ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ S & G SECURITIES AND GENERAL FINANCE LTD ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, Πολιτική Αίτηση Αρ. 235/2025, 25/9/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ S & G SECURITIES AND GENERAL FINANCE LTD ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI, Πολιτική Αίτηση Αρ. 235/2025, 25/9/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 235/2025)

 

25 Σεπτεμβρίου, 2025

 

[ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ S & G SECURITIES AND GENERAL FINANCE LTD ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 18/09/2025 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ 9014/1989

...........................

Μ. Φλωρίδης για Μιχαήλ Γ. Φλωρίδης & Σια Δ.Ε.Π.Ε., για τους Αιτητές.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

  ΕΦΡΑΙΜ, Δ.Με την παρούσα Αίτηση οι Αιτητές ζητούν άδεια για την καταχώριση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari αναφορικά με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 18.9.2025 στην αγωγή 9014/1989, με την οποία απερρίφθη η αίτηση των Αιτητών (εκεί εναγόντων) ημερ. 24.7.2025 για την έκδοση διατάγματος παράτασης της εγγραφής απόφασης (memo) επί ακίνητης περιουσίας της εκεί εναγόμενης και για άδεια εκτέλεσης της απόφασης ημερ. 20.1.1990.

        Το ιστορικό των γεγονότων που οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει μέσα από την έκθεση και την ένορκη δήλωση που συνοδεύουν την Αίτηση, έχει συνοπτικά ως εξής:

(i)      Στις 20.1.1990 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (το κατώτερο Δικαστήριο) εξέδωσε απόφαση στην αγωγή 9014/1989 υπέρ των Αιτητών και εναντίον της εκεί εναγόμενης για το ποσό των ΛΚ13.450 πλέον τόκο και δικηγορικά έξοδα.

 

(ii)     Στις 5.10.2001, στο πλαίσιο αίτησης στην ανωτέρω αγωγή, το κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα για την πώληση του εκεί περιγραφόμενου ακινήτου της εναγόμενης, προς ικανοποίηση του λαβείν των Αιτητών.

 

(iii)   Στις 12.4.2002 οι Αιτητές κατέθεσαν στο Κτηματολόγιο την αίτηση αναγκαστικής πώλησης του ακινήτου υπ’ αρ. ΑΝΠ 124/2002, η οποία ακόμη εκκρεμεί προς εκτέλεση.

(iv)      Στις 7.10.2005 στο πλαίσιο της αίτησης πτώχευσης 234/2005, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε διάταγμα παραλαβής της περιουσίας της εκεί εναγόμενης.

 

(v)       Στις 11.2.2015 αυτή κηρύχθηκε σε πτώχευση και στις    7.11.2015 αποκαταστάθηκε αυτοδίκαια.

 

(vi)      Η εγγραφή του memo επί της ακίνητης περιουσίας της εκεί εναγόμενης παρατάθηκε με διάταγμα του Δικαστηρίου μέχρι τις 2.10.2025 και η ισχύς της απόφασης μέχρι τις 16.9.2025.

 

(vii)    Στις 24.7.2025 οι Αιτητές καταχώρισαν δια κλήσεως αίτηση με την οποία ζητούσαν την παράταση εγγραφής του memo και άδεια εκτέλεσης της απόφασης

 

(viii)   Η αίτηση επιδόθηκε στον Διευθυντή του Κτηματολογίου Λευκωσίας ο οποίος ενημέρωσε γραπτώς το κατώτερο Δικαστήριο ότι η ισχύς του memo ήταν μέχρι τις 2.10.2025.

 

(ix)      Στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης, το κατώτερο Δικαστήριο ήγειρε αυτεπάγγελτα το ζήτημα κατά πόσο οι Αιτητές μπορούσαν να προωθούν μέτρα εκτέλεσης από τη στιγμή που η εναγόμενη είχε κηρυχθεί σε πτώχευση και αποκαταστάθηκε αυτοδικαίως. Μετά την καταχώριση της αγόρευσης των Αιτητών προς υποστήριξη της αίτησης, στις 18.9.2025 το κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του, αντίγραφο της οποίας παραδόθηκε στους Αιτητές την επομένη, ήτοι στις 19.9.2025.

 

(x)       Το κατώτερο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση στη βάση του ότι από τη στιγμή που η εναγόμενη είχε κηρυχθεί σε πτώχευση, το εξ αποφάσεως χρέος έπρεπε να είχε επαληθευτεί εναντίον της πτωχευτικής διαδικασίας και, πλέον, με την αυτοδίκαιη αποκατάσταση της δεν μπορούσε να τίθεται ζήτημα εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης με οποιονδήποτε τρόπο. Το κατώτερο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι η αίτηση δεν είχε επιδοθεί στην εναγόμενη για να είχε την ευκαιρία να ακουστεί επί αυτής.

        Οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η Αίτηση είναι ότι το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε υπό έκδηλη πλάνη αναφορικά με τον περί Πτώχευσης Νόμο, Κεφ. 5, και με τη διαδικασία για την παροχή άδειας εκτέλεσης απόφασης. Αποτέλεσε θέση των Αιτητών πως το κατώτερο Δικαστήριο έσφαλε ως προς τη νομική ερμηνεία του Κεφ. 5 και πως αυτοί ήταν εξασφαλισμένοι πιστωτές εφόσον είχαν καταχωρίσει memo και εξασφάλισαν διάταγμα πώλησης της ακίνητης περιουσίας της εναγόμενης, πριν εκδοθεί διάταγμα παραλαβής της, και επομένως μπορούσαν να προχωρήσουν με την εκτέλεση της απόφασης και την πώληση.        

Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari έχουν επανειλημμένα αναφερθεί στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1(A) A.A.Δ. 116, ο σκοπός των ενταλμάτων Certiorari είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της απόφασης. Πρόκειται για δικαιοδοσία η οποία ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ, πάντοτε κατά προνόμιο, όταν από το ίδιο το πρακτικό του Δικαστηρίου διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, πλάνη περί το Νόμο, δόλος, προκατάληψη ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Για να χορηγηθεί άδεια, ο αιτητής θα πρέπει να τεκμηριώσει συζητήσιμη υπόθεση. Ακόμα και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση, δεν χορηγείται άδεια όταν προσφέρεται εναλλακτικό ένδικο μέσο ή θεραπεία, συνήθως, αυτό της έφεσης, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν τη χορήγηση άδειας. 

        Για τους σκοπούς της παρούσας Αίτησης, το άρθρο 9(1) του Κεφ. 5, ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, προνοεί ότι με την έκδοση διατάγματος πτώχευσης, ο Επίσημος Παραλήπτης καθίσταται διαχειριστής της περιουσίας του πτωχεύσαντα, και εκτός όπου διατάσσεται δια νόμου, ουδείς πιστωτής που δύναται να επαληθεύσει το χρέος δεν θα έχει θεραπεία εναντίον της περιουσίας αυτού, εκτός κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου και υπό τους όρους που ήθελε επιβάλει το Δικαστήριο. Το άρθρο 9(7) του Κεφ. 5 προβλέπει ότι το άρθρο 9(1) «δεν θα επηρεάζει την εξουσία εξασφαλισμένου πιστωτή να εκποιήσει ή άλλως πως να χειριστεί την εξασφάλιση του με τον ίδιο τρόπο που θα εδικαιούτο να την εκποιήσει και χειριστεί, αν το άρθρο αυτό δεν είχε θεσπιστεί …».

        Οι Αιτητές δυνατό να θεωρούνται εξασφαλισμένοι πιστωτές εφόσον έχουν εμπράγματο βάρος επί της περιουσίας της εναγόμενης, σύμφωνα με την ερμηνεία του όρου στο άρθρο 2 του Κεφ. 5. Ο διαχωρισμός μεταξύ εξασφαλισμένων και μη εξασφαλισμένων πιστωτών και η διαφοροποίηση μεταξύ των μέτρων που αυτοί δύνανται να λάβουν σε περίπτωση πτώχευσης του εξ αποφάσεως οφειλέτη φαίνεται να προκύπτει και από το άρθρο 37 του Κεφ. 5. Αυτό παρέχει το δικαίωμα επαλήθευσης σε εξασφαλισμένους και άλλους πιστωτές και παραπέμπει στο Δεύτερο Παράρτημα, το άρθρο 1(α) του οποίου αναφέρεται σε επαλήθευση σε συνηθισμένες περιπτώσεις, σε αντίθεση με το άρθρο 10 που αναφέρεται σε επαλήθευση από εξασφαλισμένους πιστωτές, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να το πράξουν είτε για το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό μετά τη διάθεση της εξασφάλισης είτε για ολόκληρο το ποσό αν αποποιηθούν της εξασφάλισης.  

        Υπό το φως των όσων αναφέρονται ανωτέρω, διαφαίνεται ότι εγείρεται συζητήσιμο θέμα αναφορά με την ερμηνεία του Κεφ. 5 ως προς τη  δυνατότητα των Αιτητών να προχωρήσουν με την εκτέλεση της απόφασης.

        Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς το κατά πόσο η αίτηση υπόκειτο σε απόρριψη καθότι δεν είχε επιδοθεί στην εναγόμενη, διαφαίνεται ότι αίτηση για άδεια για την εκτέλεση της απόφασης δύναται να καταχωριστεί μονομερώς με βάση τη Δ.48 θ.8 και τη Δ.40 θ.8 των εν ισχύι Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Σημειώνεται ότι η αίτηση καταχωρίστηκε δια κλήσεως αναφορικά με το αιτητικό που αφορούσε την ανανέωση εγγραφής memo για σκοπούς εκτέλεσης απόφασης η οποία και επεδόθη στο Κτηματολόγιο.

        Επί αυτού το ζητήματος, το θέμα αφορά τη διακριτική ευχέρεια του κατώτερου Δικαστηρίου στο να θεωρήσει ότι η αίτηση δεν έπρεπε να είχε καταχωριστεί μονομερώς αλλά δια κλήσεως και επομένως, ξεφεύγει του πλαισίου της προνομιακής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.

        Με τη διαπίστωση ότι εγείρεται εκ πρώτης όψεως ζήτημα ως προς το πρώτο σκέλος της προσβαλλόμενης απόφασης, θα πρέπει να απασχολήσει το γεγονός ότι παρέχεται εναλλακτικό ένδικο μέσο στους Αιτητές, αυτό της έφεσης, όπως αναγνώρισε ευθαρσώς ο δικηγόρος των Αιτητών. Ειδικότερα, ο δικηγόρος των Αιτητών ανέφερε ότι τα στενά χρονικά περιθώρια και οι συνέπειες της μη ανανέωσης του memo πριν από την ημερομηνία λήξης αυτού, αποτελούν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες δικαιολογούν τη χορήγηση άδειας για την αναζήτηση θεραπείας στο πλαίσιο της προνομιακής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.

        Ο χρόνος δεν αποτελεί αφ’ εαυτού εξαιρετικές περιστάσεις που να ενεργοποιούν την προνομιακή δικαιοδοσία του Ανώτατου Δικαστηρίου (βλ. Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878.

        Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Δήμου Λάρνακας κ.ά., Πολ. Έφεση Αρ. 321/2020, ημερ. 2.7.2021, ECLI:CY:AD:2021:A303, υιοθετήθηκε το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Tricor Ltd, Πολ. Εφ. 117/20 ημερ. 7/4/21, ECLI:CY:AD:2021:A131:

«Ευθυγραμμισμένη νομολογία επιβεβαιώνει ότι, όπου υπάρχει διαθέσιμο άλλο ένδικο μέσο, δεν είναι επιτρεπτή η παραχώρηση προνομιακού εντάλματος, εκτός εάν προηγηθεί διαπίστωση ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις. Έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί ότι η έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν λειτουργεί ως υποκατάστατο της έφεσης ή άλλων ένδικων μέσων, ούτε είναι λόγος χρησιμοποίησης της εφεδρείας της δικαιοδοσίας αυτής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο τυχόν σημαντικός χρόνος που απαιτείται για διεκπεραίωση εναλλακτικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένης της έφεσης. (Χρίστου (2011) 1 ΑΑΔ 2085).

Έχει επίσης νομολογιακά διευκρινισθεί ότι η αρχή συνδρομής των εξαιρετικών περιστάσεων ισχύει γενικά, ανεξάρτητα δηλαδή εάν ο λόγος που επιδιώκεται η ακύρωση ενός διατάγματος σχετίζεται με έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας (Κτηματικές Επιχειρήσεις Ανδρέα Ευριπίδη Διογένους Λτδ (2005) 1 ΑΑΔ 1342). Στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α. (2012) 1 ΑΑΔ 878, γίνεται εκτενής ανασκόπηση της σχετικής νομολογίας, σε αναφορά με τα όσα λέχθηκαν στις υποθέσεις Hellenger Trading Ltd (2000) 1 ΑΑΔ 1965 και Base Metal Trading Ltd v. Fastact Development  Ltd κ.α. (2004) 1 ΑΑΔ 1535. Ό,τι έχει σημασία εν προκειμένω είναι η εδραιωμένη πλέον θέση της νομολογίας πως η αρχή για αναζήτηση εξαιρετικών περιστάσεων όπου εντοπίζεται η ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου δεν μεταβάλλεται ούτε στις περιπτώσεις όπου προβάλλεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας.»

(Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

       

        Από τη στιγμή που υπάρχει το δικαίωμα έφεσης, το χρονικό πλαίσιο εκδίκασης αυτής προφανώς θα πρέπει να ρυθμιστεί, ούτως ώστε η ακρόαση αυτής να ολοκληρωθεί πριν τη λήξη της ισχύος του memo. Άλλωστε, αυτό το ζήτημα ισχύει και για την υπό κρίση διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας το παρόν Δικαστήριο όρισε την Αίτηση την επομένη της καταχώρισης, λαμβάνοντας υπόψη ότι σε περίπτωση χορήγησης άδειας θα έπρεπε να διασφαλιστεί η εκδίκαση της δια κλήσεως αίτησης πριν τη λήξη του memo.

        Σύμφωνα με όσα αναφέρονται ανωτέρω, δεν έχω ικανοποιηθεί πως οι Αιτητές κατάφεραν να καταδείξουν ότι δικαιολογείται η χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

 

 

Η Αίτηση απορρίπτεται.

          

 

                                                            Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο