και την υποκειμενική αντίληψη φιλαλήθειας των μαρτύρων εκ μέρους του εκδικάζοντος Δικαστή (Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ, 407). Ισχυρισμοί ενώπιον του Εφετείου ότι η πρωτόδικη αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη θα πρέπει να τεκμηριώνονται με πειστικά επιχειρήματα. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό για το Πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα συγκεκριμένα ευρήματα αξιοπιστίας, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Επεμβαίνει μόνο όταν αυτά εξ αντικειμένου εμφανίζονται ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα ή συγκρούονται με την κοινή λογική (Ψωμάς ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ, 312) και Μαγκλή ν. Δήμου Γερμασόγειας (1999) 2 ΑΑΔ, 244).Περαιτέρω τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου, εκτός αν είναι τόσο ουσιώδεις ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη.»

 

 

Έχουμε εξετάσει με προσοχή τις σχετικές εισηγήσεις και θέσεις της πλευράς των εφεσειόντων. Δεν συμπλέουμε με αυτές. Η πρωτόδικη αξιολόγηση, ως έχει αποτυπωθεί στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν μπορεί να εκθεμελιωθεί.  Δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε ρήγμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το τελευταίο, με περισσή επιμέλεια πραγματεύτηκε το σύνολο της τεθείσας υπόψη του μαρτυρίας και αξιολόγησε τους μάρτυρες εντός των καλά καθιερωμένων αρχών προς τούτο, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας τους και όχι αποσπασματικά, αντιπαραβάλλοντας την με το σύνολο της τεθείσας υπόψη του μαρτυρίας, περιλαμβανομένης της γραπτής μαρτυρίας και των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη του στο πλαίσιο της δίκης. Δεν εντοπίζεται οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο κατά τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε, στάθμισε και αξιολόγησε τις αναφορές και τοποθετήσεις των μαρτύρων που κλήθηκαν από την πλευρά των εφεσειόντων, αλλά και το σύνολο των στοιχείων που αυτοί έθεσαν υπόψη του. Εξήγησε και επαρκώς αιτιολόγησε, με παραπομπή σε συγκριμένες πτυχές της μαρτυρίας και των τοποθετήσεων τους, την κατάληξη του ότι η μαρτυρία τους «χαρακτηρίζεται, αναλόγως, από υπερβολή, ασάφεια, αοριστία και αντιφατικότητα.», χωρίς ουσιαστικά να επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου, αναιρούμενη, σε κάποιες περιπτώσεις, από την έγγραφη μαρτυρία που τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου.  Πράγματι, οι αναφορές και τοποθετήσεις τους σε σχέση με το ρόλο της εφεσίβλητης και του Andrew Landeryou, ως διευθυντή της, στην απουσία συγκεκριμένης μαρτυρίας και στοιχείων, παρέμειναν σε επίπεδο υποθέσεων και  συμπερασματικών απολήξεων, εμφανώς υπολειπόμενων από τον αναγκαίο βαθμό απόδειξης.

 

Ενδεικτική των πιο πάνω, είναι η επισήμανση πως ενώ οι μάρτυρες επέμεναν ότι ο Andrew Landeryou, ένας εκ των διευθυντών της εφεσίβλητης και ταυτόχρονα διευθυντής της  Marbain Pty Ltd,  ήταν το πρόσωπο που έλεγχε και τις δύο εταιρείες, συντονίζοντας κατά κάποιο  τρόπο τις απατηλές ενέργειες σε βάρος των εφεσειόντων, εντούτοις, δεν αμφισβήτησαν το γεγονός ότι το πιο πάνω πρόσωπο διορίστηκε διευθυντής των ως άνω εταιρειών, σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο από τον κρίσιμο χρόνο της μεταφοράς του επίδικου ποσού στον λογαριασμό της εφεσίβλητης στην Τράπεζα Κύπρου.  Ως ορθά άλλωστε επισήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι εισηγήσεις των ως άνω μαρτύρων περί «συγκαλυμμένης εμπλοκής» του στα τεκταινόμενα των ως άνω εταιρειών κατά τον επιλήψιμο τρόπο που του απέδωσαν, με τον ΜΕ2 να επικαλείται έως και συμφωνία μετόχων, με βάση την οποία οι μετοχές της Marbain Pty Ltd κρατούντο σε καταπίστευμα (trust) για το πιο πάνω πρόσωπο, χωρίς ωστόσο να την παρουσιάζει ή να προβαίνει σε οποιαδήποτε διευκρίνηση του ζητήματος, παρέμεναν μετέωροι και αόριστοι ισχυρισμοί από απόψεως μαρτυρικής εμβέλειας, αποτελώντας παράδειγμα που δικαιολογεί την ως άνω κατάληξη του Δικαστηρίου όσον αφορά την ποιότητα της μαρτυρίας των μαρτύρων που η πλευρά των εφεσειόντων κάλεσε στη διαδικασία.

 

Δεν παρέλειψε το πρωτόδικο Δικαστήριο να αναφερθεί στη γενική αρχή  ότι η παράλειψη αντεξέτασης σε ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας και της εκδοχής που προτάσσει ένας μάρτυρας, παρέχει ευχέρεια στο Δικαστήριο να θεωρήσει την παράλειψη αυτή ως αποδοχή των αντίστοιχων ισχυρισμών. Ωστόσο, ως ορθά επισήμανε, το Δικαστήριο οφείλει πάντα να αξιολογεί τις θέσεις και εκδοχές των διαδίκων και να καταλήγει στα δικά του συμπεράσματα.  Στην υπό συζήτηση περίπτωση οι μάρτυρες των εφεσειόντων αντεξετάστηκαν, ως ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, με σαφή διάθεση αμφισβήτησης της μαρτυρίας τους, παρά το γεγονός ότι η αντεξέταση τους δεν συνοδευόταν από χρήση συγκεκριμένων, τυποποιημένων εκφράσεων και δηλώσεων προς τούτο. Το γεγονός ότι δεν προσφέρθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης οποιαδήποτε μαρτυρία, συναρτώμενη με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς στην Υπεράσπιση, δεν διαφοροποιεί το γεγονός πως οι εφεσείοντες, ούτως ή άλλως, είχαν  την υποχρέωση να αποδείξουν, στο βαθμό που τούτο απαιτείται, την υπόθεση τους. Ήταν σε αυτό το πλαίσιο που το Δικαστήριο κατέληξε πως οι εφεσείοντες, αφενός δεν παρουσίασαν αξιόπιστο και πειστικό μαρτυρικό υλικό και αφετέρου, ότι το σύνολο των στοιχείων που τέθηκε υπόψη του, για τους λόγους που εξηγήθηκαν, δεν μπορούσαν να συνθέσουν «εφαλτήριο για την έκδοση απόφασης υπέρ των Εναγόντων και εναντίων των Εναγομένων για όλες τις επιδιωκόμενες στη δικογραφία θεραπείες, ή μέρος αυτών.» 

Υπό το φως των πιο πάνω, ο 2ος, 3ος και 5ος  λόγοι Έφεσης, δεν ευσταθούν και απορρίπτονται. 

 

Σύμφωνα με το άρθρο 37 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148

«(1) Παράνοµη κατακράτηση πράγµατος συνίσταται στην παράνοµη κατακράτηση κινητής ιδιοκτησίας από οποιοδήποτε πρόσωπο που δικαιούται στην άµεση κατοχή της.

(2) Σε αγωγή που εγείρεται για παράνοµη κατακράτηση πράγµατος το βάρος της απόδειξης ότι η κατακράτηση ήταν νόµιµη φέρει ο εναγόµενος.»

 

Βασική προϋπόθεση για το αστικό αδίκημα της παράνομης κατακράτησης πράγματος, αποτελεί η κατάδειξη, κατά προτεραιότητα, του δικαιώματος κατοχής του φερόμενου ως παρανόμως κατακρατούμενου πράγματος. Στην υπό συζήτηση περίπτωση, ως ορθά επισήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν τέθηκε υπόψη του οποιοδήποτε στοιχείο ή μαρτυρία ικανά να πείσουν ότι οι εφεσείοντες ήταν πράγματι οι δικαιούχοι των διεκδικούμενων ποσών. Επί του συζητούμενου, σημείωσε ότι οι τελευταίοι απέτυχαν να αποδείξουν, με την αναμενόμενη και επιβαλλόμενη επάρκεια, το αλλοδαπό δίκαιο (Αυστραλιανή νομοθεσία), την παραβίαση της οποίας επικαλούνταν για να ενισχύσουν και αποδείξουν τη θέση τους όσον αφορά το δικαίωμα τους στο διεκδικούμενο ποσό, ως επίσης το έκνομο και το αδικαιολόγητο της μεταφοράς του σε τραπεζικό λογαριασμό της εφεσίβλητης στην Κύπρο. Προχωρώντας δε σε εκτενή συζήτηση της σχετικής μαρτυρίας, κατέληξε, καθ’ όλα δικαιολογημένα, πως το γεγονός και μόνο της σύστασης της εφεσίβλητης και του ανοίγματος λογαριασμού επ’ ονόματι της, χωρίς την κατάδειξη ότι τα όποια ποσά μεταφέρθηκαν σε αυτόν ήταν αποτέλεσμα παράνομων ή δόλιων ενεργειών της τελευταίας ή της εταιρείας Marbain Pty Ltd  ή ακόμα του Andrew Landeryou, (κατά τον τρόπο που πιθανολογούσαν οι μάρτυρες της πλευράς των εφεσειόντων), δεν καταδεικνύουν, άμεσο ή έμμεσο δικαίωμα των εφεσειόντων για πλήρη ή μερική κυριότητα του ποσού, την επιστροφή του οποίου, επιζητούσαν.

 

Η απόρριψη της εκδοχής των εφεσειόντων σε  σχέση με τις συνθήκες της μεταφοράς του διεκδικούμενου ποσού στο λογαριασμό της εφεσίβλητης, σε συνδυασμό με το γεγονός της μη κατάδειξης, με ανάλογη και αποδεχτή προς τούτο μαρτυρία, του δικαιώματος των εφεσειόντων, άμεσου ή έμμεσου, επί του μεταφερόμενου ποσού, σφραγίζουν την αποτυχία και του 4ου λόγου Έφεσης

 

Με δεδομένη την απόρριψη των λόγων έφεσης που  άπτονται της θεώρησης του συνόλου της μαρτυρίας που τέθηκε υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, της αξιολόγησης της και της κατάληξης του τελευταίου όσον αφορά την αξιοπιστία των μαρτύρων που προσέφεραν την μαρτυρία τους και την υιοθέτηση, ως ορθών και δικαιολογημένων, των σχετικών επισημάνσεων και συμπερασμάτων του, σε συνδυασμό θεωρούμενα με την ορθότητα της θέσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά στο λόγο της μη ενεργοποίησης του τεκμηρίου του άρθρου 37(2) του Κεφ. 148, έπεται, ως αναπόδραστη κατάληξη, η απόρριψη και του 1ου  Λόγου Έφεσης.

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω, η υπό συζήτηση Έφεση, στο σύνολό της,  δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και ως εκ τούτου αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

         

Επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων έξοδα, ύψους €4.000-, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.

        

                                                                Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                             Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

                                                                 Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο