ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Π. Τ. ΜΕ Α.Δ.Τ. [ ] ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, Πολιτική Αίτηση Αρ. 174/2025, 5/9/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Π. Τ. ΜΕ Α.Δ.Τ. [ ] ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, Πολιτική Αίτηση Αρ. 174/2025, 5/9/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 174/2025)

                                                                                                            (i-justice)

 

 5 Σεπτεμβρίου, 2025

 

 

[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Π. Τ. ΜΕ Α.Δ.Τ. [ ] ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ  ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΑΤΑΚΡΑΤΗΣΗΣ ΤΕΚΜΗΡΙΩΝ ΗΜΕΡ. 14/07/25, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΡ. ΑΙΤ. 65/25 ΤΟΥ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑ 1714, ΔΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΡΑΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΤΕΚΜΗΡΙΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΝ ΣΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 33 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 155.

_____________________________________________________________________

 

 

 

Αλ. Κληρίδης, για Φοίβος Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ για τον Αιτητή.

_________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Κατόπιν αιτήματος της Αστυνομίας υποστηριζόμενου από Ένορκη Δήλωση του Αστυφύλακα 1714,                        Π. Κωνσταντίνου, του ΤΑΕ Επιχειρήσεων του Τμήματος Καταπολέμησης του Αρχηγείου Αστυνομίας, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (εφεξής Κατώτερο Δικαστήριο) εξέδωσε στις 14/7/2025, Διάταγμα Κατακράτησης Τεκμηρίων μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας σε σχέση με αυτά.

 

Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίχθηκε η Αίτηση της Αστυνομίας για την έκδοση του υπό κρίση Διατάγματος όπως αυτά αναδύονται από την Ένορκη Δήλωση του Αστυφύλακα 1714, Π. Κωνσταντίνου, του ΤΑΕ(Ε) του Τμήματος Καταπολέμησης του Αρχηγείου Αστυνομίας, είχαν ως εξής:

 

Αφού προηγήθηκε χειρόγραφο σημείωμα κατάδικου με το οποίο εξέφραζε την επιθυμία να μιλήσει σε μέλη της Αστυνομίας αναφορικά με κάποια θέματα που συμβαίνουν εντός των Κεντρικών Φυλακών, μέλη του ΤΑΕ(Ε) Αρχηγείου μετέβηκαν στις Κεντρικές Φυλακές και συναντήθηκαν με τον εν λόγω κατάδικο ο οποίος, μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι ο Αιτητής, ο οποίος είναι Αρχιδεσμοφύλακας και επικεφαλής της Πτέρυγας 10 των Κεντρικών Φυλακών συνεργάζεται με άλλους κατάδικους της εν λόγω Πτέρυγας  με σκοπό το χρηματικό όφελος.  

 

Ο συγκεκριμένος κατάδικος ανέφερε ότι προτίθετο να προβεί σε κατάθεση και να παραθέσει στοιχεία και ονόματα εμπλεκόμενων προσώπων, υπό την προϋπόθεση ότι θα μετακινόταν ο Αιτητής από τα καθήκοντα του στη συγκεκριμένη Πτέρυγα καθότι, σε αντίθετη περίπτωση, φοβόταν αντίποινα εναντίον του.

 

Κατόπιν τούτου και αφού μεσολάβησε μετακίνηση του Αιτητή από τη συγκεκριμένη Πτέρυγα στις 24/3/2025, στις 4/4/2025 ο εν λόγω κατάδικος έδωσε γραπτή κατάθεση στην οποία περιλαμβάνεται γραπτή μαρτυρία που εμπλέκει τον Αιτητή, τον Γ. Ε., κατάδικο στην Πτέρυγα 10 και την Α. Α., σύζυγο του Ε. σε υπόθεση η οποία αφορά τα ακόλουθα αδικήματα:

 

1)   Συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος, Άρθρο 371 του Κεφ. 154.

2)   Δεκασμός Δημόσιου Λειτουργού, Άρθρο 100(α) του Κεφ. 154.

3)   Κατάχρηση Εξουσίας, Άρθρο 105 του Κεφ. 154.

4)   Απόσπαση από δημόσιο Λειτουργό, Άρθρο 101 του Κεφ. 154.

5)   Αδικήματα κατά παράβαση του περί Πρόληψης της Διαφθοράς, Άρθρο 3(α) του Κεφ. 161.

6)   Ο περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς, Νόμος που κυρώνει την Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς,  Άρθρο 4 του Ν. 23(ΙΙΙ/2000.

7)   Ο Περί Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμος 188(Ι)/2007, Άρθρα 3,4 και 5.

 

Στη βάση της μαρτυρίας που εξασφαλίστηκε από τον κατάδικο, καθώς και με επιπρόσθετη μαρτυρία που εξασφαλίστηκε από την Αστυνομία, στις 9/4/2025, εξασφαλίστηκαν Δικαστικά Εντάλματα Σύλληψης και Έρευνας για τους τρεις υπόπτους. Σε σχέση με τον Αιτητή εξασφαλίστηκε Ένταλμα Έρευνας της κατοικίας και υποστατικών του με σκοπό την έρευνα, εντοπισμό και παραλαβή τεκμηρίων που σχετίζονταν με την εναντίον του διερευνώμενη υπόθεση. Το Ένταλμα Έρευνας εναντίον του Αιτητή εκδόθηκε από το Δικαστή κ. Α. Αναγνώστου, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, (Τεκμήριο Α στην ένορκη δήλωση Π. Κωνσταντίνου). Περαιτέρω, σε σχέση με τον κατάδικο Γ. Ε., εξασφαλίστηκε την ίδια ημέρα, ήτοι την 9/4/2025 Ένταλμα Έρευνας του κελιού αρ. 12 στην Πτέρυγα 10Α των Κεντρικών Φυλακών όπου διαμένει και για την Α. Α. εκδόθηκε την 9/4/2025 Ένταλμα Έρευνας της οικίας της. Τα Εντάλματα Έρευνας εναντίον του Γ. Ε. και Α. Α. εκδόθηκαν από το Δικαστή κ. Α. Αναγνώστου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, επισυνάπτονται ως (Τεκμήρια Β και Γ, αντίστοιχα, στην ένορκη δήλωση Π. Κωνσταντίνου).

 

Ο Αιτητής, συνελήφθη δυνάμει Δικαστικού Εντάλματος στις 10/4/2025, στην κατοικία του. Σε έρευνα που ακολούθησε στην οικία του δυνάμει Εντάλματος Έρευνας, εντοπίστηκαν και παραλήφθηκαν ως τεκμήρια διάφορα αντικείμενα, τα οποία περιγράφονται. Τα εν λόγω Τεκμήρια αφορούσαν στην υπόθεση για την οποία ο Αιτητής είχε συλληφθεί. Αυτά κατασχέθηκαν στη βάση του εκδοθέντος Εντάλματος Έρευνας.

 

Κατά την εν λόγω έρευνα στην κατοικία του Αιτητή, πέραν των πιο πάνω Τεκμηρίων που αναγράφονταν στο Ένταλμα Έρευνας και αναζητούνταν από την Αστυνομία, εντοπίστηκαν σε δύο κλειδωμένα δωμάτια, ένα στο ισόγειο και ένα στον 1° όροφο, 48.430 χιλιάδες έγγραφα, τα οποία αποτελούνται από 250.464 χιλιάδες σελίδες, τα οποία και κατασχέθηκαν (ο τελικός αριθμός προέκυψε μετά από αξιολόγηση των εγγράφων). Όλα τα έγγραφα τα οποία κατασχέθηκαν, κατέχοντο παράνομα και χωρίς οποιαδήποτε εξουσιοδότηση, από τον Αιτητή. Μεταξύ των εγγράφων περιλαμβάνονται αρχιτεκτονικά, τοπογραφικά και χωροταξικά σχέδια των Κεντρικών Φυλακών στη Λευκωσία, αντίγραφα φακέλων καταδίκων, έγγραφα για πειθαρχικές έρευνες του Τμήματος Φυλακών, εσωτερικές επιστολές, εκθέσεις, σημειώματα, πίνακες - κατάλογοι που αφορούν υπηρεσιακά θέματα του Τμήματος Φυλακών. Περαιτέρω διαπιστώθηκε ότι κατέχοντο παράνομα και χωρίς οποιαδήποτε εξουσιοδότηση, στην οικία του και έγγραφα της Αστυνομίας ως και άλλων Κρατικών Υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, εντοπίστηκαν αντίγραφα Αστυνομικών εγγράφων που αφορούν σε διάφορα υπηρεσιακά θέματα της Αστυνομίας, έγγραφα άλλων Κρατικών Υπηρεσιών, αλληλογραφίες Αστυνομίας με το Τμήμα Φυλακών και αλληλογραφίες που ανταλλάγηκαν μεταξύ των Κεντρικών Φυλακών και άλλων Κρατικών Υπηρεσιών και Κρατικών Αξιωματούχων. Αρκετά από τα έγγραφα φέρουν διαβάθμιση ΑΠΟΡΡΗΤΟ και ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ.

 

Πέραν των εγγράφων εντοπίστηκαν και κατασχέθηκαν ψηφιακοί δίσκοι που φέρουν χειρόγραφες σημειώσεις με ημερομηνίες, αριθμός με δισκέττες ηλεκτρονικού υπολογιστή, αναμνηστικά δώρα και άλλα αντικείμενα. Όλα τα κατασχεθέντα αντικείμενα και έγγραφα καταγράφονται στους συνημμένους Καταλόγους (Τεκμήριο Δ στην ένορκη δήλωση Π. Κωνσταντίνου). Σημειώνεται ότι και τα εν λόγω αντικείμενα κατέχοντο παράνομα και χωρίς οποιαδήποτε εξουσιοδότηση, από τον Αιτητή.

 

 

Ο μεγάλος όγκος των εγγράφων καθώς και η φύση των αντικειμένων που βρέθηκαν, δημιούργησαν εύλογη αιτία για την πεποίθηση ότι έχουν διαπραχθεί ποινικά αδικήματα πέραν αυτών για τα οποία είχαν εκδοθεί τα Εντάλματα Έρευνας και Σύλληψης που αναφέρονται ανωτέρω. Ως εκ τούτου, κατασχέθηκαν στην παρουσία του Αιτητή και μεταφέρθηκαν στα γραφεία του ΤΑΕ Επιχειρήσεων για να τύχουν περαιτέρω ελέγχου και αξιολόγησης.

 

Στις 10/4/2025 ο Αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και εναντίον του εκδόθηκε διάταγμα οκταήμερης προσωποκράτησης σχετικά με τα αδικήματα για τα οποία είχε συλληφθεί με Δικαστικό Ένταλμα την ίδια ημέρα.

 

Στις 13/4/2025 ο Αιτητής συνελήφθηκε ως ύποπτος δυνάμει                          2ου Δικαστικού Εντάλματος Σύλληψης, το οποίο αφορούσε σε ποινικά αδικήματα τα οποία προέκυπταν εναντίον του, από την ανεύρεση των εγγράφων και των αντικειμένων στην κατοικία του, τα οποία δεν αναφέρονταν στο Ένταλμα Έρευνας ημερ. 9/4/2025. Συγκεκριμένα τα αδικήματα για τα οποία συνελήφθηκε στις 13/4/2025 αφορούσαν:

 

 

1)   Κατάχρηση εξουσίας, Κεφ. 154, Άρθρο 105.

2)   Παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου, Κεφ. 154, Άρθρο 135.

3)   Αδικήματα κατά παράβαση του Άρθρου 33 (1) (ια) του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμος 125 (Ι)/2018.

4)   Κλοπή από Δημόσιους Λειτουργούς, Κεφ. 154, Άρθρο 267.

5)   Παράνομη κατοχή περιουσίας, Κεφ. 154, Άρθρο 309 και άρθρο 20.

 

Η διερεύνηση της ως άνω υπόθεσης συνεχίζεται και αφορά επιπρόσθετα και στα ποινικά αδικήματα, ως καταγράφονται κατωτέρω, ήτοι:

 

1)   Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, Άρθρο 371, Κεφ. 154.

2)   Συνωμοσία προς διάπραξη πλημμελήματος, Άρθρο 372, Κεφ. 154.

3)   Αδικήματα κατά παράβαση του άρθρου 19 (β) του περί Κανόνων Ασφάλειας Διαβαθμισμένων πληροφοριών, Εγγράφων και Υλικού και για Συναφή Θέματα, Ν. 84(1)/2021 και της Κ.Δ.Π. 410/2013 άρθρο 19 και άρθρο 15 και Παράρτημα ΙΙΙ (Φυσική Ασφάλεια).

 

Στις 14/4/2025 ο Αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, το οποίο διέταξε την κράτηση του για οκτώ ημέρες σε σχέση με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, ως καταγράφονται στην παράγραφο 13 ανωτέρω. Σημειώνεται ότι ο Αιτητής έχει ανακριθεί και το ανακριτικό έργο συνεχίζεται.

 

Σε σχέση με τα αδικήματα που αναγράφονταν επί του Εντάλματος Έρευνας ημερ. 9/4/2025, καταχωρήθηκε η υπ’ αριθμό 515/2025, Ποινική Υπόθεση στο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας στις 24/6/2025.

Στις 14/4/2025 ο Αναπληρωτής Λοχίας 102 Παναγιώτης Σολωμού του ΤΑΕ Επιχειρήσεων, κατέθεσε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την Αίτηση υπ’ αριθμό 65/2025 για κατακράτηση όλων των τεκμηρίων που κατασχέθηκαν κατά την έρευνα στην οικία του Αιτητή, την 10/4/2025. Την ίδια ημέρα η Επαρχιακή Δικαστής Ναθαναήλ εξέδωσε Διάταγμα κατακράτησης όλων των Τεκμηρίων, τόσων αναζητούμενων εκ του Εντάλματος Ερεύνης αντικειμένων, όσο και των αντικειμένων που δεν αναγράφονταν επ’ αυτού, για τα οποία όμως υπήρχε εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι διαπράχθηκαν ποινικά αδικήματα. Το Διάταγμα Κατακράτησης εκδόθηκε για περίοδο τριών μηνών από την 14/4/2025.

 

Σε σχέση με την υπό διερεύνηση υπόθεση συνελήφθησαν την 22/5/2025, δυνάμει Δικαστικών Ενταλμάτων Σύλληψης ακόμη πέντε πρόσωπα. Στις 23/5/2025, οι πέντε ύποπτοι παρουσιάστηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, το οποίο διέταξε την περαιτέρω αστυνομική τους κράτηση για επτά ημέρες.

 

Στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης εξασφαλίστηκαν μαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες, η μετακίνηση του μεγαλύτερου όγκου των εγγράφων και της υπόλοιπης περιουσίας, έγινε από τα γραφεία της Διεύθυνσης του Τμήματος Φυλακών. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη εξασφαλισθείσα μαρτυρία, οι συλληφθέντες, μεταξύ των οποίων ο Αιτητής, μετέφεραν τα τεκμήρια εκτός του χώρου των Φυλακών. Σύμφωνα με τη μαρτυρία, σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις τα έγγραφα και τα αντικείμενα τοποθετήθηκαν σε υπηρεσιακά οχήματα του Τμήματος Φυλακών.

 

Μέχρι σήμερα λόγω του τεράστιου όγκου, δεν έχει αξιολογηθεί το περιεχόμενο όλων των εγγράφων και αυτό αναμένεται να γίνει το προσεχές διάστημα σε συνεργασία με άλλες Κρατικές Υπηρεσίες και Τμήματα.

 

Στις 24/6/2025 το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Π. Τ. Α.Δ.Τ. [ ] για Καταχώριση Αίτησης για την Έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, Πολιτική Αίτηση Αρ. 105/2025, ημερ. 24/6/2025, εξέδωσε Προνομιακό Ένταλμα Certiorari, σε σχέση με το Ένταλμα Έρευνας ημερ. 9/4/2025, αποκλειστικά και μόνο στην έκταση που αυτό αφορούσε στις αναζητούμενες στο Ένταλμα Έρευνας «σημειώσεις». Ως εκ τούτου, δεν ζητήθηκε η ανανέωση σε σχέση με αυτές.

 

Σημειώνεται ότι στις 11/7/2025, το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Π. Τ. Α.Δ.Τ. [ ] για Καταχώριση Αίτησης για την Έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, Πολιτική Αίτηση αρ. 123/2025, ημερ. 11/7/2025, εξέδωσε Προνομιακό Ένταλμα Certiorari, σε σχέση με το Διάταγμα Κατακράτησης των Τεκμηρίων ημερ. 14/4/2025, σε σχέση με τα Τεκμήρια που κατασχέθηκαν από την οικία του Αιτητή τα οποία δεν αναγράφονταν επί του Εντάλματος Έρευνας ημερ. 9/4/2025 και τα οποία είχαν μεταφερθεί σε Δικαστή άλλον από εκείνο που είχε εκδώσει το εν λόγω Ένταλμα Έρευνας.

 

Τα πιο πάνω ήταν ουσιαστικά το βασικό μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί από την Αστυνομία ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου μέσω του Όρκου του Αστυφύλακα 1714, Π. Κωνσταντίνου.

 

Με την Αίτηση της η Αστυνομία - η οποία οδήγησε στην έκδοση του υπό έλεγχο Διατάγματος Κατακράτησης - είχε αιτηθεί την έκδοση Διατάγματος Κατακράτησης των Τεκμηρίων που είχαν κατασχεθεί από την οικία του Αιτητή στις 10/4/2025 κατά την εκτέλεση του Εντάλματος Έρευνας και τα οποία δεν αναφέρονταν επί αυτού, σε σχέση με τα οποία, ωστόσο, πιστεύετο ότι είχαν διαπραχθεί αδικήματα. Επιζητήθηκε δε η κατακράτηση τους «μέχρι και την αποπεράτωση της ποινικής διαδικασίας η οποία ήθελε προκύψει από τις αστυνομικές έρευνες και ανακρίσεις».

 

Οι Λόγοι επί των οποίων βασίζεται το αίτημα για άδεια εξειδικεύονται στην Έκθεση και θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως ακολούθως:

1.   Το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε το υπό κρίση Διάταγμα καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας.

Τα Τεκμήρια τη δεδομένη στιγμή που η Αστυνομία ζητούσε την έκδοση του Διατάγματος ήταν στην κατοχή της παράνομα, αφού το προηγούμενο Διάταγμα ημερ. 14/4/2025 ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 11/7/2025.

Με δεδομένη την  επαναπροώθηση από την Αστυνομία του ίδιου αιτήματος με τον ίδιο αριθμό (65/2025) σε μια προσπάθεια να εκδοθεί το Διάταγμα που είχε ακυρωθεί αντί να προωθηθεί έφεση στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η έκδοση του υπό κρίση Διατάγματος αποτελεί κατάχρηση.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο αγνοεί το γεγονός ότι έχει εκδοθεί απόφαση από το Ανώτατο Δικαστήριο με την οποία ακυρώθηκε το Διάταγμα ημερ. 14/4/2025 και το οποίο φέρει τον ίδιο αριθμό Αίτησης, 65/2025, όπως και το υπό εξέταση και καθ’ υπέρβαση εξουσίας και δικαιοδοσίας εκδίδει νέο Διάταγμα με τον ίδιο αριθμό αίτησης στη βάση άλλων γεγονότων από αυτά που προωθήθηκαν στην πρώτη αίτηση της Αστυνομίας.

2.   Το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της Αστυνομίας είναι γενικευμένο, αναληθές ή παραπλανητικό.

3.   Με τα δεδομένα που είχε ενώπιον της η Αστυνομία κατά τη στιγμή του εντοπισμού των Τεκμηρίων στην οικία του Αιτητή τα οποία αναγράφονταν στο Ένταλμα Έρευνας, δεν μπορούσε να της δημιουργηθεί η εύλογη αιτία άνευ άλλης μαρτυρίας ότι σε σχέση με αυτά διαπράχθηκε ή σκοπεύετο να διαπραχθεί ποινικό αδίκημα ως το Άρθρο 33 του Κεφ. 155 ορίζει.

4.   Το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε το υπό κρίση Διάταγμα υπό απόλυτη νομική πλάνη αφού:

§  Το Άρθρο 33 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου δεν επιτρέπει αναδρομική ισχύ.

§  Επανάληψη/επανακαταχώριση της ίδιας αίτησης με τον ίδιο αριθμό για το ίδιο θέμα με αλλαγμένη την ένορκη δήλωση επίσης δεν επιτρέπεται από το Άρθρο 33 της Ποινικής Δικονομίας, αλλά και από οποιοδήποτε άλλο άρθρο οποιουδήποτε νόμου.

§  Τα αντικείμενα που επιτρέπει το Άρθρο 33 της Ποινικής Δικονομίας στην Αστυνομία να ζητά την κατακράτηση τους πρέπει να είναι στην κατοχή της Αστυνομίας μετά από νόμιμη εκτέλεση εντάλματος έρευνας, στην οποία περίπτωση αυτό δεν ισχύει την δεδομένη στιγμή αφού αυτά είναι στην κατοχή της Αστυνομίας χωρίς νόμιμη άδεια/εξουσιοδότηση.

§  Η κατάσχεση περιουσίας που δεν αναφέρεται στο ένταλμα κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας παρέχει περιορισμένο δικαίωμα κράτησης τους μέχρι την παρουσίαση τους το συντομότερο δυνατόν ενώπιον Δικαστηρίου, με βάση το Άρθρο 33 της Ποινικής Δικονομίας. Από τη στιγμή που ακυρώθηκε η κατάσχεση και κρίθηκε παράνομη, δεν μπορεί να εκδοθεί νέο διάταγμα καθότι δεν πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις. Δεν υπάρχει νομική βάση αφού διέρρευσε αρκετό χρονικό διάστημα από την εκτέλεση του Εντάλματος και την κατάσχεση στις 10/4/2025.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή προώθησε τους προαναφερθέντες Λόγους με γραπτή Αγόρευση.

 

Έχω διεξέλθει με προσοχή την προσβαλλόμενη Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου, καθώς και ό,τι ο Αιτητής, μέσω του ευπαίδευτου συνηγόρου του, έχει θέσει ενώπιόν μου, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν τόσο γραπτώς, όσο και δια ζώσης.

 

Η αναφορά στο νομικό πλαίσιο που διέπει τις διαδικασίες αναφορικά με την κατάσχεση και κατακράτηση τεκμηρίων με παραπομπή στις σχετικές διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, θα βοηθήσει στην απλοποίηση των ζητημάτων που απασχολούν.  

 

Η εξουσία για κατακράτηση αντικειμένων τα οποία ανευρέθηκαν και κατασχέθηκαν στα πλαίσια εκτέλεσης εντάλματος έρευνας δυνάμει του Άρθρου 27 του Κεφ. 155 παρέχεται από το Άρθρο 32(1), στο οποίο ορίζεται ότι πράγμα που έχει κατασχεθεί κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας και προσκομιστεί ενώπιον Δικαστή, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 27, δύναται να κατακρατηθεί μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας η οποία είναι δυνατό να διεξαχθεί σε σχέση με αυτό. Προαπαιτούμενο της ύπαρξης αυτής της εξουσίας του Δικαστηρίου είναι η διασύνδεση των τεκμηρίων με τα αδικήματα, η οποία (διασύνδεση) πρέπει να προκύπτει από την ένορκη δήλωση του αστυνομικού που υποστηρίζει την αίτηση κατακράτησης. Η απουσία τέτοιας διασύνδεσης αφαιρεί το βάθρο της εξουσίας του Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 32. Το Άρθρο 33 παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο για την έκδοση διατάγματος κατακράτησης σε σχέση με περιουσία η οποία, στο πλαίσιο εκτέλεσης εντάλματος έρευνας που εξουσιοδοτούσε τη διενέργεια έρευνας σε συγκεκριμένο χώρο, έχει κατασχεθεί χωρίς η εν λόγω περιουσία να αναφέρετο στο ένταλμα έρευνας[1].

 

Το Άρθρο 33 διαλαμβάνει συναφώς τα ακόλουθα: 

 

 

«33. Αν κατά την έρευνα κάποιου τόπου δυνάμει εντάλματος, ο εξουσιοδοτημένος να διεξάγει την έρευνα βρει περιουσία που δεν αναφέρεται στο ένταλμα αλλά σε σχέση με την οποία υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι διαπράχτηκε ή σκοπεύεται να διαπραχτεί ποινικό αδίκημα, αυτός δύναται να κατάσχει την περιουσία αυτή και να τη μεταφέρει ενώπιον του Δικαστή που έκδωσε το ένταλμα, ο οποίος δύναται να εκδώσει τέτοιο διάταγμα αναφορικά με την κατακράτηση ή διάθεση της περιουσίας ως ήθελε φανεί σε αυτόν σκόπιμο.» 

 

 

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Κ.Ν., Πολιτική Αίτηση αρ. 181/2021, ημερ. 25/10/2022, οι πρόνοιες των Άρθρων 32 και 33 διαφέρουν ως προς το ότι στην περίπτωση του Άρθρου 32, η περιουσία της οποίας, δυνατό να διαταχθεί η κατακράτηση, αναφέρεται στο ένταλμα, ως το αντικείμενο διενεργούμενης, στη βάση αυτού, έρευνας ενώ στην περίπτωση του Άρθρου 33, η κατασχεθείσα περιουσία δεν αναφέρεται στο ένταλμα. 

Σκοπός των διαδικασιών αναφορικά με την κατακράτηση τεκμηρίων είναι ο καθορισμός της τύχης των παραληφθέντων και κατασχεθέντων αντικειμένων και πραγμάτων πέραν της περιόδου που έπεται της έρευνας. 

 

Οι πρόνοιες των Άρθρων 27 και 32 έτυχαν εξέτασης από το Ανώτατο Δικαστήριο για πρώτη φορά στην υπόθεση Concrete Mix Limited v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 360. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή οι διατάξεις που αφορούν την κατάσχεση και κράτηση αντικειμένων για ανακριτικούς και αποδεικτικούς σκοπούς είναι ταξινομημένες με χρονολογική σειρά, η οποία αντανακλά τα τρία ξεχωριστά στάδια που οριοθετούνται και ρυθμίζονται από το Νόμο. Το Άρθρο 27 διέπει την εξουσία για την κατάσχεση αντικειμένων. Αυτά μπορεί να κατασχεθούν κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας εφόσον η εξέτασή τους κρίνεται αναγκαία για τους σκοπούς της αστυνομικής έρευνας. Η κατάσχεση αντικειμένου, βάσει του Άρθρου 27[2], παρέχει μόνο περιορισμένο δικαίωμα κράτησης, μέχρι την παρουσίασή του, το συντομότερο δυνατό, ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 32(1). Κριτής της αναγκαιότητας της περαιτέρω κράτησης του αντικειμένου για τους σκοπούς των ανακρίσεων και μελλοντικής ποινικής διαδικασίας είναι το Δικαστήριο. Οι πρόνοιες του Άρθρου 32(1)[3] παρέχουν διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να διατάξει την κράτηση και φύλαξη κατασχεθέντος αντικειμένου από τις αστυνομικές αρχές για καθορισμένο χρονικό διάστημα ή μέχρι και την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας η οποία ήθελε προκύψει από τις αστυνομικές έρευνες και ανακρίσεις.

 

Αναγκαία προϋπόθεση για την έκδοση διατάγματος κατακράτησης είναι η διασύνδεση μεταξύ αντικειμένων με τα υπό διερεύνηση αδικήματα μέσω της ύπαρξης εύλογης πεποίθησης για συγκεκριμένο συσχετισμό μεταξύ των αντικειμένων και των υπό διερεύνηση αδικημάτων (βλ. Μιχαηλίδης v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 330/2015, ημερ. 24/3/2017, ECLI:CY:AD:2017:B113 και το Σύγγραμμα Εντάλματα Έρευνας και Κατάσχεση Πραγμάτων του Π. Γ. Πολυβίου, σελ. 414). Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να εκδώσει διάταγμα κατακράτησης περιουσίας που ανευρέθη στο πλαίσιο εκτέλεσης Εντάλματος Έρευνας, η οποία δεν αναφέρεται στο εν λόγω Ένταλμα, προϋποθέτει την ύπαρξη της εύλογης αιτίας να πιστεύεται ότι διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα σε σχέση με την εν λόγω περιουσία (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Γ. Θ., Πολιτική Αίτηση αρ. 86/2022, ημερ. 23/6/2022). Η αναφορά στην Ένορκη Δήλωση στον εντοπισμό, κατόπιν έρευνας που διενεργήθηκε εντός της οικίας του Αιτητή, μεγάλου αριθμού επισήμων εγγράφων των Φυλακών, συμπεριλαμβανομένων και αρχιτεκτονικών, τοπογραφικών, ηλεκτρολογικών κ.ά. σχεδίων των Φυλακών, καθώς και αντιγράφων φακέλων κατάδικων, εγγράφων για πειθαρχικές έρευνες, εσωτερικών επιστολών, εκθέσεων, σημειωμάτων που αφορούν εσωτερικά θέματα του Τμήματος Φυλακών αλλά και ψηφιακών δίσκων, καμερών και διαφόρων άλλων αντικειμένων, περιουσία των Κεντρικών Φυλακών, δεν θεωρώ ότι δεν θα μπορούσε αντικειμενικά να στοιχειοθετήσει την απαιτούμενη «εύλογη αιτία» να πιστεύεται ότι διαπράχθηκαν τα ποινικά αδικήματα που αναφέρθηκαν ανωτέρω. Η αντίθετη επί τούτο θέση που προβλήθηκε από μέρους του Αιτητή για απουσία «εύλογης αιτίας» ουδόλως  συνάδει με τα δεδομένα που είχαν τεθεί ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου.

Προβλήθηκε από μέρους του Αιτητή ότι από τη στιγμή που ακυρώθηκε η «κατάσχεση», δεν μπορεί να εκδοθεί νέο διάταγμα κατακράτησης με βάση το Άρθρο 33 του Κεφ. 155. Η θέση αυτή, με κάθε σεβασμό, δεν είναι ορθή. Ό,τι ακυρώθηκε ήταν το Διάταγμα Κατακράτησης ημερ. 14/4/2025 στην έκταση που αφορούσε αντικείμενα που δεν αναφέρονταν στο Ένταλμα Έρευνας και τούτο λόγω της μη μεταφοράς των κατασχεθέντων αντικειμένων που δεν αναφέρονταν στο Ένταλμα Έρευνας ενώπιον                    του Δικαστή που είχε εκδώσει το Ένταλμα. Η κατάσχεση αντικειμένων/τεκμηρίων στο πλαίσιο εκτέλεσης του εκδοθέντος στην προκείμενη περίπτωση Εντάλματος Έρευνας με βάση τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 27 του Κεφ. 155, δεν έχει ακυρωθεί αλλά παραμένει νόμιμη. Ό,τι έχει ακυρωθεί, επαναλαμβάνω, είναι η κατακράτηση της για το λόγο που πιο πάνω έχει αναφερθεί. Ούτε, βεβαίως, είναι ορθή η θέση ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρχε νόμιμη εκτέλεση Εντάλματος Έρευνας. Επιπλέον, δεν είναι αντιληπτή η αναφορά του Αιτητή περί προσπάθειας της Αστυνομίας «καταχρηστικά να θεραπεύσουν την παρανομία που δημιουργείται στην κράτηση των αντικειμένων καθ΄όλη την χρονική διάρκεια που αυτά ήταν στην κατοχή της». Ό,τι τέθηκε ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου είναι ένα αίτημα για κατακράτηση τεκμηρίων τα οποία έχουν σε προγενέστερο στάδιο κατασχεθεί στο πλαίσιο εκτέλεσης Εντάλματος Έρευνας. Αντικείμενο της διαδικασίας που τέθηκε ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου αποτέλεσε, λοιπόν, ο καθορισμός της τύχης των παραληφθέντων και κατασχεθέντων αντικειμένων και πραγμάτων πέραν της περιόδου που έπετο της έρευνας, ζήτημα που άπτετο της συνδρομής των προϋποθέσεων που τίθενται στο Άρθρο 33 του Κεφ. 155. Όπως, δε, προκύπτει από το σχετικό πρακτικό του Κατώτερου Δικαστηρίου, όπως αυτό παρατίθεται πιο κάτω αυτολεξεί, το Κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε Διάταγμα Κατακράτησης (όχι Διάταγμα ανανέωσης):

 

«ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΕΚΔΙΔΕΙ διάταγμα με το οποίο διατάσσεται η κατακράτηση των αιτούμενων τεκμηρίων μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας σε σχέση με αυτά.

 

Πιστό αντίγραφο του παρόντος διατάγματος, όπως και πιστό αντίγραφο της αίτησης και της ένορκης δήλωσης που την υποστηρίζει, να επιδοθούν στα πρόσωπα από τα οποία τα προαναφερόμενα πράγματα/αντικείμενα έχουν κατασχεθεί, χωρίς καθυστέρηση και το αργότερο εντός 4 ημερών από σήμερα.»

 

 

Ούτε η αναφορά εκ μέρους του Αιτητή περί αναδρομικής ισχύος του υπό κρίση Διατάγματος έχει έρεισμα. Ως ήδη πιο πάνω έχει επισημανθεί, ό,τι η Αστυνομία έχει αιτηθεί, στις 14/7/2025, στην υπό συζήτηση περίπτωση, είναι την κατακράτηση των αντικειμένων που είχε κατάσχει στις 10/4/2025 στο πλαίσιο εκτέλεσης του εκδοθέντος, στις 9/4/2025, Εντάλματος Έρευνας και τα οποία δεν αναφέρονταν σε αυτό, για τους σκοπούς των ανακρίσεων και μελλοντικής ποινικής διαδικασίας. Το Κατώτερο Δικαστήριο, εκδίδοντας το υπό έλεγχο Διάταγμα Κατακράτησης, ικανοποίησε το αίτημα της Αστυνομίας με αναφορά και στόχευση στο μέλλον, ήτοι μέχρι την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας η οποία ήθελε προκύψει από τις αστυνομικές έρευνες και ανακρίσεις.

 

Το ότι το αίτημα της Αστυνομίας έγινε στο πλαίσιο του ίδιου αριθμού αίτησης όπως και η αίτηση που είχε υποβληθεί στις 14/4/2025, δεν μπορεί να ενέχει τις επιπτώσεις που η πλευρά του Αιτητή υποστηρίζει. Η ουσία του πράγματος και αυτό που έχει σημασία, είναι ότι, ανεξαρτήτως του ότι καταχωρήθηκε με τον ίδιο αριθμό, η αίτηση που οδήγησε στην έκδοση του υπό κρίση Διατάγματος Κατακράτησης, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενό της συνιστά, στην πραγματικότητα, μια νέα αίτηση, ανεξάρτητη από την προηγούμενη, βασισμένη στα γεγονότα που καταγράφονται στην ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει.

 

Για τους πιο πάνω λόγους δεν έχω ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση και/ή συζητήσιμο για να χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια.

 

 

 

 

Ως εκ τούτου, η Αίτηση απορρίπτεται. 

 

 

 

 

 

 

 

                                           Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.



[1] Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα Εντάλματα Έρευνας και Κατάσχεση Πραγμάτων του Π. Γ. Πολυβίου, στο Άρθρο 33 του Κεφ. 155 καταγράφεται η αρχή της δυνατότητας κατάσχεσης και άλλων πραγμάτων και αντικειμένων που δεν αναφέρονται στο ένταλμα έρευνας και τα οποία εντοπίζονται τυχαίως κατά τη διάρκεια της έρευνας αν σε σχέση με αυτά εύλογα πιστεύεται ότι διαπράχθηκε ή σκοπεύεται να διαπραχθεί ποινικό αδίκημα.

[2] 27. Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να
πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει —

 

 (γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να
χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος, ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως "ένταλμα έρευνας"), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό –
 

(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος και να
κατάσχει και μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο·
 

                                        (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

[3] 32.-(1) Όταν, κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας, κατασχεθεί οτιδήποτε και προσκομιστεί ενώπιον Δικαστή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 27, το πράγμα αυτό, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, δύναται να κατακρατηθεί από τέτοιο πρόσωπο ως ο Δικαστής ήθελε ορίσει, λαμβανόμενης πάντοτε εύλογης φροντίδας για τη διατήρηση του μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας η οποία είναι δυνατό να διεξαχθεί σε σχέση με αυτό. 

                                        (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο