
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 164/17
9 Σεπτεμβρίου, 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΛΑΖΑΡΟΣ ΛΑΖΑΡΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Εφεσείων,
ν.
ΑΝΔΡΕΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Εφεσίβλητου.
..................
Λ. Λυσάνδρου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Χαριλάου, για Απόστολο Γεωργίου, για τον Εφεσίβλητο.
.......................
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη
και θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία εκδόθηκε συνοπτική απόφαση υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον του Εφεσείοντα για το ποσό των €5.000 πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα.
Η αγωγή αφορούσε αξίωση για το εν λόγω ποσό δυνάμει δύο επιταγών του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Λεμεσού για το ποσό των €2.500 εκάστη, οι οποίες κατ’ ισχυρισμό εκδόθηκαν από τον Εφεσείοντα προς τον Εφεσίβλητο έναντι καλού και νόμιμου ανταλλάγματος και δεν τιμήθηκαν λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων.
Ακολούθησε αίτηση του Εφεσίβλητου για την έκδοση συνοπτικής απόφασης, στη βάση του ότι οι επιταγές εκδόθηκαν έναντι καλού και νόμιμου ανταλλάγματος, ήτοι δανείου από τον Εφεσείοντα προς τον Εφεσίβλητο και ο Εφεσείων στερείτο υπεράσπισης. Οι λόγοι ένστασης ήταν βασικά ότι ο Εφεσείων έχει καλή υπεράσπιση και ότι οι επίδικες επιταγές δεν εκδόθηκαν έναντι καλού ανταλλάγματος καθότι ο Εφεσείων δεν γνώριζε, ούτε και είχε ποτέ δανειστεί χρήματα από τον Εφεσίβλητο.
Η ακρόαση της αίτησης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων των διαδίκων που συνόδευαν την αίτηση και την ένσταση αντίστοιχα.
Η Δ.18 θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Θεσμών που διέπει την έκδοση συνοπτικής απόφασης, ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, προνοεί ότι ο ενάγων - αιτητής θα πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο πως:
(i) καταχωρίστηκε ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα,
(ii) ο εναγόμενος καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης, και
(iii) ο αιτητής επαληθεύει το αγώγιμο δικαίωμα και δηλώνει ότι εξ’ όσον γνωρίζει ο εναγόμενος στερείται υπεράσπισης στην αγωγή.
Αφού ικανοποιηθούν οι εν λόγω προϋποθέσεις, το Δικαστήριο εκδίδει συνοπτική απόφαση εκτός αν ο εναγόμενος ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι διαθέτει καλή υπεράσπιση επί της ουσίας ή αποκαλύπτει γεγονότα που θεωρούνται ικανοποιητικά για να του δοθεί η ευκαιρία να προβάλει την υπεράσπιση του (βλ. Μεττή κ.ά. v. Τράπεζας Κυπρου Λτδ (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 417).
Με την προσβαλλόμενη απόφαση το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι πληρούνταν όλες οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις για την έκδοση συνοπτικής απόφασης και ότι ο Εφεσείων «δεν έπεισε το δικαστήριο και γενικά δεν προέβαλε οποιαδήποτε καλή υπεράσπιση» παραθέτοντας τους λόγους.
Με τέσσερις λόγους έφεσης ο Εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης αναφορικά με τη μη ύπαρξη καλής υπεράσπισης.
Με δεδομένη τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ικανοποιούνταν και οι τρεις πιο πάνω προϋποθέσεις, έπεται ότι το βάρος είχε μετατεθεί στον Εφεσείοντα να καταδείξει καλόπιστα την ύπαρξη δικάσιμου θέματος - βλ. Kyprianides v. Ioannou (1966) 1 C.L.R. 265.
Όπως προκύπτει από τις υποθέσεις Ζερβός ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1968 και Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ (υπό εκκαθάριση) κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 418, αυτό που αναμένεται να δείξει ο εναγόμενος είναι ότι έχει καλή ή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Χαρακτηριστικά παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Εμπορική Εταιρεία Λούκος (ανωτέρω):
«Συνοπτική απόφαση δεν εκδίδεται όπου προβάλλονται σχετικοί με το θέμα ισχυρισμοί που θα μπορούσαν, όσο απομακρυσμένη και αν φαίνεται η πιθανότητα επιτυχίας, να δικαιολογήσουν τη διεξαγωγή κανονικής δίκης. Εφόσον προκύπτει μεταξύ των διαδίκων διαφορά που χρήζει επίλυσης, ο εναγόμενος δεν στερείται της δυνατότητας υπεράσπισης και προβολής σχετικής επί του θέματος ανταπαίτησης, με εκ των προτέρων υπολογισμούς αναφορικά με τις πιθανότητες επιτυχίας και με ευρήματα έξω από το πλαίσιο δίκης στην αγωγή. Συνοπτική απόφαση εκδίδεται μόνο όπου το Δικαστήριο διαπιστώνει πως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα διαφορά ώστε να δικαιολογείται η δίκη. Τέτοια διαπίστωση γίνεται όταν το πράγμα είναι προφανές και όχι ως εγχείρημα αξιολόγησης και στάθμισης. Αυτή είναι η φιλοσοφία της Δ.18.»
Στην υπόθεση Χαράκης v. Βρυώνη, Πολ. Έφ. 28/2017, ημ. 24.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:A461, λέχθηκε ότι η διαδικασία για συνοπτική απόφαση αποτελεί εξαιρετικό μέτρο και εφαρμόζεται μόνο όπου η υπόθεση του ενάγοντα είναι ξεκάθαρη και «είναι προφανές πέραν από λογική αμφιβολία ότι ο εναγόμενος δεν έχει καλή υπεράσπιση». Αναφέρθηκαν επίσης τα εξής:
«Ό,τι απαιτείται από τον εναγόμενο είναι να δείξει πως υπάρχει δικάσιμο θέμα «ανεξάρτητα αν το δικαστήριο πιστεύει πως τελικά η προβαλλόμενη υπεράσπιση μπορεί να μην επιτύχει», κριτήριο το οποίο δεν ικανοποιείται χωρίς την παροχή λεπτομερειών σε λογική έκταση, (βλ. N. V. Caterchef Ltd v P.C.P. Electronics Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 1912). Υπενθυμίζουμε συναφώς και την αναφορά στην υπόθεση Λαζάρου κ.ά ν Μακεδόνα (1999) 1 ΑΑΔ 817,822 ότι, «όπου η υπεράσπιση μπορεί να περιγραφεί ως κάτι περισσότερο από σκιώδης αλλά λιγότερο από πιθανή, θα πρέπει να δίδεται άδεια για υπεράσπιση».»
Είναι σαφές από τη νομολογία πως στο πλαίσιο εξέτασης αίτησης για συνοπτική απόφαση το Δικαστήριο περιορίζεται στη διαπίστωση κατά πόσο ο εναγόμενος έχει εγείρει τέτοια υπεράσπιση που δεν μπορεί εκ προοιμίου να θεωρηθεί ως παντελώς ανυπόστατη ή απίθανη, έστω και αν έχει λίγες πιθανότητες επιτυχίας, ούτως ώστε να πρέπει να του δοθεί η ευκαιρία να την προβάλει.
Στην υπό κρίση περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε ορθά τις νομικές αρχές που διέπουν το ζήτημα, αλλά δεν τις εφάρμοσε ορθά και ξεπέρασε το πλαίσιο εξέτασης του κατά πόσο ο Εφεσείων κατέδειξε καλή υπεράσπιση, προβαίνοντας σε αξιολόγηση επί της ουσίας των ισχυρισμών του, κάτι το οποίο άπτεται τελικής και ουσιαστικής αξιολόγησης και όχι της εξέτασης που απαιτείται σε αυτό το στάδιο.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως η καταγγελία από τον Εφεσείοντα στην αστυνομία δεν συνδέεται με τις επίδικες επιταγές επειδή αυτές αφορούν σε διαφορετικό τραπεζικό ίδρυμα. Τόσο στην έκθεση απαίτησης όσο και στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για συνοπτική απόφαση, γίνεται αναφορά σε δύο επιταγές με συγκεκριμένους αριθμούς του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Λεμεσού Λτδ, οι οποίες επισυνάπτονται ως τεκμήρια στην ένορκη δήλωση. Στην αρχική ένορκη δήλωση στην ένσταση ο Εφεσείων αρνείται τους ισχυρισμούς του Εφεσίβλητου και παραδέχεται μόνο ότι οι επίδικες επιταγές δεν εξαργυρώθηκαν από την τράπεζα. Αναφέρει περαιτέρω ότι τις επίδικες επιταγές μαζί με άλλες δώδεκα που εκδόθηκαν από το βιβλιάριο επιταγών του, του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Γερμασόγειας, και κυκλοφόρησαν σε διάφορους εμπόρους, δεν τις υπέγραψε ο ίδιος και προς τούτο προέβη σε καταγγελία στο ΤΑΕ Λεμεσού. Επισυνάπτει Βεβαίωση του ΤΑΕ Λεμεσού ότι προέβη σε σχετική καταγγελία αναφορικά με 14 επιταγές από το βιβλιάριο επιταγών του, του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Γερμασόγειας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν υπήρχε διασύνδεση των επίδικων επιταγών με τη σχετική καταγγελία καθότι αυτές αφορούσαν διαφορετικά τραπεζικά ιδρύματα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως προχώρησε και ανέφερε ότι ακόμα και αν οι επιταγές ήταν του ίδιου τραπεζικού ιδρύματος, ο Εφεσείων δεν ανέφερε πώς απώλεσε τις επιταγές ή ακόμα το βιβλιάριο επιταγών, και ότι το περιεχόμενο της καταγγελίας δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει καλή υπεράσπιση καθότι θα αναμενόταν λογικά ο Εφεσείων να προέβαινε σε καταγγελία είτε για το αδίκημα της πλαστογραφίας, είτε της απάτης, είτε των ψευδών παραστάσεων, από τη στιγμή που ισχυρίζεται πως η υπογραφή δεν είναι δική του, κάτι το οποίο δεν έχει γίνει.
Διέλαθε την προσοχή του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων αναφερόταν στις επίδικες επιταγές. Η υπό κρίση περίπτωση διαφέρει από την υπόθεση Παύλου v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1051, στην οποία ήταν σαφές ότι στην ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης – εκεί αιτήτριας επισυναπτόταν το επίδικο συμβόλαιο ενοικιαγοράς που αφορούσε όχημα μάρκας Mazda ενώ στην ένορκη δήλωση της ένστασης ο εφεσείων – εκεί καθ’ ου, είχε επισυνάψει έγγραφο το οποίο αναφερόταν σε άλλη ενοικιαγορά για άλλο αυτοκίνητο μάρκας Ford. Κρίθηκε ως ορθή η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ουδεμία υπεράσπιση είχε προβληθεί που να είχε σχέση με την απαίτηση της εφεσίβλητης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αρκέστηκε στη διαπίστωση του κατά πόσο αποκαλύπτεται καλή ή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ή συζητήσιμο θέμα, αλλά προέβη σε αξιολόγηση των ισχυρισμών του Εφεσείοντα, προβαίνοντας σε συμπεράσματα τόσο ως προς το αληθές και λογικό των θέσεων και της όλης συμπεριφοράς του, ξεφεύγοντας εντελώς από το πλαίσιο εξέτασης της αίτησης για συνοπτική απόφαση. Σχετικά παραπέμπουμε στην υπόθεση Λευκίδου v. Κανναουρίδη (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 528.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως αιτήματα γραφολογικής εξέτασης της υπογραφής των επιταγών δεν θα είχαν βαρύτητα στο πλαίσιο της υπό κρίση διαδικασίας.
Επί τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αρχικώς ότι η αναφορά του Εφεσείοντα πως δεν μπορούσε να γίνει γραφολογική εξέταση των επιταγών επειδή αυτές είχαν κατατεθεί από τον Εφεσίβλητο ως τεκμήρια στην αίτηση για συνοπτική απόφαση δεν ευσταθεί. Συνέχισε δε ότι, εν πάση περιπτώσει, τέτοια γραφολογική εξέταση «δεν θα είχε οποιαδήποτε αποδεικτική βαρύτητα στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας» εφόσον οι επιταγές αφορούν άλλο τραπεζικό ίδρυμα. Το ζήτημα του ιδρύματος έχει αναλυθεί ανωτέρω. Επιπλέον, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εντελώς ανεπίτρεπτα, μιλά για αποδεικτική βαρύτητα, στοιχείο το οποίο δεν εξετάζεται σε αυτό το στάδιο και πλαίσιο.
Οι διαπιστώσεις μας αναφορικά με τους δύο πρώτους λόγους έφεσης οδηγούν σε επιτυχία και τον τέταρτο λόγο έφεσης, καθότι αυτός αφορά στο ότι το Δικαστήριο προέβη στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης και σε αξιολόγηση γεγονότων.
Κατά την εξέταση της αίτησης για συνοπτική απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να διαπιστώσει ότι η προβολή ισχυρισμών περί μη υπογραφής των επίδικων επιταγών από τον Εφεσείοντα, όσο και δώδεκα άλλων επιταγών από το ίδιο βιβλιάριο επιταγών του, περί καταγγελίας στην Αστυνομία και περί μη γνωριμίας του με τον Εφεσίβλητο και μη συνεργασίας και δοσοληψίας μαζί του ήταν ικανή να καταδείξει καλόπιστη υπεράσπιση, ούτως ώστε να παρείχετο το δικαίωμα στον Εφεσείοντα να προβάλει την υπεράσπιση του.
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις οδηγούν στην επιτυχία της Έφεσης, χωρίς την ανάγκη ενασχόλησης με τον τρίτο λόγο έφεσης.
Σύμφωνα με όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω, η Έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση με την οποία εκδόθηκε συνοπτική απόφαση παραμερίζεται και η αίτηση για συνοπτική απόφαση απορρίπτεται.
Τα έξοδα της αίτησης για συνοπτική απόφαση επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον του Εφεσίβλητου, όπως υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το αρμόδιο Δικαστήριο και θα είναι πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας της αγωγής. Ενόψει του ότι έχει ήδη καταχωριστεί υπεράσπιση, δίδονται οδηγίες όπως ακολουθηθούν οι Θεσμοί και η αγωγή οριστεί το συντομότερο για ακρόαση ενώπιον αρμόδιου Δικαστή.
€2.000 έξοδα Έφεσης, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον του Εφεσίβλητου.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο