ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ κ.α. v. SERCEM CONSTRUCTION LTD κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 250/2017, 24/9/2025
print
Τίτλος:
ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ κ.α. v. SERCEM CONSTRUCTION LTD κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 250/2017, 24/9/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 250/2017)

 

24 Σεπτεμβρίου, 2025

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

1.        ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ

2.        ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Εφεσείοντες

ν.

 

1.    SERCEM CONSTRUCTION LTD

2.    SERCEM DEVELOPMENT LTD

3.    CEMAL METIN BULUTOGLULARI

4.    ERHAN BASAY

5.    HASSIP IZZETLY

Εφεσίβλητων

_________________________

 

Ε. Ερωτοκρίτου (κα) για Κ. Π. Ερωτοκρίτου & Σία, για τους Εφεσείοντες.

T. M. Kadri, για τους Εφεσίβλητους.

_________________________

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και  θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

_________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:  Οι εφεσείοντες, ελληνοκύπριοι πρόσφυγες, οι οποίοι κατάγονται από το τουρκοκρατούμενο χωριό Λιβερά, της επαρχίας Κερύνειας, με γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, που καταχώρισαν το 2008, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας-Κερύνειας, αξίωσαν εναντίον τριών τουρκοκυπρίων (εφεσίβλητοι 3-5) και δύο εταιρειών (εφεσίβλητες 1 και 2), θεραπείες σε σχέση με ακίνητο (χωράφι) στο εν λόγω κατεχόμενο χωριό, εκτάσεως 181 στρεμμάτων.

 

Οι εν λόγω θεραπείες αφορούσαν: (α) σε αποζημιώσεις για «παράνομον επέμβαση (trespass), για δόλον, (fraud) και/ή συνωμοσία (conspiracy) και/ή απάτη και/ή για συνωμοσία για απάτη και/ή εκμετάλλευση», (β) σε αποζημιώσεις για ψυχική οδύνη, πόνο, ταλαιπωρία, (γ) σε παραδειγματικές και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις, (δ) σε ενδιάμεσα οφέλη-ενοίκια  (mesne profits) «από την ημέρα της παράνομης επέμβασης, ήτοι το 1974 μέχρι σήμερα και συνεχιζόμενα», (ε) σε αποζημιώσεις «βάσει των διατάξεων παράνομου και/ή αδικαιολόγητου πλουτισμού». Τέλος, αξιώθηκαν και τελικά διατάγματα με τα οποία να απαγορεύεται στους εφεσίβλητους «να επεμβαίνουν, να εισέρχονται, να χρησιμοποιούν, να εκμεταλλεύονται, να κτίζουν, να ανεγείρουν, οποιεσδήποτε οικοδομές ή υποστατικά επί του εν λόγω ακινήτου».

 

Στην Έκθεση Απαίτησης που καταχωρίστηκε στη συνέχεια, οι εφεσείοντες αξίωσαν όλες τις πιο πάνω θεραπείες δικογραφώντας τα ακόλουθα σε σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επίδικου ακινήτου:

 

«2.  Το μερίδιο και/ή συμφέρον του Ενάγοντα 1 καθώς επίσης και του Ενάγοντα 2 στην πιο πάνω αναφερόμενη ακίνητη περιουσία είναι 35/100 έκαστος (35%).

3.    Το υπόλοιπο συμφέρον επί της ακίνητης περιουσίας παραμένει στον παππού του Ενάγοντα 2 ο οποίος εγείρει την αγωγή και υπό την ιδιότητα του ως κληρονόμος από την μητέρα του.»

 

 

 

 

Για να προσθέσουν πως:

 

«… προ της Τουρκικής Εισβολής του 1974 καλλιεργούσαν και χρησιμοποιούσαν την εν λόγω ακίνητη περιουσία σαν περβόλια, ξηρικές καλλιέργειες και φάρμα βόσκησης και/ή εκτροφής των ζώων με εισοδήματα πέριξ των £40.000-, ήτοι ισάξιο με €68.344.- ετησίως. Το εν λόγω τεμάχιο και/ή ακίνητο είχε πρόσοψη 500 περίπου μέτρων σε δημόσιο δρόμο και διέθετε φυσικό κόλπο ο οποίος χρησιμοποιείτο ως καταφύγιο αλιευτικών σκαφών από ψαράδες.»

 

 

Κατ΄ επέκταση, οι αποζημιώσεις και άλλες θεραπείες, αξιώθηκαν κατ΄ επίκληση παράνομης επέμβασης εκ μέρους των εφεσίβλητων επί όλου του ακινήτου, δηλαδή των 181 στρεμμάτων.

 

Με την Έκθεση Απαίτησης, η παράνομη επέμβαση φέρεται να λαμβάνει χώρα όχι από το 1974, ως είχε καταγραφεί στο γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, αλλά από το 1985, με τους εφεσείοντες να προσθέτουν πως η αξία του επίδικου ακινήτου «αυξάνετο τουλάχιστον κατά 10% ετησίως, ενώ τα εισοδήματα και/ή ενδιάμεσα κέρδη (mense profits) από την εν λόγω περιουσία αυξάνοντο κατά 5.50% ετησίως».

 

Όσον αφορά στις ζημιές, οι εφεσείοντες είχαν δικογραφήσει τα ακόλουθα:

«19.    Οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι λόγω της δόλιας και παράνομης επέμβασης, ιδιοποίησης, οικειοποίησης, κατοχής και χρήσης της ακινήτου ιδιοκτησίας τους από τους Εναγομένους και/ή υπάλληλους και/ή υπηρέτες και/ή αντιπρόσωπους των και/ή έκαστου εξ΄ αυτών υπέστησαν, υφίστανται και θα εξακολουθήσουν να υφίστανται ζημία και/ή απώλεια εισοδημάτων και/ή απώλεια κερδών ανερχόμενα από το 1986 μέχρι 30.11.2012 σε €28.017.180,48.-. Περαιτέρω οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι θα συνεχίζουν να υφίστανται απώλεια εισοδημάτων και/ή απώλεια κερδών μέχρι την ελεύθερη παράδοση της περιουσίας τους.»

 

 

Στην παρ. 20 της Έκθεσης Απαίτησης, η οποία τιτλοφορείται «Λεπτομέρειες απώλειας εισοδημάτων και/ή απώλειας κερδών και/ή ενοικίων από 1986-2012», συγκεκριμενοποιούνται οι ζημιές για κάθε έτος ξεχωριστά. Ενδεικτικά και μόνο να αναφέρουμε πως για το έτος 1986 καταγράφονται τα ακόλουθα:  «2.844.200,72€ (αγοραία αξία market value), 142.210,04€ (αγοραίο ενοίκιο market value),  For 26 years 4,0231€ (Ανατοκισμός 5,50% ετησίως (Compound Interest @ 5,50% per annum), 572.125,20€ (Ενοίκιο πλέον τόκο (Rent plus interest)». Ακολουθούν αντίστοιχες λεπτομέρειες για τα έτη 1987-2012, με τις ζημιές να ανέρχονται, για τα έτη 1986-2012, στο συνολικό ποσό των  €28.017.180,48. Περαιτέρω, οι εφεσείοντες είχαν δικογραφήσει ότι:

 

 «… θα συνεχίσουν να υφίστανται απώλεια εισοδημάτων και/ή κερδών μέχρι την εκδίκαση της παρούσης αγωγής τα οποία υπολογίζουν ότι θα ανέρχονται μέχρι το 2016 στο ποσό των €8.000.000.- περίπου. (Περαιτέρω λεπτομέρειες θα προσκομιστούν κατά την δικάσιμο).» 

 

 

 

Εν κατακλείδι, στη βάση των δικογραφημένων μεριδίων επί του ακινήτου, έκαστος εφεσείων αξίωσε αποζημιώσεις ως ακολούθως:

 

«21.  Ο Ενάγοντας 1 ισχυρίζεται ότι ως ιδιοκτήτης του 35/100 (35% μεριδίου του εν λόγω ακινήτου, η απώλεια εισοδημάτων του και/ή απώλεια κερδών του κατά τα έτη 1986-2012 ανέρχεται στο ποσό των €9.806.013,17.- μερίδιο το οποίο του αντιστοιχεί από το πιο πάνω συνολικό ποσό των εκτιμημένων κερδών και/ή εισοδημάτων. (Περαιτέρω λεπτομέρειες θα προσκομιστούν κατά την δικάσιμο).

 

22.    Ο Ενάγοντας 2 ισχυρίζεται ότι ως ιδιοκτήτης του 35/100 (35%) μεριδίου του εν λόγω ακινήτου, η απώλεια εισοδημάτων του και/ή απώλεια κερδών του κατά τα έτη 1986-2012, ανέρχεται στο ποσό των €9.806.013,17.- μερίδιο το οποίο του αντιστοιχεί από το πιο πάνω συνολικό ποσό των εκτιμημένων κερδών και/ή εισοδημάτων. (Περαιτέρω λεπτομέρειες θα προσκομιστούν κατά την δικάσιμο).

 

23.    Περαιτέρω δε ο Ενάγοντας 2, υπό την ιδιότητα το ως κληρονόμος της μητέρας του, μέσω του πατέρα της, αξιώνει το ποσό των €8.405,154.14.- ως απώλεια εισοδημάτων και/ή κερδών κατά τα έτη 1986-2012, για το υπόλοιπο μερίδιο του 30/100 (30%) στο επίδικο ακίνητο. (Περαιτέρω Λεπτομέρειες θα δοθούν κατά την δικάσιμο).» 

 

 

Ήταν ηλίου φαεινότερον πως οι δύο εφεσείοντες είχαν καταχωρίσει την εν λόγω αγωγή προβάλλοντας τη θέση πως μόνο αυτοί οι δύο είχαν την ιδιοκτησία του επίδικου ακινήτου και/ή ότι μόνο αυτοί οι δύο ενομιμοποιούντο να εγείρουν οιανδήποτε αξίωση σε σχέση με παράνομη επέμβαση επί του επίδικου ακινήτου, και ουδείς άλλος. Μάλιστα, ο εφεσείων 2, ως ελέχθη, είχε δικογραφήσει πως αντλούσε μερίδιο επί του ακινήτου και από τον αποβιώσαντα πάππο του, το οποίο είχε καθορίσει σε 30%. Η εν λόγω αξίωση δεν χρειάζεται να σχολιαστεί περαιτέρω, αφού απεσύρθη στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. 

 

Οι εφεσίβλητοι με κοινό δικόγραφο υπεράσπισης, είχαν αρνηθεί τους δικογραφημένους ισχυρισμούς των εφεσειόντων περί παράνομης επέμβασης, ενώ αμφισβήτησαν και το ιδιοκτησιακό καθεστώς επί του επίδικου ακινήτου, ως αυτό είχε δικογραφηθεί από τους εφεσείοντες.  Κατ΄ επέκταση, αρνήθηκαν όλες τις αιτούμενες θεραπείες και ζήτησαν απόρριψη της αγωγής.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία της αγωγής, ο εφεσείων 1 δεν κατέθεσε. Κατέθεσε ο εφεσείων 2 και ο υιός του εφεσείοντα 1, ο οποίος κατά τον χρόνο της τουρκικής εισβολής ήταν ηλικίας οκτώ περίπου ετών. Οι εφεσείοντες για να αποδείξουν τις κατ΄ ισχυρισμόν ζημιές κάλεσαν τον Α. Καραντώνη, εγκεκριμένο εκτιμητή ακινήτων. Εκ μέρους των εφεσίβλητων κατέθεσε μόνο ο εφεσίβλητος 4.  

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παρέθεσε τις γνωστές αρχές που  αφορούν στην αξιολόγηση μαρτυρίας, από τις οποίες καθοδηγήθηκε ορθά, προέβη σε ευρήματα αξιοπιστίας, σύμφωνα με τα οποία οι μάρτυρες πλην του εφεσίβλητου 4, ήταν μάρτυρες αληθείας.  Για να προσθέσει όμως τα ακόλουθα:

 

«Το ότι κάποιοι μάρτυρες κρίθηκαν αξιόπιστοι δεν σημαίνει πως και η μαρτυρία τους χαρακτηρίζεται απαρεγκλίτως και από ανάλογη αποδεικτική βαρύτητα για ό,τι είναι που επεδίωξε να στοιχειοθετήσει, αφού η μαρτυρική αξιοπιστία δεν συνυφαίνεται είτε με το βάρος είτε με το επίπεδο απόδειξης με το οποίο είναι επωμισμένο το κάθε διάδικο μέρος βάσει της ισχύουσας και εφαρμοζόμενης νομοθεσίας και νομολογίας (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Αθανασίου και Άλλος ν. Κουνούρη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614.»   

 

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή κάνοντας δεκτή την τρίτη εισήγηση της Υπεράσπισης, αφού προηγουμένως είχε απορρίψει άλλες δύο εισηγήσεις, στις οποίες δεν χρειάζεται να αναφερθούμε.  Για την τρίτη εισήγηση σημείωσε τα ακόλουθα:

 

«Η τρίτη εισήγηση (που συνυφαίνεται με την ουσία των επιχειρημάτων των εναγομένων ως αναδιπλώθηκαν στην πρώτη θεματική), αφορά στην άποψη τους πως το διαφιλονικούμενο ιδιοκτησιακό καθεστώς της ακίνητης περιουσίας - ως συναφώς αποτυπώνεται στη Βεβαίωση Ιδιοκτησίας Τουρκοκρατούμενου Ακινήτου (Τεκμήρια 2 και 15), ήτοι ότι η «… ιδιοκτησία του ακινήτου είναι διαφιλονικούμενη …») – εξοβελίζει, όχι μόνο τη δυνατότητα των εναγόντων να καταχωρίσουν την αγωγή, αλλά και την όποια αποδεικτική βαρύτητα θα μπορούσε δυνητικώς να έχει στη θεμελίωση της αξίωσης η μαρτυρία που προσέφεραν προς απόδειξη (ή κατάδειξη) της ιδιοκτησιακής τους σχέσης με την ακίνητη περιουσία. Συμφωνώ.»

 

 

Ανεξάρτητα από την πιο πάνω κατάληξη του, προχώρησε να εξετάσει, και εξέτασε, κατά πόσο απεδείχθη η παράνομη επέμβαση εκ μέρους των εφεσίβλητων, ενώ δεν παρέλειψε να καθορίσει και τις αποζημιώσεις που θα επεδίκαζε σε περίπτωση που οι εφεσείοντες απεδείκνυαν την υπόθεση τους. Όπως χαρακτηριστικά σημείωσε «Θα εξετάσω την υπόθεση στην ουσία της, έτσι ώστε να επικουρηθεί η όποια περί του αντιθέτου εφετειακή έκβαση και αποφευχθεί, στο μέτρο του δυνατού, η επιπλέον περιπλοκή της πολύ παλαιάς χρονικώς αυτής υπόθεσης».  H εν λόγω προσέγγιση του βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με τις επανειλημμένες υποδείξεις του Ανώτατου Δικαστηρίου (Παναγιώτης Μάρκου Χαραλάμπους ν. Μ & Α. Αναστασίου Μεταφορές Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. 370/2016, ημερ. 13.3.2025).

 

Όσον αφορά στην αγωγή εναντίον των εφεσίβλητων 2-5, έκρινε πως οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν παράνομη επέμβαση εκ μέρους αυτών, όπως απέδειξαν εναντίον της εφεσίβλητης 1 εταιρείας. Όπως χαρακτηριστικά σημείωσε «οι ενάγοντες απέδειξαν ότι οι εναγόμενοι 1 επενέβησαν παρανόμως στην ακίνητη περιουσία κατά τα προνοούμενα στο άρθρο 43(1) του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148».

Όσον αφορά στις αποζημιώσεις, έκρινε πως η ενοικιαστική αξία του ακινήτου δεν είχε αποδειχθεί, και τούτο γιατί από τη μαρτυρία του εκτιμητή που οι εφεσείοντες κάλεσαν:

 

«… δεν καταδείχθηκε επαρκώς η αντιστοιχία των συγκριτικών πωλήσεων στις υπό αναφορά περιοχές με την ακίνητη περιουσία (στα Λιβερά), ούτε και κατορθώθηκε να υποδειχθεί πρεπόντως το όμοιο ή έστω παρόμοιο της ανάπτυξης της περιοχής Λιβερών με αυτή στις (ελεύθερες) Επαρχίες Λάρνακας και Αμμοχώστου σε οποιαδήποτε από τις χρονικές περιόδους που μέλουν εδώ.»

 

Για να καταλήξει ως εξής:

 

«… όπου αποδεικνύεται παράνομη κατοχή ακινήτου (όπως εδώ), το μέτρο της αποζημίωσης είναι η αγοραία ενοικιαστική αξία του ακινήτου και όχι το όφελος που προσπορίζεται ο παράνομος κάτοχος από τη χρήση της γης, ή η ακριβής απώλεια του ιδιοκτήτη. Το κριτήριο τούτο είναι αντικειμενικό και αλληλένδετο με την ενοικιαστική αξία του ακινήτου, που όμως, ως ήδη επεξηγήθηκε, δεν αποδείχθηκε. Έτσι, στο μόνο που δικαιούνται οι ενάγοντες είναι η επιδίκαση ονομαστικών και μόνο αποζημιώσεων τις οποίες καθορίζω σε €10,00 για τον καθένα από αυτούς».

 

 

 

Όσον αφορά στην παράβαση «του υπό συζήτησιν συνταγματικού και ανθρώπινου δικαιώματος των εναγόντων», έκρινε ως εύλογο και δίκαιο ποσό αποζημίωσης, το ποσό των €15.000 σε έκαστο εφεσείοντα, το οποίο, στη βάση του κατ΄ ισχυρισμόν, στην ακροαματική διαδικασία, ιδιοκτησιακού μεριδίου τους, το ποσό θα επεριορίζετο σε €5.250 για τον εφεσείοντα 1 και σε €577.50 για τον εφεσείοντα 2. Τέλος, έκρινε πως οι εφεσείοντες θα εδικαιούντο και στην έκδοση διατάγματος άρσης της παράνομης επέμβασης από τους εφεσίβλητους 1, με άμεση ισχύ. 

 

Προχωρούμε να εξετάσουμε το θέμα της ιδιοκτησίας του επίδικου ακινήτου, για το οποίο εκφράζεται παράπονο με τους Λόγους Έφεσης 1, 2, 3, 4 και 10.  Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε τι ακριβώς είχε υποστηρίξει ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο εφεσείων 2, σε σχέση με την ιδιοκτησία του επίδικου ακινήτου, ο οποίος τυγχάνει να είναι πρώτος εξάδελφος του εφεσείοντα 1. Υποστήριξε, μεταξύ άλλων, πως ούτε αυτός αλλά ούτε και ο εξάδελφος του, εφεσείων 1, είναι τελικά οι μοναδικοί εξ αδιαιρέτου ιδιοκτήτες του εν λόγω ακινήτου, ως είχαν δικογραφήσει. Γιατί έγινε αυτό δεν διευκρινίστηκε. Η θέση του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν πως υπάρχουν και πολλοί άλλοι συνιδιοκτήτες, και το κυριότερο, πως τόσο αυτός όσο και ο εφεσείων 1 είναι ιδιοκτήτες ή δικαιούχοι συγκεκριμένου μέρους επί του επίδικου ακινήτου, και τούτο λόγω ειδικής συμφωνίας και/ή συγκεκριμένης διευθέτησης που έγινε μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών.  Και ότι η επέμβαση εκ μέρους των εφεσίβλητων έλαβε χώρα εντός του συγκεκριμένου «δικού τους μέρους», και κατ΄ επέκταση το παράπονο τους δεν αφορά σε παράνομη επέμβαση επί όλου του ακινήτου, δεχόμενος ουσιαστικά πως δεν νομιμοποιούνται να αξιώνουν αποζημιώσεις και/ή θεραπείες για παράνομη επέμβαση στο υπόλοιπο μέρος του ακινήτου, αλλά επί του δικού τους συγκεκριμένου μέρους. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, αντεξεταζόμενος, «το θέμα είναι ότι σε αυτό τον χώρο που κτίστηκαν είναι μέσα στο δικό μου μερίδιο και του εξαδέλφου μου», «εκείνο που ξέρω είναι ότι τα σπίτια είναι κτισμένα πάνω στο μερίδιο μου και του ξαδέλφου μου του Στέλιου».

 

Η πιο πάνω μαρτυρία του, ότι δηλαδή η παράνομη επέμβαση έλαβε χώρα σε συγκεκριμένο «χώρο» του ακινήτου, και μάλιστα στον «δικό τους χώρο», οφείλουμε να αναφέρουμε πως όχι μόνο ήταν εκτός δικογράφου, αλλά ήταν και συγκεχυμένη. Πιο συγκεκριμένα, ο εφεσείων 2 αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι «ήταν προκαθορισμένο από τους ιδιοκτήτες όταν το αγόρασαν ότι ο ένας θα καλλιεργεί και θα εκμεταλλεύεται αυτό το σημείο, ο Β το άλλο και ούτω καθεξής και είναι παραδεκτό από όλους τους ιδιοκτήτες ότι αυτή η περιοχή που είναι κτισμένα τα σπίτια είναι στο δικό μας μερίδιο».  Όταν του υποβλήθηκε ότι δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, απάντησε ως εξής «Ναι και εξηγώ ότι οι συνιδιοκτήτες αναγνωρίζουν ότι το σημείο στο οποίο βρίσκονται τα σπίτια ανήκει σε εμένα και τον ξάδελφο μου».

 

Να σημειώσουμε πως το επίδικο ακίνητο είναι διαφιλονικούμενο, αφού φέρονται να υπάρχουν πάρα πολλοί συνιδιοκτήτες, με διαφορετικά μερίδια, όπως μερίδια 37/960,  μερίδιο 1/32, μερίδια 7/20, μερίδιο 1/192, μερίδιο 1/352, μερίδιο 1/20. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το Τεκμήριο 2, «Βεβαίωση Ιδιοκτησίας Τουρκοκρατούμενου Ακινήτου», όπου ρητά αναφέρεται πως η ιδιοκτησία του συγκεκριμένου ακινήτου είναι διαφιλονικούμενη. Παρουσιάζονται δε 34 φυσικά πρόσωπα να έχουν μερίδιο ή μερίδια επί του συγκεκριμένου ακινήτου. Ο εφεσείων 2, στην εν λόγω Βεβαίωση, φέρεται  να είναι συνιδιοκτήτης με μερίδια 37/960.

 

Πρόκειται για έγγραφο που εξεδόθη δυνάμει του άρθρου 10 του περί Επαρχιακών Κτηματολογικών Γραφείων Αμμοχώστου και Κυρηνείας (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμου του 1984, Ν.44/1984. Με τον εν λόγω νόμο, ο οποίος θεσπίστηκε δέκα περίπου έτη μετά την Τουρκική Εισβολή, τα Επαρχιακά Κτηματολογικά Γραφεία Κυρηνείας και Αμμοχώστου «θεωρούνται ότι έπαυσαν να λειτουργούν από της 20ής Ιουλίου 1974 και 15ης Αυγούστου 1974, αντιστοίχως, …». Οι συγκεκριμένες ημερομηνίες στο νόμο έχουν τη σημασία τους.

 

Ο νόμος προβλέπει συγκεκριμένη διαδικασία για την ετοιμασία και υιοθέτηση νέων αρχείων σε σχέση με ακίνητα που βρίσκονται εντός των επαρχιών Αμμοχώστου και Κυρηνείας, εις αντικατάσταση των αρχείων τα οποία κατακρατούνται από τους Τούρκους εισβολείς.  Εν προκειμένω, δεν είχε καν εκδοθεί πιστοποιητικό εγγραφής για το επίδικο ακίνητο, δυνάμει των προνοιών του πιο πάνω νόμου, το οποίο εκεί όπου εκδίδεται, συνιστά μόνο «κατά τεκμήριον τίτλον ιδιοκτησίας του ακινήτου». Αυτό που είχε εκδοθεί ήταν Βεβαίωση Ιδιοκτησίας, στην οποία, ως ελέχθη, καταγραφόταν πως η ιδιοκτησία του επίδικου ακινήτου είναι διαφιλονικούμενη, χωρίς να διευκρινίζεται οτιδήποτε σε σχέση με αυτή την αναφορά.  

 

Όσον αφορά στο Πιστοποιητικό Έγγραφής Ακινήτου Ιδιοκτησίας με έτος έκδοσης το 1961, όπου ο εφεσείων 1 παρουσιάζεται ιδιοκτήτης με μοίρα ή συμφέρον 35/100, θα πρέπει να σημειώσουμε πως ο υιός του εφεσείοντα 1, καταθέτοντας είχε ισχυριστεί  πως ο πατέρας του συνεχίζει να είναι συνιδιοκτήτης και πως δεν είχε προβεί σε οιανδήποτε συμφωνία για την πώληση ή διάθεση του συμφέροντος του επί του επίδικου ακινήτου μετά το 1960. Δεν διευκρίνισε από πού αντλεί τη γνώση του για τα πιο πάνω. Η μαρτυρία του αυτή αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση, με τον υιό να επιμένει πως «το κτήμα είναι σήμερα δικό μας, αφού αν ο πατέρας μου θα ερχόταν σε επαφή για να πουλήσει το κτήμα θα το έλεγε σε όλη την οικογένεια και θα είχαμε γνώση όλη η οικογένεια». 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας ενώπιον του όλα τα πιο πάνω, και όχι μόνο, σημείωσε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν αμφισβητήσει κατά την αντεξέταση των μαρτύρων των εφεσειόντων την ιδιοκτησία και τα κατ΄ ισχυρισμόν ιδιοκτησιακά μερίδια αυτών. Για να προσθέσει, πως οι εφεσείοντες «επέλεξαν» να μην παρουσιάσουν μαρτυρία από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας για να εξηγήσουν τα όσα καταγράφονται στη Βεβαίωση, Τεκμήριο 2. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του:

 

«Μολαταύτα, οι ενάγοντες επέλεξαν, ως είχαν κάθε δικαίωμα, να μην παρουσιάσουν μαρτυρία από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας η οποία να επεξηγεί (αρμοδίως), τα διαλαμβανόμενα στο Τεκμήριο 2, ως και την εκεί διατυπωμένη αναφορά περί διαφιλονικίας της επίδικης ιδιοκτησίας ως και την όποια σχετικότητα ή εμβέλεια θα μπορούσαν να ενέχουν αποδεικτικώς στα επίδικα θέματα τα όσα μπορεί να περιέχονται στον φάκελο (υπό στοιχεία 2/ΕΣ/1152/1980), που διασυνδέεται (στην όψη του Τεκμήριου 2), με τα περί αμφισβήτησης της ιδιοκτησίας της ακίνητης περιουσίας και τα οποία παρεμπιπτόντως (στην έκταση που μπορεί να σχετίζονται με τις εξουσίες που πηγάζουν από τις πρόνοιες του άρθρου 61 του Περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224), δεν θα μπορούσαν να επιλυθούν στην παρούσα διαδικασία (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Χαρίτου και Άλλων ν. Σάββα και Άλλων (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2535).»   

 

 

Για να προσθέσει πως:

 

«Αφίσταται του δικαστικού καθήκοντος η διατύπωση εικασιών ως προς το τι επακριβώς είναι που εννοείται με την αναφορά στο Τεκμήριο 2, της μνείας «Η ιδιοκτησία του ακινήτου είναι διαφιλονικούμενη». Ο όρος μπορεί να υποδηλοί πολλά όπως, λόγου χάριν, ότι ενυπάρχει ιδιοκτησιακή αντιμαχία μεταξύ οιουδήποτε των αναφερομένων στο Τεκμήριο 2 ως ιδιοκτητών της ακίνητης περιουσίας, είτε σε ό,τι αφορά στην έκταση του μεριδίου τους είτε ακόμη και στην ανυπαρξία καν οιουδήποτε τέτοιου ιδιοκτησιακού δικαιώματος. Τούτοι όμως οι συνειρμοί – παρόμοιοι με εκείνους που επιχείρησε ο Γιώργος Ματθαίου (ΜΕ1) στη μαρτυρία του – αποτελούν επικίνδυνους ακροβατισμούς …»

 

 

 

Όσον αφορά στον τίτλο ιδιοκτησίας του εφεσείοντα 1 για το ιδιοκτησιακό καθεστώς επί του επίδικου ακινήτου το 1961, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως:

 

«Αυτό το γεγονός δεν αμβλύνει τα πράγματα, ως επιχειρηματολόγησε η κ. Ερωτοκρίτου όταν κλήθηκε από το Δικαστήριο να τοποθετηθεί περί τούτου. Η νομολογία ορίζει πως ο τίτλος ιδιοκτησίας (ως είναι το Τεκμήριο 16), απαρτίζει μόνο εκ πρώτης όψεως μαρτυρία ιδιοκτησίας του κτήματος που περιγράφεται εκεί, με την ισχύ του να υποχωρεί όταν καταδειχθεί, ανάμεσα σε άλλα, λάθος στην εγγραφή (βλ. κατ΄ αναλογίαν, Χρυσοστόμου ν. Φράγκου και Άλλου (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 622, 629, Theodorou v. Hadji Antoni (1961) C.L.R. 203, 208). Εν προκειμένω, το Τεκμήριο 2, αντανακλά την πιο πρόσφατη πληροφόρηση που τέθηκε, ενώπιον του Δικαστηρίου ως μαρτυρία για το ιδιοκτησιακό καθεστώς της ακίνητης περιουσίας.»  

 

 

 

 

Ως ελέχθη, το θέμα της ιδιοκτησίας του επίδικου ακινήτου το κατέστησαν ουσιώδες οι ίδιοι οι εφεσείοντες με το δικόγραφο τους, αφού είχαν δικογραφήσει πως μόνο αυτοί οι δύο ήταν συνιδιοκτήτες και/ή είχαν συμφέρον επί του επίδικου ακινήτου, δηλαδή και επί των 181 στρεμμάτων. Στη βάση αυτής της δικογραφημένης θέσης τους ήταν που είχαν αξιώσει αποζημιώσεις για ζημιές που είχαν υποστεί από την παράνομη επέμβαση επί όλου του ακινήτου, για το οποίο είχαν δικογραφήσει πως μόνο αυτοί οι δύο κατείχαν, καλλιεργούσαν και χρησιμοποιούσαν  πριν από την τουρκική εισβολή του 1974.

 

Πάνω στην ίδια βάση κινήθηκαν και οι θέσεις τους όταν επεδίωξαν να εξασφαλίσουν, εκκρεμούσης της αγωγής, προσωρινά διατάγματα με μονομερή αίτηση. Στην Ένορκη Δήλωση του εφεσείοντα 2, ημερ. 28.1.2009, η οποία υποστήριζε την Αίτηση των εφεσειόντων για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, ο εφεσείων 2, ο οποίος δήλωνε δεόντως εξουσιοδοτημένος και από τον εφεσείοντα 1, είχε αναφέρει πως τόσο αυτός όσο και ο εφεσείων 1 είναι συνιδιοκτήτες του εν λόγω ακινήτου. Ουδεμία αναφορά είχε κάνει σε ύπαρξη άλλων συνιδιοκτητών, και το κυριότερο, ουδέποτε είχε αναφέρει ότι υπήρξε συμφωνία ή διευθέτηση μεταξύ των εφεσειόντων και των άλλων συνιδιοκτητών (που αδιαμφισβήτητα υπάρχουν), όπως το συγκεκριμένο μέρος του επίδικου ακινήτου, επί του οποίου είχαν ανεγερθεί οι παράνομες οικοδομές, κατέχεται και χρησιμοποιείται αποκλειστικά από τους εφεσείοντες. Κατ΄ επέκταση, η θέση τους ήταν ότι θα έπρεπε με την έκδοση των Προσωρινών Διαταγμάτων, οι εφεσίβλητοι να εμποδίζονται να ανεγείρουν οικοδομές και να επεμβαίνουν επί όλου του ακινήτου.  

 

Στη δίκη, οι θέσεις τους διαφοροποιήθηκαν. Παραδέχθηκαν ότι δεν ήταν οι μόνοι ιδιοκτήτες του ακινήτου, αλλά ότι υπήρχαν και πολλοί άλλοι.  Και το κυριότερο, ισχυρίστηκαν πως το παράπονο τους δεν αφορά τώρα σε επέμβαση επί όλου του ακινήτου αλλά σε μέρος αυτού, και συγκεκριμένα στο μέρος το οποίο οι ίδιοι είχαν λάβει και/ή κατείχαν, δυνάμει συμφωνίας με τους υπόλοιπους συνιδιοκτήτες. Και ότι ήταν επ΄ αυτού του συγκεκριμένου μέρους που εστιάζεται το παράπονο τους σε σχέση με την παράνομη επέμβαση εκ μέρους των εφεσίβλητων.

 

Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στη σημασία των δικογράφων. Αυτά είναι γνωστά. Θα αρκεστούμε να επαναλάβουμε πως ο προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων, επιβάλλεται και για τη διασφάλιση του δικαιώματος του διαδίκου να απαντήσει στις θέσεις και ισχυρισμούς του αντιδίκου του. Ούτε βεβαίως θα πρέπει να επιτρέπεται σε διάδικο να προσκομίζει κατά τη δίκη μαρτυρία για ζητήματα και θέσεις που δεν είχε δικογραφήσει, παρέχοντας του έτσι την ευκαιρία να ελίσσεται κατά το δοκούν (Dairy King Ltd v. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (2016) 1(Β) Α.Α.Δ. 1886).

 

Εκείνο που διαπιστώνουμε είναι ότι η μαρτυρία που οι εφεσείοντες είχαν προσκομίσει στη δίκη, δεν ήταν σύμφωνη με τις δικογραφημένες τους θέσεις.  Στην αγωγή τους, ως ελέχθη, είχαν δικογραφήσει πως μόνο αυτοί οι δύο ενομιμοποιούντο να αξιώνουν αποζημιώσεις και άλλες θεραπείες για παράνομη επέμβαση επί του ακινήτου.  Στη δίκη εγκατέλειψαν τη θέση τους ότι νομιμοποιούνται να αξιώνουν αποζημιώσεις και θεραπείες σε σχέση με ολόκληρο το ακίνητο, αφού παραδέχθηκαν πως υπάρχουν και άλλοι συνιδιοκτήτες, στους οποίους όμως ουδεμία αναφορά είχαν κάνει στο δικόγραφο τους.  Επικεντρώθηκαν, στη δίκη, σε  συγκεκριμένο μέρος του ακινήτου, επί του οποίου είχαν ανεγερθεί οι παράνομες οικοδομές, εγκαταλείποντας οιανδήποτε άλλη αξίωση επί του υπόλοιπου μέρους του ακινήτου. Και τούτο γιατί ως ανέφεραν, είχε λάβει χώρα συγκεκριμένη συμφωνία και/ή διευθέτηση μεταξύ αυτών και των υπόλοιπων συνιδιοκτητών, ούτως ώστε αυτοί οι δύο να κατέχουν, καλλιεργούν και γενικά αξιοποιούν το συγκεκριμένο μέρος του ακινήτου, επί του οποίου είχαν ανεγερθεί οι παράνομες οικοδομές. Όλα αυτά τα ουσιώδη, εξέλειπαν από το δικόγραφο τους και ως εκ τούτου η αγωγή ήταν απορριπτέα και γι΄  αυτόν τον λόγο, στον οποίο δεν αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Εν πάση περιπτώσει, να επαναλάβουμε το γνωστό, πως το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν διασαλεύει με ευκολία τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα πρωτογενή γεγονότα (Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 1026, 1034).  Το ίδιο ισχύει και για την εξαγωγή πρωτογενών συμπερασμάτων  (Παπακόκκινου κ.ά. ν. Κουρέα κ.ά. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1833).     Εν προκειμένω, η αχλύς που υπήρχε σε σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς και/ή συμφέρον επί του επίδικου ακινήτου, μπορούσε να οδηγήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο εκεί που το οδήγησε. Όπως εύστοχα τέθηκε στη Γ. Εισαγγελέας ν.  Τ. & Μ. Οικονόμου & Υιός Λτδ (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1095:

 

«Η κρίση για το κατά πόσο υπάρχει ή όχι παράνομη επέμβαση ανήκει αποκλειστικά στο δικαστήριο. Στην προκείμενη περίπτωση το δικαστήριο δεν είχε ενώπιόν του στοιχεία μαρτυρίας στη βάση των οποίων θα μπορούσε να αποφασίσει θετικά ότι διαπράχθηκε το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης. Βλ. Δημητρίου ν. Εγγλέζου κ.ά. (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1285».

 

Τα πιο πάνω ισχύουν κατ΄ αναλογίαν και εδώ.

 

Οι λόγοι έφεσης, με τους οποίους προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν το ιδιοκτησιακό καθεστώς και/ή ότι αυτοί ενομιμοποιούντο να καταχωρίσουν τη συγκεκριμένη αγωγή, κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται. Ως εκ τούτου, δεν κρίνεται σκόπιμο να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης.

 

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα €4.500, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ των εφεσίβλητων.

 

 

 

                                                                                                                                                                         Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

 

 

                                                      Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

 

                                                      Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο