
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 210/2025)
(i-justice)
8 Σεπτεμβρίου, 2025
[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/64), ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Θ. Θ. Α.Δ.Τ. [ ] ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 18,19,20 ΚΑΙ 21 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 5 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 19/07/2025, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝ. ΛΟΧ. 1541 Μ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ Kου Θ. Θ. ΑΔΤ [ ], ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155, ΑΡΘΡΟ 18.
_____________________________________________________________________
Κ. Π. Χριστοδουλίδης, για τoν Αιτητή.
____________________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα Αυθημερόν)
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Κατόπιν αιτήματος της Αστυνομίας υποστηριζόμενης από Ένορκη Δήλωση του Αν. Λοχ. 1541, Μ. Κωνσταντίνου, της ΥΚΑΝ Αμμοχώστου, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (εφεξής Κατώτερο Δικαστήριο), εξέδωσε στις 19/7/2025 εναντίον του Αιτητή Ένταλμα Σύλληψης, επί τη βάσει εύλογης υποψίας να πιστεύεται ότι αυτός, όντας Διευθυντής και Γραμματέας της Εταιρείας CBD OIL SHOP LTD, η οποία διαχειρίζεται το κατάστημα με την ονομασία «CBD OIL SHOP NATURAL PRODUCTS», που βρίσκεται στη Λεωφ. Πρωταρά, αρ. 10 στον Πρωταρά – Παραλίμνι, ενέχεται στα ακόλουθα αδικήματα:
1. Κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου, τάξεως Α΄ και Β΄, ήτοι 20 φιαλίδια με υγρό, 29 συσκευές άτμισης και ένα ανταλλακτικό συσκευής άτμισης, τα οποία πιστεύεται ότι περιέχουν τις ουσίες CBD και THC τα οποία ταξινομούνται στα ελεγχόμενα φάρμακα τάξεως Α΄ και Β΄.
2. Κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α΄ και Β΄, με σκοπό την προμήθεια σε άλλον, ήτοι 20 φιαλίδια με υγρό, 29 συσκευές άτμισης και ένα ανταλλακτικό συσκευής άτμισης, τα οποία πιστεύεται ότι περιέχουν τις ουσίες CBD και THC τα οποία ταξινομούνται στα ελεγχόμενα φάρμακα τάξεως Α΄ και Β΄.
3. Κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄, ήτοι 160 συσκευασίες με φυτική ύλη – κάνναβη, συνολικού μεικτού βάρους 1200 γρ. και 45 χειροποίητων τσιγάρων με κάνναβη.
4. Κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄ με σκοπό την προμήθεια σε άλλον, ήτοι 160 συσκευασίες με φυτική ύλη – κάνναβη, συνολικού μεικτού βάρους 1200 γρ. και 45 χειροποίητων τσιγάρων με κάνναβη.
5. Κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄, ήτοι πέντε συσκευασίες με τσάγια τα οποία πιστεύεται ότι περιέχουν κάνναβη.
6. Συνομωσία για διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του Άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 254.
Με την παρούσα Αίτηση ο Αιτητής ζητά άδεια για την καταχώριση Αίτησης δια Κλήσεως για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, για να τεθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς το σκοπό ακύρωσης του το Ένταλμα Σύλληψης, ημερ. 19/7/2025, το οποίο εξεδόθη από το Κατώτερο Δικαστήριο. Η Αίτηση συνοδεύεται από Έκθεση και από Ένορκη Δήλωση του Αιτητή.
Προτού γίνει αναφορά στους Λόγους επί των οποίων βασίζεται το αίτημα και εξειδικεύονται στην Έκθεση, κρίνεται σκόπιμη η αναφορά, εν συντομία, στα γεγονότα επί των οποίων στηρίχθηκε η αίτηση της Αστυνομίας για την έκδοση του υπό κρίση Εντάλματος Σύλληψης και με βάση τα οποία κρίθηκε αναγκαία και επιθυμητή η έκδοσή του, όπως αυτά αναδύονται από την Ένορκη Δήλωση του Αν. Λοχ. 1541, Μ. Κωνσταντίνου, της ΥΚΑΝ Αμμοχώστου.
Στις 18/7/2025 μέλη της ΥΚΑΝ σε συνεργασία με τις Φαρμακευτικές και Υγειονομικές Υπηρεσίες, διενήργησαν έρευνα με δικαστικό ένταλμα στο κατάστημα με την ονομασία «CBD OIL SHOP NATURAL PRODUCTS», που βρίσκεται στη Λεωφ. Πρωταρά, αρ. 10 στον Πρωταρά – Παραλίμνι. Στο κατάστημα βρισκόταν και εργαζόταν η H. C. T. εκ Βρετανίας, μόνιμος κάτοικος Κύπρου. Όταν της εξηγήθηκαν οι λόγοι της παρουσίας της Αστυνομίας στο μέρος, αυτή ανέφερε ότι ιδιοκτήτης του καταστήματος είναι ο Θ. Θ., από τη Λάρνακα, ο οποίος απουσίαζε από εκεί.
Ακολούθως, μεταξύ των ωρών 10.40 – 13.10 διενεργήθηκε εντός του καταστήματος έρευνα, στο πλαίσιο της οποίας εντοπίστηκαν και κατασχέθηκαν 20 φιαλίδια με υγρό, 29 συσκευές άτμισης και ένα ανταλλακτικό συσκευής άτμισης, τα οποία πιστεύεται ότι περιέχουν τις ουσίες CBD και THC, 160 συσκευασίες με φυτική ύλη κάνναβη συνολικού μεικτού βάρους 1200 γρ. και 45 χειροποίητα τσιγάρα με κάνναβη, καθώς και πέντε συσκευασίες με τσάγια τα οποία έφεραν ενδείξεις ότι περιέχουν κάνναβη. Όλα τα πιο πάνω αντικείμενα, τα οποία κατασχέθηκαν, βρίσκονταν εκτεθειμένα προς πώληση στο πιο πάνω κατάστημα.
Η H. C. T. συνελήφθη για το αυτόφωτο αδίκημα της κατοχής ελεγχόμενων φαρμάκων τάξεως Β΄ και αφού της επεστήθη η προσοχή της στο Νόμο, απάντησε «I am just an employee here».
Την ίδια ημέρα ανακρινόμενη η T. στην παρουσία του δικηγόρου της κατονόμασε το πιο πάνω άτομο, ήτοι τον Αιτητή, ως τον υπεύθυνο του καταστήματος και εργοδότη της.
Έχοντας αναφερθεί εν συντομία στα γεγονότα, όπως αυτά καταγράφονταν στον Όρκο της Αστυνομίας, επανέρχομαι στους Λόγους επί των οποίων βασίζεται το αίτημα του Αιτητή για άδεια στην υπό συζήτηση περίπτωση ως αυτοί εξειδικεύονται στην Έκθεση. Τούτοι θα μπορούσαν να συνοψισθούν ως ακολούθως:
(Α) Το προσβαλλόμενο Ένταλμα Σύλληψης εξεδόθη καθ’ υπέρβαση εξουσίας, εφόσον δεν προέκυπτε από την Ένορκη Δήλωση του ομνύοντα Αστυνομικού εύλογη υπόνοια διάπραξης αδικήματος από τον Αιτητή.
Συγκεκριμένα, πέραν της αναφοράς ότι ο Αιτητής είναι ο υπεύθυνος του υποστατικού, πουθενά στον Όρκο δεν παρατίθεται η οποιαδήποτε διασύνδεση του με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.
(Β) Το προσβαλλόμενο Ένταλμα εκδόθηκε με δόλο και/ή είναι προϊόν απόκρυψης και/ή ψευδορκίας και/ή μη συμπερίληψης από μέρους του ομνύοντα ουσιωδών στοιχείων που ήταν γνωστά σε αυτόν, με αποτέλεσμα τη συνειδητή παραπλάνηση του Κατώτερου Δικαστηρίου. Ειδικότερα:
· Δεν αποκαλύφθηκε στο Δικαστήριο το γεγονός ότι οι ανακριτικές αρχές γνώριζαν εξ αρχής και πριν από την έρευνα στο υποστατικό στις 18/7/2025 ότι ο Αιτητής είναι ο Διευθυντής της Εταιρείας CBD OIL SHOP LTD και υπεύθυνος του υποστατικού στην οδό Πρωταρά 10, Παραλίμνι 5296. Ενώ γνώριζαν από πολύ προηγουμένως (πριν ακόμα και την έκδοση του Εντάλματος Έρευνας στις 16/7/2025) ότι είναι ο Διευθυντής της Εταιρείας η οποία λειτουργεί το υποστατικό, δεν αποτάθηκαν για την έκδοση Εντάλματος Σύλληψης του μαζί με την έκδοση του Εντάλματος Έρευνας, πράγμα που έπραξαν ημέρες αργότερα, ήτοι στις 19/7/2025, δήθεν όταν έλαβαν γνώση του υπεύθυνου προσώπου του υποστατικού, ενώ αυτό το γεγονός ήταν ήδη γνωστό στους ιδίους από την πρώτη στιγμή που αποτάθηκαν στο Δικαστήριο για έκδοση Εντάλματος Έρευνας στις 16/7/2025.
· Οι ανακριτικές αρχές παρέστησαν ότι δήθεν η ανάγκη για σύλληψη του Αιτητή προέκυψε μετά την κατάθεση της υπαλλήλου της Εταιρείας, χωρίς όμως να επεξηγηθεί η αναγκαιότητα για σύλληψη του Αιτητή ως υπευθύνου του υποστατικού τέσσερις ημέρες μετά την έκδοση του Εντάλματος Έρευνας.
(Γ) Το προσβαλλόμενο Ένταλμα εξεδόθη καθ’ υπέρβαση εξουσίας καθότι δεν υφίστατο το στοιχείο της αναγκαιότητας.
Τα προϊόντα είχαν ήδη κατασχεθεί από τις αστυνομικές αρχές από τις 16/7/2025, όταν και εκτελέστηκε το Ένταλμα Έρευνας και είχε ληφθεί κατάθεση από την υπάλληλο του καταστήματος. Οι αστυνομικές αρχές δεν είχαν κανένα λόγο να αιτηθούν τρεις ημέρες αργότερα τη σύλληψη του Αιτητή, αφού ο ίδιος, εκ των πραγμάτων, δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να επηρεάσει το ανακριτικό έργο των αρχών, αφού αυτό είχε ήδη ολοκληρωθεί και/ή, σε κάθε περίπτωση, τα προϊόντα ήταν στην κατοχή των αστυνομικών αρχών και η κατάθεση της υπαλλήλου του καταστήματος είχε ήδη ληφθεί από τις ανακριτικές αρχές.
Οι αρχές με βάση τις οποίες παρέχεται άδεια για καταχώριση αίτησης προς έκδοση Προνομιακού Εντάλματος αυτής της μορφής είναι καλά εδραιωμένες και από μακρού χρόνου αποκρυσταλλωμένες στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έτσι ώστε να μη χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Τέτοια άδεια παρέχεται όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή συζητήσιμη υπόθεση, ενώ ο έλεγχος σε σχέση με τα εντάλματα σύλληψης, γίνεται σε σχέση με τη νομιμότητα της έκδοσής τους.
Η πιο κάτω περικοπή από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Ευδόκα, Πολιτική Έφεση αρ. 219/2015, ημερ. 29/12/2016, είναι απόλυτα σχετική:
«Όπως επιτάσσει η νομολογία, για την παραχώρηση άδειας για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, η διαδικασία δεν έχει, ως αντικείμενο, την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αρχή επί της οποίας εδράζεται η δικαιοδοτική βάση εξέτασης αιτήσεων για παραχώρηση αδείας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος, είναι η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου. (Βλ. In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).
Περαιτέρω, εξετάζοντας την πιθανότητα χορήγησης αδείας θα πρέπει ο αιτητής να τεκμηριώσει, εκ πρώτης όψεως, και αιτιολογήσει τη χορήγηση αδείας. (Βλ. Λυσιώτης (1986) 1 Α.Α.Δ. 1696).
Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται, κατ' εξαίρεση, όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, ή πλάνη περί το Νόμο, ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. (Βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 A.A.Δ. 464).»
Η εξουσία για την έκδοση εντάλματος σύλληψης παρέχεται από το Άρθρο 11.2 (γ) του Συντάγματος και το Άρθρο 18(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 (όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 10(Ι)/96). Οι πιο πάνω διατάξεις καθιστούν δυνατή την έκδοση εντάλματος σύλληψης από το Δικαστήριο αν υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα. Περαιτέρω, το Άρθρο 18(1) προδιαγράφει και τον τρόπο που πρέπει να αποδεικνύεται η ύπαρξη της εύλογης υπόνοιας. Αυτό πρέπει να γίνεται μέσα από γραπτή ένορκη δήλωση η οποία να ικανοποιεί το Δικαστή «ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα». Πέραν της βασικής, λοιπόν, προϋπόθεσης απόδειξης του στοιχείου της «εύλογης υπόνοιας», το Δικαστήριο προχωρά «στο δεύτερο στάδιο της έρευνας, η οποία αποσκοπεί στη διαπίστωση κατά πόσο τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης καθιστούν ή όχι την έκδοση του [εντάλματος σύλληψης] αναγκαία ή επιθυμητή» (Αναφορικά με την Αίτηση του Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207).
Έχω διεξέλθει με προσοχή την προσβαλλόμενη Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου, καθώς επίσης και ό,τι ο Αιτητής μέσω του ευπαίδευτου συνηγόρου του έχει θέσει ενώπιόν μου, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν μέσω γραπτής αγόρευσης.
Σε ό,τι αφορά τον Λόγο (Α) ο Αιτητής προέβαλε ότι πουθενά στον Όρκο δεν αναφερόταν ότι αυτός ενέχετο στην κατ’ ισχυρισμό διάπραξη των αδικημάτων, πέραν της αναφοράς ότι είναι ο υπεύθυνος του υποστατικού.
Η ύπαρξη εύλογης υποψίας είναι το κρίσιμο ζητούμενο και εναπόκειτο στο Κατώτερο Δικαστήριο στο πλαίσιο εξέτασης του αιτήματος αυτής της μορφής να ικανοποιηθεί, στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας και εξάγοντας το δικό του συμπέρασμα περί της αποκάλυψης εύλογης υπόνοιας. Τότε και μόνο νομιμοποιείται στην έκδοση του εντάλματος. Το βάσιμο της εύλογης αιτίας συναρτάται απόλυτα με το περιεχόμενο του Όρκου που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου.
Η ανάγκη παρουσίασης ενός είδους μαρτυρίας για στοιχειοθέτηση της εύλογης υπόνοιας, βεβαίως δεν σημαίνει καταγραφή στοιχείων με αποδεικτική αξία σε υψηλό επίπεδο. (Βλ. C.P.S. Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Έφεση αρ. 219/2014, ημερ. 29/2/2016).
Εν προκειμένω στο Όρκο της Αστυνομίας, αφού γινόταν αναφορά στη διενέργεια έρευνας σε συγκεκριμένο υποστατικό και στα αποτελέσματα της εν λόγω έρευνας στο πλαίσιο της οποίας είχαν εντοπιστεί ελεγχόμενα φάρμακα τάξεως Β, παρατίθετο η σχέση του Αιτητή με το εν λόγω υποστατικό, ήτοι το ότι αυτός ήταν υπεύθυνος του χώρου αυτού.
Υπενθυμίζεται ότι στο συγκεκριμένο στάδιο δεν καλείται το Κατώτερο Δικαστήριο να αξιολογήσει τη μαρτυρία που τίθεται ενώπιόν του, για να προβεί σε εύρημα ότι όντως το πρόσωπο εναντίον του οποίου επιδιώκεται η έκδοση Εντάλματος Σύλληψης, διέπραξε τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Περί υπονοιών ο λόγος. Το γεγονός ότι στο υποστατικό για το οποίο υπεύθυνος ήταν ο Αιτητής είχαν εντοπιστεί παράνομες ουσίες, αποτελούσε ικανοποιητικό στοιχείο για σκοπούς απόδειξης της εύλογης υπόνοιας για εμπλοκή του Αιτητή στα υπό διερεύνηση αδικήματα.
Εν ολίγοις, το περιεχόμενο του Όρκου που συνόδευε και υποστήριζε το αίτημα για έκδοση του Εντάλματος Σύλληψης, συνολικά θεωρούμενο, σε αντίθεση με όσα προβάλλει η πλευρά του Αιτητή, κρίνεται ότι παραθέτει γεγονότα τέτοιας έκτασης και μορφής, από κάθε άποψη επαρκή για απόδειξη του στοιχείου της εύλογης υπόνοιας για ανάμιξη του Αιτητή στη διάπραξη των σοβαρών αδικημάτων που η Αστυνομία διερευνούσε.
Ως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, μέσω του Λόγου (Β) προβάλλεται ότι το προσβαλλόμενο Ένταλμα εκδόθηκε με δόλο και/ή είναι προϊόν απόκρυψης και/ή ψευδορκίας και/ή μη συμπερίληψης από μέρους του ομνύοντα ουσιωδών στοιχείων που ήταν γνωστά σε αυτόν, με αποτέλεσμα τη συνειδητή παραπλάνηση του Κατώτερου Δικαστηρίου.
Ο δόλος και η ψευδορκία συνιστούν λόγους για ακύρωση απόφασης ή διαταγής Κατώτερου Δικαστηρίου. Θα πρέπει όμως να πρόκειται για σαφή και ολοφάνερη περίπτωση. Το ζήτημα συζητείται στο Σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα, Π. Αρτέμης, 2004, σελ. 130-6, με παραπομπή στην In re Charalambous (1985) 1 C.L.R. 746, 754-8. Αναφέρεται ότι δεν τίθεται θέμα προσαγωγής εκατέρωθεν μαρτυρίας και εκτίμησης της, ή έστω εκτίμησης εκατέρωθεν θέσεων επί γεγονότων. Ο δόλος και η ψευδορκία πρέπει να προκύπτουν σαφώς και ολοφάνερα από το ίδιο το πρακτικό της διαδικασίας. Όπως ελέχθη στην υπόθεση R. v. Ashford (Kent) Justices, ex-parte, Richley [1955] 3 All ER 604:
“…an order of Certiorari to quash proceedings on the ground that they were procured by fraud or perjury should seldom if ever be made unless the facts regarding the alleged fraud or perjury have either been the subject of a conviction in regular criminal proceedings against the person to whom the fraud or perjury is imputed, or else have been admitted by something amounting to a confession by such person …”
Στην προκείμενη περίπτωση δεν ευρισκόμεθα ενώπιον τέτοιας περίπτωσης όπου έχει καταδειχθεί ζήτημα ψευδορκίας ως αδιαμφισβήτητο γεγονός. Ό,τι υπάρχει είναι αντίθετη εκδοχή και μια διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων από πλευράς Αιτητή. Υπό αυτά τα δεδομένα δεν θα ήταν επιτρεπτή η αξιολόγηση αντίθετων εκδοχών και η κατάληξη στα ανάλογα ευρήματα.
Εν προκειμένω, δεν προκύπτει ούτε προς συζήτηση τέτοιο ζήτημα.
Σε ό,τι αφορά το Λόγο (Γ) περί μη απόδειξης του στοιχείου της αναγκαιότητας έκδοσης του υπό έλεγχο Εντάλματος Σύλληψης, θα πρέπει εξαρχής να επισημανθεί ότι κάποιες από τις αναφορές επί των γεγονότων που προβάλλονται εκ μέρους του Αιτητή δεν συνάδουν με το περιεχόμενο του Όρκου που τέθηκε ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου. Εν πρώτοις γίνεται αναφορά σε εκτέλεση του Εντάλματος Έρευνας στις 16/7/2025[1], ενώ από τον Όρκο προκύπτει ότι αυτό εκτελέστηκε στις 18/7/2025, όπως εξάλλου δηλώνει και στην ένορκη του δήλωση ο Αιτητής (βλ. παράγραφο 4). Επιπλέον προκύπτει ότι, αφού κατασχέθηκαν εκείνη την ημέρα τα αντικείμενα που αναφέρονται και λήφθηκε κατάθεση από υπάλληλο του υποστατικού μέσω της οποίας αποκαλύφθηκε ότι ο Αιτητής ήταν ο υπεύθυνος του υποστατικού, την επομένη, ήτοι στις 19/7/2025, ζητήθηκε η έκδοση Εντάλματος Σύλληψης σε βάρος του Αιτητή.
Παρά τις πιο πάνω ανακρίβειες επί των πραγματικών γεγονότων, η θέση του Αιτητή ότι η έκδοση του Εντάλματος για τη σύλληψη του δεν ήταν αναγκαία, παραμένει προς εξέταση.
Η αναγκαιότητα για την έκδοση εντάλματος σύλληψης μπορεί να εδράζεται στο δημόσιο συμφέρον της διαφύλαξης της πορείας του ανακριτικού έργου από παρεμβάσεις του υπόπτου στην περίπτωση που παραμείνει ελεύθερος, σε σχέση με μάρτυρες ή και τεκμήρια της υπό διερεύνηση υπόθεσης και όχι μόνο. Ό,τι, σε τέτοια περίπτωση, πρέπει να τίθεται ενώπιον του Δικαστή από τον οποίο ζητείται η έκδοση εντάλματος σύλληψης, είναι τα πρωτογενή γεγονότα που δίδουν βάση για τέτοιο ενδεχόμενο. Περί ενδεχομένου λοιπόν ο λόγος και ο κίνδυνος πρέπει να καταφαίνεται υπαρκτός, σύμφωνα με την ανθρώπινη λογική και εμπειρία (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Κουδουνιά, Αίτηση αρ. 47/2022, ημερ. 3/5/2022, ECLI:CY:AD:2022:D172).
Όπως έχει ήδη πιο πάνω επισημανθεί, αφού το Δικαστήριο στη βάση των όσων τίθενται ενώπιον του με γραπτή ένορκη δήλωση, ικανοποιηθεί σε πρώτο στάδιο ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι το πρόσωπο εναντίον του οποίου θα στρέφεται το ένταλμα σύλληψης διέπραξε αδίκημα, θα εκδώσει το σχετικό ένταλμα μόνο εφόσον θεωρήσει τη σύλληψη του υπόπτου εύλογα αναγκαία. Εδώ υπεισέρχεται και η αρχή της αναλογικότητας, που εγείρεται οποτεδήποτε εξετάζεται ζήτημα αναγκαιότητας. Και βέβαια, η πλήρωση της πρώτης προϋπόθεσης, για εύλογη υποψία, δεν οδηγεί χωρίς άλλο στην πλήρωση και της δεύτερης για την αναγκαιότητα (Κυριάκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση αρ. 355/2019, ημερ. 16/6/2021, ECLI:CY:AD:2021:A257).
Προκύπτει εκ πρώτης όψεως υπόθεση και υπάρχει συζητήσιμο ζήτημα ότι το ενώπιον του Δικαστή υλικό δεν μπορούσε να ικανοποιήσει την προϋπόθεση της αναγκαιότητας για την έκδοση του Εντάλματος. Δεν εξηγήθηκε γιατί το Ένταλμα ήταν αναγκαίο και από τη μαρτυρία, εκ πρώτης όψεως, δεν φαίνεται πως η ανάγκη τεκμηριωνόταν.
Έχει, συνεπώς, ο Αιτητής καταδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση και συζητήσιμο ζήτημα για τη χορήγηση άδειας για να καταχωρίσει αίτηση για Certiorari, στη βάση του ότι δεν ικανοποιείτο η προϋπόθεση της αναγκαιότητας για την έκδοση του Εντάλματος Σύλληψης του.
Παρέχεται, συνεπώς, άδεια στον Αιτητή να καταχωρίσει Αίτηση με Κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, σε σχέση με το εκδοθέν Ένταλμα Σύλληψης, ημερ. 19/7/2025, για τον πιο πάνω Λόγο.
Η Αίτηση δια Κλήσεως να καταχωρηθεί εντός τεσσάρων ημερών από σήμερα. Εφόσον καταχωριστεί ως ανωτέρω, ο Πρωτοκολλητής να την ορίσει για οδηγίες στις 18/9/2025, η ώρα 8.45 π.μ. Να επιδοθεί δε στο Γενικό Εισαγγελέα τουλάχιστον τέσσερις ημέρες πριν από τη δικάσιμο.
Τα έξοδα της παρούσας Αίτησης θα είναι έξοδα στην πορεία της Αίτησης με Κλήση.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
[1] Δέστε παρ. 19(Γ)(1) της Ένορκης Δήλωσης του Αιτητή.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο