
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.222/2017)
10 Σεπτεμβρίου 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
1. G.T. & K Fashion Market Ltd,
2. Μαρία Ζαρίφη,
3. G.P.A. Fashion Market Ltd,
4. G.T.O. Fashion Market Ltd,
Εφεσείοντες,
ν.
Marfin Popular Bank Public Co Ltd,
Εφεσίβλητης.
____________________
Κωνσταντίνος Χριστοφόρου, για τους Εφεσείοντες 1, 3 και 4.
Η Εφεσείουσα 2 παρουσιάζεται αυτοπροσώπως
Γ. Ζαχαρίου (κα) για Ανδρέα Ζαχαρίου & Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Προσβάλλεται ως εσφαλμένη η πρωτόδικη απόφαση με την οποία επιδικάστηκε υπέρ της Εφεσίβλητης τράπεζας και εναντίον των Εφεσείοντων ποσό €846.312,08 πλέον τόκους και έξοδα. Η Εφεσείουσα 1 εταιρεία, η Εταιρεία, ήταν η πρωτοφειλέτιδα και οι λοιποί Εφεσείοντες εγγυητές της. Με την απόφαση, αναγνωρίστηκαν τέσσερα ομόλογα κυμαινόμενης επιβάρυνσης της περιουσίας της Εταιρείας, και ότι η Τράπεζα δικαιούτο να διορίσει παραλήπτη-διαχειριστή της περιουσίας της, ενώ διατάχτηκε και η εκποίηση δύο ακινήτων της Εφεσείουσας 2, δυνάμει τριών υποθηκών.
Η Εφεσείουσα 2 και ο εναγόμενος 3 στην αγωγή, πρώην σύζυγος της,[1] οι μόνοι διάδικοι που είναι φυσικά πρόσωπα, είχαν αγοράσει τις μετοχές της Εταιρείας και λειτουργούσαν την επιχείρηση της από το 1994. Συνέχισαν να λειτουργούν και τον επίδικο λογαριασμό της Εταιρείας, που είχε ανοιχτεί το 1992 με συγκεκριμένο όριο. Κατά καιρούς, το όριο αυξανόταν, κατόπιν αιτημάτων της Εταιρείας, στη βάση δε εγγράφων που υπέγραψε, η Εφεσείουσα 2 κατέστη εγγυήτρια του λογαριασμού, εξασφαλίζοντας το σχετικό χρέος υποθηκεύοντας ακίνητα της.
Οι Εφεσείοντες εκπροσωπούνταν στην έφεση από τους ίδιους δικηγόρους, όμως, κατά την ακρόαση, η Εφεσείουσα 2 επέλεξε να χειριστεί την έφεση της αυτοπροσώπως. Το περίγραμμα αγόρευσης Εφεσείοντων είχε καταχωριστεί εκ μέρους όλων των Εφεσείοντων.
Ο λόγος έφεσης 1 αφορά στην αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστηρίου της μαρτυρίας των μαρτύρων της Τράπεζας, εξαιρουμένου του υπαλλήλου του Κτηματολογίου (Μ.Ε.2), ενώ ο λόγος έφεσης 2 αφορά στη απόρριψη της μαρτυρίας της Εφεσείουσας 2 και του εναγόμενου 3.
Ο Μ.Ε.1 ήταν υπάλληλος της Τράπεζας, που παρουσίασε τα έγγραφα της υπόθεσης. Δεν είχε λάβει μέρος στη διαδικασία της επίδικης χρηματοδότησης. Δεν αμφισβητήθηκε η αυθεντικότητα των εγγράφων που παρουσίασε και το περιεχόμενο τους ήταν η ουσιώδης συμβολή της μαρτυρίας του στην υπόθεση. Τυχόν ανακρίβειες στην περιγραφή των τεκμηρίων στη γραπτή του δήλωση δεν θα ήταν λόγος για να θεωρηθεί ότι δεν ήταν ειλικρινής, πολύ περισσότερο για να μην ληφθούν υπόψη τα έγγραφα που παρουσίασε.
Οι Μ.Ε.3, Μ.Ε.4 και Μ.Ε.6 κατέθεσαν αναφορικά με το γεγονός πυρκαγιάς, που είχε ξεσπάσει την 21.1.2009 στις αποθήκες της Τράπεζας, κατακαίοντας τα φυλασσόμενα εκεί αρχεία, σε ηλεκτρονική και σε έντυπη μορφή. Υποστήριξαν ότι, ως αποτέλεσμα, οι καταστάσεις λογαριασμού του επίδικου λογαριασμού πριν την 1.9.1994 που φυλάττονταν εκεί απωλέσθηκαν. Τα όσα αναφέρονται στο περίγραμμα αγόρευσης των Εφεσείοντων δεν συνιστούν βάσιμους λόγους που θα μπορούσαν να θέσουν εν αμφιβόλω την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το αξιόπιστο της μαρτυρίας των μαρτύρων αυτών.
Ο Μ.Ε.5, ήταν λειτουργός της Τράπεζας ο οποίος την περίοδο 2002-2007 ήταν υπεύθυνος του τμήματος προβληματικών λογαριασμών. Είχε την περίοδο 2006-2007 συναντήσεις και συζητήσεις με την Εφεσείουσα 2. Αμφισβητήθηκε η θέση του ότι η Εφεσείουσα 2 δεν είχε εκφράσει παράπονα πριν τον τερματισμό της διευκόλυνσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη θέση του ως ειλικρινή και σημείωσε ότι η μαρτυρία του υποστηριζόταν από τα σχετικά έγγραφα αιτήματα της Εταιρείας για αναδιάρθρωση. Ούτε και στην περίπτωση του μάρτυρα αυτού διαπιστώνουμε λόγους που θα μας επέτρεπαν να επέμβουμε στα σχετικά ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επομένως, ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.
Με το λόγο έφεσης 2 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας της Εφεσείουσας 2 και του εναγομένου 3. Mε το συναφή λόγο έφεσης 5 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας ότι η Εφεσείουσα 2 «τελούσε σε πλήρη άγνοια».
Στο περίγραμμα αγόρευσης των Εφεσείοντων, αναφορικά με το λόγο έφεσης 5, γίνεται επίκληση επιστολής της Τράπεζας ημερ.2.3.2006, με την οποία πληροφορούσε την Εφεσείουσα 2 ότι δεν μπορούσε να την εφοδιάσει με συγκεκριμένο έγγραφο που αφορούσε συγκεκριμένο δάνειο και επιστολής ημερ.4.4.2007 της Εφεσείουσας 2 προς την Τράπεζα στην οποία ανέφερνε ότι δεν γνώριζε ότι ήταν εγγυήτρια για το συγκεκριμένο δάνειο. Γίνεται επίσης επίκληση της κατάθεσης της Εφεσείουσας 2 στη δίκη, ότι δεν γνώριζε για το συγκεκριμένο δάνειο. Επρόκειτο για δάνειο €788.000 που είχε παραχωρηθεί το 2001 προς τον πρώην σύζυγο της. Καμιά επιχειρηματολογία δεν αναπτύχθηκε και δεν επεξηγήθηκε πού θα μπορούσαν τα πιο πάνω να οδηγήσουν.
Σε κάθε περίπτωση, σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Εφεσείουσα 2 ήταν ενήμερη για την οικονομική κατάσταση της Εταιρείας όταν υπέγραφε τις σχετικές εγγυήσεις και υποθήκευε τα ακίνητα της. Άλλωστε, όπως σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η Εφεσείουσα 2 ήταν διευθύντρια και γραμματέας της Εταιρείας από το 1994 και υπέγραφε τους λογαριασμούς της Εταιρείας. Όταν δε υπέγραψε τα σχετικά πληρεξούσια για τις δύο πρώτες υποθήκες, εργαζόταν ήδη στα καταστήματα των Εφεσειουσών εταιρειών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποκομίσει την εικόνα ότι η Εφεσείουσα 2 γνώριζε πολύ καλά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της και απέρριψε τη θέση της ότι υπέγραφε ό,τι της παρουσίαζε ο τότε σύζυγος της επιδεικνύοντας σε αυτόν εμπιστοσύνη. Διαπίστωσε ακόμα το πρωτόδικο Δικαστήριο, πως κατά το χρόνο που υπέγραψε τα έγγραφα της τρίτης υποθήκης το 2006, ο εναγόμενος 3 είχε αποχωρήσει πλήρως από την Εταιρεία, την οποία διαχειριζόταν αποκλειστικά η ίδια με την αδελφή της.
Σε σχέση με τον εναγόμενο 3, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ήταν εμφανής η προσπάθεια του να βοηθήσει την πρώην σύζυγο του. Στη δικογραφία του, ξεχωριστή από αυτή των Εφεσείοντων, παραδεχόταν την εγκυρότητα των εγγυήσεων και των υποθηκών, μαρτύρησε όμως περί του αντιθέτου, προβάλλοντας δύο δικαιολογίες για το περιεχόμενο της δικογραφίας του, που ορθά διαπιστώθηκε ότι αναιρούσαν η μια την άλλη.
Όχι μόνο δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε που θα μας επέτρεπε να επέμβουμε στη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την αξιοπιστία της Εφεσείουσας 2 και του εναγομένου 3, αλλά κρίνουμε απόλυτα δικαιολογημένο το εύρημα του ότι αυτοί προσάρμοσαν και συντόνισαν τη μαρτυρία τους, έτσι ώστε να εξυπηρετηθεί η γραμμή της υπεράσπισης τους και ότι η μαρτυρία τους ήταν ανειλικρινής και επιτηδευμένη. Οι λόγοι έφεσης 2 και 5 απορρίπτονται. Κατ’ ακολουθία, απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 11 με τον οποίο προσβαλλόταν ως εσφαλμένη η μη διαπίστωση συγκεκριμένων ευρημάτων στη βάση της μαρτυρίας της Εφεσείουσας 2.
Ο λόγος έφεσης 3 αφορά στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του μεγάλο μέρος της μαρτυρίας που είχε δοθεί. Η μαρτυρία αφορούσε στην εγκυρότητα ανεξάρτητων συναλλαγών των Εφεσειουσών 3 και 4 εταιρειών, του εναγόμενου 3 και της εναγόμενης 6 εταιρείας. Γι’ αυτές εκκρεμούσαν άλλες αγωγές, που, όπως σημειώθηκε, δεν είχε επιδιωχθεί να συνεκδικαστούν με την επίδικη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε πως παρά το ότι είχε επιτραπεί συναφής μαρτυρία, εντούτοις, δεν θα έπρεπε να την αξιολογήσει και να προβεί σε ευρήματα αναφορικά με αντικείμενα άλλων αγωγών.
Στο περίγραμμα αγόρευσης των Εφεσείοντων αναφέρεται ότι δόθηκε αύξηση του ορίου στην Εφεσείουσα 1 για να εξοφληθούν οι οφειλές της Εφεσείουσας 3. Δεν επεξηγείται όμως πώς αυτό, αν ισχύει, διαφοροποιεί τα δεδομένα ως προς το πραγματικό χρέος της Εφεσείουσας 1.
Η δικονομική αρχή ότι τα επίδικα ζητήματα προσδιορίζονται από τη δικογραφία, που συχνά διατυπώνεται και με το ότι τα δικόγραφα περιορίζουν τα επίδικα θέματα, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει άλλος περιορισμός και πως ό,τι δικογραφείται είναι και σχετικό. Ζητήματα που δεν είναι σχετικά, δεν καθίστανται σχετικά απλά και μόνο γιατί έχουν περιληφθεί στη δικογραφία, κατά παράβαση των κανόνων που αφορούν στην ορθή σύνταξη των δικογράφων. Και αυτό δεν αλλάζει, επειδή δεν ζητήθηκε η διαγραφή τους και δεν διαγράφησαν. Ούτε βέβαια επειδή απαντήθηκαν οι μη σχετικοί ισχυρισμοί με το δικόγραφο του αντίδικου. Ο λόγος έφεσης 3, επίσης απορρίπτεται.
Οι λόγοι έφεσης 4, 6 (μέρος) και 7-10, αφορούν στο γεγονός ότι για την απόδειξη του χρεωστικού υπολοίπου του επίδικου λογαριασμού, δεν παρουσιάστηκαν οι καταστάσεις λογαριασμού από την αρχή της λειτουργίας του την 9.7.1992, αλλά από 1.9.1994, όταν το χρεωστικό υπόλοιπο ήταν Λ.Κ.13.559,49.
Πολύ ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο πως τυχόν αποτυχία απόδειξης του χρεωστικού υπολοίπου κατά την 1.9.1994 θα είχε ως αποτέλεσμα να αφαιρεθεί το ποσό αυτό με ανάλογη αναπροσαρμογή του υπολοίπου. Ασφαλώς και δεν θα απαλλάσσονταν, σε αυτή τη βάση, οι Εφεσείοντες από τις υποχρεώσεις τους αναφορικά με το χρέος που επιμαρτυρήθηκε ότι δημιουργήθηκε μετά την 1.9.1994, που ανέβασε το χρεωστικό υπόλοιπο στο ποσό της απόφασης. Οι συναφείς λόγοι έφεσης 9 και 10 απορρίπτονται.
Οι καταστάσεις λογαριασμού πριν από την 1.9.1994 δεν είχε καταστεί δυνατό να παρουσιαστούν, γιατί είχαν καταστραφεί συνεπεία της πυρκαγιάς το 2009. Η μαρτυρία για το συμβάν ήταν αδιάσειστη και εφόσον εκεί φυλάττονταν τα έγγραφα που ενδιαφέρουν, δεν ήταν αναγκαίο, ούτε και αναμενόταν να υπάρχει μαρτυρία ότι κατακάηκε κάθε ένα έγγραφο της υπόθεσης. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Τράπεζα είχε δικαιολογήσει επαρκώς την αδυναμία της να παρουσιάσει τις σχετικές καταστάσεις. Ο λόγος έφεσης 7 επίσης απορρίπτεται.
Όπως προειπώθηκε, η Εφεσείουσα 2 και ο εναγόμενος 3, είχαν αγοράσει τις μετοχές της Εφεσείουσας 1 και λειτουργούσαν την επιχείρηση της από το 1994. Προηγούμενος μέτοχος και διευθυντής της ήταν ο Σάββας Κοτσώνιας (Μ.Υ.5). Αυτός είναι που υπόγραψε τη σχετική συμφωνία για το άνοιγμα του επίδικου λογαριασμού το 1992. Κατά την αντεξέταση του, ο Κοτσώνιας κατέθεσε ότι κατά την πώληση της Εταιρείας, δεν είχε προκύψει πρόβλημα, διαφορά ή ένσταση αναφορικά με το υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού. Στη βάση αυτής της μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ουσιαστικά είχε γίνει τότε αποδεκτό ότι ο λογαριασμός είχε το συγκεκριμένο χρεωστικό υπόλοιπο. Η επιχειρηματολογία των Εφεσείοντων εδράζεται στη θέση ότι δεν υπάρχει χρονική ταύτιση της διαπίστωσης από τον Κοτσώνια με την 1.9.1994. Η πώληση των μετοχών της Εταιρείας έγινε περί την 23.6.1994.
Ο Κοτσώνιας μπορούσε να επιβεβαιώσει ότι το χρεωστικό υπόλοιπο τον Ιούνιο του 1994, όπως παρουσιαζόταν στις σχετικές τραπεζικές καταστάσεις, ήταν ορθό. Όμως δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία ως προς το ύψος του χρεωστικού υπολοίπου τον Ιούνιο του 1994 και κατά πόσο μέχρι την 1.9.1994 είχαν καταχωριστεί άλλες χρεώσεις που ανέβασαν το χρεωστικό υπόλοιπο στις Λ.Κ.13.559,49. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διαπίστωσε το κενό στη μαρτυρία και θεώρησε ότι η αναγνώριση από τον Κοτσώνια του υπολοίπου κατά την πώληση των μετοχών της Εταιρείας και αλλαγής στη διακυβέρνηση της, συνιστούσε αναγνώριση του υπολοίπου κατά την 1.9.1994. Επομένως, ο σχετικός λόγος έφεσης 4 και ο λόγος 6, στην έκταση που αφορά το εύρημα για το χρεωστικό υπόλοιπο κατά την 1.9.1994, επιτυγχάνει.
Στο λόγο έφεσης 8, αναφέρεται ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι η Τράπεζα είχε αποδείξει το χρεωστικό υπόλοιπο για το οποίο εκδόθηκε η απόφαση με την καλύτερη δυνατή μαρτυρία. Ο λόγος αναπτύχθηκε στο περίγραμμα των Εφεσείοντων με αναφορά στο ζήτημα του χρεωστικού υπολοίπου κατά την 1.9.1994 και την πυρκαγιά και όχι σε σχέση με το χρέος γενικά. Μετά την κατάληξη ότι το χρεωστικό υπόλοιπο κατά την 1.9.1994 δεν είχε αποδειχτεί ο λόγος έφεσης 8 καθίσταται αχρείαστο να εξεταστεί και απορρίπτεται.
Με το λόγο έφεσης 6 προσβάλλεται επίσης ως εσφαλμένη η απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της θέσης της Εφεσείουσας 2 και του εναγομένου 3 περί εκβιαστικής συμπεριφοράς και παραπλάνησης τους από την Τράπεζα. Αναφέρονται τα όσα είχαν υποστηριχτεί στο πλαίσιο του λόγου έφεσης 3 που απορρίφθηκε. Επομένως, ως προς αυτό του το σκέλος, ο λόγος έφεσης 6 απορρίπτεται.
Με το λόγο έφεσης 12 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι παρέλειψε να εξετάσει την εγκυρότητα των δύο πληρεξουσίων με τα οποία η Εφεσείουσα 2 φερόταν να είχε πληρεξουσιοδοτήσει τον εναγόμενο 3 να συνάψει τις δύο πρώτες επίδικες υποθήκες. «Κατ’ επέκταση», ότι παρέλειψε να εξετάσει την εγκυρότητα των εν λόγω υποθηκών. Ο λόγος (και η Αιτιολογία του) σαφώς περιορίζει το πεδίο εξέτασης της εγκυρότητας των υποθηκών με αναφορά στα πληρεξούσια δυνάμει των οποίων συνάφθηκαν. Άλλες αιτιάσεις για ακυρότητα των υποθηκών, που προβλήθηκαν στο περίγραμμα των Εφεσείοντων, δεν μπορούν να εξεταστούν.
Δεν εισηγήθηκαν οι Εφεσείοντες για ποιο λόγο δεν θεωρούν τα πληρεξούσια έγκυρα. Εκλαμβάνουμε στη βάση ότι δεν υπογράφηκαν ενώπιον πιστοποιούντος υπαλλήλου, όπως ήταν η εκδοχή της Εφεσείουσας 2, επιμέρους θέση που το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέρριψε. Αναφέρθηκε στην πρωτόδικη απόφαση ότι εκείνο που είχε σημασία ήταν ότι η Εφεσείουσα 2 δεν αρνήθηκε ότι είχε υπογράψει τα πληρεξούσια.
Συμφωνούμε με την πρωτόδικη κρίση. Ο διορισμός και η πληρεξουσιότητα αντιπροσώπων διέπεται από το Μέρος ΧΙΙΙ του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149. Δεν υπάρχει πρόβλεψη ότι η πληρεξουσιότητα πρέπει να επιμαρτυρείται από οιονδήποτε πρόσωπο ή ειδικά από πιστοποιών υπάλληλο. Η πιστοποίηση δεν είναι στοιχείο εγκυρότητας πληρεξουσίου εγγράφου, αλλά στοιχείο απόδειξης της αυθεντικότητας του. Το άρθρο 9 του περί Πιστοποιούντων Υπαλλήλων Νόμου του 2012, Ν.165(Ι)/2012, προνοεί ότι: «Πιστοποιήσεις που θεωρούνται ότι διενεργήθηκαν από πιστοποιούντα υπάλληλο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου είναι δεκτές ως απόδειξη των γεγονότων που πιστοποιούνται με αυτές από όλα τα δικαστήρια». Δημιουργείται αποδεικτικό τεκμήριο, που όταν απουσιάζει, το γεγονός πρέπει να αποδεικνύεται όπως κάθε άλλος ισχυρισμός που αμφισβητείται. Η Εφεσείουσα 2 είχε πληρεξουσιοδοτήσει τον εναγόμενο 3, αυτό παραδέχτηκαν και οι δύο στις καταθέσεις τους, επομένως ο τελευταίος είχε εξουσία να συνάψει τις δύο υποθήκες, οι οποίες δεν ήταν άκυρες για το λόγο που προβλήθηκε. Ο λόγος έφεσης 12 απορρίπτεται.
Οι γενικοί λόγοι έφεσης 13-15 ότι εσφαλμένα εκδόθηκε απόφαση στην απαίτηση και εσφαλμένα απορρίφθηκε η ανταπαίτηση των Εφεσείοντων, με αναφορά στους προηγούμενους λόγους έφεσης και στη βάση της ολότητας της μαρτυρίας, χωρίς άλλη επιχειρηματολογία, επίσης απορρίπτονται.
Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς.
Το ποσό της απόφασης μειώνεται κατά €22.508,75 (Λ.Κ.13.559,49) δηλαδή η απόφαση θα είναι για ποσό €807.192,03 με τόκο 7,75% από 1.9.1994, με κεφαλαιοποίηση την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους
Λαμβάνοντας υπόψη τη μερική επιτυχία της έφεσης, €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ όλων των Εφεσείοντων και εναντίον της Εφεσίβλητης και επιπλέον €500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, υπέρ των Εφεσείοντων 1,3 και 4 και εναντίον της Εφεσίβλητης.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
Ε. Εφραίμ, Δ.
[1] Ο εναγόμενος 3 μαζί με την εναγόμενη 6 εταιρεία αποκλειστικών συμφερόντων του, είχαν διαφορετική εκπροσώπηση από τους Εφεσείοντες.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο