
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 160/17
9 Σεπτεμβρίου, 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΝΙΚΟΣ ΚΕΤΤΗΡΟΣ
Εφεσείων,
ν.
L.A.G. TRADING LTD
Εφεσίβλητης.
..................
Χρ. Χριστοφή μαζί με Χρ. Ψύλλου (κα), για Χριστοφή & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Α. Τσάρκατζης, για Χρίστος Πατσαλίδης Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
.......................
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη
και θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Δυνάμει γραπτής συμφωνίας μίσθωσης εξοπλισμού ημερ. 29.10.2009, η Εφεσίβλητη εταιρεία εκμίσθωσε εξοπλισμό ψυχαγωγίας και θεματικών πάρκων στην εταιρεία N.G.P. Cap Entertainment Ltd για συγκεκριμένη χρονική περίοδο ενός μηνός έναντι καθορισμένου ενοικίου €30.000, το οποίο ήταν πληρωτέο σε τρεις δόσεις των €10.000. Τη συμφωνία υπέγραψαν οι διευθυντές των δύο εταιρειών. Ως μάρτυρας στη συμφωνία υπέγραψε ο Εφεσείων, ο οποίος είχε συμφέρον από την εν λόγω συμφωνία, υπό την έννοια ότι εταιρεία του θα λάμβανε μέρος των εσόδων από τη χρήση του εξοπλισμού.
Την ίδια μέρα σε έγγραφο με τίτλο «ΕΓΓΥΗΣΗ» ο Εφεσείων υπέγραψε κάτω από τη λέξη «Εγγυητής» και έγραψε ολογράφως το όνομα του κάτω από τη λέξη «ΜΑΡΤΥΡΕΣ», η οποία βρισκόταν ακριβώς κάτω από την υπογραφή εγγυητή.
Η NGP κατέβαλε στην Εφεσίβλητη το ποσό των €20.000 έναντι του συμφωνηθέντος ποσού του ενοικίου. Λόγω παράλειψης της πρώτης να πληρώσει το υπόλοιπο, η Εφεσίβλητη ήγειρε αγωγή εναντίον της NGP και του Εφεσείοντα, ως εγγυητή, αξιώνοντας το ποσό των €10.000. Η Εφεσίβλητη εξασφάλισε απόφαση εναντίον της NGP λόγω παράλειψης καταχώρισης εμφάνισης εκ μέρους της, για το εν λόγω ποσό. Έτσι η αγωγή προχώρησε σε ακρόαση μόνο για τον Εφεσείοντα.
Ο Εφεσείων, στην υπεράσπιση του, αρνείτο ότι υπέχει ευθύνη εγγυητή, ισχυριζόμενος ότι όταν έθετε την υπογραφή του στο έγγραφο, πίστευε ότι υπέγραφε ως μάρτυρας. Σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι υπέγραψε αυτό ως εγγυητής, ισχυρίστηκε πως η εν λόγω εγγύηση δεν αφορούσε τη συμφωνία μίσθωσης εξοπλισμού αλλά αναφερόταν σε ενοικίαση υποστατικού και διαζευκτικά πως η εγγύηση ήταν άκυρη καθότι δόθηκε κατόπιν δόλου και ή απάτης και ή ψευδών παραστάσεων. Ισχυρίστηκε επίσης ότι, εν πάση περιπτώσει, η εγγύηση θα έπρεπε να απορριφθεί λόγω εφαρμογής του δόγματος non est factum. Ο Εφεσείων ήγειρε και ανταπαίτηση αξιώνοντας απόφαση ότι δεν παρείχε οποιαδήποτε εγγύηση και διαζευκτικά ότι η εγγύηση που υπέγραψε είναι άκυρη.
Η Εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι ο Εφεσείων υπέγραψε την εγγύηση οικειοθελώς και εν πλήρη γνώσει του περιεχομένου και φύσης του εν λόγω εγγράφου. Ισχυρίστηκε επίσης πως η συμφωνία και η εγγύηση αφορούσαν την ενοικίαση εξοπλισμού και πως η αναγραφή της λέξης «υποστατικού» στην εγγύηση ήταν τυπογραφικό λάθος και ήταν ξεκάθαρο σε όλους τους παρευρισκόμενους κατά την υπογραφή της συμφωνίας και της εγγύησης, συμπεριλαμβανομένου του Εφεσείοντα, ότι το έγγραφο αφορούσε εγγύηση για την ενοικίαση του εξοπλισμού.
Κατά την ακρόαση της αγωγής, έδωσαν μαρτυρία ο διευθυντής της Εφεσίβλητης, Μ.Ε.1, ο γιος του, γραμματέας και μέτοχος της, Μ.Ε.2 και ο Εφεσείων, Μ.Υ.1. Η υπογραφή της συμφωνίας ενοικίασης του εξοπλισμού και ακόμα η εναπόθεση της υπογραφής και η αναγραφή ολογράφως του ονόματος του Εφεσείοντα επί του εγγράφου εγγύησης αποτέλεσαν κοινό έδαφος μεταξύ των δύο πλευρών. Ουσιαστικά, όπως επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, η διαφωνία μεταξύ των μερών ήταν οι συνθήκες υπογραφής του εγγράφου εγγύησης και συνακόλουθα η εγκυρότητα ή μη αυτής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.2 δεν ήταν βοηθητική καθότι αυτός δεν γνώριζε ούτε και είχε σχέση είτε με τη σύνταξη των εγγράφων είτε με τις συνθήκες υπογραφής αυτών. Στο πλαίσιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας των Μ.Ε.1 και Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία και των δύο χαρακτηριζόταν από υπερβολές στην προσπάθεια τους να αποφύγουν να αναφέρουν οτιδήποτε δεν εξυπηρετούσε τις εκατέρωθεν θέσεις τους. Έτσι δέχθηκε μέρος της μαρτυρίας του καθενός.
Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα ήταν πως κατά την επίδικη συνάντηση στα γραφεία της εταιρείας συμφερόντων του Εφεσείοντα, παραδόθηκε από τον Μ.Ε.1 (πρόσωπο που ο Εφεσείων είδε για πρώτη φορά) αρχικά στον διευθυντή της NGP και ακολούθως στον Εφεσείοντα η συμφωνία ενοικίασης και το έγγραφο εγγύησης. Αφού αναγνώστηκε η συμφωνία ενοικίασης και το περιεχόμενο της κατέστη γνωστό στους παρευρισκόμενους, την υπέγραψαν οι διευθυντές των δύο εταιρειών. Ακολούθως η δέσμη εις διπλούν τέθηκε ενώπιον του Εφεσείοντα ο οποίος κατέγραψε το ονοματεπώνυμο του, τον αριθμό δελτίου ταυτότητας και έθεσε την υπογραφή του σε συγκεκριμένα σημεία, ως μάρτυρας, στη δεύτερη σελίδα της συμφωνίας. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Έπειτα, έστρεψε την προσοχή του στο έτερο έγγραφο της δέσμης, το οποίο επρόκειτο για το έντυπο εγγύησης, και ενώ, προηγουμένως, δεν έγινε καμία συζήτηση για το έντυπο αυτό, έχοντας, ωστόσο, αντιληφθεί ότι πρόκειται για εγγύηση που θα εδίδετο σε σχέση με τις ευθύνες της εναγόμενης 1 έναντι της ενάγουσας ως τούτες πηγάζουν από τους όρους της συμφωνίας μίσθωσης εξοπλισμού, χωρίς να διαβάσει λεπτομερώς το περιεχόμενο του, βλέποντας, όμως τον τίτλο «ΜΑΡΤΥΡΕΣ», στο κάτω μέρος του, έθεσε την υπογραφή του κάτω από τον τίτλο «Εγγυητής» και κατέγραψε το ονομεταπώνυμο του κάτω από τον τίτλο «ΜΑΡΤΥΡΕΣ». Όταν ενήργησε με τον τρόπο αυτό, οι δύο κενοί χώροι στην πρώτη γραμμή του εντύπου εγγύησης δεν ήταν συμπληρωμένοι.»
Οι δύο αυτοί χώροι αφορούσαν το όνομα και τον αριθμό δελτίου ταυτότητας του εγγυητή.
Με βάση τα ευρήματα του, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το θέμα της αναγραφής της λέξης «υποστατικού» στο έγγραφο εγγύησης μπορούσε να επιλυθεί μέσω της ερμηνευτικής οδού, χωρίς την ανάγκη διόρθωσης (rectification) αυτού. Κατέληξε ότι ήταν ξεκάθαρο σε όλους τους παρευρισκόμενους, πριν από την υπογραφή των εγγράφων, ότι η μόνη συμφωνία περί μίσθωσης αφορούσε τη σύμβαση μίσθωσης εξοπλισμού και ότι η εγγύηση αφορούσε σε εξασφάλιση της Εφεσίβλητης για τις ευθύνες της NGP σε σχέση με τη συγκεκριμένη σύμβαση μίσθωσης εξοπλισμού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε επίσης πως οι ισχυρισμοί περί δόλου και ή απάτης και ή ψευδών παραστάσεων δεν προωθήθηκαν ως ξεχωριστή υπεράσπιση αλλά στο πλαίσιο της υπεράσπισης του non est factum. Σε αυτή τη βάση, ήταν συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η σιωπή του Μ.Ε.1 αναφορικά με το έγγραφο εγγύησης δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ψευδής παράσταση και η συμπεριφορά του ως δόλια. Από τη στιγμή που δεν έγινε συζήτηση για το εν λόγω έγγραφο, ήταν ξεκάθαρο για τον Εφεσείοντα ότι επρόκειτο για εντελώς ξεχωριστό έγγραφο από τη συμφωνία μίσθωσης, χωρίς οιοσδήποτε να προέβη σε ισχυρισμό ή παράσταση ως προς τον χαρακτήρα αυτού ή τον σκοπό υπογραφής του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:
«Επομένως, με δεδομένη την κρίση του Δικαστηρίου, ότι ο εναγόμενος 2 πραγματικά πίστευε ότι υπέγραφε το έντυπο εγγύησης υπό εντελώς διαφορετική ιδιότητα από αυτή που το υπέγραψε, αυτό που κρίνεται σημαντικό και σχετικό με το δόγμα του non-est-factum, είναι το κατά πόσο ο εναγόμενος 2, υπό τις περιστάσεις, υπέδειξε την αναμενόμενη επιμέλεια που πρέπει να επιδεικνύει κάθε πρόσωπο, το οποίο γνωρίζει ότι υπογράφει επί ενός εντύπου συγκεκριμένου τύπου και χαρακτήρα.
[…] Θεωρώ ότι ο εναγόμενος 2, καθ’ ον χρόνο έθετε την υπογραφή του επί του εντύπου εγγύησης, δεν επέδειξε την επιμέλεια που αναμένεται να επιδεικνύεται από ένα μέσο συνετό πρόσωπο που υπογράφει επί ενός εντύπου εγγύησης, πόσω μάλλον όταν, το σημείο στο οποίο υπέγραψε, ευρίσκετο ακριβώς κάτω από τον τίτλο «Εγγυητής».
……………………………………………………………………………..
Με βάση τα πιο πάνω, είμαι της γνώμης ότι, τον μόνο που ο εναγόμενος 2 έχει να μέμφεται, είναι τον ίδιο τον εαυτό του για τον γενικά αμελή, αφελή και απρόσεκτο τρόπο δράσης του, όταν υπέγραψε το έντυπο εγγύησης. Υπενθυμίζεται, στο σημείο αυτό, ότι, το βάρος απόδειξης για την εφαρμογή του δόγματος non-est-factum, και ειδικότερα του ότι, πριν την υπογραφή του επιδίκου εγγράφου, επεδείχθη η αναμενόμενη αμέλεια και προσοχή, το φέρει ο διάδικος που επικαλείται την εφαρμογή του.»
Η αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αποτελούν αντικείμενο της Έφεσης. Με τους τρεις λόγους Έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα των συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν τύγχανε εφαρμογής το δόγμα non est factum, ότι η εγγύηση μπορούσε να ερμηνευθεί με τρόπο που να αφορούσε τη συμφωνία μίσθωσης του εξοπλισμού, χωρίς την ανάγκη διόρθωσης της, και ότι ο Εφεσείων είχε εγκαταλείψει την υπεράσπιση του δόλου και ή απάτης και ή ψευδών παραστάσεων ως αυτοτελή υπεράσπιση.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, το δόγμα non est factum όπως αναγνωρίστηκε στην Αγγλική υπόθεση Saunders v. Anglia Building Society [1971] A.C. 1004, υιοθετήθηκε και στην Κυπριακή νομολογία (βλ. Γεώργιος Εργατίδης v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφεση Αρ. 293/2012, ημερ. 7.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:A67, Τουτζικιάν κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1240, Κουταλιανός v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 476 και Αναστασίου v. Μιχαηλούδη (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 264).
Στην υπόθεση Εργατίδης (ανωτέρω) λέχθηκαν τα εξής:
«Η γενική αρχή είναι ότι η υπογραφή δεσμεύει (Saunders v. Anglia Building Society [1971] AC 1004, The Cyprus Development Bank Ltd v. Krini Evangelou Kyriacou (1989) 1 ΑΑΔ 96, Αναστασία Θεοδόση Αναστασίου ή David Guy ν. Χριστίνας Θεοδόση Μιχαηλούδη (1998) 1 ΑΑΔ 264, Τουτζικιάν κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Χρηματοδοτήσεις Λτδ (2003) 1 ΑΑΔ 1240). Είναι πολύ στενά τα περιθώρια ώστε να αποφύγει κάποιος την ευθύνη που εκ πρώτης όψεως δημιουργεί η υπογραφή του, κατάσταση που έρχεται σε αντίθεση με την επιβεβλημένη εμπιστοσύνη στις έγγραφες συμφωνίες και πράξεις και συνεπώς με την αναγκαία εμπιστοσύνη και ασφάλεια στις συναλλαγές.
Κατ΄αρχάς θα πρέπει εκείνος που επιδιώκει να αποδεσμευθεί από τις συνέπειες που κανονικά επιφέρει η υπογραφή του, να καταδείξει, στα πλαίσια της υπεράσπισης non est factum, ότι η υπογραφή του τέθηκε λόγω ανικανότητας, ως η τυφλότητα ή ο αναλφαβητισμός, ή λόγω παραπλάνησης ή δόλου, παρά την επιμέλεια και προσοχή που επέδειξε. Θα πρέπει, επίσης, το έγγραφο να είναι εντελώς διαφορετικό, υπό την έννοια ότι εντάσσεται σε διαφορετική κατηγορία εγγράφων.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια εκτενή ανάλυση της νομολογίας και των νομικών αρχών που διέπουν το δόγμα non est factum. Αναφέρθηκε στην υπόθεση Saunders (ανωτέρω) και στο σύγγραμμα Το Δίκαιο των Συμβάσεων, Πολύβιος Γ. Πολυβίου, Τόμος Α, σελ. 387-388, όπου γίνεται μια διαφωτιστική σύνοψη των εν λόγω αρχών. Τις συνοψίζουμε ως εξής:
(i) Για να μπορέσει κάποιο πρόσωπο να επικαλεστεί την υπεράσπιση non est factum θα πρέπει να πρόκειται για πρόσωπα τυφλά ή που δεν μπορούν να διαβάσουν ή έχουν τύχει παραπλάνησης από το άλλο συμβαλλόμενο μέρος και έχουν υπογράψει ενώ τελούσαν υπό πλάνη σε σχέση με τον χαρακτήρα του εγγράφου.
(ii) Η πλάνη θα πρέπει να αφορά όχι στο περιεχόμενο αλλά στον χαρακτήρα του εγγράφου.
(iii) Η επίκληση της υπεράσπισης non est factum δεν επιτρέπεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή πριν υπογράψει το έγγραφο.
Oι ίδιες αρχές αναφέρονται και στο` σύγγραμμα Chitty on Contracts, 25 έκδοση, Τόμος Ι, σελ. 500-504, παρ. 5-049 – 5-056.
Βασική απόφαση στη διαμόρφωση της πιο πάνω νομικής αρχής υπήρξε η υπόθεση Foster v. Mackinnon (1869) LR 4 CP 704 στην οποία λέχθηκε πως η υπεράσπιση non est factum θα μπορούσε να επιτύχει μόνο αν ο συμβαλλόμενος παραπλανήθηκε από τον άλλο συμβαλλόμενο με σκοπό τη δημιουργία εσφαλμένης εντύπωσης, αναφορικά με το περιεχόμενο και τη φύση του εγγράφου που υπέγραψε.
Ο Εφεσείων απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στην ύπαρξη λάθους (mistake) ως προς τη φύση του εγγράφου το οποίο ο ίδιος πίστευε ότι υπέγραφε και στο ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατεδείκνυαν δόλο εκ μέρους του Μ.Ε.1. Θεωρούμε ότι οι αρχές που διέπουν το δόγμα έχουν εκτεθεί ανωτέρω και είναι αυτές στις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο επικεντρώθηκε για να καταλήξει στο τελικό του συμπέρασμα περί μη εφαρμογής του στα υπό κρίση γεγονότα.
Ειδικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε συζήτηση ή καθοδήγηση από τον Μ.Ε.1 ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο προς τον Εφεσείοντα αναφορικά με το έγγραφο εγγύησης κατά την επίδικη συνάντηση όπου υπεγράφησαν η συμφωνία και η εγγύηση. Συνεκτίμησε επίσης ότι το έγγραφο εγγύησης ήταν ξεχωριστό έγγραφο στη δέσμη που είχε παραδοθεί στον Εφεσείοντα για υπογραφή και φαινόταν καθαρά ο τίτλος αυτού και τα σημεία υπογραφής ως εγγυητή και μάρτυρα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε πως ακόμα και αν ο Εφεσείων πίστευε ότι υπέγραφε το έγγραφο εγγύησης υπό διαφορετική ιδιότητα, αυτός δεν επέδειξε την αναμενόμενη επιμέλεια που πρέπει να επιδεικνύει κάθε πρόσωπο που υπογράφει επί ενός εντύπου, ειδικά εφόσον υπέγραψε κάτω από τη λέξη με τίτλο «Εγγυητής» ο οποίος μάλιστα ήταν καταγεγραμμένος με τονισμένη γραφή και υπογραμμισμένος. Ορθά παρατήρησε ακόμα πως ο χώρος για την υπογραφή μάρτυρα επί του εγγράφου εγγύησης διέφερε κατά πολύ από το σημείο υπογραφής μάρτυρα επί της ίδιας της συμφωνίας μίσθωσης, με αποτέλεσμα αν επεδείκνυε τη δέουσα επιμέλεια θα παρατηρούσε ότι υπέγραφε κάτω από τον τίτλο του εγγυητή. Ήταν επίσης σαφές ότι, σε αντίθεση με τη συμφωνία μίσθωσης, όπου γνώριζε ποιων προσώπων τη γνησιότητα υπογραφής μαρτυρούσε, κατά την υπογραφή του εγγράφου εγγύησης δεν υπήρχε υπογραφή οποιουδήποτε προσώπου τη γνησιότητα της οποίας να μπορούσε να εκλάβει ότι μαρτυρούσε.
Στην Αναστασίου Μιχαηλούδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 264, έγινε αναφορά στην Gallie v. Lee [1971] A.C. 1004, με παραπομπή στο πιο κάτω απόσπασμα:
«... a person who signs a document, and parts with it so that it may come into other hands, has a responsibility, that of the normal man of prudence, to take care what he signs, which, if neglected, prevents him from denying his liability under the document according to its tenor. I would add that the onus of proof in this matter rests upon him, i.e. to prove that he acted carefully, and not upon the third party to prove the contrary.”
Σε μετάφραση:
«Πρόσωπο που υπογράφει έγγραφο, και το αποχωρίζεται με τρόπο που μπορεί να περιέλθει στα χέρια άλλων, έχει ευθύνη, εκείνη του συνηθισμένου σώφρονα ανθρώπου να προσέχει τι υπογράφει, ώστε, αν δεν το πράξει εμποδίζεται από του να αρνηθεί την ευθύνη του με βάση το έγγραφο και σύμφωνα με το περιεχόμενο του. Θα προσέθετα ότι το βάρος απόδειξης ευρίσκεται στους ώμους του, δηλαδή να αποδείξει ότι ενήργησε επιμελώς, και όχι επί των ώμων του τρίτου προσώπου να αποδείξει το αντίθετο».
Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Πίττας v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ κ.ά. (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 110, από τη στιγμή που ο Εφεσείων δέχθηκε την υπογραφή του, τότε δεσμεύεται από το έγγραφο, εκτός αν επιτύγχανε στην υπεράσπιση non est factum.
Το γεγονός ότι κατά το στάδιο της υπογραφής του εγγράφου εγγύησης, σε αυτό δεν ήταν συμπληρωμένο το όνομα και ο αριθμός ταυτότητας του προτιθέμενου εγγυητή, κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν είχε σημασία. Εκείνο που καθόριζε την πράξη του εγγυητή ήταν η υπογραφή του κάτω από τον τίτλο «Εγγυητής» και όχι η περιγραφή του προσώπου στο κείμενο αυτού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέκρινε επίσης υποθέσεις στις οποίες είχε αποδειχθεί κάποια εξώθηση στην υπογραφή, από δόλια συμπεριφορά, όπως π.χ. επίδειξη εμπιστοσύνης σε πρόσωπο με το οποίο ο υπογράφων συνδεόταν με πολυετή φιλική σχέση και κάλυψη του περιεχομένου του εγγράφου με τρόπο που δεν ήταν ορατό και αντιληπτό ότι ο τελευταίος υπέγραφε ως εγγυητής. Στην υπό κρίση περίπτωση, ο Εφεσείων και ο Μ.Ε.1 δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, δεν ελέχθη οτιδήποτε μεταξύ τους και το έντυπο εγγύησης παρουσιάστηκε ολόκληρο και δεν είχε καλυφθεί οποιοδήποτε μέρος αυτού.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν της υπογραφής της εγγύησης δεν έχουν σχέση με το κατά πόσο ο Μ.Ε.1 επέδειξε δόλια συμπεριφορά έναντι του Εφεσείοντα. Ο Εφεσείων εισηγείται ότι η μετέπειτα παράλειψη του ΜΕ1 να τον ενημερώσει πως υπέγραψε ως εγγυητής δείχνει κακή πίστη. Εκείνο που έχει σημασία είναι η συμπεριφορά η οποία ωθεί και προκαλεί το υπό κρίση πρόσωπο να υπογράψει ένα έγγραφο και όχι οι μετέπειτα πράξεις ή παραλείψεις του.
Με βάση όσα αναφέρονται ανωτέρω, ικανοποιούμαστε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε πιστά και ορθά τις νομικές αρχές που διέπουν το δόγμα non est factum στα υπό κρίση γεγονότα, με βάση τα ευρήματα του, και δεν διαπιστώνεται οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης μας.
Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το έγγραφο εγγύησης ήταν έγκυρο ως προς το αντικείμενο της εγγύησης και δεν έχρηζε διόρθωσης.
Στο έγγραφο εγγύησης αναγραφόταν ότι η εγγύηση αφορούσε «την τήρηση του παρόντος Εγγράφου, στο σύνολο του και/ή την τήρηση όλων των όρων αυτού, μέχρι και της παράδοσης του Υποστατικού από τον Ενοικιαστή στον Ιδιοκτήτη και μέχρι την πλήρη και τελεία εξόφληση όλων των οφειλομένων ποσών δυνάμει της παρούσης συμφωνίας». Ήταν εύλογη η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η λέξη «υποστατικό» δεν μπορούσε να σημαίνει εξοπλισμό, που ήταν το αντικείμενο της συμφωνίας μίσθωσης.
Η διόρθωση συμφωνίας επιτρέπεται στις περιπτώσεις όπου τα μέρη έχουν καταλήξει σε συμφωνία για το συγκεκριμένο θέμα και η αναφορά αυτής της προφορικής συμφωνίας στο γραπτό κείμενο δεν αντικατοπτρίζει τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα (βλ. Chitty on Contracts (ανωτέρω), σελ. 506, παρ. 5-058 και Το Δίκαιο των Συμβάσεων (ανωτέρω) σελ. 389-394). Οι σύγχρονες εξελίξεις στον τομέα της ερμηνείας εγγράφων και γενικά των συμβάσεων έχουν καθιερώσει τη διαδικασία διόρθωσης συμφωνίας μέσω της ερμηνευτικής οδού, όπου είναι προφανές ότι κάποιο λάθος έγινε στη σύνταξη, έτσι ώστε η ερμηνεία με βάση τη συνήθη γραμματική έννοια της λέξης να οδηγεί σε ένα παράλογο αποτέλεσμα το οποίο δεν συνάδει με το υπόλοιπο κείμενο ή τις λοιπές περιστάσεις που περιβάλλουν τη συμφωνία. Χρήσιμη ανάλυση παρέχεται στο Chitty on Contracts (ανωτέρω), σελ. 507-509, παρ. 5-060.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια εκτενή ανάλυση των νομικών αρχών που διέπουν το ζήτημα. Παρέπεμψε ειδικά στο σύγγραμμα Chitty on Contracts, 31η έκδοση, Τόμος ΙΙ, παρ. 44-064 και στην υπόθεση Vodafone Ltd v. GNT Holdings UK. [2004] All E.R. (D) 194 (Mar), στην οποία στη συμφωνία εγγύησης είχε καταγραφεί λανθασμένα το όνομα της εταιρείας που εξασφαλιζόταν από τη συμφωνία εγγύησης, ήτοι ότι η εταιρεία Α εγγυάτο τις υποχρεώσεις της θυγατρικής της εταιρείας, Β, προς εξασφάλιση της εταιρείας Γ, ενώ η μόνη εταιρεία που συμβλήθηκε με την εταιρεία Β και προς εξασφάλιση της οποίας θα διδόταν η εγγύηση ήταν η εταιρεία Δ, η οποία ανήκε στον ίδιο όμιλο εταιρειών με την εταιρεία Γ. Εκεί λέχθηκε ότι κάτι πήγε λάθος στη σύνταξη του εγγράφου εγγύησης και ότι αν αυτό ερμηνευόταν με τη γραμματική και πραγματική έννοια, θα ήταν μια εμπορική παρανόηση. Έτσι το Δικαστήριο προχώρησε και ερμήνευσε τη συμφωνία με τρόπο που να εννοείτο ότι η εταιρεία Α με τη συγκεκριμένη εγγύηση παρείχε εξασφάλιση προς την εταιρεία Δ και όχι τη Γ.
Ακολουθώντας τις πιο πάνω αρχές και την απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως «αβίαστα προκύπτει ότι κάτι πήγε στραβά κατά τη σύνταξη του εντύπου εγγύησης και ότι, το να δοθεί στον όρο «υποστατικό» η γραμματική του ερμηνεία, αυτό θα αποτελούσε ανοησία». Ήταν ορθή η διαπίστωση του πως ήταν ξεκάθαρο σε όλους τους παρευρισκόμενους, πριν από την υπογραφή των εγγράφων, ότι η μόνη συμφωνία μεταξύ της και της Εφεσίβλητης περί μίσθωσης, αφορούσε τον εξοπλισμό και ότι το έντυπο εγγύησης αφορούσε σε εξασφάλιση της NGP για τις ευθύνες της Εφεσίβλητης σε σχέση με τη συγκεκριμένη σύμβαση μίσθωσης εξοπλισμού. Εκείνο που ζητείτο με την εγγύηση ήταν ο ορθός προσδιορισμός της ευθύνης της NGP έναντι της Εφεσείουσας σε σχέση με τη συμφωνία μεταξύ τους, ώστε να καθίστατο ξεκάθαρος ο σκοπός για τον οποίο δόθηκε η εγγύηση.
Ήταν εύστοχη η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η υπό κρίση δεν ήταν περίπτωση όπου με τη διόρθωση εγγράφου ζητείτο η προσθήκη μη αναγραφόμενου επί του εντύπου εγγύησης όρου ή η αναγνώριση ή δημιουργία ευθύνης ή δικαιώματος του εξασφαλισμένου πιστωτή, ή ακόμα η απάλειψη ευθύνης του εγγυητή. Άλλωστε, σημειώνουμε πως ουδέποτε ήταν η θέση του Εφεσείοντα ότι θεωρούσε πως η συνάντηση και η υπογραφή των εγγράφων αφορούσε οτιδήποτε άλλο εκτός από τη μίσθωση του εξοπλισμού.
Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, και εφόσον ουδέποτε υπήρχε στο μυαλό οποιουδήποτε των μερών ότι το συγκεκριμένο έγγραφο αφορούσε οποιαδήποτε άλλη συμφωνία, πλην της συμφωνίας μίσθωσης του εξοπλισμού, ήταν ορθή η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο να καταλήξει ότι η καταγραφή της λέξης «υποστατικού» δεν καθιστούσε την εγγύηση άσχετη με τη συμφωνία μίσθωσης του εξοπλισμού και δεν απάλλασσε τον Εφεσείοντα από την ευθύνη του ως εγγυητή αυτής.
Και ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε πως ο Εφεσείων είχε εγκαταλείψει την υπεράσπιση περί δόλου και ή απάτης και ή ψευδών παραστάσεων ως ανεξάρτητη αυτοτελή υπεράσπιση.
Στην υπεράσπιση του, ο Εφεσείων, σε ξεχωριστή παράγραφο επικαλείτο δόλο και ή απάτη και ή ψευδείς παραστάσεις και παρέχονταν λεπτομέρειες αυτών. Κάποιες εξ αυτών ανέφερε στη Γραπτή του Δήλωση η οποία αποτέλεσε την κυρίως εξέταση του. Συγκεκριμένα, απέδωσε δόλο στον Μ.Ε.1 με το να του παραδώσει το έγγραφο εγγύησης μαζί με τη συμφωνία, χωρίς όμως να του αναφέρει οτιδήποτε σε σχέση με αυτή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι τέτοια υπεράσπιση δεν προωθήθηκε ως ξεχωριστή υπεράσπιση μέσω της αγόρευσης του δικηγόρου του στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας, στη βάση του ότι εκεί γινόταν αναφορά σε δόλο και ή απάτη και ή ψευδείς παραστάσεις ως συνθήκες που δικαιολογούσαν την εφαρμογή του non est factum, εξού και η παραπομπή αφορούσε αποκλειστικά το εν λόγω δόγμα.
Θεωρούμε ότι αυτή η διαπίστωση δεν βρίσκει έρεισμα στο περιεχόμενο της αγόρευσης. Στην αγόρευση του ο Εφεσείων παρέπεμψε ρητά στα άρθρα 13 και 14 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, τα οποία αφορούν στη συναίνεση μεταξύ των μερών σε συμφωνία και ότι αυτή δεν είναι ελεύθερη αν προκαλείται με απάτη και ή ψευδή παράσταση. Παρέπεμψε και στις λεπτομέρειες δόλου και προέβη σε εισήγηση πως το έγγραφο εγγύησης δεν είναι έγκυρο και σε ξεχωριστή εισήγηση πως αυτό δόθηκε κατόπιν δόλου και ή απάτης και ή ψευδών παραστάσεων και ή απόκρυψης από πλευράς του Μ.Ε.1 και της NGP.
Υπό το φως αυτών των δεδομένων, ο Εφεσείων προώθησε μέχρι τέλους την υπεράσπιση αυτή ως ξεχωριστή υπεράσπιση, χωρίς να έχει σημασία κατά πόσο έγινε παραπομπή σε σχετική νομολογία ή όχι. Η θέση αυτή εκφράστηκε μέχρι τέλους της διαδικασίας.
Από το περιεχόμενο της πρωτόδικης απόφασης, προκύπτει ότι τελικώς το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τη συγκεκριμένη υπεράσπιση. Όπως ήδη επισημάναμε, ορθά κατέληξε ότι η σιωπή του Μ.Ε.1 δεν συνιστούσε με οποιονδήποτε τρόπο απάτη, παράσταση ή παραπλάνηση προς τον Εφεσείοντα, δεδομένων και των υπόλοιπων συνθηκών της παράδοσης όλων των εγγράφων, της ανάγνωσης της συμφωνίας και υπογραφής αυτής από τα συμβαλλόμενα μέρη και τον Εφεσείοντα ως μάρτυρα, χωρίς ουδέποτε να συζητηθεί ή τεθεί θέμα ότι ο Εφεσείων υπέγραφε μόνο ως μάρτυρας των υπογραφών στη συμφωνία και παραδίδοντας το έγγραφο εγγύησης στον Εφεσείοντα αυτούσιο ούτως ώστε όλο το περιεχόμενο του να ήταν πλήρως ορατό και κατανοητό από τον τελευταίο.
Επομένως, και ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.
Η Έφεση απορρίπτεται.
€3.200 έξοδα Έφεσης, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντος.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο